Ανεξαρτήτως από την έκβαση της διαπραγμάτευσης στο Eurogroup της Παρασκευής, όπου μάχη αναμένεται να είναι σκληρή, η διαφαινόμενη αμφισβήτηση των επιλογών του Βερολίνου από ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων στην Ευρώπη, θεωρείται ως επιτυχία του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα και, κυρίως, δικαίωση της στρατηγικής του για την οικοδόμηση ενός μετώπου όλων των προοδευτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων που αντιμάχονται τη λιτότητα.
Ο Τσίπρας διείδε έγκαιρα και επένδυσε σ΄ αυτό, οικοδομώντας τις αναγκαίες συμμαχίες – αρχικά με κινήματα και αργότερα και με κυβερνήσεις -, ότι ο μονόδρομος της λιτότητας τον οποίο έχουν επιβάλει οι Μέρκελ και Σόϊμπλε, μπορεί να εξυπηρετεί μεσοπρόθεσμα τα συμφέροντα της Γερμανίας σε οικονομικό επίπεδο και να επιβεβαιώνει τον πολιτικό της ηγεμονισμό στην ευρωζώνη, αλλά αποτελεί μία καταστροφική νεοφιλελεύθερη επιλογή την οποία έχουν αρχίσει να αντιμάχονται ευρύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις- από τα κινήματα των Podemos στην Ισπανία και την Πορτογαλία που καλπάζουν στις δημοσκοπήσεις ως τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Αν και δεν θα πρέπει να έχει κανείς αυταπάτες ότι πρωτευόντως του κ. Φρανσουά Ολάντ και δευτερευόντως του κ. Ρέντσι, θα επιλεξουν εύκολα και ανώδυνα να κάνουν στροφή από την πρόσδεσή τους στο άρμα της κυρίας Μέρκελ, εν τούτοις τα ρήγματα τα οποία έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στο οικοδόμημα της ευρωζώνης, είναι πλέον ορατά. Στόχος του Τσίπρα, ο οποίος δεν έχει αυταπάτες αλλά επενδύει στον ρεαλισμό, είναι η ελληνική κυβέρνηση να αναχθεί σε πόλο έλξης αυτής της διαδικασίας, αποκομίζοντας ταυτόχρονα και διαπραγματευτικά οφέλη προς όφελος της χώρας στην πορεία εξόδου από την κρίση.
Η κυβέρνηση – για να είμαστε ρεαλιστές- δεν θα μπορούσε, αλλά και ούτε μάλλον θα επιθυμούσε να εφαρμόσει στο σύνολό του το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», υπό τις παρούσες συγκυρίες, κάτι που φρόντισε να καταστήσει έγκαιρα σαφές ο Έλληνας πρωθυπουργός, και, ως εκ τούτου, υποχρεώθηκε σε υποχωρήσεις, οι οποίες αποτυπώνονται και στην επιστολή του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάνη Βαρουφάκη για την επέκταση της δανειακής σύμβασης.
Η διάθεση συμβιβασμού που αποπνέει το κείμενο της επιστολής Βαρουφάκη είναι εμφανής και πέραν πάσης αμφισβήτησης, παρά τις επικοινωνιακές κορώνες ορισμένων «κύκλων του Μεγάρου Μαξίμου», αν και ορισμένα σημεία επιδέχονται – γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο- πολλαπλών ερμηνειών. Έτσι, λοιπόν, για παράδειγμα, αν και η κυβέρνηση διατείνεται ότι ζητεί την επέκταση μόνον της δανειακής σύμβασης, εν τούτοις αποδέχεται ότι την περίοδο αυτή «θα προχωρήσουμε από κοινού, αξιοποιώντας την υπάρχουσα ευελιξία στην παρούσα διευθέτηση, προς την κατεύθυνση της επιτυχούς ολοκλήρωσης (σ.σ. του προγράμματος) και αναθεώρησης στην βάση των προτάσεων, από τη μια πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και από την άλλη των θεσμών».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να υιοθετήσουν την άποψη ότι η δέσμευση αυτή της κυβέρνησης, λειτούργησε ως επιταχυντής στην συσπείρωση του αντι-γερμανικού μπλοκ στην ευρωζώνη και ενίσχυσε, ως εκ τούτου, τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας απέναντι στη Γερμανία. Η θεώρηση αυτή δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα, όπως δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και το σενάριο που διακινείται ευρέως ότι η σκλήρυνση της στάσης του Βερολίνου, αποτελεί «διαπραγματευτική τακτική» του Σόϊμπλε, προκειμένου να αποκομίσει περισσότερα οφέλη.
Η αλήθεια είναι ότι το Βερολίνο θέλει να κόψει τον βήχα των επίδοξων μιμητών του Τσίπρα, οι οποίοι δεν αμφισβητούν τη γερμανική πολιτική στην Ευρώπη, αλλά επιδιώκουν να την αλλάξουν. Τυχόν υποχώρηση, μ΄ άλλα λόγια, του Βερολίνου, χωρίς να λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις υποταγής στην πολιτική του, θα σήμαινε ότι μπορεί να υπάρξουν και μιμητές αυτή της διαδικασία. Θα άνοιγε, μ΄ άλλα λόγια, μία κερκόπορτα, η οποία λόγω των ισχυρών πιέσεων που υπάρχουν, θα μετατρεπόταν σε «ανοικτές θύρες» απ΄ όπου θα έμπαιναν οι δυνάμεις που θα γκρέμιζαν το επιμελώς κτισμένο γερμανικό οικοδόμημα στην Ευρώπη.
Aπό: http://www.hitandrun.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου