Έχοντας προωθήσει τις θέσεις τους, οι εθνικιστές άρχισαν στα τέλη Οκτωβρίου 1936 να συγκεντρώνουν δυνάμεις με σκοπό να επιτεθούν κατά τηςισπανικής πρωτεύουσας, της Μαδρίτης.
Η στιγμή ήταν από κάθε άποψη κατάλληλη για την επίθεση. Η εθνικιστική Στρατιά της Αφρικής είχε σαρώσει τα τμήματα πολιτοφυλάκων της δημοκρατίας από τη Σεβίλλη ως τα πρόθυρα της πρωτεύουσας, η πτώση της οποίας θα εξασφάλιζε στον Φράνκο, αν όχι το τέλος του πολέμου, τουλάχιστον μια μεγάλης ψυχολογικής σημασίας επιτυχία και ίσως την αναγνώριση του καθεστώτος του από τις ξένες δυνάμεις.
Η Μαδρίτη πράγματι εκείνη την εποχή έμοιαζε με ώριμο φρούτο, έτοιμο να πέσει στα χέρια των εθνικιστών, σχεδόν χωρίς μάχη. Η φρουρά της πόλης αποτελείτο αποκλειστικά σχεδόν από πολιτοφύλακες, τραγικά οπλισμένους, στελεχωμένους και εκπαιδευμένους.
Δεν είχαν κατασκευαστεί οχυρωματικά έργα γύρω και μέσα στην πόλη, δεν υπήρχαν αντιαεροπορικά πυροβόλα και υπήρχαν ελάχιστα παλαιά γαλλικά αεροσκάφη για να υποστηρίξουν από αέρος τη φρουρά.
Δικαίως υπεραισιοδοξία επικρατούσε στο εθνικιστικό στρατόπεδο. Ακόμα και πάντα φειδωλός Φράνκο ήταν τώρα βέβαιος για την επιτυχία. Είχε μάλιστα διατάξει τη συγκέντρωση φορτηγών αυτοκινήτων πίσω από τα στρατεύματα του, φορτωμένων με τρόφιμα για τον πληθυσμό της Μαδρίτης. Τη γνώμη των εθνικιστών συμμεριζόταν και όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι που βρίσκονταν στην πόλη, αλλά και αυτή η ίδια η δημοκρατική κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός Λάργκο Καμπαλέρο εξακολουθούσε να δυσπιστεί έναντι των υπολοίπων πολιτικών σχηματισμών και κυρίως έναντι των κομμουνιστών και των αναρχικών. Πέραν τούτου πάντως δεν έπραξε και πολλά για να ενισχύσει την άμυνα της Μαδρίτης.
Το μοναδικό μέτρο που έλαβε τότε η κυβέρνηση αφορούσε τη συγκρότηση «μικτών» ταξιαρχιών – η κάθε μια θα διέθετε ένα τακτικό τάγμα και τρία τάγματα πολιτοφυλάκων. Παρόλα αυτά όμως η κυβέρνηση δεν ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει.
Το μοναδικό μέτρο που έλαβε τότε η κυβέρνηση αφορούσε τη συγκρότηση «μικτών» ταξιαρχιών – η κάθε μια θα διέθετε ένα τακτικό τάγμα και τρία τάγματα πολιτοφυλάκων. Παρόλα αυτά όμως η κυβέρνηση δεν ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει.
Φοβούμενος ενέργειες της «5ης Φάλαγγας» ο Καμπαλέρο αποφάσισε την αποχώρηση της κυβέρνησης από την Μαδρίτη. Την απόφαση αυτή ακολούθησε πανικός. Υπουργοί, αξιωματούχοι και διάφοροι παρατρεχάμενοι άρχισαν κακήν κακώς να αποχωρούν. Μαζί τους αποφασίστηκε να αποχωρήσουν και 8.000 εθνικιστές κρατούμενοι, οι οποίοι όμως σφαγιάστηκαν όλοι καθ’ οδό. Μόνο οι κομμουνιστές αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν την πόλη, στην οποία άλλωστε είχαν φτάσει τα πρώτα σοβιετικά όπλα και οι πρώτοι στρατιωτικοί σύμβουλοι. Στις 29 Οκτωβρίου τα ρωσικά άρματα μάχης έκαναν την επίσημη εμφάνιση τους στο πεδίο της μάχης.
Καθοδηγούμενα από τον Σοβιετικό συνταγματάρχη, τότε, Παυλόφ και με σοβιετικά πληρώματα τα άρματα εκτόξευσαν αντεπίθεση κατά των εθνικιστικών δυνάμεων που επιχειρούσαν να αποκλείσουν από τα νότια την Μαδρίτη.
Οι Σοβιετικοί ενεπλάκησαν σε μάχη με τμήματα μαροκινών ιππέων του εθνικιστικού στρατού, τα οποία και δεν κατάφεραν να εξουδετερώσουν. Οι Μαροκινοί υποχώρησαν εντός κατοικημένης περιοχής όπου τα άρματα δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν. Υποτίθεται ότι την επίθεση των αρμάτων θα υποστήριζαν τμήματα του κομμουνιστικού «5ου Συντάγματος» πεζικού (σχηματισμός κομμουνιστών πολιτοφυλάκων). Λόγω κακού συντονισμού όμως τα άρματα και το πεζικό δεν κατόρθωσαν να συνεργαστούν και έτσι η επίθεση απέτυχε.
Ωστόσο υπήρχε και ένα θετικό στην όλη ιστορία. Οι εθνικιστές πίστεψαν ότι η άμυνα της Μαδρίτης ήταν περισσότερο ισχυρή από ότι ήταν στην πραγματικότητα και επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους στον δυτικό τομέα της πόλης. Εντός της πόλης, μετά την αναχώρηση της κυβέρνησης για την Βαλένθια, την κατ’ όνομα διεύθυνση της άμυνας ανέλαβαν οι στρατηγοί Μιάχα και Πόθας. Ουσιαστικά όμως όλα πέρασαν υπό τον έλεγχο των Σοβιετικών. Αυτοί και οι Ισπανοί κομμουνιστές και αναρχικοί κατόρθωσαν να συνεγείρουν τον πληθυσμό της πόλης. Όλοι οι άνδρες, ακόμα και οι γυναίκες, επιστρατεύτηκαν. Άρχισαν να κατασκευάζονται οδοφράγματα και να δημιουργούνται πρόχειρα οχυρώματα. Αυτό που συνέβαινε ήταν πρωτοφανές. Τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι, άοπλοι οι περισσότεροι, ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για τη Μαδρίτη.
Από την άλλη πλευρά ο Φράνκο θα εξαπέλυε κατά της Μαδρίτης το άνθος του στρατού του. Περίπου 20.000 Μαροκινοί και Λεγεωνάριοι της Ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων επρόκειτο να επιτεθούν. Στις 8 Νοεμβρίου η μάχη άρχισε. Το εθνικιστικό πυροβολικό άρχισε να βάλει και τα πρώτα εθνικιστικά βομβαρδιστικά φάνηκαν στον ορίζοντα. Αυτή τη φορά όμως θα είχαν αντιπάλους. Περισσότερα από 70 σοβιετικά καταδιωκτικά υπεράσπιζαν την πόλη.
Οι εθνικιστές εξαπέλυσαν τέσσερις φάλαγγες εφόδου κατά της πόλης. Όταν οι ξένοι δημοσιογράφοι ρώτησαν τον επικεφαλής της επιχείρησης στρατηγό Μόλα ποία φάλαγγα θα καταλάβει την πόλη αυτός τους απάντησε «η 5η», υπονοώντας τους εθνικιστές που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι εντός της πόλης και δημιουργώντας έτσι τον όρο 5η φάλαγγα.
Από την αρχή όμως η επίθεση των εθνικιστών αντιμετωπίστηκε με θάρρος και αποφασιστικότητα. Οχυρωμένοι εντός των κτηριακών συγκροτημάτων οι δημοκρατικοί προέβαλαν σκληρή αντίσταση. Από την άλλη τα άρματα των εθνικιστών λίγα μπορούσαν να πράξουν εντός κατοικημένης περιοχής.
Από την αρχή όμως η επίθεση των εθνικιστών αντιμετωπίστηκε με θάρρος και αποφασιστικότητα. Οχυρωμένοι εντός των κτηριακών συγκροτημάτων οι δημοκρατικοί προέβαλαν σκληρή αντίσταση. Από την άλλη τα άρματα των εθνικιστών λίγα μπορούσαν να πράξουν εντός κατοικημένης περιοχής.
Μοιραία η σύγκρουση πήρε τη μορφή σκληρών, άγριων και χωρίς έλεος οδομαχιών, στην οποία οι εθνικιστές δεν υπήρχε περίπτωση να επικρατήσουν, γιατί απλούστατα ήσαν πολύ λίγοι. Την ίδια ώρα οι δημοκρατικοί άρχισαν να ενισχύονται.
Τη δεύτερη μέρα της μάχης εμφανίστηκε στη Μαδρίτη η πρώτη ΧΙ Διεθνής Ταξιαρχία, δυνάμεως 1.900 ανδρών, υπό τον Ούγγρο Κλέμπερ (Λαζάρους Σταντ). Η ταξιαρχία διέθετε τρία τάγματα, το γερμανικό Τάγμα «Έντγκαρ Άντρε», το γαλλικό «Κομμούνα του Παρισιού» και το πολωνικό «Νταμπρόφσκι».
Διέθετε επίσης και ένα βρετανικό λόχο πολυβόλων. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου η ταξιαρχία ρίχθηκε στη μάχη κοντά στην πανεπιστημιούπολη της Μαδρίτης, στο πλέον ευαίσθητο σημείο του μετώπου. Οι Γερμανοί ιδιαιτέρως ταξιαρχίτες πολέμησαν με φανατισμό, όπως και οι Μαροκινοί αντίπαλοι τους.
Όλη την ημέρα διεξήχθησαν άγριες οδομαχίες, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό η μάχη συνεχίστηκε ως τις 12 Νοεμβρίου όταν έφτασαν στη Μαδρίτη και νέες δυνάμεις των δημοκρατικών. Επρόκειτο για τη ΧΙΙ Διεθνή Ταξιαρχία, δυνάμεως επίσης τριών ταγμάτων – γερμανικό τάγμα «Τέλμαν», γαλλικό τάγμα «Αντρέ Μαρτύ» και ιταλικό τάγμα «Γκαριμπάλντι»- υπό τον επίσης Ούγγρο Λούκατς (Μάτα Ζάλκα). Στην ταξιαρχία αυτή υπηρετούσε και ο ανεψιός του Ουίστον Τσώρτσιλ.
Στην πόλη όμως αφίχθη και μια ταξιαρχία αναρχικών πολιτοφυλάκων, υπό τον αναρχικό ηγέτη Μποναβεντούρα Ντουρούτι, δυνάμεως 3.000 ανδρών. Οι αναρχικοί τάχθηκαν στην πανεπιστημιούπολη με εντολή να επιτεθούν την επομένη, όμως την κρίσιμη στιγμή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τα χαρακώματα τους. Όταν δε δέχτηκαν την επίθεση 800 Μαροκινών και Λεγεωνάριων τράπηκαν σε φυγή.
Για πρώτη φορά οι εθνικιστές είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν ρήγμα στην αντίπαλη άμυνα. Δεν υπήρχαν όμως εφεδρείες για να το εκμεταλλευτούν.
Ο Μιάχα έριξε τη ΧΙΙ Διεθνή Ταξιαρχία εκεί και η συνέχεια του μετώπου αποκαταστάθηκε. Στις 20 Νοεμβρίου σκοτώθηκε ο Ντουρούτι, από σφαίρα κομμουνιστή έλεγαν οι αναρχικοί, από σφαίρα αναρχικού υποστήριζαν οι κομμουνιστές. Στην πραγματικότητα ο Ντουρούτι σκοτώθηκε από τυχαία εκπυρσοκρότηση του πιστολιού ενός συντρόφου του, την ώρα που και οι δύο έμπαιναν σε ένα αυτοκίνητο.
Το όπλο μπλέχτηκε στον μοχλό της πόρτας, εκπυρσοκρότησε, και η σφαίρα βρήκε τον Ντουρούτι στο στήθος. Τελικά η προπαγάνδα επέβαλε την διάδοση της ιστορίας περί του θανάτου του από έναν εθνικιστή ελεύθερο σκοπευτή.
Σταδιακά η μάχη της Μαδρίτης έσβησε, παρά τις ενισχύσεις βασιλοφρόνων που έριξε ο Φράνκο στη μάχη. Σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου οι εθνικιστές δεν θα αποτολμούσαν νέα επίθεση κατά της Μαδρίτης.
Περιορίστηκαν απλώς να την πολιορκούν και να την βομβαρδίζουν. Ο Φράνκο άλλωστε είχε δηλώσει ότι προτιμούσε να καταστρέψει τη Μαδρίτη παρά να την αφήσει στα χέρια των κομμουνιστών.
Η μάχη της Μαδρίτης είχε λήξει και είχε στοιχίσει ακριβά και στα δύο στρατόπεδα. Για τους δημοκρατικούς αποτέλεσε μεγάλη νίκη και το σύμβολο αντίστασης κατά του «φασισμού».
Για τον Φράνκο αντίθετα αποτέλεσε την επιβεβαίωση των φόβων του ότι οεμφύλιος πόλεμος επρόκειτο να έχει μεγάλη διάρκεια. Μετά τη Μαδρίτη ο Φράνκο μετέβαλε εντελώς τη στρατηγική του και αποφάσισε να κινείτε με πολύ αργά και προσεκτικά βήματα, στερώντας από τους δημοκρατικούς ακόμα και τα ψυχολογικά ερείσματα έστω και μιας ψεύτικης επιτυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου