του Μελέτη Η.
Μελετόπουλου*
Κάθε σημαντική εθνική προσπάθεια επιτυγχάνει
χάρις στον σωστό στρατηγικό σχεδιασμό και την διπλωματική δράση. Αλλά
απαιτείται και η κατάλληλη και ευνοϊκή διεθνής συγκυρία, την οποία κάθε έθνος
που επιδιώκει έναν μεγάλο σκοπό οφείλει να εντοπίζει, να αναλύει σωστά και να
εκμεταλλεύεται.
Τον στρατηγικό
σχεδιασμό, στην Ελληνική Επανάσταση, εξασφάλισε με γνώση, εμπειρία και
ψυχραιμία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όχι εξ αποστάσεως, αλλά πολεμώντας στην
πρώτη γραμμή του πυρός. Την διπλωματική δράση χειρίστηκε ιδιοφυώς ο Ιωάννης
Καποδίστριας, θυσιάζοντας την θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσσίας. Υπήρξε
όμως και η διεθνής ευνοϊκή συγκυρία, χωρίς την οποία η Επανάσταση δεν θα είχε
οδηγήσει στην ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Η συγκυρία έγινε ευνοϊκή
γιά τους επαναστατημένους Έλληνες αργά αλλά σωτήρια. Και εκδηλώθηκε στο
Ναυαρίνο.
Ας απορρίψουμε, κατ’ αρχάς, ως αστείο το
σενάριο του «θερμού επεισοδίου», δηλαδή την «κατά τύχην» έκρηξη της ναυμαχίας.
Τρεις μεγάλοι στόλοι, ο Βρεταννικός, ο Γαλλικός και ο Ρωσσικός, βρίσκονταν ήδη
συγκεντρωμένοι στα Μεσσηνιακά ύδατα, γεγονός που καταρρίπτει την θεωρία του
τυχαίου, εκτός εάν θεωρήσουμε ότι τυχαία βρέθηκαν και οι στόλοι στο σημείο της
ναυμαχίας. Η επίσημη δε αποκήρυξη του ναυάρχου Κοδριγκτώνος από την βρεταννική κυβέρνηση
ήταν ο μόνος τρόπος ώστε η (πάντα πολυεπίπεδη) βρεταννική εξωτερική πολιτική να
διατηρήσει την επιρροή της στη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Φιλελληνισμός έπαιξε οπωσδήποτε σημαντικό
ρόλο. Η δράση των φιλελληνικών κομιτάτων σε ολόκληρον τον κόσμο (από την
Αμερική μέχρι την Ρωσσία), το «Ελληνόπουλο» του Βίκτωρος Ουγκώ, οι
συγκλονιστικοί πίνακες του Ντελακρουά, ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνος στο
πολιορκημένο Μεσολόγγι, οι τουρκικές θηριωδίες και η ελληνική αυτοθυσία, και
κυρίως ο αδιάλλακτος, χωρίς επιστροφή, αγώνας των Ελλήνων γιά την Ελευθερία,
είχαν συνταράξει τις συνειδήσεις σε ολόκληρον τον δυτικό κόσμο. Είχε γίνει
σαφές ότι επρόκειτο γιά την μάχη ενός μικρού, πανάρχαιου έθνους γιά την
απελευθέρωσή του από την οθωμανική βαρβαρότητα.
Σε δεύτερο επίπεδο, έπαιξε όμως ρόλο ένα
καθόλου ευκαταφρόνητο οικονομικό ζήτημα: οι τραπεζίτες του Λονδίνου, όπως ο
Χάμπρο, που δάνεισαν τις επαναστατικές κυβερνήσεις με στερλίνες, είχαν εκδώσει
ομόλογα με υψηλό επιτόκιο. Οι ομολογιούχοι θα ελάμβαναν πίσω το ποσόν με τον
προβλεπόμενο τόκο μετά την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης. Όμως η έλευση του
Ιμπραήμ, το 1825, έθεσε σε κίνδυνο την προοπτική της ίδρυσης νεοελληνικού
κράτους. Οι ομολογιούχοι ήσαν πλέον χιλιάδες, και σε περίπτωση αποτυχίας της
Επανάστασης η βρετανική οικονομία αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο «κραχ». Οπότε
ασκήθηκε ισχυρή πίεση στον πρωθυπουργό Γεώργιο Κάννιγκ να επιλύσει το θέμα. Και
το επέλυσε. Διότι, όπως κάποτε είπε ο Πάλμερστων, «η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει
μόνιμους φίλους αλλά μόνιμα συμφέροντα».
Σε τρίτο, ακόμη σκοτεινότερο επίπεδο, υπάρχει
το φάντασμα του Μωχάμετ Άλυ. Ο ιδιοφυής και ικανότατος Αλβανός αξιωματικός του
οθωμανικού στρατού, κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία στην οθωμανική Αίγυπτο
και αναγνωρίστηκε το 1806 από τον σουλτάνο ως κυβερνήτης της. Ο Άλυ είχε
μεγαλώσει στην Καβάλα, όπου ως παιδί είχε θαυμάσει το ελληνικό δαιμόνιο στην
οικονομία και στις τέχνες. Μετακάλεσε λοιπόν στην Αίγυπτο Έλληνες, οι οποίοι
οργάνωσαν την αιγυπτιακή οικονομία, τις βαμβακοφυτείες, την ναυσιπλοία του Νείλου,
το τραπεζικό σύστημα, το εμπόριο κλπ. Σε στρατιωτικό επίπεδο, ο Μωχάμετ Άλυ
προσέλαβε Γάλλους αξιωματικούς και οργάνωσε υπερσύγχρονο στρατό.
Σύντομα ο δαιμόνιος πασάς της Αιγύπτου
αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός, ώστε να διανοηθεί να γίνει Χαλίφης στην θέση του
Χαλίφη. Ακολούθησε, λοιπόν, πολιτική επέκτασης της εξουσίας του, με σκοπό να
υποκαταστήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1822 άρχισε επεκτατικούς πολέμους,
καταλαμβάνοντας διάφορες οθωμανικές επαρχίες (Νουβία, Αβησσυνία κ.ά.).
Όταν ο Οθωμανός σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ είχε
περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο λόγω της Ελληνικής Επανάστασης, ο Μωχάμετ Άλυ
προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει όχι από φιλανθρωπικά αισθήματα, αλλά διότι εκεί
διείδε μία μεγάλη ευκαιρία: συντρίβοντας την Επανάσταση θα μπορούσε στην συνέχεια
να διεκδικήσει, ως «νικητής των απίστων», το ίδιο το Χαλιφάτο. Έστειλε λοιπόν
τον υιό του Ιμπραήμ, ο οποίος ασφαλώς δεν επρόκειτο να εξαλείψει την Επανάσταση
γιά να επιστρέψει στην συνέχεια πίσω στην Αίγυπτο, αλλά γιά να διανύσει
θριαμβευτικά μέσω ξηράς την απόσταση Αθήνα-Κωνσταντινούπολη.
Εικασία; Ουδόλως. Λίγοι στην Ελλάδα γνωρίζουν
ότι, το 1831, τέσσερα μόλις χρόνια μετά το Ναυαρίνο, ο Ιμπραήμ εξεστράτευσε και
πάλι εναντίον του Σουλτάνου, καταλαμβάνοντας την Παλαιστίνη, την Συρία και την
Μικρά Ασία. Σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη, στην Προύσα, δόθηκε
σκληρή μάχη, όπου τον Ιμπραήμ σταμάτησαν τουρκικά στρατεύματα, μαζί με
βρεταννικά, γαλλικά και ρωσσικά. Ένα δεύτερο Ναυαρίνο, αυτήν την φορά με την
προσθήκη των Τούρκων.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις
δεν επρόκειτο να ανεχθούν την ανασυγκρότηση μίας ισχυρής Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας υπό τον Μωχάμετ Άλυ, που θα καταργούσε την αποικιακή εκμετάλλευση
του αχανούς οθωμανικού κράτους από τους Ευρωπαίους και θα άλλαζε άρδην τις
ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό λοιπόν εννοούσε ο Κολοκοτρώνης, όταν
έλεγε ότι «ο Θεός έβαλε την υπογραφή του στην Ελευθερία της Ελλάδος και δεν την
παίρνει πίσω».
*Ο Μελέτης Η.
Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου
Γενεύης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου