Εάν επιθυμεί να μιλήσει κανείς για τα κατάλληλα μέτρα για να ανακάμψει μια οικονομία από την ύφεση, τότε, αναμφισβήτητα, θα πρέπει να εξετάσει τα ιστορικά διδάγματα από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ωστόσο, τα γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της Γερμανίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσιάζονται με έναν αρκετά επιλεκτικό τρόπο. Ακούμε ασταμάτητα για τον υπερπληθωρισμό του 1923, αλλά τίποτα για τον αποπληθωρισμό που ακολούθησε στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να διατηρήσει τη σύνδεση της Γερμανίας με τον κανόνα του χρυσού με αυστηρή νομισματική πολιτική και σκληρή λιτότητα.
Και τι έγινε πριν από τον υπερπληθωρισμό, όταν οι Σύμμαχοι ανάγκασαν τη Γερμανία να πληρώσει τεράστιες αποζημιώσεις για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι, επίσης, ένα δίδαγμα που βρίσκει εφαρμογή στη σύγχρονη πραγματικότητα, διότι παραπέμπει στην τρέχουσα κρίση της Ελλάδας. Το φλέγον ζήτημα σήμερα είναι να θυμηθούν οι Ευρωπαίοι τη σωστή εκδοχή της Ιστορίας. Εάν δεν τα καταφέρουν, τότε δεν θα επιβιώσει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την εξασφάλιση της ειρήνης και της δημοκρατίας μέσα από την ευημερία.
Στην ουσία αυτού του κεφαλαίου της ευρωπαϊκής ιστορίας εντοπίζεται η απροθυμία της Βρετανίας και της Γαλλίας να μη θεωρήσουν το νεοσύστατο δημοκρατικό κράτος της Γερμανίας ως ισάξιο εταίρο, αλλά ως έναν εχθρό που κατακτήθηκε και υποχρεούνταν να καταβάλει αποζημιώσεις. Αυτό δεν ήταν καθόλου σοφό και οι όροι δεν ήταν καθόλου υποφερτοί για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η οικονομία της Γερμανίας ήταν ήδη καταβεβλημένη από τον πόλεμο. Δεύτερον, το πραγματικό πρόβλημα της βυθιζόμενης οικονομίας ήταν πολύ μεγαλύτερο από τις άμεσες αποζημιώσεις που έπρεπε να επιβάλει η χώρα στους εκδικητικούς Συμμάχους, όπως εύστοχα το έθεσε ο Μέιναρντ Κέινς στο ισχυρό βιβλίο του «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης». Ηταν αδύνατο η Γερμανία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους Συμμάχους, με αποτέλεσμα η Γαλλία να εισβάλει στην περιοχή του Ρουρ, την καρδιά της βιομηχανίας της χώρας. Ετσι δηλητηριάστηκαν οι σχέσεις της Γερμανίας με τους Συμμάχους.
Σήμερα έχουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και στους πιστωτές της. Πράγματι, η Ελλάδα είναι υπεύθυνη για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, αν και τη βοήθησαν σε αυτό οι ανεύθυνοι πιστωτές της. Σε αυτό το στάδιο, ωστόσο, είναι σαφές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πληρώσει όλα τα χρέη της. Η λιτότητα έχει καταστρέψει την οικονομία της όσο μια στρατιωτική ήττα είχε καταστρέψει τη Γερμανία. Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα υποχώρησε κατά 26% από το 2007 μέχρι το 2013 και η οικονομία στη Γερμανία είχε συρρικνωθεί κατά 29% την περίοδο 1913-19.
Παρά αυτήν την καταστροφή, η Ελλάδα πληρώνει τους πιστωτές της, παρουσιάζοντας στον προϋπολογισμό της πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1,5% επί του ΑΕΠ. Και η νέα ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να διατηρήσει αυτό το πλεόνασμα. Αυτό που δεν προτίθεται να κάνει είναι να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των πιστωτών για να τριπλασιάσει το πλεόνασμα αυτό και να συνεχίσει να έχει τεράστια πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια. Διότι εάν το έπραττε, τότε θα αναγκαζόταν να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις δαπάνες της, μια πρακτική που την οδήγησε σε αυτήν τη βαθιά ύφεση. Οι περικοπές στις δαπάνες θα επιδείνωναν την ύφεση, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα φορολογικά έσοδα και να δυσχεραίνεται η επίτευξη των στόχων για το έλλειμμα. Φαύλος κύκλος. Σε κάθε περίπτωση, οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι η ευελιξία –δηλαδή να προσφέρουν στην Ελλάδα μια ευκαιρία να ανακάμψει– εξυπηρετεί το δικό τους συμφέρον. Μπορεί να μη συμπαθούν τη νέα αριστερή κυβέρνηση, αλλά οι ηγέτες της είναι ολόκαρδα αφοσιωμένοι στα δημοκρατικά ιδεώδη. Η Ευρώπη μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση – και εάν οι πιστωτές είναι εκδικητικοί, τότε θα το επιτύχει.
“Καθημερινή”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου