Ετικέτες

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Ο Παναγιώτης Ποταγός, ο νέος Οδυσσεύς, (1838 –1903)

το Φώτη Κόντογλου
Αυτό το βιβλίο δεν είναι γραμμένο για σοβαρούς ανθρώπους. Δόξα σοι ο Θεός, υπάρχουνε ακόμα άνθρωποι, που τους αρέσουνε τα απλά πράγματα, οι ιστορίες και τα παραμύθια. Κ’ η δική μου τέχνη είναι απλή και την κάνω για τους απλούς. Τι δεν τραβήξανε τόσοι και τόσοι δυνατοί άνθρωποι, απ’ αυτά τα ζωντόβολα, απ’ αυτουνούς τους σοβαρούς ανθρώπους, που κρίνουνε την πολιτεία τους και τους περιφρονάνε και τους τυραγνάνε και που στο τέλος σπέρνουνε τσουκνίδες και απήγανο απάνω στο κιβούρι τους.

Ένας τέτοιος περιφρονημένος και λησμονημένος είναι κι’ ο Παναγιώτης Ποταγός, ο νέος Μάρκος Πόλος. Πήγε από τη Μικρά Ασία ίσαμε το Πεκίνο με τ’ άλογο και με τα ποδάρια, κατόρθωμα που δεν τώκανε κανένας πριν απ’ αυτόν, ύστερα ταξίδεψε στην Περσία, στην Ινδία κι από την Αίγυπτο τράβηξε μέσα στην Αφρική ίσαμε την καρδιά της και μολοταύτα πέθανε λησμονημένος και πικραμένος, γιατί οι σοβαροί άνθρωποι, πούπαμε πρωτύτερα, τον πήρανε στ’ αλαφριά, επειδής «δεν ήτο σοβαρός επιστήμων», με βαρόμετρα και με θερμόμετρα και με ματογυάλια. Αλλ’ άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς.
Ο Παναγιώτης Ποταγός γεννήθηκε στη Βυτίνα στις 7 του Οκτώβρη στα 1839. Ο παππούς του από μητέρα ήτανε από τη Στεμνίτσα, οπλαρχηγός στα εικοσιένα και πολέμησε γενναία στην Καρύταινα και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο πατέρας του Παναγιώτη σκοτώθηκε κυνηγώντας τη συμμορία του Κατζιαβού και του Γυφτογιαννάκη. Ήτανε φαίνεται άνθρωπος σπουδασμένος, γιατί είχε μάθει γράμματα στο σχολειό της Βυτίνας, που άκμαζε τότε σαν της Δημητσάνας. Ο Παναγιώτης λέγει πως εβρήκε από τον πατέρα του Μαθηματική Γεωγραφία, φιλοσοφικά βιβλία, αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τα Νομικά τ’ Αρμενόπουλου κι άλλα.
Σπούδασε γιατρική στην Αθήνα και στο Παρίσι κι έκανε το γιατρό στη Στεμνίτσα, μονάχα ένα χρόνο. Τα κομματικά πάθη, π’ ανάβανε στην πατρίδα του κι η κλίση του για τα ταξίδια, τον κάνανε να ξενιτευτεί.
Έφυγε λοιπόν από τη Βυτίνα στα 1867, πέρασε από την Αθήνα και σε λίγο μπαρκάρησε και πήγε στην Αλεξανδρέττα κι από εκεί αποφάσισε να τραβήξει μέσα στην Ασία. Πέρασε από την Αντιόχεια, από τη Λαοδίκεια, από την Τρίπολη, από το Χαλέπι, από το Ντιάρ Μπεκήρ, από το Μουσούλι, από το Μπάγδατ, από την Τεχεράνη κ’ έφταξε στο Μεσσιέτ, πολιτεία επίσημη, γιατί εκεί πέρα βρίσκεται το μνημόρι του Ιμάμ Ριζά και σ’ αυτόν τον τόπο κουβαλάνε και θάβουνε τους πεθαμένους από τα πιο μακρυσμένα μέρη της Περσίας για τη σωτηρία της ψυχής τους. Απ’ όπου περνούσε εξήταζε να μάθει αν απόμεινε τίποτα μέσα στη θύμηση των ανθρώπων από τον Μέγ’ Αλέξανδρο ή από τα συνήθεια των Ελλήνων και να ιδεί τι αρχαίες ονομασίες κρυβόντανε κάτω από τις καινούργιες.
Στα 1935 είχα πάγει στην Κέρκυρα για να δουλέψω στο μουσείο και κεί πέρα, δίχως να τόχω στο νού μου, ένας δάσκαλος από τις Νυφές, π’ αγαπούσε τα γράμματα και διάβαζε τα βιβλία μου, μούπε πως ο Ποταγός είχε ζήσει στο χωριό του τα τελευταία χρόνια και πως εκεί πέρα πέθανε. Όπως μούπανε, στα στερνά του φορούσε μιαν αράπικη κελεμπία, ίσως γιατί υπόφερνε από κατέβασμα, που τόπαθε στην Αφρική κι’ ήθελε να το κρύψει. Από τη στιγμή που ξέπεσε σε κείνο τ’ όμορφο χωριό, μακρυά από τον κόσμο, δεν ξεμάκρυνε απ’ αυτό, σα να ηύρε το λιμάνι της σωτηρίας του. Έκανε το γιατρό, προ πάντων για τους φτωχούς, που τους γιάτρευε χάρισμα.
Γύρεψα νάβρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα πούπανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουν και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ότι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους. Το μόνο πράγμα που ηύρα ήτανε μια φωτογραφία του, που τον παριστάνει με το χέρι απάνω στην υδρόγειο σφαίρα, χαλασμένη, κίτρινη και σβυσμένη, που μόλις ξεχώριζε σαν ίσκιος η φυσιογνωμία και την ξεσήκωσα με το μολύβι, για να τη γλυτώσω από το δόντι του καιρού κι αυτό το πιστό σχέδιο το βάζω σε τούτο το βιβλίο.
Το κιβούρι του είναι φτωχό και ξεχασμένο, λές ξεπίτηδες το διάλεξε απάνω στην Κέρκυρα, ανάμεσα στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική που στριφογύρναγε σ’ όλη τη ζωή του. Εκεί ξαπόστασε το γέρικο κορμί του, που το παίδεψε σαν ασκητής, όχι ανεβασμένος σε καμιά κολόνα ή σε κανένα σπήλαιο κλεισμένος, αλλά περπατώντας μήνες και χρόνια για νάβρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα άσπλαχνα Ιμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής.
Τούτη η ιστορία του ας είναι σαν ταφόπετρα σκαλισμένη από φτωχόν ερμογλύφο, που δουλεύει με την πατρογονική τέχνη, για να παραστήσει έναν άγγελο πικραμμένον, που σιγοκλαίει μπροστά σ’ ένα σβυσμένο λυχνάρι, γιατί πέθανε ο καινούργιος Οδυσσέας, ο Παναγιώτης Ποταγός και πιο πολύ, γιατί κείτεται στην ερημιά, όχι του Γόβη ή της Περσίας, αλλά στην πιο φριχτή έρημο της Λησμονιάς, πεταμένος σαν Κινέζος ληστής.
Πέθανε στα 1903, γέρος εβδομήντα έξη χρονών.

(πόσπασμα πό τό βιβλίο το Φ.Κόντογλου «ΦΗΜΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΚΑΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ»,το κδ.οκου “ΣΤΗΡ”)
Ο Παναγιώτης Ποταγός τα έβαλε με την Παγκόσμια Γεωγραφική Εταιρεία αλλά και με την Αγγλική Γεωγραφική Εταιρεία για τις ανακρίβειες που έγραφαν. Δεν δίστασε να καταγγείλει τον Μάρκο Πόλο για ανακρίβειες και ψεύδη που είχε γράψει για τα ταξίδια του. Αυτός ήταν και ο λόγος της μεγάλης του αντιπαράθεσης με την Γεωγραφική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας. Η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία δέχτηκε τις θέσεις του και το όνομα του τοποθετήθηκε δίπλα σε αυτά των Λίβιγκστων και Στάνλεη.
Τελείωσε το μεγάλο του ταξίδι πηγαίνοντας στο Σινά για να περιεργαστεί το δρομολόγιο του Μωυσή, βαστώντας στο χέρι όχι πια κανέναν αρχαίο Έλληνα, μα την Παλαιά Διαθήκη. Καταστάλαξε στα Άδανα και γύρισε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1873. Στην Αθήνα δεν κατάφερε να γίνει διευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να μπορέσει να γράψει με την ησυχία του για τα ταξίδια του. Κατέληξε στην Κέρκυρα.
Βιογραφικό
Μεταξύ του 1868 και του 1883, ο Παναγιώτης Ποταγός πραγματοποίησε δύο μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια στην Κεντρική Ασία (από το Ιράν ως τη Μογγολία) και ένα στην κεντρική Αφρική. Χωρίς καμιά υποστήριξη από τη χώρα του ή από οπουδήποτε αλλού, προσπάθησε να συναγωνιστεί τους διάσημους εξερευνητές των εθνικών Γεωγραφικών Εταιρειών της Ευρώπης.
Κατόρθωσε να δημοσιεύσει μόνο τον πρώτο τόμο των «Περιηγήσεων» του σε μία ελληνική (1883) και μία γαλλική έκδοση (1885). Το έργο του είναι μοναδικό, τόσο για την γεωγραφική του πλευρά όσο και για την εθνολογική του, που αφορά ιδιαίτερα τις ελληνιστικές επιβιώσεις στο Αφγανιστάν, αλλά παραμένει εντούτοις σχεδόν άγνωστο στην εποχή μας. Το χειρόγραφο του (κυρίως εθνολογικού περιεχομένου) δευτέρου τόμου των «Περιηγήσεων» δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και δυστυχώς χάθηκε, καθώς το καταστρέψανε οι ίδιοι οι κληρονόμοι του Ποταγού.
Μεταξύ άλλων ανακάλυψε το μεγάλο ποταμό Μπόμου της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας (1877) και σταμάτησε, με το κύρος του, τον εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν (1875).
Τιμήθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση, τη Γεωγραφική Εταιρία της Γαλλίας και το βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο το Β’, πρόεδρο τότε της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρίας, ο οποίος και έδωσε το όνομά «λεωφόρος Ποταγού» σε κεντρική αρτηρία της πόλης Ισίρο (Παουλίς) του Βελγικού Κογκό. Όταν του ζήτησε να υπογράψει στη χρυσή βίβλο των περιηγητών, εκείνος έγραψε μόνο δυο λέξεις: «Εις Ελλην»
ΠΗΓΗ

Συμπληρωματικά στοιχεία για τον Παναγιώτη Ποταγό. 
λλην ξερευνητής το 19ου α. (1838 –1903)

Παναγιώτης Ποταγός (1838-1904), ιατρός από την Βυτίνα της Αρκαδίας, είναι αδιαμφισβήτητα ο σημαντικότερος Έλληνας περιηγητής των νεωτέρων χρόνων και ο μόνος που δικαιούται τον χαρακτηρισμό του εξερευνητή. Τα εξερευνητικά ταξίδια που πραγματοποίησε στην κεντρική Ασία και την κεντρο-ανατολική Αφρική, κατά την δεκαπενταετία μεταξύ 1868 και 1883, έδωσαν το υλικό για τον πρώτο (και εν τέλει μοναδικό) τόμο των «Περιηγήσεων» του (700 σελίδων), που εξέδωσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1883, ενώ ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα και γαλλική έκδοση στο Παρίσι (“Dix annees de voyages dans l’Asie centrale et l’Afrique equatoriale”, Ernest Leroux Editeur, Paris 1885).
Στο πρώτο του ταξίδι, ο Ποταγός ξεκίνησε από την Συρία και αφού πέρασε από το Ιράκ, την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδοκούς (Ινδικό Καύκασο) και του Παμίρ και συνέχισε μέσα στην έρημο του Γκόμπι, στη Βόρεια Κίνα (Κασγκάρ και Χάμια), την Μογγολία (Βλιαστέ), για να καταλήξει στο Χηλή (Colintzia) της Ανατολικής Σιβηρίας, στην καρδιά της ασιατικής ηπείρου, από όπου και επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη και από εκεί στην Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη.
Στο δεύτερο του ταξίδι, ξεκίνησε από το Σουέζ της Αιγύπτου και αφού περιηγήθηκε τις βορειο-δυτικές περιοχές της Ινδίας, τη Νότια Περσία και το Αφγανιστάν, επέστρεψε στο Καϊρο. Στο τρίτο του ταξίδι, ορμώμενος από το Κάιρο, κατευθύνθηκε νότια, και –μέσω του Σουδάν- έφτασε στην Κεντρική Αφρική, μέχρι τις περιοχές του Βορείου Κονγκό, προχωρώντας πιο πέρα από τις περιοχές που είχε εξερευνήσει ο μεγάλος Γερμανός εξερευνητής Γ. Σβαϊνφουρτ (1836-1925). Είναι ενδιαφέρον ότι, από τα τέσσερα «βιβλία» στα οποία διαιρείται ο Α’ τόμος των Περιηγήσεων του Ποταγού (τόσο στην ελληνική όσο και στη γαλλική του έκδοση) μόνο τα δύο πρώτα, που ονομάζει «Περιηγητικά», αφορούν την εξιστόρηση των τριών μεγάλων ταξιδιών του σε Ασία και Αφρική. Το τρίτο βιβλίο, που ονομάζει «Ιστορικόν» είναι μία συγκριτική μελέτη του συγγραφέα για τις χρονολογίες των αρχαίων λαών (Εβραίων, Αιγυπτίων, Ασσυρίων, Βαβυλωνίων, Αράβων, Συρίων, Φοινίκων, Λυδών, Μήδων, Περσών και Ελλήνων). Στο τέταρτο βιβλίο, που φέρει τον τίτλο «Φυσικόν», ο Ποταγός καταγίνεται με την ερμηνεία διαφόρων –μετεωρολογικών κυρίως- φαινομένων, ενώ υπάρχει και ένα γεωγραφικό κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Περί διαιρέσεως της γης εις ζώνας και του ανθρώπου εις φυλάς».
Η «παράταιρη» συμμετοχή ενός Έλληνα γιατρού από την Αρκαδία στη μεγάλη «εξερευνητική περιπέτεια» του 19ου αιώνα, αποτελεί ένα μικρό παράδοξο που βρίσκει την ερμηνεία του κυρίως στην εντελώς ξεχωριστή προσωπικότητα, την ιδιόμορφη ιδιοσυγκρασία και τα προσωπικά βιώματα που κατηύθυναν τον Παναγιώτη Ποταγό στο «έντιμον στάδιον» των ριψοκίνδυνων περιηγήσεων (που σε αρκετές περιπτώσεις κόντεψαν να του στοιχίσουν τη ζωή του). Γνωρίζουμε ότι από τη μικρή του ηλικία, στο φημισμένο σχολείο της Βυτίνας, που συναγωνιζότανε τότε εκείνο της γειτονικής Δημητσάνας, ο Ποταγός είχε θέσει τις βάσεις μιας πολύ πλατιάς μόρφωσης. Μάλιστα μας λέει ο ίδιος ότι από τον πατέρα του είχε βρει «Μαθηματική Γεωγραφία», Αρχαίους Συγγραφείς και πολλά φιλοσοφικά βιβλία. Είναι πολύ πιθανό, η αγάπη του για τη Γεωγραφία και τις περιηγήσεις να είχε τις ρίζες της σε αυτά τα βιβλία της παιδικής του ηλικίας και ειδικά στους αρχαίους γεωγράφους και ιστορικούς συγγραφείς που τόσο καλά δείχνει να γνωρίζει.
Αν και είναι δύσκολο να είναι κανείς απόλυτα κατηγορηματικός στο σημείο αυτό, είναι περίπου σίγουρο ότι η δύναμη που επέτρεψε στον Ποταγό να εισχωρήσει –ουσιαστικά μόνος- μέχρι τα βάθη της ασιατικής και της αφρικανικής ηπείρου, βρίσκεται μέσα στο πάθος που ενστάλαξαν στην παιδική ψυχή του οι αρχαίοι Έλληνες γεωγράφοι (με τον ανάλογο καθοριστικό τρόπο που γνωρίζουμε ότι ο Όμηρος είχε «σημαδέψει» τον –σύγχρονο του Ποταγού- Ερρίκο Σλήμαν και τον είχε καθοδηγήσει στο εγχείρημα του της ανεύρεσης της Τροίας).
Ωστόσο, μέσα από το βιβλίο του, ο ίδιος ο Ποταγός μας δίνει δύο κίνητρα που τον οδήγησαν στην απόφαση της πραγματοποίησης των εξερευνητικών του ταξιδιών. Το πρώτο κίνητρο, που έχει χαρακτήρα αρνητικό, ήτανε -σύμφωνα με τα λεγόμενα του- η ανάγκη φυγής από μία ελληνική πολιτική πραγματικότητα που τον απογοήτευε βαθιά και που δεν έπαψε να στιγματίζει, με αποκορύφωμα την σκληρή αντιπαλότητα του λίγα χρόνια αργότερα με την κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη και τον ίδιο. Εκτός από την εχθρότητα του προς το καθεστώς, μεγάλη παρουσιάζεται και η απέχθεια του Ποταγού για τον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών φατριών και το χαμηλό πολιτικο-κοινωνικό αλλά και ηθικό επίπεδο του λαού –και ιδιαίτερα εκείνο των συγγενών και των συντοπιτών του στην Αρκαδία. Με μια τέτοια διάθεση, εξηγεί ο Ποταγός την απόφαση του, γράφοντας χαρακτηριστικά «…απέληξα εις περιηγήσεις επί τη ελπίδι ότι αν εξ αυτών σώος διηρχόμην ηδυνάμην ηθικώς εν τη πατρίδι να χρησιμεύσω, και αν εχανόμην, εις έντιμον στάδιον ήθελον αποθάνει».
Εντούτοις, πολλά είναι τα στοιχεία που φανερώνουν ότι για το μεγάλο εξερευνητικό εγχείρημα του Ποταγού, δεν λειτούργησε μόνο αυτό το (αρνητικό) κίνητρο της απογοήτευσης και της φυγής από μία απεχθή πραγματικότητα, ούτε απλά ο συνδυασμός μίας τέτοιας φυγής με την αναζήτηση της περιπέτειας και του «ζην επικινδύνως». Με άλλα λόγια, ο Ποταγός δεν έγινε εξερευνητής για ανάλογους λόγους που κάποιοι επιλέγουν την ίδια εποχή την Λεγεώνα των Ξένων.
Η ύπαρξη και θετικών κινήτρων, που έχουν να κάνουν τόσο με τη δόξα της πατρίδας του όσο και με την «προσφορά προς τον Άνθρωπο» είναι φανερή, έστω κι αν συνάγεται έμμεσα, αφού αυτά πολύ λίγο διακηρύσσονται από τον ίδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα σημείο της γαλλικής μόνο έκδοσης του συγγράμματος του, γράφει ο Ποταγός, «διακινδύνευσα τη ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφος μας και τα ένδοξα ερείπια μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθεια μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας». Από την άλλη γνωρίζουμε ότι ως νεαρός γιατρός στο Παρίσι, ο Ποταγός απέσπασε την γενική εκτίμηση των συναδέλφων του και διακρίσεις από την γαλλική κυβέρνηση για την αλτρουϊστική του δράση κατά τη μεγάλη επιδημία της χολέρας. Η ανθρωπιστική του συγκρότηση επιβεβαιώνεται πολλές φορές στα ταξίδια του, ιδιαίτερα στην αφρικανική ήπειρο, όπου είναι φανερή η σταθερή του εμμονή να αναζητήσει και να εισηγηθεί τρόπους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους λαούς αυτούς. Μάλιστα απηύθυνε επιστολή στον Βασιλέα του Βελγίου (και πρόεδρο τότε όλων των γεωγραφικών εταιρειών του κόσμου) στην οποία, αφού στιγμάτιζε την ερήμωση της Αιθιοπίας εξ’ αιτίας της σωματεμπορίας των Αράβων, πρότεινε την εισαγωγή του εμπορίου μέσω ενός δικτύου σταθμών που εκείνος υπεδείκνυε και που θα μπορούσαν να επεκταθούν βαθμηδόν από τα παράλια προς το εσωτερικό, «ποιούντες τρόπους δι ων να προκαλήται η θέλησις των αγρίων εις την αποδοχήν του πολιτισμού». Είναι βέβαια αλήθεια ότι η αντίληψη του «εκπολιτισμού μέσω του εμπορίου» ακούγεται στην εποχή μας σαν μια φανερά «νέο-αποικιοκρατική» και ελάχιστα αθώα προσέγγιση.
Αν αναλογισθούμε όμως το στυγνό πρόσωπο και τον χαρακτήρα καθαρής λεηλασίας που είχε το αποικιακό μοντέλο του 19ου αιώνα, καταλαβαίνουμε ότι ο Ποταγός εμφορείτο από ένα ιδεώδες που δεν συμβάδιζε με την αντίληψη και τη στρατηγική των αποικιοκρατικών χωρών –τουλάχιστον την εποχή εκείνη. Το στοιχείο αυτό δεν μπορούσε παρά να εντείνει την καχυποψία και την υποτίμηση που αντιμετώπισε ο Ποταγός από την πλευρά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, καχυποψία και υποτίμηση που εκφράστηκαν τόσο μέσα από τον (κατευθυνόμενο από τις αποικιοκρατικές αρχές) Τύπο των Ινδιών όσο και από την Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου. «Εννόησα ότι ενέπεσα εν Λονδίνω εις χείρας εγωισμού φθόνου και ασπλαχνίας» γράφει αναφερόμενος στη συνάντηση και την επιστημονική φιλονικία του με δύο εξέχοντα μέλη της Γεωγραφικής Εταιρείας, τον συνταγματάρχη Ζιούλ (μεταφραστή και θαυμαστή του Μάρκο Πόλο) και του κ. Ρουϊλσων (Rawilson), δάσκαλο και σύμβουλο του Πρίγκηπος της Ουαλίας. Ο πρώτος τον προκάλεσε υπερασπιζόμενος την αυθεντικότητα του δρομολογίου του Μάρκο Πόλο, που ο Ποταγός αμφισβήτησε με στοιχεία από το δικό του ταξίδι. Ο δεύτερος του ζήτησε να αναιρέσει από το άρθρο του τις αναφορές στους αρχαίους συγγραφείς «επειδή μ’ αυτά είχε ασχοληθεί εκείνος»!
Αντίθετα, στη Γαλλία και τη Γεωγραφική Εταιρεία των Παρισίων ο Ποταγός αντιμετωπίστηκε με εκτίμηση και αποδοχή και δημοσιεύτηκε το άρθρο του για την διάβαση του Παμίρ –όπως άλλωστε αργότερα και το βιβλίο του. Ο Γενικός γραμματέας της εταιρείας κ. Maunoir, παρά το ότι αρχικά είχε αμφισβητήσει τον εμπειρικό ορισμό γεωγραφικών θέσεων που έκανε ο Ποταγός χωρίς τη χρήση αστρονομικών εργαλείων, στη συνέχεια τον συνεχάρη ενθουσιασμένος, αφού ο περιηγητής Ζιούνκ επιβεβαίωσε πλήρως τις θέσεις (για την περιοχή γύρω από το Νείλο). Στην γαλλική έκδοση των «Περιηγήσεων» συνετέλεσαν και δύο διαπρεπείς Γάλλοι επιστήμονες με τις παρατηρήσεις και τις σημειώσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόκειται για δύο ιστορικούς (και όχι γεωγράφους), τον Emile Burnouf, επίτιμο διευθυντή της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών και τον Alfred Maury, μέλος της Γεωγραφικής Εταιρείας του Παρισιού αλλά καθηγητή της Ιστορίας στο College de France. Η θετική αυτή αντιμετώπιση του Ποταγού από τους Γάλλους είναι εύλογη αν λάβουμε υπόψη το στοιχείο ότι τόσο στην Ασία όσο και στην Αφρική, ο Ποταγός περιηγήθηκε κυρίως σε περιοχές που ανήκαν στην ανταγωνίστρια Βρετανική Αυτοκρατορία ή στην ευρύτερη σφαίρα όπου εστιαζόταν το αγγλικό ενδιαφέρον.
Η αδιαφορία –και σε κάποιες περιπτώσεις εχθρότητα- εκ μέρους των ελληνικών Αρχών, μπορεί κι αυτή να ερμηνευτεί τόσο από την έντονα αντικυβερνητική στάση του Ποταγού όσο και από το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος λειτουργούσε περίπου ως βρετανικό προτεκτοράτο. Η συμβολή του Ποταγού στη γεωγραφική γνώση της εποχής του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την περιοχή της κεντρικής Ασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αδιαμφισβήτητη είναι η αξία που έχει κυρίως το εθνολογικό (ανθρωπολογικό) μέρος του έργου του, για το οποίο συγκεκριμένα και αναγνωρίστηκε από την Γεωγραφική Εταιρεία του Παρισιού. Αντίθετα, η μη χρήση από τον «ερασιτέχνη» Ποταγό των καθιερωμένων μεθόδων και κυρίως των αστρονομικών και βαρομετρικών οργάνων μέτρησης και υπολογισμών της εποχής του, του αφαίρεσε τη δυνατότητα της ευρείας αναγνώρισης στην γεωγραφική επιστημονική κοινότητα της Ευρώπης. Ως ιδιαίτερα σημαντική πρέπει να αξιολογηθεί η πολύ δύσκολη διάβαση του Παμίρ και η εξερεύνηση της ευρύτερης περιοχής από το Καφριστάν μέχρι το Παμίρ που –εκτός των άλλων- επέτρεψε στον Ποταγό να καταρρίψει πολλές ανυπόστατες αναφορές του Μάρκο Πόλο για αυτές τις περιοχές, που συνέχιζαν μέχρι εκείνη την εποχή να θεωρούνται αξιόπιστες.
Το γεγονός ότι οι περιοχές αυτές της κεντρικής Ασίας παρέμεναν τόσο άγνωστες στο δυτικό κόσμο, δεν οφειλόταν τόσο στις πολύ δύσκολες φυσικές συνθήκες και την απομόνωση τους όσο στην εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν οι δυτικές δυνάμεις και οι αποστολές τους.
Αντίθετα, η ελληνική υπηκοότητα λειτουργούσε πάντα σαν «διαβατήριο» στα μέρη αυτά, εξ αιτίας της «αλεξανδρινής κληρονομιάς», και το συγκριτικό του αυτό πλεονέκτημα ο Ποταγός κατάφερε να το αξιοποιήσει πλήρως. Έχοντας φιλοξενηθεί διαδοχικά στις αυλές των βασιλιάδων (εμίρηδων) όλων των σημαντικών πόλεων του Αφγανιστάν (Εράτ, Καμπούλ και Φεϊζαμπάτ), ο Ποταγός μπόρεσε να μας δώσει πολλά στοιχεία για την «χώρα-κλειδί» της κεντρικής Ασίας. Επιχείρησε κυρίως να συνδέσει τόσο τους τόπους όσο και τους λαούς με τις αναφορές που περιέχονται στην αρχαία γραμματεία, στον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, τον Αρριανό, τον Πτολεμαίο, και τον Στράβωνα. Πολύ ξεχωριστά ελληνικό ενδιαφέρον έχουν οι διάφορες πληροφορίες που μας δίνει για την επιβίωση στα μέρη αυτά ελληνικών πολιτισμικών στοιχείων. Στην Εράτ του Δυτικού Αφγανιστάν για παράδειγμα, αναφέρει ότι χρησιμοποιούνται ακόμα κάποιες ελληνικές λέξεις και το στάδιον ως μέτρο αποστάσεων. Στην Καμπούλ και τη Φεϊζαμπάτ οι εμίρηδες κατείχαν πολλές μεταφράσεις των Αρχαίων και ακολουθούσαν το αστρονομικό σύστημα του Πτολεμαίου, τα Φυσικά του Αριστοτέλη, την ιατρική του Ιπποκράτη και του Γαληνού, ενώ ο Πλάτωνας είχε σχεδόν αγιοποιηθεί.
Πολύτιμες –αν και συνοπτικές- είναι και οι πληροφορίες για αρχαιολογικά ευρήματα, ελληνικά νομίσματα, αλλά κυρίως για ήθη και έθιμα λαών του Αφγανιστάν με φανερές ελληνικές καταβολές, ιδιαίτερα των Καφριστανών (απίστων) που ο Ποταγός γνώρισε δύο δεκαετίες πριν από τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό τους (το 1896) που εξαφάνισε τα περισσότερα από τα ελληνικά στοιχεία που ακόμα επιβίωναν σ’αυτούς. Αποτελεί σίγουρα μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι ο Παναγιώτης Ποταγός μπόρεσε να εκδώσει μόνο τον πρώτο τόμο των «Περιηγήσεων» του, που περιλαμβάνει την εξιστόρηση των ταξιδιών του. Ο δεύτερος τόμος (όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο του πρώτου) θα περιείχε την περιγραφή των ηθών, των εθίμων, των θρησκειών και της ιστορίας των λαών που γνώρισε. Αφορούσε με λίγα λόγια μια γνώση εθνολογική που σήμερα θα ήταν απείρως πιο πολύτιμη από αυτήν που μας κληροδότησε με το μοναδικό βιβλίο του.
Δυστυχώς η μικροψυχία και η ανεπάρκεια του ελληνικού κράτους τότε, που –παρά τις επίμονες προσπάθειες και διαβήματα του Ποταγού- δεν βοήθησε να πραγματοποιηθεί η έκδοση αυτή, στέρησε την νεοελληνική βιβλιογραφία από έναν πολύτιμο θησαυρό. Κατά τον Φώτη Κόντογλου (ο οποίος στο έργο του «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» επιχείρησε μία βιογραφική προσέγγιση του Ποταγού), τα ανέκδοτα χειρόγραφα που βρισκόταν στο σπίτι του Ποταγού στις Νυφές της Κέρκυρας καταστράφηκαν από τους κληρονόμους του! «Γύρεψα να’βρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μου’πανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από τη Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουνε, και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ό,τι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους».
Βιβλιογραφία
- Ποταγός Π., 1883, Περίληψις Περιηγήσεων –Τόμος Α’, Τυπογραφείο Κτενά, Αθήναι
- Potagos P., 1885, Dix annees de voyages dans l’Asie Centrale et l’Afrique equatoriale, Ernest Leroux Editeur, Paris
- Κόντογλου Φ., 1942, Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι, Αστήρ, Αθήναι
- Γιαλουράκη Μ., 1967, Η Αίγυπτος των Ελλήνων, Αθήναι
Πηγή: 
http://averoph.wordpress.com/2014/02/24/%CF%80-%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B1%CE%B3%CF%8C%CF%82-7-%E1%BD%80%CE%BA%CF%84-1838-24-%CF%86%CE%B5%CE%B2-1903-%E1%BD%81-%E1%BC%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD-%E1%BC%90%CE%BE%CE%B5%CF%81%CE%B5/#more-51977

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου