Ανταίου ερανίσματα: To ελληνικό εξωτερικό εμπόριο
«Η εμπορική πολιτική των Κυβερνήσεων της
Ελλάδας σ’ όλη τη συνέχειά της και μέχρι τα 1932 ήτανε πολιτική που την
κυβερνούσε πότε ο αυτόματος λιμπεραλισμός και πότε οι δημοσιονομικές
ανάγκες. Και στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο προστατευτισμός ωφελούσε
ωρισμένους κλάδους της γεωργίας ή της βιομηχανίας, το κυριώτερο ελατήριο
ήτανε η δημοσιονομική ανάγκη, επειδή τα τελωνειακά έσοδα απ’ τις
εισαγωγές εμπορευμάτων αποτελούσανε ισχυρή πηγή για τον προϋπολογισμό…
Τα δημοσιονομικά ελατήρια της εμπορικής πολιτικής βρήκανε απ’ το 1923
και μετέπειτα μια συνεπέστερη έκφραση στο πεδίο της προστασίας ης
βιομηχανίας, που διακρίνεται περισσότερο στο δασμολόγιο του 1925
(Μιχαλακοπούλου). Βαρύτατοι δασμοί σε ανταγωνιστικά της Ελληνικής
βιομηχανίας εμπορεύματα άμεσης κατανάλωσης, μειώσανε την εμπορική κίνηση
με ωρισμένες χώρες, ενώ η ατέλεια και οι χαμηλοί δασμοί σε ωρισμένες
ύλες δώσανε την ώθηση σε σχέση προς άλλες αγορές.
Η δημοσιονομική όμως ανάγκη δεν επέτρεπε
και στο σημείο αυτό μια τολμηρή πολιτική, ενώ απ’ το άλλο μέρος οι
εξωτερικές πιέσεις συντελούσανε στο να ατονούνε τα μέτρα. Το εξωτερικό
εμπόριο σαν φορέας εξάπλωσης ξένων συμφερόντων και επιρροών στην Ελλάδα,
δεν άφησε ποτέ να ασκηθεί ως το τέλος μια πολιτική προστασίας της
παραγωγής, αν και μια τέτοια πολιτική δεν έγινε ποτέ αντικείμενο
συστηματικής επεξεργασίας από καμμιά Κυβέρνηση. Η υποστήριξη της
βιομηχανίας κατέληγε στις περισσότερες περιπτώσεις, στην υποστήριξη των
ατομικών βιομηχάνων ή σένα τυφλό προστατευτισμό παρασιτικών
βιομηχανιών.(…)
»Το έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκε η πολιτική αυτή και έγινε στο τέλος αποδεκτή ήτανε η κρίση του 1928 – 29 που αποκορυφώθηκε στην Ελλάδα στα 1932, με τη νομισματική κρίση και την απονέκρωση των κλάδων εκείνων απ’ τις οποίες η εθνική οικονομία αντλούσε το μεγαλύτερο συνάλλαγμα (καπνική κρίση, σταφίδα κλπ). Τα ενεργητικά στοιχεία του ισοζυγίου των λογαριασμών είχανε καταπέσει ενώ η κατά τα προηγούμενα ακόμα χρόνια μείωση των κονδυλίων των σχετικών με τα μεταναστευτικά δείχνανε μια οριστικότερη παθητική μεταβολή στους εξωτερικούς λογαριασμούς πολύ επικίνδυνη και διαρκείας.
»Το έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκε η πολιτική αυτή και έγινε στο τέλος αποδεκτή ήτανε η κρίση του 1928 – 29 που αποκορυφώθηκε στην Ελλάδα στα 1932, με τη νομισματική κρίση και την απονέκρωση των κλάδων εκείνων απ’ τις οποίες η εθνική οικονομία αντλούσε το μεγαλύτερο συνάλλαγμα (καπνική κρίση, σταφίδα κλπ). Τα ενεργητικά στοιχεία του ισοζυγίου των λογαριασμών είχανε καταπέσει ενώ η κατά τα προηγούμενα ακόμα χρόνια μείωση των κονδυλίων των σχετικών με τα μεταναστευτικά δείχνανε μια οριστικότερη παθητική μεταβολή στους εξωτερικούς λογαριασμούς πολύ επικίνδυνη και διαρκείας.
Σ’ ένα τέτοιο έδαφος επάνω καλλιεργήθηκε η
πολιτική των περιορισμών σαν αντίδραση των καπιταλιστικών στρωμάτων
στην κρίση, σαν πρωτοβουλία των ισχυρότερων απ’ αυτά να πάρουνε στα
χέρια τους πιο συγκεντρωμένα το εξωτερικό εμπόριο, σαν συγκεντρωμένη
ενέργεια του μεγαλοτραπεζικού κεφαλαίου (Εθνική Τράπεζα- Σχέδιο Κορυζή)
να εκμεταλλευτεί την κρίση προς σκοπούς κυριαρχίας.
»Η πολιτική εκείνη ξεκίνησε από συναλλαγματικές αφετηρίες (νομισματική σταθερότητα, δημοσιονομική ισορροπία) και ολοκληρώθηκε στη θεωρία του ενεργητικού ισοζυγίου σαν στοιχείου πρωταρχικού, για τον προϋπολογισμό και το νόμισμα. Μα επειδή η παγκόσμια κρίση χτυπούσε τις εξαγωγές βρέθηκε ένας τρόπος να εκφραστεί η πολιτική αυτή ανάποδα να αναζητεί, δηλαδή τις μικρότερες εισαγωγές για τις οποίες φυσικά θα χρειαζότανε λιγότερο συνάλλαγμα. Έτσι στερεώθηκε η αρχή του περιορισμού των εισαγωγών, που κατέληξε στον προσανατολισμό του εξωτερικού εμπορίου προς τη Χιτλερική Γερμανία (Ελληνογερμανικό κλήριγκ) η οποία με το σύστημα των συμψηφισμών βρήκε τον τρόπο να κινεί προς όφελός της τις εξαγωγές μας και να τις κρατά πάντα σ’ ένα τέτοιο ύψος, που να μένουν πάντοτε υπόλοιπα στο ενεργητικό μας πληρωτέα όμως σε… εμπορεύματα.
»Η πολιτική εκείνη ξεκίνησε από συναλλαγματικές αφετηρίες (νομισματική σταθερότητα, δημοσιονομική ισορροπία) και ολοκληρώθηκε στη θεωρία του ενεργητικού ισοζυγίου σαν στοιχείου πρωταρχικού, για τον προϋπολογισμό και το νόμισμα. Μα επειδή η παγκόσμια κρίση χτυπούσε τις εξαγωγές βρέθηκε ένας τρόπος να εκφραστεί η πολιτική αυτή ανάποδα να αναζητεί, δηλαδή τις μικρότερες εισαγωγές για τις οποίες φυσικά θα χρειαζότανε λιγότερο συνάλλαγμα. Έτσι στερεώθηκε η αρχή του περιορισμού των εισαγωγών, που κατέληξε στον προσανατολισμό του εξωτερικού εμπορίου προς τη Χιτλερική Γερμανία (Ελληνογερμανικό κλήριγκ) η οποία με το σύστημα των συμψηφισμών βρήκε τον τρόπο να κινεί προς όφελός της τις εξαγωγές μας και να τις κρατά πάντα σ’ ένα τέτοιο ύψος, που να μένουν πάντοτε υπόλοιπα στο ενεργητικό μας πληρωτέα όμως σε… εμπορεύματα.
Μια αληθινή διαρπαγή του Εθνικού μας
πλούτου συνετελέσθη τότε με τη δικαιολογία της συναλλαγματικής
ανεπάρκειας και τα ελληνικά εμπορεύματα πηγαίνανε πολλές φορές σε τρίτες
αγορές, σαν εμπορεύματα εξαγόμενα απ’ τη Γερμανία σε αυτούσιο φυσικά
συνάλλαγμα που έμπαινε στην κάσσα της Ράιχσμπανκ, ενώ η Ελλάδα
κατακλυζόταν από Γερμανικά εμπορεύματα, χρεωμένα σε τιμές ψηλότερες των
διεθνών… Από δε την άποψη του ανεφοδιασμού της χώρας σε είδη διατροφής
και πολέμου, την άφησε κυριολεκτικά εκτεθειμένη στις φασιστικές
επιδρομές. Τέλος από πολιτική άποψη υπήρξε η πολιτική των περιορισμών
και των ανταλλαγών μια αφετηρία για την 4η Αυγούστου και την ιδεολογική
υποδούλωση της Ελλάδος στον Άξονα».
Ερανιστής : Γιώργος Τοζίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου