Από την πρώτη μέρα της Οκτωβριανής Επανάστασης, η Κρατική Τράπεζα καταλήφθηκε από Κόκκινους Φρουρούς, ένας κομισάριος ανέλαβε και όλα τα θέματα από το χαρτονόμισμα ως τις ιδιωτικές τράπεζες ελέγχθηκαν αυστηρά. Στη Ρωσία, θα πρέπει να θυμόμαστε, οι ιδιωτικές τράπεζες εξαρτιόνταν πλήρως από την Κρατική Τράπεζα στο ζήτημα της χρηματικής κυκλοφορίας. Η κατάληψη, λοιπόν, της Κρατικής Τράπεζας έκλεισε όλη την προμήθειά τους μετρητών. Αλλά οι ιδιωτικές τράπεζες είχαν
λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ήδη οσφριζόμενοι τον κίνδυνο το Σεπτέμβριο, οι διευθυντές των τραπεζών είχαν, την περίοδο που υπήρχε ακόμη η κυβέρνηση του Κερένσκι, εξασφαλίσει από την Κρατική Τράπεζα καταβολές μετρητών εκτιμώμενες ποικίλα μεταξύ 250 και 500 εκατομμυρίων ρουβλιών. Η επάρκειά τους ήταν έτσι εγγυημένη για μερικές βδομάδες. Μόλις η Κρατική Τράπεζα καταλήφθηκε από τους Κόκκινους Φρουρούς και εγκαθιδρύθηκε ο εργατικός έλεγχος στα εργοστάσια, οι ιδιωτικές τράπεζες αμέσως έσπασαν όλους τους δεσμούς με τις βιομηχανίες, τις οποίες χρηματοδοτούσαν ως τότε, και οι εργάτες έμειναν απλήρωτοι. Επιπλέον, τα εκατομμύρια ρούβλια που κρατούσαν τώρα οι διοικητές των τραπεζών αξιοποιήθηκαν για να συντηρηθούν οι οικογένειες του υπαλληλικού και τεχνικού προσωπικού των σιδηροδρόμων και των τραπεζών, που απείχαν από τη δουλειά με εντολή της διοίκησης, καταδικάζοντας έτσι όλη τη χώρα σε πλήρη διακοπή της οικονομικής ζωής της. Μεγάλα χρηματικά ποσά επίσης φυγαδεύτηκαν κάτω από την καθοδήγηση της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής στον Ντον και την Ουκρανία, όπου ο στρατηγός Καλέντιν και η «Ράντα» οργάνωναν ένα στρατό αξιωματικών και πλούσιων Κοζάκων για να εισβάλουν στην Κεντρική Ρωσία και να εγκαθιδρύσουν εκ νέου την παλιά κυβέρνηση.
Ήταν για γέλιο να διαβάζει κανείς τους γεμάτους οδύνη απολογισμούς που κυκλοφορούσαν στο δυτικοευρωπαϊκό Τύπο για το πώς οι οικογένειες των ρωσικών κατεχουσών τάξεων, οι διανοούμενοι, το τεχνικό προσωπικό και οι αξιωματούχοι πετάχτηκαν πεινασμένοι στους δρόμους της Πετρούπολης και της Μόσχας από τους βάρβαρους Μπολσεβίκους και αναγκάστηκαν να πουλούν εφημερίδες.
Στην πραγματικότητα ήταν τα άτυχα θύματα του ταξικού πολέμου, που είχε ξεσπάσει με όλη τη σκληρότητα και την αγριάδα του, και θυσιάστηκαν στο βωμό του παλιού οικονομικού συστήματος από τη ρωσική καπιταλιστική τάξη στη μανιασμένη προσπάθειά της να σώσει τα προνόμιά της. Για κάποιο καιρό αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι ζούσαν άνετα από όσα τους είχαν καταβάλει οι διευθυντές των τραπεζών. Στο μεταξύ οι βιομηχανίες έκλειναν και οι εργάτες υπέφεραν μεγάλες στερήσεις. Αλλά όταν τα χρήματα του σαμποτάζ στέρεψαν, τα θησαυροφυλάκια των ιδιωτικών τραπεζών άδειασαν και η Κρατική Τράπεζα, που είχαν καταλάβει οι Κόκκινοι Φρουροί, δεν έδινε παραπέρα χρηματοδότηση. Τότε, μετά από μερικές εβδομάδες, το διανοητικό και τεχνικό προσωπικό επέστρεψε στη δουλειά, και αξιωματούχοι, που δεν είχαν πουληθεί στην αντεπανάσταση στον Ντον και την Ουκρανία, ανέλαβαν δημόσια απασχόληση και οι βιομηχανίες βαθμιαία ξανάνοιξαν.
Αλλά τώρα προέκυψε το ερώτημα πώς να χρηματοδοτηθούν αυτές οι βιομηχανίες. Ως τώρα αυτό γινόταν από τις ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες στην πραγματικότητα έλεγχαν ολόκληρους κλάδους βιομηχανιών από τις πιο ζωτικές για τη χώρα. Η διαδικασία της χρηματοδότησης από τις ιδιωτικές τράπεζες ήταν τυπική των αναρχικών, αντικοινωνικών μεθόδων του σύγχρονου «χρηματιστικού κεφαλαίου», που επιτρέπει σε μικρές ομάδες ανθρώπων να ελέγχουν την οικονομική ζωή εκατομμυρίων εργατών και αγρο- τών. Γιατί αυτή ήταν η κατάσταση. Τον Ιανουάριο του 1917 το καταβεβλημένο κεφάλαιο όλων των ιδιωτικών τραπεζών στη Ρωσία ανερχόταν σε 680 εκατομμύρια ρούβλια. Πρακτικά το σύνολό τους ήταν στα χέρια 300 ή 400 προσώπων, που αντιπροσώπευαν την αστική τάξη στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και λίγα ακόμη κέντρα. Οι καταθέσεις αυτών των τραπεζών, προερχόμενες κυρίως από αγρότες, ανέρχονταν σε 6,747 δις ρούβλια. Έτσι, με μια πίστωση σχεδόν 7 δις οι διευθυντές ήταν ικανοί να επιδίδονται σε κάθε λογής περιπέτειες στη βιομηχανική και εμπορική σφαίρα. Και το έκαναν αυτό χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο από έξω. Καθώς ο πόλεμος κατανάλωνε ολοένα και πιο πολύ τα υλικά αποθέματα της χώρας επιδόθηκαν σε ένα όργιο κερδοσκοπίας και αποθησαύρισαν τα αποθέματα που απέμεναν. Η πολεμική κερδοσκοπία έφτασε σε πρωτάκουστες διαστάσεις και το πλιάτσικο σε ένα μόνο χρόνο ξεπέρασε πολλές φορές το ασήμαντο καταβεβλημένο κεφάλαιο των τραπεζών.
Έχοντας αποφασίσει να καταφέρει ένα τολμηρό χτύπημα για βιομηχανική ελευθερία, η ρωσική εργατική τάξη αντιμετώπιζε τώρα ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τους έμπειρους τραπεζίτες οποιασδήποτε καπιταλιστικής χώρας. Είχαν παραλάβει την κληρονομιά ενός τετράχρονου πολέμου σε μια οικονομικά φτωχά αναπτυγμένη χώρα, η οποία είχε ξεζουμιστεί ακόμη παραπέρα από τον εκβιασμό και την κερδοσκοπία του ιδιωτικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι πρώτες ύλες εξαφανίζονταν ταχύτατα και τη θέση τους έπαιρναν τα ομόλογα σκουπίδια και άχρηστο χαρτονόμισμα, που καθιστούσαν το κράτος υπεύθυνο να πληρώσει στους κατόχους τους χρυσό ή υλικά σε κάποια μελλοντική ημερομηνία. Η κατάσταση είχε ως εξής:
Στις μέρες της επανάστασης του Οκτώβρη, το συνολικό κρατικό χρέος της Ρωσίας έφτανε τα 70 δις ρούβλια, κατανεμημένο περίπου ως εξής: Εσωτερικά δάνεια 15,7 δις ρούβλια, δάνεια εξωτερικού 26 δις ρούβλια (αυτό περιλάμβανε χρέη στην Αγγλία 7,5 δις ρουβλιών, στη Γαλλία 15,5 δις ρουβλιών, στη Γερμανία 1,25 δις ρουβλιών και σε άλλες χώρες περίπου 2 δις ρουβλιών), χαρτονόμισμα και βραχυπρόθεσμα δάνεια 28,3 δις ρούβλια. Ο τόκος και το χρεολυτικό κεφάλαιο για όλο αυτό ισοδυναμούσε με μια ετήσια επιβάρυνση μεταξύ 4 και 4,5 δις ρουβλιών, που ξεπερνούσε κατά ένα δις ρούβλια όλο το ετήσιο εισόδημα της χώρας το 1916!!! Ακόμη και στα τέλη του 1916, κάτω από τον τσαρισμό, το συνολικό χρέος της χώρας έφτασε τα 40 δις ρούβλια, ο τόκος και οι αποσβέσεις του οποίου κατάπιναν πάνω από το μισό ετήσιο εισόδημα.
Ήταν σαφές συνεπώς ότι καιρό πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση η Ρωσία ήταν χρεοκοπημένη, και ότι μέρος των 26 δις ρουβλιών που δάνεισαν οι Σύμμαχοι στη Ρωσία μετά το 1916 δεν δανείστηκε με την προσδοκία ότι θα ξεπληρωθεί σε μετρητά. Αυτές οι καταβολές έγιναν προφανώς από το «χρηματιστικό κεφάλαιο» της Αγγλίας και της Γαλλίας, επειδή ελπιζόταν σε αντάλλαγμα να αποκτήσουν έλεγχο του υπανάπτυκτου φυσικού πλούτου της χώρας, των σιδηροδρόμων, των ορυχείων και των σχεδιαζόμενων δημόσιων έργων. Αλλιώς κανείς ιδιώτης τραπεζίτης δεν θα είχε δανείσει ούτε μια πένα βασιζόμενος στην ασφάλεια του κρατικού προϋπολογισμού, στην κατάσταση που βρισκόταν ακόμη και ένα χρόνο πριν την πτώση του τσαρισμού.
Οι ρωσικές εργατικές τάξεις δεν ήταν τυφλές στην παγίδα που ετοίμαζαν γι’ αυτές οι «χρηματιστικοί καπιταλιστές» του κόσμου. Είχαν εξορμήσει για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, να διασφαλίσουν για όλο τον πληθυσμό της χώρας τα κέρδη της παραγωγής, να σταματήσουν το «χορό των χάρτινων δις», να διανείμουν το προϊόν ισότιμα και να καταργήσουν την κερδοσκοπία. Για να το κάνουν αυτό υποχρεώθηκαν να αναλάβουν τις ιδιωτικές τράπεζες, να καταπνίξουν τις παρασιτικές δραστηριότητες του δικού τους «χρηματιστικού κεφαλαίου» καταργώντας το εσωτερικό χρέος της Ρωσίας.
Αλλά και αφού το είχαν κάνει αυτό, αντιμετώπιζαν ένα θανάσιμο βάρος τόκων και αποσβέσεων πάνω στο εξωτερικό πολεμικό χρέος των 26 δις ρουβλιών, επιπλέον προς ένα τεράστιο ποσό χαρτονομίσματος που εκδιδόταν πάνω στη βάση έντοκων γραμματίων, πολλά από τα οποία είχαν συγκεντρωθεί στο Λονδίνο και το Παρίσι. Το να πληρώσουν αυτή την ετήσια επιβάρυνση θα σήμαινε είτε να παραδώσουν τα εισοδήματα του ρωσικού κράτους στις Συμμαχικές κυβερνήσεις με εξουσία να επιβάλουν φόρους, ή αλλιώς να δώσουν στις τελευταίες ένα ελεύθερο χέρι να διευθύνουν τους σιδηροδρόμους, τα ορυχεία και τις βιομηχανίες της χώρας, για να αντλήσουν από αυτά τα αναγκαία εισοδήματα. Αλλά ήταν ακριβώς για να τεθεί τέρμα στη διαδικασία της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και των ζωτικών βιομηχανιών της χώρας προς το συμφέρον μιας μικρής τάξης και να εξασφαλιστούν τα οφέλη της παραγωγής σε όλο το λαό, που οι ρωσικές εργατικές τάξεις είχαν κάνει την επανάσταση.
Και πάλι υπήρχε μια μόνο επιλογή. Είτε τα χρέη προς το ξένο «χρηματιστικό κεφάλαιο» έπρεπε να αποκηρυχτούν ή οι ρώσοι εργάτες έπρεπε να επιστρέψουν στη βιομηχανική σκλαβιά. Δεν δίστασαν ούτε για μια στιγμή, αισθανόμενοι ότι σε αυτό τον αγώνα για οικονομική ελευθερία θα έβρισκαν υποστήριξη από τις εργαζόμενες τάξεις στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με το ίδιο δίλημμα ως αποτέλεσμα του πολέμου και του κατακλυσμού των χωρών τους από άχρηστο χάρτινο χρέος.
Το τελευταίο στάδιο στην ανάπτυξη του «χρηματιστικού κεφαλαίου» είχε έρθει. Σαν ένα ώριμο δαμάσκηνο έπεφτε στο έδαφος. Η θύελλα του ιμπεριαλιστικού πολέμου το είχε κλονίσει από το δέντρο της ζωής, για να ανοίξει το δρόμο στην πράξη γένεσης της νέας οικονομικής τάξης. Οι επαναστατικές μάζες της Ρωσίας διάβασαν τα σημεία των καιρών και, διαβάζοντάς τα, ήξεραν πώς να δράσουν.
*Ο Μόργκαν Φίλιπς Πράις ήταν βρετανός σοσιαλιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας. Αρχικά μέλος του Φιλελεύθερου Κόμματος αντιτάχθηκε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και από το 1917 ήταν ανταποκριτής της Μάντσεστερ Γκάρντιαν στο Ανατολικό Μέτωπο και στη Ρωσία. Έδωσε ζωντανές περιγραφές και αναλύσεις της επανάστασης, διαπνεόμενες από συμπάθεια για τους Μπολσεβίκους. Το παρόν είναι αποσπάσματα της μπροσούρας του The Old Order in Europe and the New Order in Russia, Νέα Υόρκη 1918.
Πηγή. http://marxistikiskepsi.gr/index.php/el/marxist-thought-volume-7-octomber-revolution/143-pryce-bolsheviks-and-foreign-debt-xreos-mpolsebikoi
λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ήδη οσφριζόμενοι τον κίνδυνο το Σεπτέμβριο, οι διευθυντές των τραπεζών είχαν, την περίοδο που υπήρχε ακόμη η κυβέρνηση του Κερένσκι, εξασφαλίσει από την Κρατική Τράπεζα καταβολές μετρητών εκτιμώμενες ποικίλα μεταξύ 250 και 500 εκατομμυρίων ρουβλιών. Η επάρκειά τους ήταν έτσι εγγυημένη για μερικές βδομάδες. Μόλις η Κρατική Τράπεζα καταλήφθηκε από τους Κόκκινους Φρουρούς και εγκαθιδρύθηκε ο εργατικός έλεγχος στα εργοστάσια, οι ιδιωτικές τράπεζες αμέσως έσπασαν όλους τους δεσμούς με τις βιομηχανίες, τις οποίες χρηματοδοτούσαν ως τότε, και οι εργάτες έμειναν απλήρωτοι. Επιπλέον, τα εκατομμύρια ρούβλια που κρατούσαν τώρα οι διοικητές των τραπεζών αξιοποιήθηκαν για να συντηρηθούν οι οικογένειες του υπαλληλικού και τεχνικού προσωπικού των σιδηροδρόμων και των τραπεζών, που απείχαν από τη δουλειά με εντολή της διοίκησης, καταδικάζοντας έτσι όλη τη χώρα σε πλήρη διακοπή της οικονομικής ζωής της. Μεγάλα χρηματικά ποσά επίσης φυγαδεύτηκαν κάτω από την καθοδήγηση της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής στον Ντον και την Ουκρανία, όπου ο στρατηγός Καλέντιν και η «Ράντα» οργάνωναν ένα στρατό αξιωματικών και πλούσιων Κοζάκων για να εισβάλουν στην Κεντρική Ρωσία και να εγκαθιδρύσουν εκ νέου την παλιά κυβέρνηση.
Ήταν για γέλιο να διαβάζει κανείς τους γεμάτους οδύνη απολογισμούς που κυκλοφορούσαν στο δυτικοευρωπαϊκό Τύπο για το πώς οι οικογένειες των ρωσικών κατεχουσών τάξεων, οι διανοούμενοι, το τεχνικό προσωπικό και οι αξιωματούχοι πετάχτηκαν πεινασμένοι στους δρόμους της Πετρούπολης και της Μόσχας από τους βάρβαρους Μπολσεβίκους και αναγκάστηκαν να πουλούν εφημερίδες.
Στην πραγματικότητα ήταν τα άτυχα θύματα του ταξικού πολέμου, που είχε ξεσπάσει με όλη τη σκληρότητα και την αγριάδα του, και θυσιάστηκαν στο βωμό του παλιού οικονομικού συστήματος από τη ρωσική καπιταλιστική τάξη στη μανιασμένη προσπάθειά της να σώσει τα προνόμιά της. Για κάποιο καιρό αυτοί οι κακόμοιροι άνθρωποι ζούσαν άνετα από όσα τους είχαν καταβάλει οι διευθυντές των τραπεζών. Στο μεταξύ οι βιομηχανίες έκλειναν και οι εργάτες υπέφεραν μεγάλες στερήσεις. Αλλά όταν τα χρήματα του σαμποτάζ στέρεψαν, τα θησαυροφυλάκια των ιδιωτικών τραπεζών άδειασαν και η Κρατική Τράπεζα, που είχαν καταλάβει οι Κόκκινοι Φρουροί, δεν έδινε παραπέρα χρηματοδότηση. Τότε, μετά από μερικές εβδομάδες, το διανοητικό και τεχνικό προσωπικό επέστρεψε στη δουλειά, και αξιωματούχοι, που δεν είχαν πουληθεί στην αντεπανάσταση στον Ντον και την Ουκρανία, ανέλαβαν δημόσια απασχόληση και οι βιομηχανίες βαθμιαία ξανάνοιξαν.
Αλλά τώρα προέκυψε το ερώτημα πώς να χρηματοδοτηθούν αυτές οι βιομηχανίες. Ως τώρα αυτό γινόταν από τις ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες στην πραγματικότητα έλεγχαν ολόκληρους κλάδους βιομηχανιών από τις πιο ζωτικές για τη χώρα. Η διαδικασία της χρηματοδότησης από τις ιδιωτικές τράπεζες ήταν τυπική των αναρχικών, αντικοινωνικών μεθόδων του σύγχρονου «χρηματιστικού κεφαλαίου», που επιτρέπει σε μικρές ομάδες ανθρώπων να ελέγχουν την οικονομική ζωή εκατομμυρίων εργατών και αγρο- τών. Γιατί αυτή ήταν η κατάσταση. Τον Ιανουάριο του 1917 το καταβεβλημένο κεφάλαιο όλων των ιδιωτικών τραπεζών στη Ρωσία ανερχόταν σε 680 εκατομμύρια ρούβλια. Πρακτικά το σύνολό τους ήταν στα χέρια 300 ή 400 προσώπων, που αντιπροσώπευαν την αστική τάξη στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και λίγα ακόμη κέντρα. Οι καταθέσεις αυτών των τραπεζών, προερχόμενες κυρίως από αγρότες, ανέρχονταν σε 6,747 δις ρούβλια. Έτσι, με μια πίστωση σχεδόν 7 δις οι διευθυντές ήταν ικανοί να επιδίδονται σε κάθε λογής περιπέτειες στη βιομηχανική και εμπορική σφαίρα. Και το έκαναν αυτό χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο από έξω. Καθώς ο πόλεμος κατανάλωνε ολοένα και πιο πολύ τα υλικά αποθέματα της χώρας επιδόθηκαν σε ένα όργιο κερδοσκοπίας και αποθησαύρισαν τα αποθέματα που απέμεναν. Η πολεμική κερδοσκοπία έφτασε σε πρωτάκουστες διαστάσεις και το πλιάτσικο σε ένα μόνο χρόνο ξεπέρασε πολλές φορές το ασήμαντο καταβεβλημένο κεφάλαιο των τραπεζών.
Έχοντας αποφασίσει να καταφέρει ένα τολμηρό χτύπημα για βιομηχανική ελευθερία, η ρωσική εργατική τάξη αντιμετώπιζε τώρα ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τους έμπειρους τραπεζίτες οποιασδήποτε καπιταλιστικής χώρας. Είχαν παραλάβει την κληρονομιά ενός τετράχρονου πολέμου σε μια οικονομικά φτωχά αναπτυγμένη χώρα, η οποία είχε ξεζουμιστεί ακόμη παραπέρα από τον εκβιασμό και την κερδοσκοπία του ιδιωτικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι πρώτες ύλες εξαφανίζονταν ταχύτατα και τη θέση τους έπαιρναν τα ομόλογα σκουπίδια και άχρηστο χαρτονόμισμα, που καθιστούσαν το κράτος υπεύθυνο να πληρώσει στους κατόχους τους χρυσό ή υλικά σε κάποια μελλοντική ημερομηνία. Η κατάσταση είχε ως εξής:
Στις μέρες της επανάστασης του Οκτώβρη, το συνολικό κρατικό χρέος της Ρωσίας έφτανε τα 70 δις ρούβλια, κατανεμημένο περίπου ως εξής: Εσωτερικά δάνεια 15,7 δις ρούβλια, δάνεια εξωτερικού 26 δις ρούβλια (αυτό περιλάμβανε χρέη στην Αγγλία 7,5 δις ρουβλιών, στη Γαλλία 15,5 δις ρουβλιών, στη Γερμανία 1,25 δις ρουβλιών και σε άλλες χώρες περίπου 2 δις ρουβλιών), χαρτονόμισμα και βραχυπρόθεσμα δάνεια 28,3 δις ρούβλια. Ο τόκος και το χρεολυτικό κεφάλαιο για όλο αυτό ισοδυναμούσε με μια ετήσια επιβάρυνση μεταξύ 4 και 4,5 δις ρουβλιών, που ξεπερνούσε κατά ένα δις ρούβλια όλο το ετήσιο εισόδημα της χώρας το 1916!!! Ακόμη και στα τέλη του 1916, κάτω από τον τσαρισμό, το συνολικό χρέος της χώρας έφτασε τα 40 δις ρούβλια, ο τόκος και οι αποσβέσεις του οποίου κατάπιναν πάνω από το μισό ετήσιο εισόδημα.
Ήταν σαφές συνεπώς ότι καιρό πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση η Ρωσία ήταν χρεοκοπημένη, και ότι μέρος των 26 δις ρουβλιών που δάνεισαν οι Σύμμαχοι στη Ρωσία μετά το 1916 δεν δανείστηκε με την προσδοκία ότι θα ξεπληρωθεί σε μετρητά. Αυτές οι καταβολές έγιναν προφανώς από το «χρηματιστικό κεφάλαιο» της Αγγλίας και της Γαλλίας, επειδή ελπιζόταν σε αντάλλαγμα να αποκτήσουν έλεγχο του υπανάπτυκτου φυσικού πλούτου της χώρας, των σιδηροδρόμων, των ορυχείων και των σχεδιαζόμενων δημόσιων έργων. Αλλιώς κανείς ιδιώτης τραπεζίτης δεν θα είχε δανείσει ούτε μια πένα βασιζόμενος στην ασφάλεια του κρατικού προϋπολογισμού, στην κατάσταση που βρισκόταν ακόμη και ένα χρόνο πριν την πτώση του τσαρισμού.
Οι ρωσικές εργατικές τάξεις δεν ήταν τυφλές στην παγίδα που ετοίμαζαν γι’ αυτές οι «χρηματιστικοί καπιταλιστές» του κόσμου. Είχαν εξορμήσει για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, να διασφαλίσουν για όλο τον πληθυσμό της χώρας τα κέρδη της παραγωγής, να σταματήσουν το «χορό των χάρτινων δις», να διανείμουν το προϊόν ισότιμα και να καταργήσουν την κερδοσκοπία. Για να το κάνουν αυτό υποχρεώθηκαν να αναλάβουν τις ιδιωτικές τράπεζες, να καταπνίξουν τις παρασιτικές δραστηριότητες του δικού τους «χρηματιστικού κεφαλαίου» καταργώντας το εσωτερικό χρέος της Ρωσίας.
Αλλά και αφού το είχαν κάνει αυτό, αντιμετώπιζαν ένα θανάσιμο βάρος τόκων και αποσβέσεων πάνω στο εξωτερικό πολεμικό χρέος των 26 δις ρουβλιών, επιπλέον προς ένα τεράστιο ποσό χαρτονομίσματος που εκδιδόταν πάνω στη βάση έντοκων γραμματίων, πολλά από τα οποία είχαν συγκεντρωθεί στο Λονδίνο και το Παρίσι. Το να πληρώσουν αυτή την ετήσια επιβάρυνση θα σήμαινε είτε να παραδώσουν τα εισοδήματα του ρωσικού κράτους στις Συμμαχικές κυβερνήσεις με εξουσία να επιβάλουν φόρους, ή αλλιώς να δώσουν στις τελευταίες ένα ελεύθερο χέρι να διευθύνουν τους σιδηροδρόμους, τα ορυχεία και τις βιομηχανίες της χώρας, για να αντλήσουν από αυτά τα αναγκαία εισοδήματα. Αλλά ήταν ακριβώς για να τεθεί τέρμα στη διαδικασία της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και των ζωτικών βιομηχανιών της χώρας προς το συμφέρον μιας μικρής τάξης και να εξασφαλιστούν τα οφέλη της παραγωγής σε όλο το λαό, που οι ρωσικές εργατικές τάξεις είχαν κάνει την επανάσταση.
Και πάλι υπήρχε μια μόνο επιλογή. Είτε τα χρέη προς το ξένο «χρηματιστικό κεφάλαιο» έπρεπε να αποκηρυχτούν ή οι ρώσοι εργάτες έπρεπε να επιστρέψουν στη βιομηχανική σκλαβιά. Δεν δίστασαν ούτε για μια στιγμή, αισθανόμενοι ότι σε αυτό τον αγώνα για οικονομική ελευθερία θα έβρισκαν υποστήριξη από τις εργαζόμενες τάξεις στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με το ίδιο δίλημμα ως αποτέλεσμα του πολέμου και του κατακλυσμού των χωρών τους από άχρηστο χάρτινο χρέος.
Το τελευταίο στάδιο στην ανάπτυξη του «χρηματιστικού κεφαλαίου» είχε έρθει. Σαν ένα ώριμο δαμάσκηνο έπεφτε στο έδαφος. Η θύελλα του ιμπεριαλιστικού πολέμου το είχε κλονίσει από το δέντρο της ζωής, για να ανοίξει το δρόμο στην πράξη γένεσης της νέας οικονομικής τάξης. Οι επαναστατικές μάζες της Ρωσίας διάβασαν τα σημεία των καιρών και, διαβάζοντάς τα, ήξεραν πώς να δράσουν.
*Ο Μόργκαν Φίλιπς Πράις ήταν βρετανός σοσιαλιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας. Αρχικά μέλος του Φιλελεύθερου Κόμματος αντιτάχθηκε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και από το 1917 ήταν ανταποκριτής της Μάντσεστερ Γκάρντιαν στο Ανατολικό Μέτωπο και στη Ρωσία. Έδωσε ζωντανές περιγραφές και αναλύσεις της επανάστασης, διαπνεόμενες από συμπάθεια για τους Μπολσεβίκους. Το παρόν είναι αποσπάσματα της μπροσούρας του The Old Order in Europe and the New Order in Russia, Νέα Υόρκη 1918.
Πηγή. http://marxistikiskepsi.gr/index.php/el/marxist-thought-volume-7-octomber-revolution/143-pryce-bolsheviks-and-foreign-debt-xreos-mpolsebikoi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου