Mε
γαλοβδόμαδο.
Πήγε, λέει, να πάρει κάποια ευρώ επίδομα, της είπαν ότι εν τέλει δεν τα «δικαιούται», γύρισε πίσω σπίτι της κι έκλαιγε…
Αυτή η ταπείνωση -όχι η άγια ταπείνωση των ημερών, αλλά η άγρια ταπείνωση του κόσμου τούτου- πόσες καρδιές Ελλήνων κι Ελληνίδων έσφαξε αυτές τις μέρες;
Εσπειρε φτώχεια
πολλή αυτή η κυβέρνηση, απελπισία και θλίψη, κι όσους της το
επισημαίνουν τους αποκαλεί «μίζερους». Με αλαζονία και έπαρση, λογίζει
για ηλίθιους όσους έκαμε δυστυχείς. Και μέσα στην κακοκεφαλιά της,
την κακοκεφαλιά του θεομπαίχτη,
προκαλεί η κυβέρνηση τα θύματά της! κι εφαρμόζει δεκατισμό – καλεί έναν στους δέκα απ’ τους πενόμενους και πεινώντες που κατασκεύασε και του πετάει κατάμουτρα ένα μάτσο ψίχουλα, να πάει να κάνει Πάσχα – τι αισχρό!
Πάει αυτή η κυβέρνηση των ουτιδανών για μαλλί στον πόνο του κοσμάκη και θα βγει κουρεμένη απ’ την οργή του.
Δίνει αυτά τα επιδόματα στους δυσπραγούντες η συμμορία των ανδρεικέλων, λες και δίνει τα τριάκοντα αργύρια στον Ιούδα, για να εισπράξει τις ψήφους τους. Κι ορισμένων βασανισμένων, απελπισμένων, φοβισμένων ψυχών θα εισπράξει την ψήφο η κυβέρνηση των πονηρών, θα εισπράξει όμως και την απέχθεια, την αηδία όλων των άλλων.
Μπορεί αυτή η κυβέρνηση να εξαπατήσει για μιαν ακόμα φορά πολύ λίγους απ’ τα θύματά της, αλλά αυτό βλέπουν όλοι οι άλλοι. Με αηδία. Με αποστροφή. Διότι οι άνθρωποι δεν έχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους – πλην
ακριβώς εκείνων που θέλουν να τους την αφαιρέσουν. Των γενίτσαρων και των γραισκύλων.
Φωτισμένο απόψε το Πραιτώριο. Κάνει η κυβέρνηση τον τρόμο της γιορτή. Γιορτή, ότι βγήκαμε στις αγορές, ότι πάει στον διάολο το Μνημόνιο, ενώ στο κατώι οι σταυρωτήδες τοιμάζουν νέα καρφιά
για νέες μειώσεις μισθών στο Δημόσιο, νέες απολύσεις στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, νέες μειώσεις στις επικουρικές και τις συντάξεις, νέους φόρους – όλα όμως μετά τις εκλογές.
Κι αν πάμε καλά στις εκλογές, μετά θα πάρουμε και όλα τα άλλα νέα μέτρα, θεσμικά και δημοσιονομικά, το νέο Μνημόνιο, αυτό που έχει προσυμφωνηθεί. Για να
τελειώσει η δουλειά και να μείνει ο τόπος αυτός εσαεί τόπος κρανίου και αγρός του Κεραμέως.
Γλεντούν στο Πραιτώριο και γιορτάζουν οι φαύλοι, για να τους βλέπει η πόλη γύρω-γύρω, ότι οι νεκροί είναι ακόμα ζωντανοί, ότι διαφεντεύουν και κάνουν κουμάντο, ότι κυβερνάει ο αγάς με τις πλάτες του Ρωμαίου.
Κυβερνάω για αυτό το σινάφι των υπομειόνων σημαίνει ότι εξακολουθώ να μπορώ να λέω ψέματα,
ότι εξακολουθώ να μπορώ να εξαπατώ,
ότι εξακολουθώ να τα τρώω μαζί με τα αφεντικά μου,
ότι τη γλυτώνω,
ότι εξακολουθώ να βρίσκω κλεπταποδόχους για όσα κλέβω, ότι είναι ανοιχτός μέρα-νύχτα ο Ναός των αργυραμοιβών. Αυτό σημαίνει για αυτούς κυβερνώ: να κόβω και να ράβω τους νόμους στα μέτρα μου, να υπαγορεύω, να απαγορεύω και να διατάσσω, για αυτό είναι φωτισμένο απόψε το Πραιτώριο, για να νομίζει η πόλη ότι είναι ο τρόμος τους γιορτή.
Εγώ ο μέγας Υποκριτής σάς φιλώ τα δάκρυα απ’ τις θυσίες που κάνατε για να τρώνε καλά οι τράπεζες, οι φίλοι μου οι φοροφυγάδες, και τ’ αφεντικά μου οι αεριζήδες και μιζαδόροι.
Εγώ ο μέγας Εκατόνταρχος και Παλουκωτής είμαι που κρίνω τι εστί Μπαλτάκος, τι είναι νόμος και υποκλοπή, τι εστί παραγραφή και πώς σας αφαλοκόβω με προεδρικά διατάγματα, φαστ τρακ και διαδικασίες του κατεπείγοντος.
Και να ορχούνται, παρακαλώ, τα θαλασσοδάνεια στα ημέτερα ΜΜΕ, και να χορεύουν τον χορό των εφτά πέπλων οι δέκα πληγές του Φαραώ, έχω ακόμα
πολλά να βγάλω αύριο στο παζάρι και ν’ απλώσω στον πάγκο του χασάπη, ΔΕΗ κι Ελληνικό, ύδατα κι ενέργεια, ζωές κι άλλες ζωές, να χορτάσει ο Μολώχ κι αποσπερίς θα πάω κι εγώ στην εκκλησιά
να του πλύνω τα πόδια του λαϊκιστή, πριν να τονε σταυρώσω.
«Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο, αυτόν τον σαρδανάπαλο, να μου τον φέρετε στο στρώμα», ευλαβικώς να τον λιτανεύσω, για το καλό της τη σφάζω την Ελλάδα, δυσανάλογο φορτίο μού έχει πέσει, μεγάλο κόστος πληρώνω.
Η μάνα τ’ άνεργου κλαίει, βρε μασκαρά, όχι η μάνα τ’ αφέντη.
την κακοκεφαλιά του θεομπαίχτη,
προκαλεί η κυβέρνηση τα θύματά της! κι εφαρμόζει δεκατισμό – καλεί έναν στους δέκα απ’ τους πενόμενους και πεινώντες που κατασκεύασε και του πετάει κατάμουτρα ένα μάτσο ψίχουλα, να πάει να κάνει Πάσχα – τι αισχρό!
Πάει αυτή η κυβέρνηση των ουτιδανών για μαλλί στον πόνο του κοσμάκη και θα βγει κουρεμένη απ’ την οργή του.
Δίνει αυτά τα επιδόματα στους δυσπραγούντες η συμμορία των ανδρεικέλων, λες και δίνει τα τριάκοντα αργύρια στον Ιούδα, για να εισπράξει τις ψήφους τους. Κι ορισμένων βασανισμένων, απελπισμένων, φοβισμένων ψυχών θα εισπράξει την ψήφο η κυβέρνηση των πονηρών, θα εισπράξει όμως και την απέχθεια, την αηδία όλων των άλλων.
Μπορεί αυτή η κυβέρνηση να εξαπατήσει για μιαν ακόμα φορά πολύ λίγους απ’ τα θύματά της, αλλά αυτό βλέπουν όλοι οι άλλοι. Με αηδία. Με αποστροφή. Διότι οι άνθρωποι δεν έχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους – πλην
ακριβώς εκείνων που θέλουν να τους την αφαιρέσουν. Των γενίτσαρων και των γραισκύλων.
Φωτισμένο απόψε το Πραιτώριο. Κάνει η κυβέρνηση τον τρόμο της γιορτή. Γιορτή, ότι βγήκαμε στις αγορές, ότι πάει στον διάολο το Μνημόνιο, ενώ στο κατώι οι σταυρωτήδες τοιμάζουν νέα καρφιά
για νέες μειώσεις μισθών στο Δημόσιο, νέες απολύσεις στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, νέες μειώσεις στις επικουρικές και τις συντάξεις, νέους φόρους – όλα όμως μετά τις εκλογές.
Κι αν πάμε καλά στις εκλογές, μετά θα πάρουμε και όλα τα άλλα νέα μέτρα, θεσμικά και δημοσιονομικά, το νέο Μνημόνιο, αυτό που έχει προσυμφωνηθεί. Για να
τελειώσει η δουλειά και να μείνει ο τόπος αυτός εσαεί τόπος κρανίου και αγρός του Κεραμέως.
Γλεντούν στο Πραιτώριο και γιορτάζουν οι φαύλοι, για να τους βλέπει η πόλη γύρω-γύρω, ότι οι νεκροί είναι ακόμα ζωντανοί, ότι διαφεντεύουν και κάνουν κουμάντο, ότι κυβερνάει ο αγάς με τις πλάτες του Ρωμαίου.
Κυβερνάω για αυτό το σινάφι των υπομειόνων σημαίνει ότι εξακολουθώ να μπορώ να λέω ψέματα,
ότι εξακολουθώ να μπορώ να εξαπατώ,
ότι εξακολουθώ να τα τρώω μαζί με τα αφεντικά μου,
ότι τη γλυτώνω,
ότι εξακολουθώ να βρίσκω κλεπταποδόχους για όσα κλέβω, ότι είναι ανοιχτός μέρα-νύχτα ο Ναός των αργυραμοιβών. Αυτό σημαίνει για αυτούς κυβερνώ: να κόβω και να ράβω τους νόμους στα μέτρα μου, να υπαγορεύω, να απαγορεύω και να διατάσσω, για αυτό είναι φωτισμένο απόψε το Πραιτώριο, για να νομίζει η πόλη ότι είναι ο τρόμος τους γιορτή.
Εγώ ο μέγας Υποκριτής σάς φιλώ τα δάκρυα απ’ τις θυσίες που κάνατε για να τρώνε καλά οι τράπεζες, οι φίλοι μου οι φοροφυγάδες, και τ’ αφεντικά μου οι αεριζήδες και μιζαδόροι.
Εγώ ο μέγας Εκατόνταρχος και Παλουκωτής είμαι που κρίνω τι εστί Μπαλτάκος, τι είναι νόμος και υποκλοπή, τι εστί παραγραφή και πώς σας αφαλοκόβω με προεδρικά διατάγματα, φαστ τρακ και διαδικασίες του κατεπείγοντος.
Και να ορχούνται, παρακαλώ, τα θαλασσοδάνεια στα ημέτερα ΜΜΕ, και να χορεύουν τον χορό των εφτά πέπλων οι δέκα πληγές του Φαραώ, έχω ακόμα
πολλά να βγάλω αύριο στο παζάρι και ν’ απλώσω στον πάγκο του χασάπη, ΔΕΗ κι Ελληνικό, ύδατα κι ενέργεια, ζωές κι άλλες ζωές, να χορτάσει ο Μολώχ κι αποσπερίς θα πάω κι εγώ στην εκκλησιά
να του πλύνω τα πόδια του λαϊκιστή, πριν να τονε σταυρώσω.
«Τον δάσκαλο, τον δάσκαλο, αυτόν τον σαρδανάπαλο, να μου τον φέρετε στο στρώμα», ευλαβικώς να τον λιτανεύσω, για το καλό της τη σφάζω την Ελλάδα, δυσανάλογο φορτίο μού έχει πέσει, μεγάλο κόστος πληρώνω.
Η μάνα τ’ άνεργου κλαίει, βρε μασκαρά, όχι η μάνα τ’ αφέντη.
http://www.anixneuseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου