Πλήθος είναι τα βιβλία που εκδόθηκαν κι εκδίδονται διαρκώς κατά τη διάρκεια της κρίσης που διέρχεται η χώρα, την οποία επιχειρούν να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν συνδέοντάς την είτε με την Ευρωζώνη είτε με την παγκόσμια οικονομία.
Αρκετά μάλιστα από αυτά συνιστούν κατά κάποιον τρόπο χρήσιμους «οδηγούς» εξοικείωσης με οικονομικά φαινόμενα και πολιτικές που, για όσους δεν είναι οικονομολόγοι, ήταν ελάχιστα ή και καθόλου γνωστά, ενώ πια συνιστούν όρους του καθημερινού μας λεξιλογίου. Ωστόσο, σπανίζουν εκείνα τα βιβλία που επιχειρούν να αναμετρηθούν με διαστάσεις της κρίσης από μια κριτική και πλουραλιστική σκοπιά και ταυτόχρονα δεν αυτοπεριορίζονται ούτε στην αμιγώς οικονομική διάσταση ούτε σε χρόνο ενεστώτα (που μας αποκόπτει βίαια από τις καταβολές της κρίσης).
Ένα βιβλίο που ξεχωρίσαμε με βάση αυτά τα κριτήρια είναι το «Ανισότητα στην εποχή της κρίσης», μια συνεκτική συλλογή δέκα μεστών, αλληλοσυμπληρωματικών μελετών ελλήνων κοινωνικών επιστημόνων την οποία επιμελήθηκε ο ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών Αλέξανδρος Αφουξενίδης. Όπως εξηγεί ο ίδιος στην εισαγωγή του, μπορεί κάποιος να εντοπίσει μια φθίνουσα πορεία των δυτικών κοινοβουλευτικών δημοκρατικών καθεστώτων ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μολονότι μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα υπήρχε διάχυτη μια αισιόδοξη θεώρηση για την περαιτέρω εμβάθυνση κι επέκταση των δημοκρατικών θεσμών και αξιών σε συνδυασμό με την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και τη διεθνή κινητοποίηση ποικίλων όψεων της κοινωνίας πολιτών. Ωστόσο, η γενική τάση για τα φιλελεύθερα-δημοκρατικά καθεστώτα φαίνεται τελικά να είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή σε περισσότερο ολιγαρχικές μορφές διακυβέρνησης και σε διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, φαινόμενα που συνδυάζονται με την επίταση των παγκόσμιων προβλημάτων.
Έχοντας κατά νου αυτή την πραγματικότητα και κάνοντας μια αποφασιστική επιλογή, την πρόταξη του ζητήματος της κοινωνικής ανισότητας, ο Αφουξενίδης μας προτείνει με αυτό το βιβλίο να αναμετρηθούμε με όψεις της κρίσης, ενίοτε υποφωτισμένες, που δεν τις βλέπουμε με αρκούντως κριτική ματιά. Αυτό το τελευταίο δεν είναι απλώς μια κοινοτοπία που νιώθει ο συντάκτης αυτής της βιβλιοπαρουσίασης υποχρεωμένος να αναμασήσει. Αλλά, όπως εύστοχα αναλύει στο εισαγωγικό του κείμενο ο επιμελητής της έκδοσης, υπάρχει, υπό μια έννοια, παράλληλα με την τάση διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες, μια τάση περιορισμού της κριτικής αιχμής της Κοινωνιολογίας και, βεβαίως, των κοινωνικών επιστημών γενικότερα: κατακερματισμός, υπερ-εξειδίκευση, υποχρηματοδότηση της έρευνας και των σχετικών πανεπιστημιακών προγραμμάτων, αυτοεγκλωβισμός σε μεθοδολογικές και τεχνικές «ευκολίες» οδηγούν στην ενίσχυση ενός επιστημονικού λόγου περισσότερο κομφορμιστικό και ακαδημαϊκά περιχαρακωμένο σε σχέση με το παρελθόν, που δείχνει λιγότερο ενδιαφέρον να ανανεώσει τη θεωρία του κι εν τέλει εμφανίζει αδυναμία να συλλάβει το αντικείμενό του (τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα) στην ολότητά του. Αυτά δεν είναι απλώς εσωτερικά προβλήματα του «συναφιού» των επιστημόνων. Αντίθετα, στο βαθμό που οι κοινωνικές επιστήμες παρέχουν τα εργαλεία και τις αφηγήσεις με τις οποίες κατανοούμε τον κόσμο και τη σχέση μας με αυτόν, συνιστούν κοινωνικά προβλήματα τα ίδια.
Εδώ δεν θα παρουσιάσουμε όλα τα κείμενα του τόμου, αλλά θα κάνουμε μια, συνοπτική έτσι κι αλλιώς, αναφορά σε τρία από αυτά. Αυτή η προτίμηση ενέχει βέβαια ισχυρή δόση αυθαιρεσίας αφού προδίδει ενδιαφέροντα του συντάκτη αυτού του κειμένου και επουδενί σημαίνει ότι τα υπόλοιπα κείμενα δεν συνιστούν εξίσου σημαντικές και πρωτότυπες συνεισφορές. Ξεκινάμε, λοιπόν, από το «Νέες μορφές αστικής σύγκρουσης στην Αθήνα: το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, ο λόγος και οι πρακτικές απόρριψης των μεταναστών» των Κάρολου Καβουλάκου και Γιώργου Κανδύλη. Οι ερευνητές εξετάζουν πώς και υπό ποιες συνθήκες στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, από τα τέλη του 2008, κλιμακώθηκε μια συλλογική έκφραση απόρριψης των διαμενόντων στη γειτονιά μεταναστών. Βέβαια, κι αυτό πρέπει να προσεχθεί, ο ξενοφοβικός και ρατσιστικός δημόσιος λόγος ποικιλώνυμων κινήσεων πολιτών που παρουσιάστηκαν ως αυθόρμητες πρωτοβουλίες στρεφόταν κατεξοχήν εναντίον όσων προέρχονται από χώρες της Κεντρικής Ασίας και πολύ λιγότερο, φερ’ ειπείν, εναντίον Αλβανών και Πολωνών κατοίκων. Οι τελευταίοι, εν πολλοίς κοινωνικά ενταγμένοι στο μέτρο που προσομοιάζουν στους γηγενείς (πυρηνική οικογένεια, μόνιμη κατοικία, «φιλήσυχοι» κ.ο.κ.), δεν αποτελούν στον ίδιο βαθμό στόχο – κάτι βέβαια που εμμέσως υπονομεύει τον ίδιο τον απορριπτικό λόγο: ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο Άλλος για να γίνει αποδεκτός ή έστω ανεκτός «πρέπει» να μοιάζει σε «εμάς», παρ’ όλα αυτά διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει κάποιο απόλυτο εμπόδιο, πολιτισμικού ή «φυλετικού» χαρακτήρα που να αποκλείει εκ προοιμίου τη συνύπαρξη.
Οι συγγραφείς προτάσσουν ως κύριο παράγοντα που επέτρεψε στο απορριπτικό συλλογικό υποκείμενο να συγκροτηθεί και να συγκροτήσει μια αφήγηση για το ζήτημα που μπορεί να συμπυκνωθεί στην αξίωση «έξω οι ξένοι», και να έχει σχετική απήχηση, τη μεταναστευτική πολιτική των τελευταίων ετών, ή ορθότερα την απουσία της, κι αντ’ αυτού την αναγωγή του ζητήματος σε αστυνομικό-κατασταλτικό, σε μια παλινδρόμηση δηλαδή στη δεκαετία του ’90. Χρειάστηκε όμως -και βρήκε- πότε την ανοχή πότε την ενεργητική σύμπραξη των αρχών (κυβέρνηση, Δήμος Αθηναίων, αστυνομία) προκειμένου να καταγάγει επιτυχίες, ενώ βεβαίως και ο ρόλος του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής υπήρξε σημαντικός. Στο βαθμό που τα συμβαίνοντα στην περιοχή που η νεοναζιστική οργάνωση έχει αναδείξει σε προπύργιό της αποκτούν εμβληματικό χαρακτήρα, αξίζει κανείς να προβληματιστεί για το πώς η οικονομική δυσπραγία και η κοινωνική υποβάθμιση μπορούν να οδηγήσουν τους ίδιους τους θιγόμενους σε αντιδραστικές πρακτικές που λειτουργούν συμμορφωτικά προς τις κυρίαρχες αξίες και τελικά εν πολλοίς αναπαράγουν τις οξυνόμενες σε περίοδο κρίσης σχέσεις ανισότητας, αντί, αντιστρόφως, να αποτελούν έναυσμα για τη διατύπωση προοδευτικών διεκδικήσεων και συγκρότησης σχέσεων αλληλεγγύης (π.χ. μεταξύ γηγενών κι αλλοδαπών που βιώνουν σχέσεις επισφαλούς εργασίας).
Δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν μετά από σχεδόν τρία χρόνια που η Ελλάδα προσέφυγε στην τρόικα να έχουμε παραμείνει σε γενικόλογες εξαγγελίες περί ανάπτυξης, η κυβέρνηση να την συνδέει μονομερώς με τη μείωση του κόστους εργασίας, την προσέλκυση ξένων επενδυτών και τις ιδιωτικοποιήσεις και να μην ανάγει σε πρώτη προτεραιότητα την αντιστροφή του χρεοκοπημένου μοντέλου που οδηγεί σε θέσεις εργασίας χαμηλού κόστους και χαμηλής ή καθόλου ειδίκευσης, όταν δεν οδηγεί απευθείας στην ανεργία. Από την άλλη, προφανώς δεν μπορεί κανείς να τα περιμένει όλα από το κράτος, και εκείνοι που είχαν δαιμονοποιήσει την επιχειρηματικότητα και το κέρδος θα πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσουν. Δεν είναι καθόλου απαραίτητο ότι το επιχειρείν οδηγεί στην εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία, εφόσον συναρθρωθεί με τις κατάλληλες πολιτικές. Αντίθετα, η απουσία επιχειρείν, όπως ξεκάθαρα προκύπτει και από τη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης, επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες και θίγει πρωτίστως τα πλέον ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού.
Αυτός ο προβληματισμός μας φέρνει στο ζήτημα της εκπαίδευσης και στη μελέτη «Η πολιτική οικονομία της πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» του Σπύρου Ρουκανά ο οποίος παρουσιάζει τα ευρήματα της συγκριτικής έρευνας που έκανε στις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας για τη σχέση του ΑΕΠ και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα ποσοστά φοίτησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιβεβαιώνοντας πορίσματα κι άλλων ερευνών, ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η αύξηση των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση –που υπολείπονταν του μέσου όρου των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη προ κρίσης– θα πρέπει να συνοδεύεται με πολιτικές που θα παρέχουν περισσότερες ευκαιρίες σε νέους με μικρότερες οικονομικές δυνατότητες και ταυτόχρονα απαιτείται να ενθαρρυνθούν οι νέοι προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε περιφέρειες όπου παρατηρούνται εκπαιδευτικές ανισότητες. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε νέους τομείς γνώσεις είναι επιτακτικές. Διαφορετικά, οι παρατηρούμενες εκπαιδευτικές ανισότητες θα διευρύνουν τις οικονομικές ανισότητες. Δυστυχώς βλέπουμε, ότι καθώς υπάρχει μείωση, αντί για αύξηση των εκπαιδευτικών δαπανών, η διαχείριση της κρίσης κάνει τις ανισότητες περισσότερο έντονες, ενώ ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν περιοχές όπου η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι χαμηλή επειδή υπάρχει τουριστική ανάπτυξη που δεν συνάπτεται με ανώτερη εκπαίδευση. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος, εάν και στο μέτρο που πλήττεται και ο τουρισμός από την κρίση, η εκπαιδευτική ανισότητα να πάρει, απροσδόκητα, και τη μορφή οικονομικής ανισότητας.
Κι ένα ακροτελεύτιο σχόλιο: Πρέπει κανείς να εθελοτυφλεί εάν δεν βλέπει παντού τα σημάδια ότι η οικονομική κρίση εξελίσσεται ραγδαία και σε κρίση της δημοκρατίας. Το πρόβλημα παρουσιάζεται ακόμη εντονότερο στο μέτρο που στη συλλογική συνείδηση η εμπέδωση της δημοκρατίας της μεταπολίτευσης συνδυάστηκε με την κοινωνική άνοδο και τη διαρκή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, ή έστω με τη βάσιμη προσδοκία ότι αυτοί είναι στόχοι εφικτοί. Έτσι, χρόνια ελλείμματά της που η ευημερία μας έκανε να απωθούμε έρχονται τώρα στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο. Από αυτή την άποψη, οποιαδήποτε τεχνοκρατική προσέγγιση, όσο «ορθολογική» κι αν είναι, δεν μπορεί παρά να πλαισιωθεί από την πολιτική. Και η τελευταία, οφείλει επειγόντως να απαντήσει: πόση ανισότητα αντέχει η δημοκρατία;
bookpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου