Του Τάκη Κατσιμαρδου
«Η Ελλάς απεκατέστησε και τυπικώς την πίστιν της εις το εξωτερικόν πλήρως και απέδειξεν δι΄ άλλην μίαν φοράν ότι παρά τας οικονομικάς δυσχερείας της γνωρίζει να σέβεται την υπογραφήν της και τις διεθνείς υποχρεώσεις της…». Με τα λόγια αυτά ο υπουργός Οικονομίας Κ. Μητσοτάκης στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ανήγγειλε (16/7/1964) τη συμφωνία για τη ρύθμιση των προπολεμικών ελληνικών δανείων. Μ’ αυτή συμπληρωνόταν η «αναρρύθμισις», που είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή πριν από δυο χρόνια, όπως έχουμε δει το περασμένο Σάββατο.Τότε η συμφωνία είχε υπογραφεί μεταξύ του ελληνικού κράτους και των Αμερικανών ομολογιούχων, ύστερα από υποδείξεις της Ουάσιγκτον. Έφτανε τα 40 εκατ. δολ. Ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής. Τώρα τη σκυτάλη πήραν οι Άγγλοι κι οι άλλοι κάτοχοι ομολόγων. Δεκατέσσερα προπολεμικά εξωτερικά δάνεια ρυθμίζονταν με τη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και ομολογιούχων στο Λονδίνο.
Συγκεκριμένα τα δάνεια:
- 120 εκατ. φράγκων του 1881.
- 170 εκατ. φράγκων του 1884.
- 135 εκατ. φράγκων του 1887 (δάνειο μονοπωλίων).
- Πάγιο του 1889.
- 60 εκατ. φράγκα του 1890 (σιδηροδρόμων).
- 9,7 εκατ. φράγκα του 1893 (κεφαλαιώσεως).
- 56,2 εκατ. φράγκα. του 1902 (ελληνικών σιδηροδρόμων).
- 20 εκατ. φράγκα του 1907 (Εθνικής Αμύνης).
- 11 εκατ. φράγκα του 1910.
- 5.000 εκατ. φράγκα του 1914.
- Προσφυγικό του 1928 (αγγλικό μέρος).
- Το σταθεροποιητικό – προσφυγικό του 1924 (αγγλικό μέρος).
- Το πρώτο παραγωγικό του 1928.
- Το δεύτερο παραγωγικό του 1931.
Η συμφωνία έγινε ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις (1962- 1964) της ελληνικής αντιπροσωπίας (επικεφαλής ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Ν. Γαζής) και επιτροπής των ομολογιούχων. Υπεγράφη στις 15 Ιουνίου 1964. Η επίσημη ελληνική προσφορά έγινε ένα χρόνο αργότερα (10 Μαΐου 1965) κι έληγε στο τέλος του 1967 (οριστικοποιήθηκε ένα εξάμηνο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας).
Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς το συνολικό ονομαστικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 56.239.518 λίρες. Με την προσθήκη των κεφαλαιοποιημένων τότε έφτανε τα 62.072. 114 αγγλικές λίρες ή 173.801.919 δολάρια ή 5.214. 057.576 δραχμές. Το ονομαστικό κεφάλαιο αναγνωριζόταν στο ακέραιο και η εξυπηρέτησή του άρχιζε αναδρομικά από το 1963. Στο τέλος της προσφοράς προσκομίστηκαν για αναγνώριση ομολογίες που αντιπροσώπευαν το 96% του ονομαστικού κεφαλαίου.
Οι όροι
Οι όροι και των δυο συμφωνιών – μαμούθ (1962 και 1964) ήταν σχεδόν όμοιοι κατά γενική ομολογία. Αν και στην πρώτη περίπτωση, ως αντιπολίτευση η Ένωση Κέντρου, προεξάρχοντος του Κ. Μητσοτάκη, είχε κατακεραυνώσει τη «δουλική» συμφωνία, ως κυβέρνηση εμφανιζόταν «ευτυχής» για τη ρύθμιση.Επειδή, όπως υποστήριζε ο υπουργός Οικονομικών, «οι όροι διακανονισμού ανάλογοι με τους ισχύσαντες και δια το ρυθμισθέν υπό της προκατόχου πολιτικής κυβερνήσεως εξωτερικού δημοσίου ομολογιακού χρέους εις δολάρια υπήρξαν οι καλύτεροι δυνατοί υπό τας δημιουργηθείσας συνθήκας?». Η ρύθμιση χαιρετίστηκε δημοσίως τόσο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και από τη βρετανική κυβέρνηση. Η τελευταία, μάλιστα, έκανε ως «δώρο» στην ελληνική κυβέρνηση την καταβολή του ποσού στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ (!), ως προς το σκέλος που αφορούσε τη στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας. Μέχρι τότε κι αυτό ακόμη το χρησιμοποιούσε ως μοχλό πίεσης για τη ρύθμιση των προπολεμικών δανείων σε λίρες! Το σύνολο του «παράνομου» προπολεμικού χρέους θ΄ αρχίσει να εξυπηρετείται από τον προϋπολογισμό του 1966. Οι τελευταίες δόσεις από τις ρυθμίσεις του 1962 και 1964 θα καταβληθούν την τριετία 2006-2009! Αλλά το ζήτημα αυτό δεν εξαντλείται εδώ…
(Τα στοιχεία για τις ρυθμίσεις αντλούνται από την πρόσφατη μελέτη του Τ. Ηλιαδάκη, «Ο εξωτερικός δανεισμός στη γένεση και εξέλιξη του Νέου Ελληνικού Κράτους 1824-2009». Εκδόσεις Μπατσιούλας, Αθήνα, 2011).
Οι δανειακές υποχρεώσεις είχαν κανονικά παραγραφεί…
Οι δυο κυβερνήσεις (Καραμανλή 1962 και Παπανδρέου 1964) δια των υπουργών Οικονομικών (Παπαληγούρα και Μητσοτάκη), απαντώντας στις τότε καταγγελίες για τις ρυθμίσεις του προπολεμικού χρέους, απέφυγαν να τοποθετηθούν επί της ουσίας. Δηλαδή, γιατί η Ελλάδα αναγνώριζε, ως μη όφειλε, δάνεια, που δεν είχε αναγνωρίσει άλλο κράτος. Η χώρα καλούνταν να καταβάλει τοκοχρεολύσια για δανειακές υποχρεώσεις οι οποίες είχαν παραγραφεί στην πράξη ύστερα από δυο παγκοσμίους κι έναν εμφύλιο πόλεμο. Το κυριότερο επιχείρημα όσων ασκούσαν κριτική στις ρυθμίσεις επικεντρώνονταν στην παραδοχή του χρέους. Η Ελλάδα αντί να το αναγνωρίσει, όπως πολλοί υποστήριζαν, έπρεπε να ζητήσει να συμψηφιστεί με πολεμικά χρέη και αποζημιώσεις προς τη χώρα. Αλλά κι άλλες ελληνικές απαιτήσεις διεθνώς αναγνωρισμένες.
Ιδού πώς δικαιολογούνταν ο Π. Παπαληγούρας: «Διερωτώμαι πως αύτη η άποψις δεν προεβλήθη όταν θα ήτο καταλληλότερος χρόνος διά να προβληθή (ο συμψηφισμός), δηλαδή είτε ευθύς μετά τον παγκόσμιον πόλεμον είτε ευθύς μετά τον συμμοριτοπόλεμον. Διότι τότε μόνον προβαλλομένη, όταν αι πληγαί και αι ζημίαι μας ήσαν νωπαί και ακόμη αθεράπευτοι, θα ηδύνατο υιοθετουμένη τυχόν παρά των μεγάλων συμμάχων μας, να έχη πρακτικήν έννοιαν? Είναι απαράδεκτον να ζητήται σήμερον ο συμψηφισμός του δημοσίου χρέους με αποζημιώσεις, όταν δεν απετολμήθη να ζητηθή την επομένη του πολέμου…».
Το ίδιο επιχείρημα επικαλέστηκε σε τελευταία ανάλυση και η κυβέρνηση Παπανδρέου. Όταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις δημιούργησαν τετελεσμένα, πώς η ίδια θ΄ ανέτρεπε τα συμφωνηθέντα ή θα διεκδικούσε άλλους όρους; Διεκδίκησε και πέτυχε, όπως δήλωνε ο υπουργός Οικονομικών, «να ρυθμίση το χρέος των 14 δανείων κατά τρόπον, όστις εθεωρήθη επισήμως από τη Διεθνή Τράπεζα ως ανάλογος με τον τρόπον ρυθμίσεως του αμερικανικού χρέους επισημαινομένης ούτω της εκ μέρους της Ελλάδος ίσης μεταχειρίσεως πάντων των πιστωτών της».
Δακρύβρεχτη επιστολή Καραμανλή προς Κένεντι
Η ικανοποίηση των ομολογιούχων για τα ελληνικά προπολεμικά δάνεια άρχισε με τους Αμερικανούς το 1962. Η οριστική διευθέτηση ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς στην Ελλάδα, όπως έχουμε δει το περασμένο Σάββατο. Λίγες μέρες πριν από την άφιξη του Λ. Τζόνσον στην Αθήνα, ο Κ. Καραμανλής είχε απευθύνει στον Αμερικανό πρόεδρο Τζ. Κένεντι μια μάλλον δακρύβρεχτη επιστολή. Εκεί χρησιμοποιούσε το προπολεμικό χρέος ως παράδειγμα αγνόησης ή μη κατανόησης των ελληνικών συμφερόντων από τις ΗΠΑ. Οχι για το χρέος αυτό καθαυτό, αλλά για μια ρύθμιση, που θα μπορούσε να τον βλάψει πολιτικά τον ίδιο και την ΕΡΕ.
« Από ετών, έγραφε, προσπαθώ να τακτοποιήσω το εξωτερικόν δημόσιον χρέος. Εφθάσαμεν μετά μακράς και επιπόνους διαπραγματεύσεις εις συνεννόησιν με το συμβούλιον των Αμερικανών ομολογιούχων επί των οικονομικών όρων, αλλ΄ εξακολουθεί, παρά τας πολλαπλάς υποχωρήσεις μας, η εκκρεμότης, διότι οι ομολογιούχοι επιμένουν να διαφωνούν εις έναν όρον καθαρώς πολιτικής σημασίας. Δεν δέχονται ούτε την επιφύλαξιν υπέρ της Ελλάδος του δικαιώματος, όπως επιζητήση διαπραγματεύσεις διά καλυτέρους όρους, αν παραχωρήσουν τοιούτους εις γειτονικάς μας χώρας (εννοούσε τις βαλκανικές και ειδικά τη Γιουγκοσλαβία)».
Επέμενε στη ρήτρα αυτή «διότι ο ελληνικός λαός, έχων και άλλους λόγους πικρίας, θα θεωρήση αδικαιολόγητον το ότι κομμουνιστικαί χώραι τυγχάνουν καλυτέρας μεταχειρίσεως των πιστών χωρών. Ενώ, όμως, τόσον σοβαρόν λόγον έχω διά να επιμένω επί του σημείου αυτού και ενώ άπαντες οι οικονομικοί όροι συνεφωνήθησαν, η ρύθμισις του εξωτερικού δημόσιου χρέους μου προβάλλεται από τας περισσοτέρας κυβερνήσεις της Δύσεως ως όρος διά τη σύστασιν ικανοποιητικού κονσόρτσιουμ ενισχύσεως της οικονομικής ανορθώσεως?».
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=27721&subid=2&pubid=112821265
φωτο της εφημερίδας Ελευθερία από :http://www.logiosermis.net/2013/10/1964.html#.VEP-6I-HaR9
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου