Ο Γιώργος Σεφέρης
(1900 - 1971) εκτός από το καθαρά ποιητικό του έργο, που του επιφύλαξε μια
κορυφαία θέση στη νεοελληνική ποίηση, ασχολήθηκε και με το φιλολογικό δοκίμιο.
Οι μελέτες του έχουν συγκεντρωθεί σε δυο τόμους με τον τίτλο Δοκιμές.
Περιλαμβάνουν τις απόψεις του ποιητή για την ποίηση, καθώς και τις απόψεις του
για συγγραφείς και κείμενα με ιδιαίτερη σημασία για τη νεοελληνική λογοτεχνία
(Κάλβος, Καβάφης, Μακρυγιάννης, Ερωτόκριτος κ,ά.). Τα δοκίμια του Σεφέρη
διακρίνονται για τη διεισδυτικότητα της παρατήρησης, το βάθος του στοχασμού και
την καθαρότητα της έκφρασης.
Το ερώτημα ήταν: τι
πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς
που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού. Οι άνθρωποι που
αποκρίθηκαν μπορούν να χωριστούν, νομίζω, σε δυο κατηγορίες:
α) Σ’ εκείνους που
προτίμησαν ν' αφιερωθούν στο έργο τους πιστεύοντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, πως
το έργο τους θα απαντούσε καλύτερα από τους ίδιους. Μερικοί από αυτούς έτυχε να
βρεθούν καταδικασμένοι σε θάνατο και από τους δυο αντίμαχους φανατισμούς, και
β) Σ’ εκείνους που προτίμησαν, εννοώ πάντα ως τεχνίτες και όχι ως πολιτικά όντα
(το πολιτικό χρέος δεν αφορά τη συζήτησή μας), να διαλέξουν τα στρατόπεδα της
κοινωνικής πάλης. Οι καλύτεροι, καθώς πιστεύω, ανάμεσα στους τελευταίους
τούτους έκαναν την πράξη αυτή με απόλυτη συνείδηση του τι έκαναν. Είπαν δηλαδή
καθαρά: «Σήμερα έχουμε πόλεμο, και όλα πρέπει να υποταχθούν στις προσταγές του
πολεμάρχου μας. Αύριο, σαν τελειώσουμε. θα συζητήσουμε για την Τέχνη.» Υπό τον
όρο αυτό έχω το χρέος να προσθέσω ότι τους σέβομαι απόλυτα, γιατί οι μόνες
συζητήσεις που μ' ενδιαφέρουν είναι εκείνες όπου οι διαλεγόμενοι δεν προσπαθούν
να θολώνουν τα νερά με δημαγωγικά τσακίσματα.
Και πραγματικά δεν
είναι λογικό να ρωτούμε αν η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη - η αυτονομία της
Τέχνης είναι αξίωμα - αλλά αν πρέπει ο καλλιτέχνης, στην τυραννισμένη και
κομματισμένη εποχή μας, ν' αποφασίσει πως η Τέχνη είναι δευτερεύουσα υπόθεση
και να την εξαρτήσει από τα κριτήρια και την επιτυχία μιας πολιτικής
σκοπιμότητας. Βλέπετε, στην Τέχνη, όπως και στις άλλες τίμιες ανθρώπινες
δουλειές, δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δυο αφεντάδες, ή αν προτιμάτε
ν'" αναφέρω τον Auden που υπηρέτησε ωστόσο εθελοντής στην Ισπανία:
Να γίνει η Τέχνη δεν μπορεί
της κοινωνίας η μαμή.
Αν ο τεχνίτης
προτιμήσει την πολιτική σκοπιμότητα, δεν έχω τίποτε να πω. Για εκείνους όμως
που θα προτιμήσουν την Τέχνη, θα ήθελα να προσθέσω ακόμη δυο λόγια.
Όταν λέω Τέχνη, δεν
εννοώ διόλου τη θεωρία που πρέσβευε «η τέχνη για την τέχνη». Η διδασκαλία αυτή,
που δε χρησιμεύει πια σε τίποτε, κατάντησε να σημαίνει τη δουλειά ενός ανάπηρου
ανθρώπου που φτιάνει αδειανά κομψοτεχνήματα κλεισμένος μέσα σ' ένα
αποστειρωμένο δωμάτιο. Εννοώ μόνο την πνευματική τάξη που δημιουργούν τα καλά έργα
της τέχνης, περασμένα ή σημερινά, εκείνα που νομοθετούν, εκείνα που θα μας
διδάξουν. Αν κοιτάξουμε λοιπόν τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτά τα έργα,
θα ιδούμε πως δεν είναι διόλου ξένα από τους αγώνες και τους πόθους τηςεΠ9χής
τους. «ο μεγάλος καλλιτέχνης», όπως είπαν, «δεν είναι της εποχής του, είναι
αυτός ο ίδιος η εποχή του.» Και αληθινά, η ζωή του ποιητή: αυτό το σύνολο των
εντυπώσεων, αισθήσεων, αντιδράσεων που είναι το υλικό του έργου του, είναι
συνάμα ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που τον περιστοιχίζει με τους καημούς της,
τους πόνους της, το μεγαλείο της, τους εξευτελισμούς της. Όσο περισσότερο
«όμοιος εαυτώ» είναι ο καλλιτέχνης - και θα ήθελα τούτο να νοηθεί όχι με την
έννοια μιας επιφανειακής συνείδησης, αλλά μιας γνώσης που ανατρέχει στα πιο
βαθιά και αγνοημένα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης
- τόσο πιο πλέρια μεταγγίζει την εποχή του στο έργο του. Ο δεσμός του ποιητή με
την εποχή του δεν είναι ο διανοητικός ή και ο αισθηματικός ακόμη δεσμός που
συνδέει τους ανθρώπους σε μια πολιτική διαδήλωση, αλλά ένας ομφάλιος λώρος,
όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός.
Είμαστε
όλοι κληρωτοί της εποχής μας
έλεγε ο ίδιος ποιητής
που ανάφερα παραπάνω. Πώς να γίνει αλλιώς. Από την καραβάνα της θρεφόμαστε. Κι
αυτό εξηγεί το γιατί βλέπουμε ξαφνικά έναν αληθινό ποιητή που έχει τις πιο
παράλογες ή «ξεπερασμένες» πολιτικές δοξασίες (η ταπεινή μου γνώμη είναι πως η
ποιητική πολιτική, όπως και η ποιητική πρόζα, είναι από τα χειρότερα πράγματα
που υπάρχουν στον κόσμο) να παρουσιάζει ένα έργο που, εκτός από τις ουσιαστικές
αρετές του, οδηγεί, ακόμη και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους
ρήτορες.
Αλλά για να μπορέσει να δουλέψει ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερος. Κι έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω, πως ένας από τους σκοπούς αυτού του πολέμου που με τόσον ηρωισμό και με τόσες θυσίες έκανε ο λαός μας ήταν και αυτού του είδους η ελευθερία' για να μην πέσει δηλαδή ο κόσμος και ο τόπος μας σε μια κατάσταση καταληπτικής ηλιθιότητας. Κι αν τύχει, δουλεύοντας έτσι σαν ελεύθερος άνθρωπος ο ποιητής, να φτιάξει κανένα έργο «προπαγάνδας», όπως λένε (ας πούμε πως το ποίημά του λέγεται Οι Πέρσες), δε θα είναι σπορά κακίας αλλά ένα έργο που μοιραία, και αναπόφευκτα, και υποχρεωτικά, θα πρέπει να το χειροκροτήσουν και οι εχθροί του.
Και για να τελειώνω.
Υποστηρίζοντας αυτή την άποψη που νομίζω, όσο μπορώ να ξέρω, πως είναι η σωστή,
δεν εννοώ διόλου πως ο ποιητής είναι ένας ανεύθυνος που κατρακυλά στο φύσημα
της έμπνευσης ή της ιδιοτροπίας του. Απεναντίας, η ιδέα μου είναι πως ο γερός
τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την
ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ανθρωπότητα που' μαίνεται ή
σωπαίνει τριγύρω του τι θα διασώσει; Τι μπορεί να διασώσει; Τι πρέπει ν'
απαρνηθεί από την άμορφη ανθρώπινη ύλη, που Είναι ωστόσο τρομακτικά ζωντανή,
που τον παρακολουθεί ως μέσα στα όνειρά του; «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα
όνειρα...».
Πηγή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου