Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
«Κάθε φορά που μια χώρα αποκτάει κάτι, σύντομα και μια άλλη το αποκτάει. Μια χώρα αποκτάει το ραντάρ, αλλά σύντομα το έχουν όλες. Μία αποκτάει έναν καινούργιο τύπο μηχανής ή αεροπλάνου, μετά μια άλλη τον έχει. Αλλά οι Ιάπωνες έχουν τους Καμικάζι, και κανένας άλλος δεν θα τους αποκτήσει, επειδή κανένας άλλος δεν είναι φτιαγμένος σαν αυτούς.»Τζον Θατς, καπετάνιος
Το σχέδιο στη θεωρία ήταν «ένας πιλότος – ένα αεροπλανοφόρο». Και αν όντως κατάφερναν με μια μοναδική επίθεση, και τη μηδαμινή απώλεια ενός μόνο στρατιώτη, να βυθίσουν ένα εχθρικό πλοίο, θα έδιναν ένα καίριο χτύπημα στον αντίπαλο. Το σκεπτικό αυτό αποδείχθηκε υπεραισιόδοξο, αλλά μέχρι το τέλος του πολέμου οι Καμικάζι κατάφεραν να προκαλέσουν τον αποτροπιασμό και τον τρόμο στους Αμερικάνους εχθρούς και να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές και πολλούς θανάτους.
Η πιο παράξενη όψη του φαινομένου ίσως είναι το πόσο γρήγορα έγινε αποδεκτό, οργανώθηκε και υλοποιήθηκε το σχέδιο ενός τέτοιου Σώματος, και το πόσο εύκολα βρέθηκαν τόσοι Ιάπωνες πρόθυμοι να αναλάβουν μια αποστολή από την οποία σίγουρα δεν θα γυρνούσαν πίσω. Οπωσδήποτε θα πρέπει τα θεμέλια μιας τέτοια νοοτροπίας να ήταν ήδη παρόντα, και μάλλον θα ανιχνευτούν στην κουλτούρα και την ιστορία του ιδιοσυγκρασιακού αυτού λαού.
Το 1281 ο Κούμπλαϊ-Καν επιτέθηκε στην Ιαπωνία με κινεζο-μογγολικό στόλο εκατό χιλιάδων πολεμιστών. Οι Ιάπωνες ήταν αντιμέτωποι με σίγουρη ήττα, και το μόνο που τους έσωσε ήταν μια θύελλα που διασκόρπισε τον αντίπαλο στόλο. Αυτός ο θεϊκός άνεμος (κάμι = θεός, κάζε = άνεμος) θεωρήθηκε ότι στάλθηκε από την θεά του ήλιου, Αματεράσου, η λατρεία της οποίας πήρε ξεχωριστή σημασία στον κόσμο της σιντοϊστικής θρησκείας. Ο Καπετάνιος Οκαμούρα σίγουρα είχε στο μυαλό του αυτό το περιστατικό, που διδάσκονταν όλοι οι Ιάπωνες στο σχολείο, όταν πρότεινε την ίδρυση του Σώματος Ειδικής Επίθεσης, που αργότερα έγινε γνωστό σαν Σώμα Καμικάζι.
Η ανέγερση της τάξης των σαμουράι είχε οδηγήσει στην εξέλιξη του Μπουσίντο («ο τρόπος του σαμουράι»), ενός κώδικα τιμής για τους πολεμιστές, που ορίζει την αυτοκτονία σαν ύστατη μορφή εξιλέωσης, και έκφρασης αποφασιστικότητας και υποταγής στον άρχοντα. Με το πέρασμα από την φεουδαρχία στο εθνικιστικό δόγμα που έκανε την εμφάνισή του από τον 19ο αιώνα, ο Σιντοϊσμός και ο Ιαπωνικός Βουδισμός (όπως είδαμε εκτενώς αλλού) υποστήριξαν την απόλυτη παράδοση της θέλησης του πολεμιστή στον αυτοκράτορα και στις ανάγκες του κράτους. Όπως οι Βουδιστές μοναχοί εκπαίδευαν τους σαμουράι επί αιώνες, τώρα εκπαίδευαν τους καμικάζι και δογμάτιζαν τους στρατιώτες και τους πολίτες. Το συμβολικό σπαθί του Βουδισμού που καλούνταν να σκίσει τις αυταπάτες της αντικειμενικής πραγματικότητας και των υλικών αναγκών είχε ταυτιστεί με το σπαθί των σαμουράι, και έκοβε πλέον τα κεφάλια των υποτελών του άρχοντα ή της χώρας.
Τώρα, το Ζεν δίδασκε την άρνηση της επίγειας ζωής των στρατιωτών και η αυτοκτονία παρουσιαζόταν σαν το φινάλε μιας ζωής που είχε εκπληρώσει τον σκοπό της. Η άρνηση του υλικού κόσμου, η απαθής αδιαφορία για τον φυσικό πόνο και η περιφρόνηση για τον θάνατο, ήταν τα κατάλληλα εργαλεία για να φτάσουν στην απόλυτη Γνώση, στην Αλήθεια, στον Διαφωτισμό και τη Νιρβάνα. Όπως οι σαμουράι βρήκαν χρήσιμη τη διδασκαλία του ελέγχου της σκέψης στην αντιμετώπιση των εχθρών, έτσι και οι καμικάζι στρέφονταν σε βουδιστικά μοναστήρια πριν την τελευταία τους πτήση. Ιερείς του Ζεν έλεγαν στους επίδοξους καμικάζι ότι με την πράξη τους θα βελτιώσουν το κάρμα τους για τις επόμενές τους ζωές και ότι ουσιαστικά δεν είχαν τίποτα να χάσουν, αφού έτσι κι αλλιώς η ζωή είναι μη-πραγματική και δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Ένας Βουδιστής λόγιος τους αποθέωσε λέγοντας: «Η πηγή του πνεύματος των καμικάζι βρίσκεται στην άρνηση του ατομικού εαυτού και στην αναγέννηση της ψυχής, που παίρνει πάνω της το βάρος της ιστορίας. Από τα αρχαία χρόνια το Ζεν έχει περιγράψει αυτήν την μετατροπή του μυαλού σαν το επίτευγμα του ολοκληρωμένου διαφωτισμού». Ο Βουδιστής δάσκαλος του Ζεν, Σουζούκι, είπε: «Οι στρατιώτες μας πρέπει να θεωρούν τις ζωές τους ελαφριές σαν πούπουλα χήνας και το χρέος τους βαρύ σαν το βουνό Ταϊσάν». Ο Σουζούκι είναι αυτός που έκανε δημοφιλή την ιδέα του «σπαθιού που δίνει ζωή», ένας συμβολισμός που χρησιμοποιήθηκε για να εκλογικευτεί ακόμα και ο φόνος. Όπως συμπληρώνει και ο Ναντέμπο: «Δεν υπάρχει πρακτικήbodhisattva ανώτερη της εύσπλαχνης αφαίρεσης ζωής». Και ο Σοέν: «Σαν μέσο για να ενωθούν σε αρμονία αυτά που είναι ασύμβατα, η αφαίρεση ζωής και ο πόλεμος είναι αναγκαία». Φαίνεται ότι η θρησκεία και ο μιλιταρισμός στάθηκαν σε κάθε εποχή για τους Ιάπωνες δύο πράγματα αξεχώριστα.
Ακόμα και ο Κομφούκιος, του οποίου η διδασκαλία είχε περάσει και στην Ιαπωνία, καλωσόριζε τον θάνατο και δικαιολογούσε την αυτοκτονία κάπως έτσι: «Ένας άνθρωπος με έντονο ανθρωπισμό, δε θα δεχτεί ποτέ να θυσιάσει αυτόν τον εσώτερο ανθρωπισμό του για να σώσει τη ζωή του. Πολλοί άξιοι άνθρωποι, για να τον ολοκληρώσουν πήγαν και θα πάνε πέρα από το θάνατο.» Ο ναύαρχος Τακιτζίρο Ονίσι, που θεωρείται ο «πατέρας» του σχεδίου των καμικάζι, μίλησε προς τη Σμηναρχία 201 λέγοντας: «Η Ιαπωνία βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο. Κάποιος πρέπει να τη σώσει, δεν θα το κάνουν όμως οι ναύαρχοι και οι στρατηγοί ή οι πολιτικοί, και πάντως όχι οι ανώτατοι αξιωματικοί όπως εγώ. Θα το κάνουν εξαίρετοι, δυνατοί, νέοι άνδρες, όπως εσείς. Εμένα, που στέκομαι ταπεινά μπροστά σας, να με βλέπετε ως την ενσάρκωση και των 100 εκατομμυρίων συμπατριωτών σας που ζητούν τη βοήθειά σας… Έχοντας αναλάβει αυτό το ιερό καθήκον, έχετε όλοι σας καταστεί νέοι θεοί, που δεν θα έχετε πλέον επίγειες επιθυμίες, εκτός από την απόλυτα φυσική επιθυμία να ξέρετε αν πετύχατε ή όχι στην εκτέλεση της αποστολής σας. Καθώς όλοι σας θα περάσετε στον μακρύ, όμορφο ύπνο, λυπάμαι, -αλλά δεν θα μπορείτε να το γνωρίζετε με βεβαιότητα και οπωσδήποτε δεν θα μπορούμε εμείς, οι ζωντανοί, να σας το πούμε».
Ενώ η δυτική ηθική (και οι δυτικές θρησκείες) παρουσιάζει την αυτοκτονία σαν μια απεχθή πράξη, που μόνο σπάνια συγχωρείται, στην Ιαπωνία διδάσκεται το αντίθετο. Οι Ιάπωνες διδάσκονταν ότι όφειλαν να μην πιαστούν αιχμάλωτοι, και οι στρατιώτες, οι αξιωματικοί, ακόμα και οι πολίτες, έμεναν σκόπιμα στο σκοτάδι όσον αφορά τις διεθνείς συμφωνίες για τους αιχμαλώτους πολέμου, οπότε αν μια μάχη χανόταν, ο Ιάπωνας όφειλε να αυτοκτονήσει ή να σκοτωθεί από τον εχθρό. Οι Αμερικάνοι και οι Σοβιετικοί παρουσιάζονταν από την προπαγάνδα σαν τέρατα, που θα βίαζαν τις γυναίκες και θα σκότωναν τα παιδιά μαζί με τους υπόλοιπους Ιάπωνες. Δεν ήταν μόνο οι πιλότοι καμικάζι, αλλά και άλλοι στρατιώτες που έκαναν επιθέσεις αυτοκτονίας, κρατώντας μια ενεργή χειροβομβίδα και ορμώντας πάνω σε τανκ, σίγουροι ότι θα σκοτωθούν. Τον Ιούλιο του 1944 οι Αμερικάνοι έφτασαν τόσο κοντά στην Ιαπωνία, που μπορούσαν να επιτεθούν στη χώρα με βομβαρδιστικά αεροσκάφη. Σε μια μάχη, δύο Ιάπωνες πιλότοι ανακοίνωσαν ότι τους τελείωσαν οι σφαίρες και ότι θα έπεφταν με τα αεροπλάνα τους πάνω στα βομβαρδιστικά, όπως και έκαναν. Στη μάχη του Σαϊπάν (Ιούλιος του 1944), αφού οι Ιάπωνες ηττήθηκαν, ένα πλήθος ανυπόταχτων άμαχων, πιστών στον αυτοκράτορα, και τρομοκρατημένοι από τις φήμες για την αγριότητα των Δυτικών, συγκεντρώθηκε στο χείλος ενός γκρεμού, που έπεφτε κάθετα στον ωκεανό. Από εκεί, σε μια σοκαριστική επίδειξη αποφασιστικότητας, οι μητέρες έριξαν στη θάλασσα τα παιδιά τους, οι άντρες τις γυναίκες τους, οι αδερφές τα αδέρφια τους. Πάνω στα κύματα έπλεαν περίπου χίλια πτώματα, σε μια πράξη που μας θυμίζει τις γυναίκες του Ζαλόγγου.[βίντεο εδώ]
Μια ακραία οπτική της προσωπολατρίας που έχαιρε ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, μας δίνει ο σκηνοθέτης Ακίρα Κουροσάβα στο βιβλίο του «Κάτι Σαν Αυτοβιογραφία», όπου περιγράφει τι συνέβη στις 15 Αυγούστου 1945, μέρα που ο αυτοκράτορας ανήγγειλε μέσω ραδιοφώνου την παράδοση της χώρας στους Συμμάχους. Ήταν η πρώτη φορά που οι υποτελείς του άκουγαν τη φωνή του μονάρχη τους. Εδώ και μήνες τα νέα από το μέτωπο ήταν δυσμενή και ήδη διαδεδομένα, οι δύο πυρηνικές βόμβες είχαν ήδη πέσει στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, και η Γερμανία είχε ήδη ηττηθεί˙ ο πόλεμος είχε χαθεί και η δήλωση ήττας ήταν σίγουρη. Οι Ιάπωνες περίμεναν μόνο αν ο αυτοκράτορας θα τους παρότρυνε να προχωρήσουν στον Τιμητικό Θάνατο των Εκατό Εκατομμυρίων. Ο Κουροσάβα πήγαινε περπατώντας στο στούντιο για να ακούσει με τους συνεργάτες του το διάγγελμα: «Καθ’ οδόν, ο εμπορικός δρόμος έδειχνε πανέτοιμος για τον Τιμητικό Θάνατο. Ένταση και πανικός στην ατμόσφαιρα. Υπήρχαν, ακόμη, μερικοί καταστηματάρχες που είχαν σύρει τα γιαπωνέζικα σπαθιά τους και κάθονταν ατενίζοντας τις γυμνές λάμες τους». Η ιδέα μιας μαζικής αυτοκτονίας μεταξύ των Ιαπώνων είναι σίγουρα φρικτή, αλλά καθόλου απίθανη. «Πιθανώς να ‘χα κάνει κι εγώ το ίδιο», γράφει ο σκηνοθέτης.
Ο αυτοκράτορας μέχρι και το τέλος του 2ου Παγκοσμίου δεν ήταν απλά ένας μονάρχης, ήταν ένας ζωντανός θεός με τη μορφή ανθρώπου. Οι Ιάπωνες τον θεωρούσαν άμεσο απόγονο της θεάς Αματεράσου, έναν «Χρυσαφένιο Ιερό Βασιλιά που Γυρνάει τον Τροχό (του dhamma)». Το γύρισμα του Τροχού του Ντάμα συμβολίζει στον Βουδισμό την αναγέννηση του ανθρώπου, αλλά και τον τροχό ενός άρματος που κυριεύει τον κόσμο, διασκορπίζοντας τις αυταπάτες του υλισμού. Ο αυτοκράτορας ήταν μία από τις 4 υλοποιήσεις του ιδανικού Βουδιστή μονάρχη και ένα «πλήρως διαφωτισμένο» ων. Έτσι, ακόμα και πριν τους καμικάζι, εκατοντάδες άλλοι (στρατιώτες, ναύτες, αεροπόροι) αυτοκτόνησαν για τη σημαία της χώρας τους, σύμφωνα με τα θρησκευτικά της δόγματα. Η δική τους θυσία ήταν αυθόρμητη, σε μια στιγμή απόγνωσης, σε αντίθεση με τους καμικάζι που πολλές φορές περίμεναν μέχρι και μήνες να έρθει η ώρα να εκτελέσουν την πολυπόθητη διαταγή που ήταν σίγουρο ότι θα έρθει, ακολουθώντας το παράδειγμα των σαμουράι και περιμένοντας να γίνουν «νέοι θεοί».
Οι σαμουράι όμως είχαν μια σημαντική διαφορά με τους καμικάζι. Οι πρώτοι επέλεγαν πώς θα τελειώσουν τη ζωή τους, ενώ οι δεύτεροι διατάζονταν να θυσιαστούν από τον θεοκρατικό φασισμό του Χιροχίτο (αν και όλοι οι καμικάζι ήταν εθελοντές, πολλοί το μετάνιωναν, όπως θα δούμε παρακάτω). Όταν οι σαμουράι αντιμετώπιζαν έναν ανώτερο εχθρό και η ήττα φαινόταν αναπόφευκτη, ο κώδικας τιμής τους επέβαλε να αυτοκτονήσουν με χαρακίρι (σεπούκου) ή να πολεμήσουν μέχρι τελικής πτώσης για να βρουν το θάνατο στα χέρια του αντιπάλου. Η αποστολή ενός καμικάζι ήταν μια εντολή από έναν ανώτερο και συνοδευόταν με ένα ποτήρι σάκε κερασμένο από τον αυτοκράτορα. Η διαφορά αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη, όπως φαίνεται στα τελευταία γράμματα των στρατιωτών του Χιροχίτο (βλ. Παράρτημα), όπου φαίνεται ότι, αν και πολλοί ανυπομονούσαν να θυσιαστούν για τον αυτοκράτορα και την πατρίδα, κάποιοι άλλοι περιέγραφαν την επικείμενη αποστολή σαν κάτι που δεν μπορούσαν να αποφύγουν. Δεν πίστεψαν όλοι την προπαγάνδα του κράτους. Μεγάλο ρόλο φαίνεται να έπαιξε η κοινωνική πίεση και η ψυχολογία της αγέλης στο να μην αρνηθούν την εκτέλεση του καθήκοντός τους. Ο Tsuneo Watanabe,λέει για αυτούς: «Ήταν πρόβατα στη σφαγή…Κάποιοι δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι, και τους κουβαλούσαν και τους έσπρωχναν στο αεροπλάνο οι μηχανικοί».
Οι εθελοντές όμως έρχονταν πιο γρήγορα από ό,τι το Ναυτικό μπορούσε να κατασκευάσει τα αεροπλάνα-σαράβαλα που θα έστελναν για μια και μοναδική αποστολή˙ μέχρι που υπήρχε και λίστα αναμονής. Κάποιοι, για να σιγουρέψουν την επιλογή τους, υπέγραφαν την αίτηση με αίμα, θέλοντας να δείξουν τον ζήλο τους. Οι έμπειροι πιλότοι απορρίφθηκαν, γιατί τους χρειάζονταν για την εκπαίδευση των επόμενων από τη μία, και για να συνοδεύουν και να κατευθύνουν τους καμικάζι από την άλλη.
Δεν πέθαναν όλοι οι πιλότοι του Σώματος Ειδικής Επίθεσης. Κάποιοι δεν κατάφεραν να βρουν εχθρικό πλοίο σε καμία τους απόπειρα και γυρνούσαν πίσω απογοητευμένοι, για να τους προλάβει η λήξη του Πολέμου. Άλλοι δεν κατάφεραν να απογειωθούν λόγω μηχανικής βλάβης και επέζησαν για να διηγηθούν τις εμπειρίες τους. Αυτές οι διηγήσεις σε συνδυασμό με τα τελευταία γράμματα των πεθαμένων, μας δίνουν μια εικόνα της ατμόσφαιρας στο Ιαπωνικό Σώμα. Ένας από τους επιζήσαντες, είπε: «Άρχισα να αναρωτιέμαι αν όταν προσφέρθηκα εθελοντικά, ήμουν καλά στα μυαλά μου, και αν, όταν ερχόταν η ώρα να αναχωρήσουμε, θα κλονιζόμουν και τα χέρια ή τα πόδια μου θα έτρεμαν». Αναφερόμενος στη φράση “Tenno Heika Banzai” που σημαίνει «να ζήσει ο αυτοκράτορας»θυμάται «Στην Ιαπωνία, όταν πεθαίνεις υποτίθεται ότι πρέπει να πεις ‘Μπανζάι’ στον αυτοκράτορα, αλλά οι περισσότεροι από μας στην πραγματικότητα θέλαμε να πούμε «Μητέρα» πριν πεθάνουμε.»
Ο ναύαρχος Ονίσι, ο «πατέρας των καμικάζι», μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, που σημάδεψε τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, αυτοκτόνησε με τον παραδοσιακό τρόπο των σαμουράι (σεπούκου/χαρακίρι). Στο σημείωμα που άφησε ευχαρίστησε τους πιλότους για τις ηρωικές τους πράξεις, εξέφρασε την απολογία του για τον ρόλο του που οδήγησε στον, άσκοπο τελικά, θάνατό τους, και παρότρυνε τους νέους Ιάπωνες να εργαστούν για να ξαναχτίσουν τη χώρα και να ζήσουν ειρηνικά. Ο θάνατός του κράτησε 15 ώρες.
Από τον Οκτώβριο του 1944 και μέχρι το τέλος του Πολέμου, σκοτώθηκαν 3.860 καμικάζι (μέχρι και 17χρονοι), με μόνο το 19% αυτών να καταφέρνουν να χτυπήσουν τον στόχο τους. Πάνω από 30 Αμερικάνικα πλοία βυθίστηκαν, περίπου 400 δέχτηκαν βλάβες και 5.000 ναύτες ήταν τα θύματά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου