Σοβιετικός
«βίσωνας». Ετσι αποκάλεσαν στην Αμερική το βαρύ στρατηγικό
βομβαρδιστικό τζετ, Μ-4, το οποίο έγινε ο πρώτος διηπειρωτικός φορέας
πυρηνικών όπλων που εισήχθη σε επιχειρησιακή δράση στις σοβιετικές
Ενοπλες Δυνάμεις.
Φωτογραφία από την ελεύθερη πηγή
Ρίνα Μπίκοβα
«Τέκνο
του Ψυχρού πολέμου» και σύγχρονο του Tu-95, το Μ-4 δημιουργήθηκε ειδικά
για τη μεταφορά του «όπλου αντιποίνων» στην επικράτεια των ΗΠΑ, αλλά η
αεροπορική ιστορία του επεφύλαξε έναν πιο ταπεινό και ειρηνικό ρόλο.
Τακτικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του Μ-4e
Άνοιγμα φτερών: 50,53 μ.
Μήκος: 48,70 μ.
Ύψος: 14,10 μ.
Επιφάνεια φτερού: 326,35 m2
Μέγιστη ταχύτητα: 947 χλμ./ώρα
Εμβέλεια πτήσης: 8100 χλμ.
Μέγιστη εμβέλεια πτήσης: 11000
Πλήρωμα: 8 άτομα
Πολεμικό φορτίο: 9000 κιλά συνηθισμένη ποσότητα, 24000 κιλά η μέγιστη
Έχοντας
αναπτύξει τη δική της πυρηνική βόμβα τέσσερα χρόνια μετά τους
Αμερικανούς, η ΕΣΣΔ όχι μόνο δεν υπολειπόταν σε μέγεθος διαθέσιμου
πυρηνικού οπλοστασίου, αλλά διέθετε και τα μέσα μεταφοράς του «όπλου
αντιποίνων» στην επικράτεια του εχθρού. Όμως, η δημιουργία ενός
διηπειρωτικού βομβαρδιστικού ήταν ένα δυσκολότατο έργο, για την
πραγματοποίηση του οποίου χρειαζόταν ένα αεροπλάνο με εξαιρετικά πτητικά
και τεχνικά χαρακτηριστικά. Μάλιστα, ο σχεδιαστής, Αντρέι Τουπόλεφ,
στον οποίο αρχικά είχε ανατεθεί να δημιουργήσει ένα τέτοιο αεροπλάνο,
αρνήθηκε κατηγορηματικά τις σχετικές εργασίες και επέμενε στη θέση του,
εκφράζοντάς τη προσωπικά ενώπιον του Στάλιν.
Τελικά,
πολύ σύντομα ο σχεδιασμός ενός τέτοιου αεροσκάφους ανατέθηκε στο μαθητή
του Τουπόλεφ, σχεδιαστή Βλαντίμιρ Μιάσιστσεφ, ο οποίος ειδικά για το
σκοπό αυτό ορίστηκε γενικός σχεδιαστής του ανασυσταθέντος «Ειδικού
σχεδιαστικού γραφείου, υπ’ αριθμόν 23». Στην έκθεσή του προς τη
σοβιετική κυβέρνηση, ο Μιάσιστσεφ περιέγραψε τα σχέδια για τη δημιουργία
ενός βομβαρδιστικού με ακτίνα δράσης 11-12 χιλιάδες χιλιόμετρα και
ταχύτητα 900 χλμ/ώρα. Και ύστερα από έξι μήνες σκληρής δουλειάς, βάσει
του σχεδίου του Μιάσιστσεφ εγκρίθηκε το λεπτομερές σχέδιο του
μελλοντικού βομβαρδιστικού.
Για
την κατασκευή του πρώτου πειραματικού αεροσκάφους εργάζονταν τρεις
βάρδιες και ύστερα από λίγους μόνο μήνες αυτό ήταν έτοιμο να πετάξει.
Την πρώτη του δεκάλεπτη πτήση το Μ-4 πραγματοποίησε στις 20 Ιανουαρίου
1953. Την ακολούθησαν, στα πλαίσια της πρώτης φάσης εργοστασιακών
δοκιμών, άλλες 27.
Οι «Βίσωνες»
Κατασκευάστηκαν συνολικά 32 σειριακά βομβαρδιστικά, τρία από τα οποία συνετρίβησαν στις δοκιμές οδηγώντας στο θάνατο το πλήρωμα.
Ως
βασικό όπλο κρούσης του Μ-4 προοριζόταν η θερμοπυρηνική βόμβα RDS-37
ισχύος 2,9 μεγατόνων. Αυτή μπορούσε να καταστρέψει μια ολόκληρη πόλη ή
μια βιομηχανική περιοχή. Εκτός από αυτή, το αεροπλάνο μπορούσε να
μεταφέρει ατομικές και συμβατικές βόμβες μικρότερης ισχύος, νάρκες
βυθού, τορπίλες και κατευθυνόμενες βόμβες. Το Μ-4 ήταν εξοπλισμένο για
την προστασία του με εννέα βαριά πολυβόλα των 23 χλστ. ΝR-23 ή με έξι
των 23 χλστ. ΑΜ-23.
Το
Μ-4 έγινε ο πρώτος στον κόσμο διηπειρωτικός φορέας πυρηνικών όπλων που
εισήχθη σε μάχιμες μονάδες, καθώς το αεροπλάνο άρχισε να παραδίδεται
στην ΠΑ μερικούς μήνες πριν από τον άμεσο ανταγωνιστή του, αμερικανικό
στρατηγικό βομβαρδιστικό Β-52.
Πολλές … ατυχίες
Φωτογραφία από την ελέυθερη πηγή
Ωστόσο,
η εισαγωγή του νέου βομβαρδιστικού σε επιχειρησιακή δράση δεν ήταν τόσο
εύκολη. Ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάστηκαν με το σύστημα ελέγχου, οι
βλάβες στο οποίο παρέμεναν για πολύ καιρό το σημαντικότερο πρόβλημα του
αεροπλάνου. Αυτές εμφανίζονταν πιο συχνά κατά την απογείωση και
προσγείωση, ενώ οι χειρισμοί του πηδαλίου απαιτούσαν μεγάλες προσπάθειες
προκαλώντας κούραση στους πιλότους. Σοβαρό πρόβλημα για αυτούς ήταν και
η ανεπάρκεια του συστήματος κλιματισμού. Μάλιστα, αναγκάζονταν
ορισμένες φορές να πετούν φορώντας ζεστά ρούχα με γούνα, καθώς στα
μεγάλα ύψη η θερμοκρασία στην καμπίνα έπεφτε κάτω από το μηδέν.
Τα
πρώτα τρία χρόνια της χρήσης του αεροπλάνου συνέβησαν αρκετά ατυχήματα
και τουλάχιστον έξι συντριβές του. Τα πράγματα έφτασαν σε τέτοιο σημείο,
που στην πόλη Ένγκελς, όπου βρισκόταν η κύρια βάση των Μ-4, να γίνει …
«εξέγερση γυναικών». Οι γυναίκες των πιλότων βγήκαν στην πίστα του
αεροδρομίου και εμπόδιζαν να γίνουν πτήσεις. Εξαιτίας των δυσκολιών που
εμφανίστηκαν στη συνέχεια με τις τροποποιήσεις που έπρεπε να γίνουν στο
Μ-4 προκειμένου να μεταφέρει τη μεγαλύτερη θερμοπυρηνική «βόμβα-τσάρο»,
αυτή τελικά ρίφθηκε από ένα Τu-95.
Το
σημαντικότερο πρόβλημα όμως, το οποίο αποκαλύφθηκε στη διάρκεια των
δοκιμών, ήταν η ακτίνα πτήσης. Η μέγιστη απόσταση που μπορούσε να
καλύψει το Μ-4 ήταν μόνο 9500 χλμ., το μισό δηλαδή από όσο είχε
ανακοινωθεί. Με έναν τέτοιο συντελεστή, ήταν αδύνατο να φτάσει ως τις
ΗΠΑ, να ρίξει τις βόμβες και να γυρίσει πίσω. Μοναδικός αποτελεσματικός
τρόπος για την επίλυση αυτού του προβλήματος ήταν ο ανεφοδιασμός εν
πτήση. Ετσι, ειδικά για το Μ-4 δημιουργήθηκε το σύστημα ανεφοδιασμού
«Κώνος», το οποίο ουσιαστικά μετέτρεπε το βομβαρδιστικό σε τάνκερ
καυσίμων. Τελικά στις 8 Φεβρουαρίου 1957 το Μ-4 με δύο ανεφοδιασμούς
διένυσε απόσταση 14500 χλμ. σε 17 ώρες.
Ωστόσο
εκείνη την εποχή είχε εμφανιστεί ήδη μια πιο σύγχρονη εκδοχή αυτού του
βομβαρδιστικού, το 3Μ. Γι’ αυτό, ελήφθη η απόφαση όλα τα Μ-4 να
τροποποιηθούν σε αεροσκάφη ανεφοδιασμού, τα οποία υπηρέτησαν μέχρι τις
αρχές της δεκαετίας του ΄90. Τον Αύγουστο του 1997 όλα τα αεροπλάνα της
σειράς αυτής αποσύρθηκαν και οδηγήθηκαν στο διαλυτήριο.
Η Ρωσία Τώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου