Η κρίση στην Ουκρανία είναι αναμφίβολα ένα θέμα το οποίο τάραξε τα
νερά του διεθνούς συστήματος και ενεργοποίησε την παραδοσιακή
διπλωματία, η οποία λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το
2008 είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Σε καθημερινή βάση εδώ και αρκετές εβδομάδες, γράφονται εκατοντάδες αναλύσεις και άρθρα στα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, για το τι σημαίνει αυτή η κρίση, τις επιπτώσεις που θα έχει στο διεθνές σύστημα, στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, στις σχέσεις Ρωσίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε μια σειρά άλλα σοβαρά θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος.
Όλοι όσοι ασχολούνται με τη διπλωματία, την πολιτική και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος έχουν ακούσει όχι μια αλλά πολλές φορές τη φράση, «η ιστορία επαναλαμβάνεται», και γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τη σημασία που έχει η ιστορία στην εξήγηση κρίσεων, στην επίλυσή τους, και στη διαμόρφωση στρατηγικής σε κρίσιμα θέματα.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η ιστορία έχει μεγάλο βάρος και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στις μέχρι σήμερα, αλλά και στις από εδώ και στο εξής εξελίξεις.
Με βάση αυτή την παραδοχή αξίζει να εξετάσει κανείς το ιστορικό παρελθόν και να δει εάν υπάρχουν ιστορικά παράλληλα που να εξηγούν και γιατί όχι να δίνουν λύση στην πολύ σοβαρή κρίση της Ουκρανίας.
Το τελευταίο διάστημα έχουν γραφτεί πολλά γύρω από την ιστορία της περιοχής, και έχουν γίνει πάρα πολλοί ιστορικοί παραλληλισμοί. Με δεδομένο ότι το θέμα της Ουκρανίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εικόνα και την επιρροή της μοναδικής υπερδύναμης του διεθνούς συστήματος σήμερα, των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και με άλλες σοβαρές δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Ευρωπαϊκή Ένωση – Γερμανία, ένα ιστορικό παράλληλο ξεχωρίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Τον Οκτώβριο του 1897, ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στη μεγάλη Βρετανία, Τζόν Χέϊ, είχε μια ανεπίσημη κουβέντα με τον βρετανό Πρωθυπουργό, Λόρδο Σάλισμπουρι. Αντικείμενο της συζήτησης ήταν η Κούβα, η οποία το διάστημα εκείνο βρίσκονταν σε χαώδη κατάσταση λόγω ξεσηκωμού εναντίον των Ισπανών ηγεμόνων. Ο αμερικανός πρεσβευτής μέσα από την κουβέντα επιδίωκε να διερευνήσει ένα υπήρχε ενδιαφέρον και πιθανή αντίδραση από την Μ. Βρετανία, μοναδική τότε υπερδύναμη στον πλανήτη, στην περίπτωση που οι ΗΠΑ επενέβαιναν, πιθανόν και στρατιωτικά, στην κρίση της Κούβας η οποία βρίσκεται μόλις 90 μίλια από τις ακτές της Αμερικής.
Η μεγάλη Βρετανία ήταν απόλυτα κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα του διεθνούς συστήματος εκείνη τη χρονική στιγμή και με βάση αυτό το δεδομένο η απάντηση του βρετανού πρωθυπουργού έχει μεγάλη ιστορική σημασία και μεγάλη αξία για την κατανόηση της σημερινής κρίσης στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον πρέσβη των ΗΠΑ, ο βρετανός Πρωθυπουργός, μίλησε με σοβαρή επιφύλαξη και τη συνήθη προσοχή. Ο πρέσβης μετέφερε στον τότε αμερικανό πρόεδρο, Ουίλιαμ Μακίνλεϊ, ότι ο Πρωθυπουργός, «αναγνώρισε την άσχημη κατάσταση των εξελίξεων στην Κούβα και εξέφρασε την ελπίδα η νέα ισπανική κυβέρνηση να κάνει κάτι για να επαναφέρει την ειρήνη. Είπε ότι η Αγγλία δεν είχε συμφέροντα στην υπόθεση, εκτός από εμπορικά, και ότι θα αντιμετωπίσει θετικά οποιαδήποτε πολιτική η οποία θα επαναφέρει ηρεμία και κάποιο βαθμό ευημερίας στην Κούβα.»
Μετά από αυτή την τοποθέτηση του βρετανού Πρωθυπουργού ο πρέσβης είπε στον αμερικανό Πρόεδρο, ότι η συζήτηση του επιβεβαίωσε την άποψη που ήδη είχε, ότι δηλαδή οι ΗΠΑ δεν θα αντιμετώπιζαν εμπλοκή από την Αγγλία εάν γίνονταν απαραίτητο να υιοθετήσουν ενεργά μέτρα στην Κούβα.
Είναι χρήσιμο να συγκρίνει κανείς την απάντηση του βρετανού πρωθυπουργού το 1897, με την αντίδραση της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ στα γεγονότα στην Ουκρανία, που όπως η Κούβα για τις ΗΠΑ, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σφαίρας επιρροής της Ρωσίας. Εκείνη την εποχή η Μεγάλη Βρετανία με την απάντηση του Πρωθυπουργού αναγνώρισε το «Δόγμα Μονρό» των ΗΠΑ, δηλαδή τη διακήρυξη του αμερικανού Προέδρου Μονρό το 1823 η οποία καθόρισε τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ και προειδοποίησε τις άλλες χώρες ότι οποιαδήποτε ανάμειξη σε αυτή θα επέφερε αντίδραση και επιπτώσεις από τις ΗΠΑ. Για τον Πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας το να προκαλέσει τις ΗΠΑ μέσα στη σφαίρα επιρροής τους δεν άξιζε το κόστος.
Ο βρετανός πρωθυπουργός απεχθάνονταν τον βρετανικό τσαμπουκά σε αναλύσεις που φιλοξενούνταν στις σελίδες των μεγάλων αγγλικών εφημερίδων της εποχής. Αντιθέτως, αντιμετώπιζε το διεθνές σύστημα με το ίδιο μάτι που το αντιμετωπίζουν οι ρεαλιστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως ο Χένρι Κίσσινγκερ.
Ο τότε βρετανός Πρωθυπουργός και η σχολή των ρεαλιστών στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, είχαν και έχουν πάντα στο μυαλό τους όταν αναλύουν κρίσεις και διαμορφώνουν στρατηγικές τη φημισμένη «έννοια της ισορροπίας συμφερόντων», του Νίκολο Μακιαβέλι, βάση της οποίας εκείνο που μετράει είναι ποια δύναμη έχει μεγαλύτερο συμφέρον στην παρτίδα, όταν συγκρούονται συμφέροντα.
Όταν το 1962 ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Νικίτα Κρούτσεφ, προσπάθησε να τοποθετήσει πυρηνικούς πυραύλους στην Κούβα, δεν υπολόγισε σωστά την ισορροπία συμφερόντων και την πυγμή των ΗΠΑ να μην επιτρέψουν μια τέτοια ενέργεια η οποία θα προκαλούσε σοβαρή ανακατάταξη στην ισορροπία δυνάμεων μέσα στη γειτονιά τους. Ακριβώς το ίδιο έκαναν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν προσπάθησαν να τραβήξουν την Ουκρανία από τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Ο βρετανός Πρωθυπουργός εκείνη την εποχή αντιλαμβάνονταν σωστά, ότι μια ηγεμονική υπερδύναμη όπως ήταν η Μεγάλη Βρετανία, θα αντιμετώπιζε αναπόφευκτα πολλαπλές προκλήσεις, και σαν αποτέλεσμα θα έπρεπε να εξετάσει σοβαρά, με βάση πάντα τα βασικά συμφέροντα της, για ποιες από αυτές θα συγκρούονταν.
Η Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή κινήθηκε πάρα πολύ προσεκτικά, αποφεύγοντας να εμπλακεί σε αχρείαστες συγκρούσεις, αλλά και σε πολλές κρίσεις ταυτόχρονα. Απέφυγε επίσης να εμπλακεί σε πολέμους. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής αντί να οδηγήσει τη Μεγάλη Βρετανία σε υποχώρηση και χάσιμο της ηγεμονικής της θέσης στο διεθνές σύστημα, τις απόφερε νέες τεράστιες κατακτήσεις και οδήγησε στον βρετανικό αποικιακό ιμπεριαλισμό του 19ου αιώνα.
Το μάθημα που προκύπτει από αυτό τον ιστορικό παραλληλισμό, είναι ότι όποια δύναμη επιθυμεί να έχει παγκόσμια επιρροή και να πετύχει παγκόσμια σταθερότητα θα πρέπει να αποφεύγει κενούς περιεχομένου λεονταρισμούς, γεωπολιτικές περιπέτειες και κρίσεις που δεν επηρεάζουν άμεσα τα στρατηγικά της συμφέροντα, να έχει πάντα στο μυαλό της το δόγμα Μακιαβέλι για την ισορροπία συμφερόντων, και να μην χάνει ποτέ την σκληρή πραγματικότητα ότι η σταθερότητα προέρχεται μέσα από την ισορροπία δυνάμεων και όχι μέσα από την ηγεμονία.
Εάν παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά σήμερα τους σοβαρούς αναλυτές και διανοητές στο χώρο της διεθνούς πολιτικής και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, θα δει ότι η κυβέρνηση Ομπάμα έχει παραβιάσει αυτές τις βασικές αρχές στην ουκρανική κρίση. Όσο πιο γρήγορα επανέλθει σε αυτές τόσο πιο πολύ κερδισμένη θα βγει, κατοχυρώνοντας και ενισχύοντας τη θέσης της ως η μοναδική υπερδύναμη στο διεθνές σύστημα σήμερα.
Τόμας Τζέφερσον
antinews.gr
Σε καθημερινή βάση εδώ και αρκετές εβδομάδες, γράφονται εκατοντάδες αναλύσεις και άρθρα στα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, για το τι σημαίνει αυτή η κρίση, τις επιπτώσεις που θα έχει στο διεθνές σύστημα, στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, στις σχέσεις Ρωσίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε μια σειρά άλλα σοβαρά θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος.
Όλοι όσοι ασχολούνται με τη διπλωματία, την πολιτική και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος έχουν ακούσει όχι μια αλλά πολλές φορές τη φράση, «η ιστορία επαναλαμβάνεται», και γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τη σημασία που έχει η ιστορία στην εξήγηση κρίσεων, στην επίλυσή τους, και στη διαμόρφωση στρατηγικής σε κρίσιμα θέματα.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η ιστορία έχει μεγάλο βάρος και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στις μέχρι σήμερα, αλλά και στις από εδώ και στο εξής εξελίξεις.
Με βάση αυτή την παραδοχή αξίζει να εξετάσει κανείς το ιστορικό παρελθόν και να δει εάν υπάρχουν ιστορικά παράλληλα που να εξηγούν και γιατί όχι να δίνουν λύση στην πολύ σοβαρή κρίση της Ουκρανίας.
Το τελευταίο διάστημα έχουν γραφτεί πολλά γύρω από την ιστορία της περιοχής, και έχουν γίνει πάρα πολλοί ιστορικοί παραλληλισμοί. Με δεδομένο ότι το θέμα της Ουκρανίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εικόνα και την επιρροή της μοναδικής υπερδύναμης του διεθνούς συστήματος σήμερα, των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και με άλλες σοβαρές δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Ευρωπαϊκή Ένωση – Γερμανία, ένα ιστορικό παράλληλο ξεχωρίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Τον Οκτώβριο του 1897, ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στη μεγάλη Βρετανία, Τζόν Χέϊ, είχε μια ανεπίσημη κουβέντα με τον βρετανό Πρωθυπουργό, Λόρδο Σάλισμπουρι. Αντικείμενο της συζήτησης ήταν η Κούβα, η οποία το διάστημα εκείνο βρίσκονταν σε χαώδη κατάσταση λόγω ξεσηκωμού εναντίον των Ισπανών ηγεμόνων. Ο αμερικανός πρεσβευτής μέσα από την κουβέντα επιδίωκε να διερευνήσει ένα υπήρχε ενδιαφέρον και πιθανή αντίδραση από την Μ. Βρετανία, μοναδική τότε υπερδύναμη στον πλανήτη, στην περίπτωση που οι ΗΠΑ επενέβαιναν, πιθανόν και στρατιωτικά, στην κρίση της Κούβας η οποία βρίσκεται μόλις 90 μίλια από τις ακτές της Αμερικής.
Η μεγάλη Βρετανία ήταν απόλυτα κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα του διεθνούς συστήματος εκείνη τη χρονική στιγμή και με βάση αυτό το δεδομένο η απάντηση του βρετανού πρωθυπουργού έχει μεγάλη ιστορική σημασία και μεγάλη αξία για την κατανόηση της σημερινής κρίσης στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον πρέσβη των ΗΠΑ, ο βρετανός Πρωθυπουργός, μίλησε με σοβαρή επιφύλαξη και τη συνήθη προσοχή. Ο πρέσβης μετέφερε στον τότε αμερικανό πρόεδρο, Ουίλιαμ Μακίνλεϊ, ότι ο Πρωθυπουργός, «αναγνώρισε την άσχημη κατάσταση των εξελίξεων στην Κούβα και εξέφρασε την ελπίδα η νέα ισπανική κυβέρνηση να κάνει κάτι για να επαναφέρει την ειρήνη. Είπε ότι η Αγγλία δεν είχε συμφέροντα στην υπόθεση, εκτός από εμπορικά, και ότι θα αντιμετωπίσει θετικά οποιαδήποτε πολιτική η οποία θα επαναφέρει ηρεμία και κάποιο βαθμό ευημερίας στην Κούβα.»
Μετά από αυτή την τοποθέτηση του βρετανού Πρωθυπουργού ο πρέσβης είπε στον αμερικανό Πρόεδρο, ότι η συζήτηση του επιβεβαίωσε την άποψη που ήδη είχε, ότι δηλαδή οι ΗΠΑ δεν θα αντιμετώπιζαν εμπλοκή από την Αγγλία εάν γίνονταν απαραίτητο να υιοθετήσουν ενεργά μέτρα στην Κούβα.
Είναι χρήσιμο να συγκρίνει κανείς την απάντηση του βρετανού πρωθυπουργού το 1897, με την αντίδραση της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ στα γεγονότα στην Ουκρανία, που όπως η Κούβα για τις ΗΠΑ, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σφαίρας επιρροής της Ρωσίας. Εκείνη την εποχή η Μεγάλη Βρετανία με την απάντηση του Πρωθυπουργού αναγνώρισε το «Δόγμα Μονρό» των ΗΠΑ, δηλαδή τη διακήρυξη του αμερικανού Προέδρου Μονρό το 1823 η οποία καθόρισε τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ και προειδοποίησε τις άλλες χώρες ότι οποιαδήποτε ανάμειξη σε αυτή θα επέφερε αντίδραση και επιπτώσεις από τις ΗΠΑ. Για τον Πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας το να προκαλέσει τις ΗΠΑ μέσα στη σφαίρα επιρροής τους δεν άξιζε το κόστος.
Ο βρετανός πρωθυπουργός απεχθάνονταν τον βρετανικό τσαμπουκά σε αναλύσεις που φιλοξενούνταν στις σελίδες των μεγάλων αγγλικών εφημερίδων της εποχής. Αντιθέτως, αντιμετώπιζε το διεθνές σύστημα με το ίδιο μάτι που το αντιμετωπίζουν οι ρεαλιστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως ο Χένρι Κίσσινγκερ.
Ο τότε βρετανός Πρωθυπουργός και η σχολή των ρεαλιστών στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, είχαν και έχουν πάντα στο μυαλό τους όταν αναλύουν κρίσεις και διαμορφώνουν στρατηγικές τη φημισμένη «έννοια της ισορροπίας συμφερόντων», του Νίκολο Μακιαβέλι, βάση της οποίας εκείνο που μετράει είναι ποια δύναμη έχει μεγαλύτερο συμφέρον στην παρτίδα, όταν συγκρούονται συμφέροντα.
Όταν το 1962 ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Νικίτα Κρούτσεφ, προσπάθησε να τοποθετήσει πυρηνικούς πυραύλους στην Κούβα, δεν υπολόγισε σωστά την ισορροπία συμφερόντων και την πυγμή των ΗΠΑ να μην επιτρέψουν μια τέτοια ενέργεια η οποία θα προκαλούσε σοβαρή ανακατάταξη στην ισορροπία δυνάμεων μέσα στη γειτονιά τους. Ακριβώς το ίδιο έκαναν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν προσπάθησαν να τραβήξουν την Ουκρανία από τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Ο βρετανός Πρωθυπουργός εκείνη την εποχή αντιλαμβάνονταν σωστά, ότι μια ηγεμονική υπερδύναμη όπως ήταν η Μεγάλη Βρετανία, θα αντιμετώπιζε αναπόφευκτα πολλαπλές προκλήσεις, και σαν αποτέλεσμα θα έπρεπε να εξετάσει σοβαρά, με βάση πάντα τα βασικά συμφέροντα της, για ποιες από αυτές θα συγκρούονταν.
Η Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή κινήθηκε πάρα πολύ προσεκτικά, αποφεύγοντας να εμπλακεί σε αχρείαστες συγκρούσεις, αλλά και σε πολλές κρίσεις ταυτόχρονα. Απέφυγε επίσης να εμπλακεί σε πολέμους. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής αντί να οδηγήσει τη Μεγάλη Βρετανία σε υποχώρηση και χάσιμο της ηγεμονικής της θέσης στο διεθνές σύστημα, τις απόφερε νέες τεράστιες κατακτήσεις και οδήγησε στον βρετανικό αποικιακό ιμπεριαλισμό του 19ου αιώνα.
Το μάθημα που προκύπτει από αυτό τον ιστορικό παραλληλισμό, είναι ότι όποια δύναμη επιθυμεί να έχει παγκόσμια επιρροή και να πετύχει παγκόσμια σταθερότητα θα πρέπει να αποφεύγει κενούς περιεχομένου λεονταρισμούς, γεωπολιτικές περιπέτειες και κρίσεις που δεν επηρεάζουν άμεσα τα στρατηγικά της συμφέροντα, να έχει πάντα στο μυαλό της το δόγμα Μακιαβέλι για την ισορροπία συμφερόντων, και να μην χάνει ποτέ την σκληρή πραγματικότητα ότι η σταθερότητα προέρχεται μέσα από την ισορροπία δυνάμεων και όχι μέσα από την ηγεμονία.
Εάν παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά σήμερα τους σοβαρούς αναλυτές και διανοητές στο χώρο της διεθνούς πολιτικής και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, θα δει ότι η κυβέρνηση Ομπάμα έχει παραβιάσει αυτές τις βασικές αρχές στην ουκρανική κρίση. Όσο πιο γρήγορα επανέλθει σε αυτές τόσο πιο πολύ κερδισμένη θα βγει, κατοχυρώνοντας και ενισχύοντας τη θέσης της ως η μοναδική υπερδύναμη στο διεθνές σύστημα σήμερα.
Τόμας Τζέφερσον
antinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου