ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ «ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ ΥΣΤΑΤΗΣ ΚΑΤΑΦΥΓΗΣ»
Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΖΗ*
Πρόσφατα παρουσιάστηκε από το Levy Institute και το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ μελέτη για την ενίσχυση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της ανεργίας στην Ελλάδα.
Πρόκειται για εγχείρημα βασισμένο στη θέση του γνωστού αμερικανικού
ινστιτούτου για το κράτος ως εργοδότη ύστατης καταφυγής εν όψει της
αντιμετώπισης των υψηλών ποσοστών ανεργίας. Είναι ενδιαφέρον και
ιδιαίτερα θετικό να υποστηρίζεται ότι το Δημόσιο, σε μια εποχή που η επίσημη ανεργία εκτοξεύεται ήδη στο 28%, μπορεί να αποτελεί σοβαρό εργαλείο ανάκαμψης της απασχόλησης, σε αντίθεση με τον στρατηγικό νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό της συρρίκνωσης και της πλήρους αποδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα.
Βεβαίως, ένα τέτοιο σενάριο προϋποθέτει, κυρίως, μια ριζικά διαφορετική
οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο ενός νέου παραγωγικού προτύπου. Είναι,
επίσης, ιδιαίτερα θετικό να επισημαίνεται ότι η επιστροφή στα προ
Μνημονίου κατώτατα επίπεδα μισθών όχι μόνο δεν συνεπάγεται επιπτώσεις
στην απασχόληση, αλλά, αντιθέτως, την ενισχύει παράλληλα με την
αύξηση των δημόσιων εσόδων, εάν συνδυαστεί με άλλα μέτρα, όπως και
παλαιότερες επεξεργασίες του ΙΝΕ έχουν καταδείξει.
Εύλογες επιφυλάξεις δημιουργούνται, κατ’ αρχάς, ως προς
τον προβαλλόμενο αριθμό του 1 εκατομμυρίου των συνολικά δημιουργούμενων
θέσεων εργασίας σε 15 μήνες και το κατά πόσον η ακολουθούμενη
μεθοδολογία έλαβε υπόψη στο σύνολό τους σωρεία σύνθετων σχετικών
παραγόντων. Σοβαρότερα, όμως, ερωτήματα δημιουργεί το
περιεχόμενο των θέσεων εργασίας στο Δημόσιο που υιοθετεί η μελέτη, με
τις συνακόλουθες επιπτώσεις λόγω της, στενά οικονομικού χαρακτήρα,
προσέγγισής της. Συνεργάτες του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, μάλιστα, που την υιοθετούν
χωρίς τα αναγκαία διεπιστημονικά και μεθοδολογικά φίλτρα, αγνοούν
παλαιότερες εργασίες του, αλλά και διακηρυγμένες θέσεις των συνδικάτων,
εάν δεν έχουν και αυτές αλλοιωθεί, όπως συμβαίνει με τη συμμετοχή του
ΙΝΕ στα ευρέως βαλλόμενα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας. Και αυτό,
γιατί οι προτεινόμενες 11μηνες συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης,
πλήρους, μεν, αμοιβής, αλλά ουσιαστικής ανακύκλωσης ανέργων, αναιρούν
μια βασική αρχή του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, που και η Ελλάδα
έχει υιοθετήσει, ανεξάρτητα αν διαχρονικά την παραβιάζει. Οτι,
δηλαδή, η προσωρινή εργασία πρέπει να δικαιολογείται από τον φύσει
προσωρινό και έκτακτο χαρακτήρα της. Συνεπώς, αν μια θέση εργασίας
καλύπτει σταθερές και πάγιες ανάγκες δεν είναι δυνατόν να περιβάλλεται
τον μανδύα της προσωρινότητας και να μοιράζεται εν είδει rotation σε περισσότερους εργαζόμενους.
Ο συμβολισμός της παραβίασης της αρχής αυτής από το ίδιο το Δημόσιο,
και μάλιστα με την άμεση ή έμμεση προσυπογραφή των συνδικάτων,
σηματοδοτεί τη διαιώνιση πρακτικών εκτεταμένης καταστρατήγησης των
εργασιακών δικαιωμάτων, ενώ υποσκάπτει τους συνδικαλιστικούς αγώνες για
την αντιμετώπιση της καταστρατήγησης δικαιωμάτων και των φαινομένων νέου
εργασιακού μεσαίωνα.
Ο εύλογος αντίλογος στην κριτική αυτή, ότι
το κράτος οφείλει να εγγυάται την εργασία, δεν πρέπει να ερμηνεύεται
ότι είναι και εγγυητής της προσωρινότητας και της εργασιακής επισφάλειας.
Επιπλέον, η εκ των προτέρων γνώση ότι ο εργαζόμενος θα αντικατασταθεί
από άλλον «απασχολήσιμο» ή «ωφελούμενο» μετά τη λήξη του 11μηνου,
δυναμιτίζει την παραγωγικότητά του, σε μια περίοδο που επιβάλλεται ο
δημόσιος τομέας, στο πλαίσιο μιας νέας αντίληψης για τη λειτουργία του,
να επιδείξει παραγωγικό έργο σε παλαιά και νέα πεδία. Επομένως,
το κράτος δεν είναι απλώς η ύστατη καταφυγή των καταφρονεμένων, αλλά και
μια παραγωγική οντότητα, βασικό εργαλείο σχεδιασμού της κοινωνικής
πολιτικής για υψηλής παραγωγικότητας κοινωνικό αποτέλεσμα.
Αυτή, άλλωστε, ήταν και η αφετηρία της καθιέρωσης της σταθερής εργασίας
στο Δημόσιο (πλην των περιπτώσεων των όντως έκτακτων και εποχικών
αναγκών) που ενοχοποιείται στις μέρες μας ώστε να καλυφθούν οι
πραγματικές αιτίες της χαμηλής του παραγωγικότητας. Η εύλογη υπεράσπιση
της ανάγκης δημιουργίας απασχόλησης σε πρωτοφανείς συνθήκες κρίσης και
ανεργίας, κυρίως μακροχρόνιας, απαιτεί προσεκτικότερες επιλογές, ώστε να
μην αναπαράγεται η γενικευμένη ανασφάλεια σε ένα Δημόσιο που, με τη
σειρά του, επιβουλεύεται το παραγωγικό του αποτέλεσμα.
Με τις
επισημάνσεις αυτές κρίνεται πως είναι προτιμότερο το σενάριο της
σταθερής εργασίας μικρότερου αριθμού προσλαμβανόμενων ανέργων στο
Δημόσιο για την κάλυψη πάγιων αναγκών του, από εκείνο της ανακύκλωσης
της απασχόλησης μεγαλύτερου αριθμού ανέργων διατηρώντας την εργασιακή
επισφάλεια στους κόλπους του. Εναλλακτικά, η αύξηση του επιδόματος
ανεργίας και η επέκταση της επιδότησης των μακροχρόνια ανέργων πέραν της
διετίας με κλιμακούμενο ύψος επιδότησης δημιουργούν εισόδημα και όρους
κοινωνικής προστασίας, αντλώντας πόρους από την ψευδεπίγραφη προσωρινή
απασχόληση και ενισχύοντας την οικονομία. Πρόκειται για επιλογή
που δεν σκοπεύει να επαναφέρει με καλύτερους όρους τα στιγματισμένα
προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, αλλά παραπέμπει σε πραγματική
κοινωφελή εργασία, όπου ο απασχολούμενος δεν είναι ουσιαστικά προσωρινά
επιδοτούμενος, αλλά βρίσκεται υπό την εγγύηση των απαραίτητων
προϋποθέσεων ώστε να παρέχει σταθερά παραγωγικό έργο συνδεδεμένο με το
δημόσιο συμφέρον. Λεπτομέρειες, θα πει κάποιος, σε συνθήκες
ανθρωπιστικής κρίσης! Μόνο που στις λεπτομέρειες κρίνεται η ουσία των
εννοιών, όπως η αποκατάσταση της έννοιας της εργασίας και των αξιών που
τη συνοδεύουν…
*Ο Γιάννης Κουζής είναι καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων, πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 14/3/2014 από: iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου