Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Η σημερινή ανάρτηση έχει στοιχεία από το βιβλίο μου “ο θάνατος, οι θρησκείες και η ιδεολογία του φόβου”, καθώς και από ένα άρθρο μου στο περιοδικό Διάπλους το 2007.
Όπως όλες οι έννοιες έτσι και η έννοια θάνατος είναι μια
ανθρωποκεντρική έννοια. Προκύπτει από τον τρόπο ερμηνείας και τις
κατηγοριοποιήσεις που έχει διαμορφώσει ο άνθρωπος για τον κόσμο που τον
περιβάλλει, μέσα από την αλληλεπίδραση του μ’ αυτόν. Ο άνθρωπος που
περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο βιολογικό οργανισμό, έχει αναπτύξει τη
νόηση και τη συνείδηση, αναπτύσσει μια αίσθηση ενότητας της ιστορίας
του μέσω της μνήμης και δημιουργείται η έννοια του εαυτού.
Αυτός ο οργανισμός κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει, υποκύπτοντας
σε τελική ανάλυση στον κανόνα του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, θα
υποκύψει δηλαδή στην αύξηση της αταξίας του. Οι βιολογικοί οργανισμοί
οργανώνονται με βάση ένα κώδικα ανάπτυξης που βρίσκεται στο DΝΑ, το
γονιδιακό τους υλικό. Η οργάνωση τους σημαίνει ότι αποβάλλουν εντροπία,
δηλαδή αταξία, στο περιβάλλον, σε αντάλλαγμα της δικής τους οργάνωσης,
τάξης που πετυχαίνουν. Αυτή η διαδικασία κάνει τον κύκλο της, η αποβολή
αταξίας ελαττώνεται σταδιακά, ώσπου με τον θάνατο έχουμε διάλυση αυτής
της μορφής οργάνωσης μέσα στο περιβάλλον.
Αυτή την αντίληψη που διαμορφώνει ο άνθρωπος για το δικό του τέλος
αυτού του κύκλου, την έχει επεκτείνει σ’ όλη τη φύση. Για παράδειγμα
λέμε ότι ένα άστρο ή ένας γαλαξίας πεθαίνει και το εννοούμε με την
αντίληψη που έχουμε διαμορφώσει με βάση τον δικό μας θάνατο. Στην ουσία
είναι μεταβολή μιας μορφής οργάνωσης σε μια άλλη μεγαλύτερης ή
μικρότερης εντροπίας. Μ’ αυτή την έννοια στη φύση δεν υπάρχει
‘’θάνατος’’, υπάρχει μεταβολή.
Το φαινόμενο της ζωής κατά πάσα πιθανότητα ή μάλλον βεβαιότητα
δεν περιορίζεται μόνο στη γη αλλά είναι συμπαντικό φαινόμενο. Στη φύση
ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια φορά
μπορεί να δημιουργηθεί και άπειρες. Έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι μορφές μπορεί να έχει πάρει η ζωή στο άπειρο σύμπαν. Αναγκαστικά λοιπόν μιλάμε για τη γη.
μπορεί να δημιουργηθεί και άπειρες. Έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι μορφές μπορεί να έχει πάρει η ζωή στο άπειρο σύμπαν. Αναγκαστικά λοιπόν μιλάμε για τη γη.
Στην ανάρτηση για τον ανιμισμό και τη δημιουργία των αντίστοιχων
αντιλήψεων, έγινε αναφορά στο πως δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι
παράλληλα με το σώμα μας υπάρχει κάτι άλλο που ονομάσθηκε πνεύμα ή ψυχή
που περιλαμβάνει και τη σκέψη, τη νόηση κλπ. Είναι αυτό που φεύγει
οριστικά απο το σώμα όταν πεθαίνουμε αλλά μπορεί και να
φεύγει προσωρινά και να επανέρχεται σε ορισμένες άλλες καταστάσεις.
Βλέπει ότι η διαφορά του από τον νεκρό είναι ότι του λείπει αυτό που
κινεί το σώμα του και αυτό το ονόμασε πνεύμα, εννοώντας σ’ αυτή την
έννοια την αναπνοή του, που του δίνει τη δυνατότητα να στοχάζεται, να
κινείται. Εξ άλλου το πνεύμα προέρχεται από την πνοή. Το ίδιο και η λέξη
ψυχή που προέρχεται από το ψύχω που σημαίνει πνέω, φυσώ(από την
ινδοευρωπαική ρίζα bhes,φυσώ, εκπνέω). Την ιδέα αυτή επίσης την
ενίσχυσαν τα όνειρα, φαινόμενα όπως η λιποθυμία, ο ύπνος που χάνουμε τη
συνείδηση και αυτή μετά επανέρχεται. Την ύπαρξη του ίδιου πνεύματος
απέδωσε και στα άγρια θηρία καθώς και στα φυσικά φαινόμενα.
Ο Φρόιντ θεωρεί ότι σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα
όνειρα όπως και ο ύπνος αλλά και ο ίδιος ο θάνατος, στο να εδραιώσουν
την αντίληψη της ύπαρξης ξεχωριστής ψυχής και στη συνέχεια να τις
επεκτείνουν στα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Τα όνειρα
δημιουργούσαν την εντύπωση πως μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι
άλλο σαν σωσίας το οποίο μπορεί να περιφέρεται. Και βέβαια όταν ο
άνθρωπος πεθάνει αυτό το κάτι άλλο ο σωσίας θα συνεχίσει να περιφέρεται.
Το ότι στα όνειρα μας βλέπουμε πεθαμένα πρόσωπα, ενίσχυε την ιδέα της
περιφοράς των πνευμάτων και μετά το θάνατο, ότι η ψυχή γυρίζει και
επισκέπτεται τους ζωντανούς.
Έτσι δημιουργήθηκαν οι απόψεις για την διπλή φύση
του ανθρώπου. Ότι δηλαδή αποτελείται από ένα σώμα από τη μια και από ένα
πνεύμα από την άλλη. Με παρόμοιο τρόπο απέδιδαν στα πνεύματα ότι έχουν
και παρόμοιες ανάγκες με τους ζωντανούς. Γι’ αυτό και γινόντουσαν
ανάλογες προσφορές. Καταρχήν τροφή. Στον πρωτόγονο άνθρωπο το αίσθημα
της πείνας ήταν το κυρίαρχο αίσθημα. Έτσι και ένας πεθαμένος είναι πριν
απ’ όλα πεινασμένος και αν δεν φάει θα αρχίσει να προκαλεί
ζημιές στους άλλους ανθρώπους. Ένας άλλος σοβαρός λόγος για την
επίσκεψη των πνευμάτων στους ζωντανούς ήταν η εκδίκηση για αδικίες που
είχαν κάνει οι ζωντανοί σε βάρος του. Έτσι θέλοντας να τους εξευμενίσει
στην ουσία τους έλεγε μη θυμώνετε μαζί μου, δεχθείτε αυτήν την προσφορά
που σας δίνω. Γι αυτό εμφανίσθηκε η λατρεία των ψυχών των προγόνων και ο
εξευμενισμός τους.
Με την πίστη ότι η ψυχή επιβιώνει μετά τον θάνατο,
προμήθευαν τον νεκρό με διάφορα αντικείμενα για να τον συνοδεύουν αλλά
γινόταν και θυσίες ζώων ή και σκλάβων αργότερα σε σημαίνοντα πρόσωπα για
να συνεχίσουν να τους υπηρετούν, να εξασφαλίσουν τις ανέσεις του
τιμώμενου νεκρού και στον άλλο κόσμο.
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το πιο ισχυρό από όλα τα ένστικτα,
που είναι και το κατ’ εξοχήν εγωιστικό ένστικτο, μας οδηγεί στο να
αρνούμαστε να δεχθούμε το ατομικό μας τέλος. Έχοντας μάθει να φτιάχνουμε
ιστορίες για να ερμηνεύουμε ότι συμβαίνει γύρω μας ώστε να νοιώθουμε
πιο ασφαλείς, είναι φυσικό να μη μπορούμε να δεχθούμε κάτι που φαίνεται
μάταιο, χωρίς νόημα, δηλαδή μια ύπαρξη στιγμιαία μέσα στο άπειρο του
χρόνου και του χώρου.
Έτσι κατασκευάστηκαν διάφορα ιδεολογήματα για να ερμηνεύσουν την
ύπαρξη μας, να δώσουν ένα νόημα στη ζωή. Μια κατηγορία ιδεολογημάτων που
ικανοποιούσε αυτά τα εγωιστικά ένστικτα, είχε σχέση με την συνέχεια της
ζωής, μετασχηματισμένης με κάποιο τρόπο, στον “άλλο κόσμο” ή σύμφωνα με
άλλες ιδέες σε συνεχείς μετενσαρκώσεις, εισάγοντας έτσι την έννοια της
αθάνατης ψυχής. Καταλαβαίνουμε δηλαδή ότι αυτό έχει με κάποιο τρόπο βάση
στα εγωιστικά κίνητρα του ανθρώπου. Αυτό δεν είναι ψόγος, επειδή ο
εγωισμός είναι ένα απαραίτητο ένστικτο για την επιβίωση του ανθρώπου. Κι
έτσι σε μια συνολική ιστορία, ένα συνολικό σχέδιο το οποίο είχε κατά
κανόνα σωτηριολογικό χαρακτήρα, ο άνθρωπος έβρισκε ένα περιεχόμενο και
νόημα στη ζωή του. Δεν θα επεκταθούμε εδώ στον ατελείωτο κόσμο των
πλασμάτων που έχουν σχέση με την άλλη ζωή, διαβόλους, χάροντες,
χερουβείμ, σεραφείμ και λοιπές οντότητες, καθώς και καλικάντζαρους,
νεράιδες, φαντάσματα και λοιπά δαιμόνια, απαραίτητα για να δώσουν
πειστικότητα στην ύπαρξη αυτού του άλλου κόσμου. Δημιουργήθηκε δηλαδή
ένας ολόκληρος φαντασιακός κόσμος για να δικαιολογήσει αυτή την συνέχεια
της ατομικής ύπαρξης, να ερμηνεύσει το άγνωστο και να βρει τρόπους
εξευμενισμού των φόβων.
Φαίνεται δηλαδή ότι η μυθολογία, η δημιουργία ιστοριών, που
καλύπτει όχι μόνο αυτή τη ζωή αλλά και τη συνέχεια της μετά το θάνατο,
εντάσσοντας τον άνθρωπο μέσα σε ένα σωτηριολογικό σχέδιο, του προσφέρει
ένα είδος κάλυψης, μια πρόβλεψη για το μέλλον μέσα σε ένα κόσμο χαοτικό,
απρόβλεπτο, με πολύ πόνο, δίνει βεβαιότητες για να πιαστεί, ένα νόημα
και ένα σκοπό που αλλιώς φαίνεται να μην υπάρχει. Γι αυτό πάντα είχαν
τόσο μεγάλη δύναμη αυτές οι αντιλήψεις και συνεχίζουν να έχουν.
Η επιστήμη που άρχισε να αναπτύσσεται με τους φυσικούς
φιλόσοφους στην Ιωνία, προσπάθησε να δει πέρα από τους μύθους, να βρει
τις αιτίες των πραγμάτων με βάση τη λογική και την δοκιμασία της πράξης,
να δώσει πειστικές εξηγήσεις και όχι αυτές που ικανοποιούσαν τους
μύθους της φυλής ή τις υπαρξιακές αγωνίες. Ανεξάρτητα από το πόσο
προσέγγισαν αυτές τις αιτίες με βάση αυτά που ξέρουμε σήμερα, αυτό που
έχει σημασία είναι η μέθοδος σκέψης που ανέβαζε από το επίπεδο του μύθου
στο επίπεδο της ωριμότητας στην αναζήτηση της αλήθειας. Σαν τα παιδιά
που καταλαβαίνουν κάποτε την αλήθεια για τον Αι Βασίλη και αρχίζουν να
έχουν άλλη προσέγγιση της πραγματικότητας.
Αυτή η ανάπτυξη της επιστήμης ανακόπτεται μετά τους ελληνιστικούς χρόνους και επανακάμπτει μετά τον 17ο αιώνα.
Και ενώ προκάλεσε τεράστιες, επωφελείς για τον άνθρωπο αλλαγές στις
συνθήκες της ζωής του, το γκρέμισμα των μύθων στο οποίο προχωρούσε,
προωθώντας τη θεωρία του λόγου, άφηνε ακάλυπτο τον άνθρωπο στα βασικά
υπαρξιακά του ερωτήματα. Η θεωρία του λόγου θεωρήθηκε μηδενισμός. Ο
διαφωτισμός προσπάθησε να δημιουργήσει αυτή την λογική ολότητα αλλά δεν
τα κατάφερε.
Επανερχόμενοι στο θέμα του θανάτου, αν δεχθούμε ότι αυτό που
ονομάζεται ψυχή είναι τελείως αυτοτελές από το βιολογικό μας σώμα,
δηλαδή σ’ αυτή την περίπτωση η φύση δεν είναι ενιαία αλλά δύο
ανεξάρτητες μεταξύ τους καταστάσεις, υπάρχει δηλαδή αυτό που ονομάζεται
δυϊσμός στη φύση, τότε μπορεί πράγματι αυτό το κομμάτι να συνεχίσει να
υπάρχει και μετά την αποσύνθεση του σώματος μας. Κάτι δηλαδή σαν τον
ιδιοκτήτη επιβάτη ενός αυτοκινήτου που όταν καταστραφεί το αυτοκίνητο
του δεν συμβαίνει και τίποτα. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να μιλάμε
για αθανασία της ατομικής μας ψυχής και πράγματι αυτό θα μπορούσε να
προσφέρει μια παρηγορία απέναντι στην αίσθηση της ματαιότητας του
προσωρινού της ύπαρξης. Υπήρχε βέβαια πάντα το πρόβλημα για τους οπαδούς
αυτής της άποψης, του πως γίνεται ο συντονισμός αυτών των δύο
διαφορετικών κόσμων μέσα σε ένα φυσικό όργανο όπως είναι ο εγκέφαλος. Τα
πράγματα τα περιέπλεκε και η μεγάλη γκάμα των ψυχικών λειτουργιών που
οι κατώτερες από αυτές συγχέονται με αυτό που ονομάζουμε σωματικές
λειτουργίες. Εκεί δηλαδή που το ψυχικό και το σωματικό είναι δύσκολο να
ξεχωρίσουν. Για παράδειγμα η δυσφορία που νοιώθουμε λόγω μιας έντονης
στομαχικής διαταραχής ή απο ένα πονοκέφαλο, που μας κάνουν και χάνουμε
το κέφι μας, έχουμε εκνευρισμό με αποτέλεσμα για παράδειγμα, να πάρουμε
μια λάθος απόφαση. Ή οι καθαρά ψυχικές διαταραχές που παρουσιάζονται
μετά απο πολλές βλάβες στον εγκέφαλο, η άνοια και οι ψυχικές διαταραχές
που τη συνοδεύουν στις εκφυλιστικές νόσους του εγκεφάλου και άπειρα
τέτοια παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, όπου εμπλέκονται
αξεδιάλυτα οι σωματικές και οι νοητικές λειτουργίες. Οι νοητικές
καταστάσεις και οι εγκεφαλικές λειτουργίες δεν είναι δύο παράλληλα
φαινόμενα αλλά συσχετίζονται άμεσα μεταξύ τους.
Παρ’ όλο που οι γνώσεις μας για το πώς εγείρεται η συνείδηση μέσα
από την λειτουργία των νευρωνικών κυκλωμάτων είναι ακόμα στην αρχή και
το μυστήριο παραμένει μυστήριο, τίποτε παρ’ όλα αυτά δεν συνηγορεί ότι
υπάρχει κάτι ξεχωριστό. Η νόηση και η συνείδηση εμφανίζονται στη
διάρκεια της εξέλιξης και υπάρχουν σε διαφορετικό βαθμό ανάπτυξης
ανάλογα με την βαθμίδα εξέλιξης και πολυπλοκότητας των ειδών. Στον
άνθρωπο (και δεν ξέρουμε αν και σε πιο βαθμό αυτό συμβαίνει και σε άλλα
ζώα), δημιουργεί μέσω της μνήμης την αίσθηση του ενιαίου της ύπαρξης
καθώς βέβαια και του τέλους. (Στα περισσότερα ζώα, έτσι κι
αλλιώς, η λειτουργία των ισχυρών μηχανισμών αυτοπροστασίας της ζωής,
όταν αυτή απειλείται, δημιουργεί μια ισχυρή αίσθηση κινδύνου και απειλής
της ύπαρξης τους, που τα οδηγεί και σε αντίστοιχες συμπεριφορές, που
ανάλογα με τον βαθμό νόησης και συνείδησης που έχουν αναπτύξει, να έχουν
και ανάλογη αίσθηση, συνείδηση αυτής της απειλής, ανεξάρτητα από το πως
και σε ποιο βαθμό έχει αναπτύξει μια έστω χαμηλού επιπέδου αίσθηση
εαυτού. Δηλαδή την αντιλόπη που την κυνηγάει η λεοπάρδαλη, μπορούμε με
ασφάλεια να υποθέσουμε ότι νοιώθει όλο τον τρόμο της επικείμενης απειλής
πέρα από τον πόνο που νοιώθει όταν της ξεσκίζουν τις σάρκες, άσχετα από
το γεγονός ότι είναι μέσα στην οικονομία της φύσης οι λεοπαρδάλεις να
τρώνε τις αντιλόπες. Και για να μη μιλάμε μόνο για τις λεοπαρδάλεις με
τις αντιλόπες, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, παρόμοιο τρόμο και πόνο
προκαλούμε στα ζώα που σκοτώνουμε για δική μας κατανάλωση).
Σ’ αυτή την αίσθηση του ενιαίου της ύπαρξης, υπάρχει ένας λίγο πολύ
σταθερός πυρήνας και πλευρές που μετασχηματίζονται. Ο σταθερός αυτός
πυρήνας δίνει την αίσθηση ενός βαθύτερου εαυτού που δεν μεταβάλλεται και
ταυτίσθηκε με την ατομική ψυχή. Αυτός ο βαθύτερος εαυτός έχει σχέση με
τις βαθύτερες δομές του σώματος, τα νευρωνικά δηλαδή κυκλώματα όπως
διαμορφώνονται μέχρι την πρώτη παιδική ηλικία και αλλάζουν και πιο
δύσκολα. Όλα τα υπόλοιπα αλλά και ο βαθύτερος εαυτός αλλάζουν. Όλα αυτά
βασίζονται σε δομές που έχουν μια πολύ βαθιά ιστορία μέσα στο χρόνο,
μεταφέροντας με ένα τρόπο τις εμπειρίες όλης της προηγούμενης εξέλιξης.
Στην ουσία κάθε στιγμή γινόμαστε διαφορετικοί, κρατώντας έναν πυρήνα που
απλά μεταβάλλεται δυσκολότερα. Αυτές οι δομές, τα νευρωνικά κυκλώματα,
σε μεγάλο βαθμό μεταβιβάζονται, σαν δυνατότητες βέβαια, αφού υποστούν
μετασχηματισμούς και από το ανακάτεμα της τράπουλας που γίνεται σε
επίπεδο γονιδίων στη δημιουργία μιας νέας ζωής. Μ’ αυτή την έννοια αυτά
τα νευρωνικά κυκλώματα που συγκροτούν μέσα από τις άπειρες πρακτικά
αλληλεπιδράσεις τους, τη νόηση και τη συνείδηση του κάθε ξεχωριστού
ατόμου, αυτό που ονομάστηκε ψυχή, έχουν μια συνέχεια μέσα στο χρόνο.
Όλες δηλαδή οι επιστημονικές ενδείξεις δείχνουν ότι αυτό που
ονομάζουμε νόηση, συνείδηση, ψυχή, εντάσσονται στις ίδιες φυσικές
διαδικασίες που εντάσσεται και το βιολογικό μας σώμα.
Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτή η προσέγγιση είναι σωστή
και ότι δεν υπάρχει μια ξεχωριστή οντότητα, ανεξάρτητη από το βιολογικό
μας σώμα, αυτό δηλαδή που ονομάστηκε ψυχή; Εδώ υπάρχει φυσικά το
μεθοδολογικό πρόβλημα του πως γνωρίζουμε, πόσο γνωρίζουμε και πως
προχωράει αυτή η γνώση. Όμως ο τρόπος προσέγγισης της φύσης που γίνεται
από τη λογική και την εμπειρία, δηλαδή η επιστημονική προσέγγιση, είναι η
μόνη που μέχρι τώρα μας έχει δώσει τις μόνες έγκυρες απαντήσεις για να
γνωρίσουμε, όσο γνωρίζουμε μέχρι τώρα, τη φύση που μας περιβάλλει.
Στηριζόμενη στις ενδείξεις και τις συσχετίσεις τους με βάση τη λογική
και την εμπειρία, διευρύνοντας συνεχώς τον ορίζοντα αυτών των
συσχετίσεων και των παρατηρήσεων που μπορούν να ενταχθούν σ’ αυτές. Το
ότι αντιλαμβανόμαστε ένα μέρος του περιβάλλοντα κόσμου και αυτό το
κάνουμε με ένα συμβολικό τρόπο δεν αλλάζει το γεγονός ότι με αυτό τον
τρόπο προχωρά η γνώση. Και βέβαια δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την
προβολή δογμάτων που έχουν εντελώς αυθαίρετο χαρακτήρα και δεν μπαίνουν
στο κριτήριο της λογικής και της πράξης. Το να πιστεύεις για παράδειγμα
ότι θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία και θα σηκωθούν όλοι οι μέχρι τώρα
νεκροί από τους τάφους τους για να κριθούν, αφού πάρουν τα σώματα που
είχαν, αποτελεί ένα εντελώς αυθαίρετο κατασκεύασμα του νου, που δεν
στηρίζεται σε καμιά απολύτως ένδειξη.
Η θεωρία της εξέλιξης ήτανε μια μεγαλοφυής απάντηση στο μυστήριο
της τεράστιας ποικιλομορφίας της ζωής, των μεταβολών της αλλά και αυτού
που ανακαλύφθηκε στη συνέχεια ότι όλη αυτή η ποικιλομορφία στηρίζεται σε
λίγα αρχικά μόρια και κυρίως στο μόριο του DΝΑ που πάνω του στηρίζεται
όλο το φαινόμενο της ζωής τουλάχιστον όπως την ξέρουμε στον πλανήτη μας.
Μέχρι τότε τίποτε δεν ήταν κατανοητό στη βιολογία. Είναι σαν να
σηκώθηκε ένα πέπλο και έγιναν κατανοητά φαινόμενα και διαδικασίες που
ήταν ένα μεγάλο μυστήριο και δίνονταν οι πιο απίθανες εξηγήσεις.
Εννοείται ότι δεν σταμάτησε η ανάπτυξη της βιολογίας και ούτε έχουν
εξηγηθεί όλα. Σε πολλά είμαστε εντελώς στην αρχή. Απλά τώρα υπάρχει ένα
επιστημονικό εργαλείο που έβαλε σε καινούργιες βάσεις αυτή την έρευνα.
Ας προσπαθήσουμε να το φαντασθούμε. Άπειρες ζωές ανθρώπων και κάθε
είδους βιολογικών οργανισμών, ζώων και φυτών, έρχονται και φεύγουν και
στην ουσία είναι αποτέλεσμα της έκφρασης ενός κωδικοποιημένου μηνύματος
που αποτελείται από τα ίδια γράμματα, απλά μπαίνουν σε διαφορετική σειρά
και σχηματίζουν ας το πούμε, διαφορετικές λέξεις και φράσεις. Αυτός ο
κώδικας δημιουργείται σταδιακά μέσα από τις διαδικασίες της εξέλιξης,
δεν υπάρχει δηλαδή εξ αρχής.
Οι διαφορές στο γονιδιακό μας υλικό με των άλλων ανθρώπων είναι της
τάξεως των χιλιοστών τοις εκατό, που αυτό από μόνο του δείχνει την
κοινή μοίρα αλλά και τη βαθύτερη ενότητα μας με όλους τους ανθρώπους
αλλά κατ’ επέκταση και με όλη τη φύση αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι με τους
χιμπατζήδες έχουμε κατά 97-98% παρόμοιο γονιδιακό υλικό. Δηλαδή με
κάποιο τρόπο επαναλαμβανόμαστε εξελισσόμενοι αενάως μέσα στο χρόνο,
αποτελώντας μια ενότητα κατ’ αρχήν με όλους τους ανθρώπους και στη
συνέχεια με όλους τους άλλους βιολογικούς οργανισμούς και κατ’ επέκταση
με όλη τη φύση. Τα μόρια από τα οποία αποτελούμαστε είναι τα μόρια των
άστρων που δημιουργήθηκαν από τις κοσμικές εκρήξεις που τα δημιούργησαν
και διασκορπίστηκαν παντού. Στο γονιδιακό υλικό του κάθε ξεχωριστού
κυττάρου μας – και έχουμε περίπου 100 τρισεκατομμύρια κύτταρα, που κάθε
μέρα πεθαίνουν και αντικαθίστανται περίπου 200 δισεκατομμύρια
κύτταρα-βρίσκεται, με ένα τρόπο, κωδικοποιημένη όλη η προηγούμενη
εξέλιξη, όλη η ιστορία του σύμπαντος. Αυτό είναι μια εκπληκτική
διαπίστωση και θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε κάποιες υποθέσεις για μια
φράκταλ δομή της φύσης, δηλαδή μέσα στο πιο μικρό τμήμα της να
περιλαμβάνεται το όλο. Επίσης θα μπορούσε να εξηγήσει και γιατί αυτά που
δυνητικά μπορεί να ξεδιπλώσει ο κάθε άνθρωπος είναι πολύ περισσότερα
απ’ αυτά που κατορθώνει τελικά στη διάρκεια της ζωής του. Ακόμη αυτή η
τεράστια πολυπλοκότητα του εγκεφάλου, μέσα από την ανάπτυξη της νόησης
και της συνείδησης με τις δυνατότητες πολλαπλών επιλογών που δημιουργεί
άρα και της τροποποιημένης και τυχαίας παρέμβασης, μας κάνει με ένα
τρόπο συμμέτοχους και συνδημιουργούς σε ένα συνεχές συμπαντικό
γίγνεσθαι.
Η συνέχεια μας μέσα στο χρόνο δεν γίνεται μόνο άμεσα μέσω των
γονιδίων μας. Η νόηση και η συνείδηση είναι ένα φαινόμενο του ομιλιακού
μας είναι και της σχέσης μας με τους άλλους ανθρώπους. Κάθε σκέψη, ιδέα,
μπορεί να επηρεάζει το συνολικό νοητικό περιβάλλον και μ’ αυτό τον
τρόπο τη διαμόρφωση του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και έτσι να επιζεί στο
χρόνο ο κάθε άνθρωπος αφήνοντας τα ίχνη του στους άλλους ανθρώπους.
Αυτή η ενότητα με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους και της
συνέχειας μας μέσα σε ένα τέτοιο γίγνεσθαι, δημιουργεί την αίσθηση της
συμμετοχής σε μια διαδικασία μεγαλύτερη από την υποκειμενικότητα μας, σε
μια άπειρη ποικιλομορφία υποκειμενοτήτων και μας επιβάλλει μια νέα
αντίληψη για τη σχέση μας μαζί τους. Ταυτόχρονα, αυτό δεν έρχεται σε
αντίθεση με την ανάπτυξη της ατομικότητας που είναι απαραίτητη για την
ωρίμανση του ατόμου- και αντίστροφα η ωρίμανση έχει σχέση με την
ανάπτυξη της υγιούς ατομικότητας- αλλά είναι μια ακόμη διαλεκτική σχέση
που οφείλουμε να βρούμε τις ισορροπίες της. Το θέμα της ατομικότητας
εξυπηρετείται από όλο τον κώδικα ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού,
που έχει εντελώς μοναδικό χαρακτήρα. Το ίδιο το αίσθημα ελευθερίας, που
είναι σύμφυτο σε κάθε άνθρωπο και απο τα πιο δύσκολα καταπιεζόμενα
ένστικτα, στηρίζεται ακριβώς επάνω σ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο ανάπτυξης
του κάθε ανθρώπινου οργανισμού. Αυτός ο κώδικας ανάπτυξης που αν και
κοινός με των άλλων ανθρώπων, είναι και μοναδικός ταυτόχρονα, ζητάει να
εκφρασθεί. Να ξεδιπλωθεί. Να γνωρίσει τις δυνατότητες του. Να νοιώσει τη
χαρά που του προσφέρουν τα πολυποίκιλα αισθήματα, η γνώση και η
διεύρυνση των ορίων του. Όταν τα νοιώσει αυτά, δημιουργείται ένα αίσθημα
πληρότητας και το τέλος της ζωής είναι πιο καλοδεχούμενο.
Ας δούμε τώρα μια άλλη πλευρά που αφορά τη ζωή. Η φύση, η εξέλιξη,
μας εφοδίασε με τους μηχανισμούς της ευχαρίστησης, της ηδονής, από την
μια πλευρά και του πόνου από την άλλη. Αυτοί οι μηχανισμοί βρίσκονται
στη βάση των πράξεων μας για την επιβίωση και σαν ξεχωριστά άτομα αλλά
και σαν είδος. Συνειδητά ή ασυνείδητα, η ευχαρίστηση από την μια μεριά
και ο πόνος από την άλλη, είναι οι δείκτες, οι οδηγοί, που καθορίζουν τα
βαθύτερα κίνητρα των πράξεων μας, εκφράζοντας το σχέδιο ανάπτυξης που
υπάρχει εν δυνάμει μέσα μας αποτυπωμένο στο γονιδιακό μας υλικό που
σκοπό έχει την διαιώνιση του. Η διατήρηση της ζωής και η εξέλιξη της
είναι συνδεδεμένη με τα ευχάριστα συναισθήματα και η απειλή της είναι με
τον πόνο. Αυτό τις περισσότερες φορές λόγω της πολυπλοκότητας της
ανθρώπινης νόησης, των αντιτιθέμενων πολλές φορές προτύπων συμπεριφοράς,
παίρνει ένα σύνθετο χαρακτήρα, αλλά στη βάση του βρίσκονται τα ίδια
αυτά κίνητρα.
Στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία ήταν έντονη η τάση προσανατολισμού
σ’ αυτό που ονόμασαν ευδαιμονία που δημιουργείται μέσα από τη γνώση και
τη χαρά της ίδιας της ζωής. Το νόημα της ζωής το ψάχνανε στην ίδια τη
ζωή και όχι κάπου έξω από αυτήν. Στο ωραίο, την αρμονία, στο καλό
καγαθό, στην αυτοπραγμάτωση. Υπήρχε βέβαια η έννοια της ψυχής που μετά
το θάνατο πηγαίνει στον κάτω κόσμο αλλά αυτό ήταν γενικά μια κατάσταση
θλίψης στην οποία δεν επιμένανε και πολύ. Όσα κι αν ήταν τα βάσανα αυτού
του κόσμου, το τυχαίο, το απρόβλεπτο ή και η συναίσθηση της
ματαιότητας, ο βασικός προσανατολισμός ήταν για αυτήν τη ζωή που ζούσανε
και προσπαθούσανε να την κάνουνε καλύτερη.
Στο άλλο άκρο αυτής της αντίληψης είναι οι ιδεολογίες που
μετατοπίσανε το κέντρο βάρους του προβληματισμού τους όχι σ’ αυτή τη ζωή
αλλά σε κάποια άλλη μετά τον θάνατο. Η ζωή εδώ, σ’ αυτό τον κόσμο είναι
απλά ένα προοίμιο για την άλλη, την αληθινή κατ’ αυτούς ζωή. Αυτό
φυσικά προέκυψε από συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους που δεν είναι της
ώρας να αναφέρουμε. Κυρίαρχη θέση εδώ έχουν οι λεγόμενες εξ αποκαλύψεως
θρησκείες, επειδή τα δόγματα τους τα αποκαλύπτει ο ίδιος ο Θεός και γι
αυτό δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και έτσι είναι αιώνια και αναλλοίωτα.
Μιλάμε εδώ για τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και τον Μωαμεθανισμό.
Ο Ιουδαϊσμός, εξ αποκαλύψεως θρησκεία, με τα δόγματα να τα
αποκαλύπτει ένας αυστηρός, άκρως πατριαρχικός θεός-πατέρας, που
ενδιαφέρεται μόνο για τη σωτηρία του εκλεκτού του λαού του Ισραήλ,
αδιαφορεί ή είναι εκδικητικός για τους υπόλοιπους λαούς. Ο Ιουδαϊσμός
βέβαια δεν ρίχνει το βάρος σε κάποια άλλη ζωή. Τον θεό τους τον
ενδιαφέρει η σωτηρία και κυριαρχία του δικού του λαού. Σ’ αυτό έχει
κοινά στοιχεία με τους προστάτες θεούς των ελληνικών πόλεων κρατών, αν
και στις Ελληνικές πόλεις κράτη, οι θεοί δεν είχαν την αυστηρότητα και
τη μοναδικότητα του δόγματος που έχει ο πατριαρχικός θεός των Ιουδαίων
και δέχονταν και άλλους θεούς μαζί με τους δικούς τους, επιδεικνύοντας
ένα μάλλον κοσμοπολίτικο πνεύμα(εκτός αν το κάνανε, σαν Έλληνες που
ήταν, από ωφελιμιστικούς λόγους, σου λέει όσο περισσότεροι θεοί μας
προστατεύουν, τόσο το καλύτερο) και συχνά με κριτική ή και περιπαιχτική
διάθεση απέναντι τους. Σε αντίθεση με τον θεό των Ιουδαίων που όταν
αυτοί λοξοκοιτούσαν σε άλλους θεούς, τον Βάαλ που ήταν και γείτονας ή
τον Δία, ο δικός τους γινότανε φοβερά εκδικητικός απέναντι τους.
Ο Χριστιανισμός που προέκυψε από την Ιουδαϊκή θρησκεία μετατοπίζει
το κέντρο βάρους στην άλλη ζωή. Ήταν μια περίοδος μεγάλων κοινωνικών
κρίσεων και αναταράξεων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου σε μεγάλα τμήματα
του πληθυσμού είχε επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο η θέση τους. Πέρασε
βέβαια ένα μεγάλο μεταβατικό στάδιο μερικών αιώνων μέχρι να
αποκρυσταλλωθούν τα νέα δόγματα και να γίνει αυτή η μετατόπιση στην
αναμονή της άλλης ζωής σε έναν επέκεινα κόσμο. Στην αρχή η αναμονή ήταν
για εγκαθίδρυση του βασιλείου του θεού επί της γης και μάλιστα σύντομα.
Οι πρώτες αντιθέσεις εξ άλλου φάνηκαν όταν είδαν ότι αυτό αργούσε να
γίνει πραγματικότητα, αντίθετα είδαν να γίνεται πλήρης συμβιβασμός και
συγχώνευση με την υπάρχουσα εξουσία, οπότε η αναμονή μετατέθηκε για την
άλλη ζωή.
Συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα δόγματα που τελικά
αποκρυσταλλώνονται, έχουν μικρή ή και καθόλου σχέση με τις πιθανές
απόψεις του θεωρούμενου ιδρυτή της θρησκείας σαν ιστορικό πρόσωπο.
Εξυπηρετούν τις μεταγενέστερες απόψεις και ανάγκες που δημιουργούνται
στην διαμόρφωση του κινήματος που οδηγεί στην δημιουργία της νέας
θρησκείας.
Σε αντίθεση με τον εκδικητικό θεό των Ιουδαίων, εδώ ο Θεός είναι
γεμάτος αγάπη και διάθεση συγχώρεσης όλων των αμαρτιών ακόμη και του
προπατορικού αμαρτήματος, εφ’ όσον πιστέψει κάποιος σ’ αυτόν, χωρίς όμως
να παύει να είναι ένας έντονα πατερναλιστικός και φυσικά απόλυτα
αποκλειστικός θεός. Είναι δηλαδή ένας συνδυασμός και της μετατόπισης του
ενδιαφέροντος σε μια άλλη ζωή αλλά και προβολής ενός πατερναλιστικού
μοντέλου γεμάτο ενοχές, αμαρτία και φόβο της αιώνιας τιμωρίας, σαν
αντιστάθμισμα ίσως στη διάθεση συγχώρεσης που προσφέρει. Η στάση
απέναντι στη γνώση ήταν επίσης καταλυτική, συμβάλλοντας καθοριστικά και
τελεσίδικα σχεδόν, στην οπισθοχώρηση της επιστήμης για ένα μεγάλο
χρονικό διάστημα τουλάχιστον έντεκα αιώνων.
Ο Μωαμεθανισμός έδωσε μεγάλο βάρος στην οργάνωση μέχρι και τις
λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των πιστών του, έχοντας βέβαια σαν
τρόπαιο για την πιστή εφαρμογή των κανόνων, τις απολαύσεις της άλλης
ζωής στον Παράδεισο, που είχαν καθαρά γήινο χαρακτήρα με φαγητά, ουρί,
δροσιά με συντριβάνια κλπ, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να απολαύσει και να
χορτάσει ο πιστός πάνω στη γη και στην καυτή έρημο της Αραβίας. Και εδώ
το πατριαρχικό, πατερναλιστικό μοντέλο είναι ιδιαίτερα έντονο μιας και
εφαρμόσθηκε σε κοινωνίες που είχαν έτσι κι αλλιώς μακρά, αρχέγονη
παράδοση σε τέτοιου είδους σχέσεις εξουσίας.
Από τις άλλες μεγάλες ιστορικές θρησκείες, ο Ινδουισμός είναι μια
πολυθεϊστική θρησκεία και ο Βουδισμός ουσιαστικά μια άθεη θρησκεία με
κανόνες κυρίως για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και την ατομική
ευτυχία μέσα από την κατάκτηση της νιρβάνα, έχοντας αρκετά κοινά
στοιχεία με τη διδασκαλία των στωικών. Κυρίως ο Ινδουισμός, καθιέρωσε,
συνυπήρξε, με ένα αυστηρό σύστημα με κοινωνικές κάστες που κανένας δεν
μπορούσε να βγει απ’ αυτές στη διάρκεια της ζωής του και να περάσει ας
πούμε σε μια ανώτερη κάστα. Με κάποιο τρόπο βέβαια οι κάστες ήταν
χαρακτηριστικό των αρχαίων κοινωνιών. Στον Ινδουισμό αυτό είχε απόλυτο
χαρακτήρα και θεσμοθετήθηκε και από τα θρησκευτικά δόγματα. Η έννοια της
αθάνατης ψυχής εδώ παίρνει τη μορφή των συνεχών μετενσαρκώσεων μέχρι
μέσα από την τελείωση η ψυχή να σταματήσει αυτό το συνεχή κύκλο και να
μπορέσει να αναπαυθεί, να φθάσει στη νιρβάνα. Έτσι ο πιστός με όλα τα
βάσανα του, αν ήταν σε μια κατώτερη κάστα έλπιζε, αν ήταν καλός, σε μια
καλύτερη μετενσάρκωση, ώστε σε μια επόμενη ζωή να βρεθεί σε ανώτερη
κοινωνική κάστα. Αλλιώς τον περίμεναν μετενσαρκώσεις σε διάφορα ζώα
ανάλογα με τις αμαρτίες που είχε κάνει ή μετάβαση σε κατώτερη κοινωνική
κάστα.
Αυτές οι ανατολικές ονομαζόμενες θρησκείες είχαν ορισμένα κοινά
στοιχεία και με την ορφική διδασκαλία, πράγμα που δείχνει και την
επικοινωνία των ιδεών που υπήρχε από πολύ παλιά σ’ όλο τον τότε γνωστό
κόσμο.
Φυσικά μιλάμε εδώ για τις τάσεις που κυριάρχησαν για ένα πολύ
μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλούς αιώνες. Πάντα υπήρχαν διαφοροποιήσεις
και πολύ περισσότερο σήμερα που η εξέλιξη της επιστήμης, της κοινωνικής
ζωής αλλάζουν τα πράγματα. Η ίδια η ζωή αν και ασφυκτιούσε τις περιόδους
της απόλυτης κυριαρχίας τέτοιων αντιλήψεων, όπως ήταν στο Μεσαίωνα,
πάντα έψαχνε και έστω και δύσκολα έβρισκε τρόπους να εκφρασθεί. Πολύ
περισσότερο σήμερα. Μέσα σε όλες τις θρησκείες αναπτύχθηκαν σε διάφορες
περιόδους τάσεις που έστρεφαν το βάρος τους στην βελτίωση της ζωής των
καταπιεζόμενων τάξεων προβάλλοντας απελευθερωτικές ιδέες. Παρ’ όλα αυτά
τα επίσημα δόγματα παραμένουν, επηρεάζοντας τη ζωή εκατομμυρίων
ανθρώπων.
Τα δόγματα αυτά στηρίχθηκαν πάνω στο μηχανισμό του φόβου, των
ενοχών και της τιμωρίας. Τιμωρία και σε αυτή τη ζωή αν δεν είσαι γενικά
υπάκουος αλλά και η αιώνια τιμωρία που σε περιμένει στην άλλη ζωή πολύ
χειρότερη απ’ αυτήν που μπορεί να υποστείς στον εδώ κόσμο. Η ζωή
διαποτίζεται από τον φόβο της τιμωρίας και σ’ αυτήν και στην άλλη ζωή.
Μεγαλύτερη αξία από αυτή τη ζωή αποκτά η μετά θάνατον ζωή.
Η δημιουργία συνεχών ενοχών, δηλαδή ότι είμαστε αμαρτωλοί έτσι κι
αλλιώς, αποτελεί έναν αποτελεσματικό μηχανισμό για τον έλεγχο του νου.
Για παράδειγμα όταν ενοχοποιείται ένα βασικό ένστικτο της ζωής, το
σεξουαλικό ένστικτο και θεωρείται αμαρτία όχι μόνο η πράξη αλλά και η
σκέψη απλά της πράξης, τότε ακριβώς επειδή είναι αδύνατον να καταπιεστεί
μέχρι αυτού του επιπέδου, ο άνθρωπος νοιώθει μονίμως αμαρτωλός και
βρώμικος. Οι ενοχές που αυτό δημιουργεί το κάνουν ελέγξιμο και υπάκουο
σ’ αυτούς που αναλάβανε το ρόλο του κριτή. Ο Ο. Έκο στο “όνομα του
ρόδου” περιγράφει καταστάσεις όπου είχε ενοχοποιηθεί το γέλιο, επειδή το
θεωρούσανε όργανο του Σατανά. Και ας μη χαμογελάσουμε εδώ ότι αυτά
αφορούν μόνο περασμένες εποχές γιατί οι ενοχές που προκαλεί η χαρά, η
απόλαυση, το γέλιο, είναι βασικά χαρακτηριστικά της καταθλιπτικής
προσωπικότητας και εξακολουθούν να υπάρχουν ισχυρές τάσεις μέσα στην
εκκλησία που έχουν αντιλήψεις που δεν απέχουν πολύ απ’ αυτές των
καλόγερων του Μεσαίωνα.
Αυτές οι αντιλήψεις πήγασαν, συμβάδισαν, με αντίστοιχες κοινωνικές
συγκροτήσεις που βασιζόταν στην απόλυτη υπακοή και στην λογική του
ποιμνίου, του κοπαδιού, με τον ποιμένα αρχηγό και το ποίμνιο που
ακολουθεί. Άνθισαν τη εποχή της φεουδαρχίας, της δεσποτικής, αυταρχικής
εξουσίας. Υπάρχει ένας απόλυτος δεσπότης, βασιλιάς, οι νόμοι πηγάζουν
από αυτόν και εξυπηρετούν φυσικά αυτόν και τα συμφέροντα της κυρίαρχης
τάξης που κυβερνά χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο. Τα μέλη της κοινωνίας
ήταν υπήκοοι του δεσπότη, του βασιλιά, η δουλειά τους δηλαδή ήταν να
υπακούουν. Αυτά έχουν φυσικά τις ιστορικές τους αιτίες αλλά μας
ενδιαφέρει εδώ το αποτέλεσμα που προέκυψε.
Η κοινωνική οργάνωση που ήταν σε διαφορετική τροχιά από αυτή τη
λογική που εξυπηρετούσε τις κοινωνίες τύπου ποιμνίου, ήταν η δημοκρατία.
Ανεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία κοινωνιών με
τέτοια χαρακτηριστικά, έστω και για ένα τμήμα τους αφού μην ξεχνάμε
υπήρχαν και οι δούλοι που στην ουσία δεν είχαν δικαιώματα, η δημοκρατία
στηρίχθηκε στην έννοια του πολίτη που συναποφασίζει για τους νόμους της
πολιτείας και υπακούει μόνο σ’ αυτούς και όχι σε κάποιον ποιμένα. Χωρίς
καμιά διάθεση εξιδανίκευσης, μιας και ήταν μια πορεία γεμάτη αντιθέσεις,
πάλης για την διεύρυνση αυτών των δικαιωμάτων και των αντίστοιχων
αντιλήψεων, αυτή η μορφή κοινωνικής οργάνωσης οδήγησε στις ανοιχτές
κοινωνίες, στην ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης, των ιδεών και της
αυτοσυνειδησίας. Ακόμη έχει σημασία να πούμε ότι αυτή η στάση σεβασμού
του εαυτού, η έννοια του πολίτη εκφραζόταν στις πόλεις κράτη της αρχαίας
Ελλάδας αλλά και στις πόλεις κράτη που είχαν αναπτύξει δημοκρατικό
πολίτευμα, όπως στη Ρώμη για παράδειγμα πριν καταλυθεί η δημοκρατία και
με τη στάση που κρατούσανε απέναντι στους ηγέτες τους ή τους θεούς τους.
Δεν προσκυνούσαν τους αρχηγούς τους αλλά ακόμη και απέναντι στους θεούς
τους στεκόταν όρθιοι. Την συνήθεια του προσκυνήματος την έφερε από την
Ανατολή ο Μέγας Αλέξανδρος που έβαλε τους στρατηγούς του να τον
προσκυνάνε κατά τις Περσικές συνήθειες. Στη Ρώμη όταν εγκαταστάθηκε η
αρχή του ενός ανδρός, βρήκαν πρόσφορο έδαφος αυτές οι αντιλήψεις και στη
συνέχεια στην Εκκλησία και στους φεουδαρχικούς θεσμούς που είχαν
αρχίσει να δημιουργούνται. Η Εκκλησία με τις αντιλήψεις της και τα
κηρύγματα της υποταγής, του φόβου του Θεού και των εκπροσώπων του στη γη
και της απειλής της τιμωρίας, ήταν από τους κύριους παράγοντες
ενίσχυσης αυτών των αντιλήψεων και στάσεων ζωής. Τα χειροφιλήματα, τα
εδαφιαία προσκυνήματα και ποδοφιλήματα κλπ, άρεσαν φυσικά σε κάθε
εξουσία, πολύ περισσότερο σε κοινωνίες που βασίζονταν στην παντοδυναμία
του ηγεμόνα και αυτό απαιτούσε αντιλήψεις που να στηρίζονται κυρίως στο
φόβο και την υποταγή.
Οι αντιλήψεις που βασίζονται στον φόβο της τιμωρίας και μεταθέτουν
την όποια ικανοποίηση του ανθρώπου σε μια άλλη φανταστική ζωή,
παρεμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Συμβάλλουν να
παραμείνει σε ένα παιδικό στάδιο ανάπτυξης. Με τους μύθους, τα παραμύθια
δηλαδή από τη μια και την τιμωρία από την άλλη. Θα πει κάποιος ότι αν
δεν υπάρχει ο φόβος της τιμωρίας οι κοινωνίες θα διαλύονταν. Η
ανθρωπότητα διανύει ακόμη το παιδικό στάδιο ανάπτυξης της και κάποιοι
δεν θέλουν να ενηλικιωθεί, προβάλλοντας αυτή τη στάση σαν την ιδανική
στάση ζωής ή συντηρώντας συστήματα εξουσίας που αναπαράγουν αυτά τα
πρότυπα. Και θα ενηλικιωθεί όταν η ηθική της στάση δεν απορρέει κυρίως
από το φόβο της τιμωρίας και απο την υποταγή αλλά από την συνειδητή
επιλογή.
Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ
“Θρησκευτική πομπή στην επαρχία Κουρσκ”, 1883.
Ένας πίνακας του Ρώσου ζωγράφου Ίλια Ρέπιν(1844-1930).
Βρίσκεται στην πινακοθήκη Τρετιακόφ, στη Μόσχα.
Βρίσκεται στην πινακοθήκη Τρετιακόφ, στη Μόσχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου