Η πρώτη παρέμβαση των ΗΠΑ για αλλαγή κυβέρνησης στη Λατινική Αμερική
στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου59 χρονια πριν
Του Roddy Brett*
Το
πραξικόπημα του 1954 στη Γουατεμάλα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της
ψυχροπολεμικής λογικής του παρεμβατισμού των ΗΠΑ. Ωστόσο, παρόλο που η
πολιτική, οικονομική και πολιτισμική λογική ήταν αυτή της αναμέτρησης
Ανατολής-Δύσης, το πραξικόπημα έλαβε επίσης χώρα στο πλαίσιο της δικής
του κρίσιμης εσωτερικής λογικής, κυρίως μιας λογικής που αντικατόπτριζε
τα συμφέροντα της απείθαρχης και υπερσυντηρητικής άρχουσας τάξης της
χώρας.
Με
την εκλογή του εθνικιστή και σοσιαλιστή Χακόμπο Αρμπένζ Γκουζμάν στην
προεδρία, στις 15 Μαρτίου 1951, ενώ φούντωνε ο Ψυχρός Πόλεμος, το
σκηνικό είχε πλέον στηθεί για μία αιματηρή και αναπόφευκτη αναμέτρηση. Η
ίδια η κυβέρνηση θα γινόταν όλο και περισσότερο εθνικιστική,
επιταχύνοντας τη σφοδρή αντίσταση τόσο από δυνάμεις της ελίτ εντός της
Γουατεμάλας, όσο και από τις ΗΠΑ, στις ριζικές μεταρρυθμίσεις που
συντελούνταν. Ο Αρμπένζ βασίστηκε στις εξελίξεις που είχαν συμβεί υπό
την προηγούμενη κυβέρνηση του προέδρου Αρεβάλο, ορίζοντας στην
εναρκτήρια ομιλία του, ως πυλώνες του κυβερνητικού του προγράμματος, την
εθνικοποίηση και τον ανεξάρτητο καπιταλισμό, καθώς και μεγάλης κλίμακας
έργα, όπως η δημιουργία ενός σύγχρονου δικτύου επικοινωνιών και
υποδομών.
Οσο
η επανάσταση του Αρμπένζ εμβάθυνε, εγχώριες δυνάμεις της ελίτ
ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τις πιθανές επιπτώσεις των
μεταρρυθμίσεων επί των οικονομικών τους συμφερόντων και της ιστορικής
πολιτικής τους κυριαρχίας. Σε αντίθεση με τη μεταστροφή προς τη
δημοκρατία, που παρατηρήθηκε στην περιοχή αμέσως μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1951, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος εντεινόταν, οι τάσεις
στη Λατινική Αμερική ήταν προς τον περιορισμό των σοσιαλιστικών
δημοκρατιών, δημοκρατιών που οι ΗΠΑ εξελάμβαναν ως απειλή προς τα
συμφέροντά τους και την περιφερειακή τους ηγεμονία.
Η
επαναστατική κυβέρνηση του Αρμπένζ άρχισε να εφαρμόζει τη νέα νομοθεσία
που προέβλεπε ο Κώδικας Εργασίας, η οποία έθιγε ευθέως τα συμφέροντα
του βορειοαμερικανικού γίγαντα UFCO (United Fruit Company – Ενωμένη
Εταιρεία Φρούτων), επισπεύδοντας μία μη αναστρέψιμη σύγκρουση μεταξύ των
δύο πλευρών. Ωστόσο, ο κύριος καθοριστικός παράγοντας για τη μοίρα της
επανάστασης ήλθε τον Ιούνιο του 1952, όταν το Κογκρέσο της Γουατεμάλας
πέρασε το Διάταγμα 900, τον Νόμο Αγροτικής Μεταρρύθμισης. Αυτή η
νομοθεσία εγκατέστησε τους μηχανισμούς για την απαλλοτρίωση
ακαλλιέργητης αγροτικής γης από περιουσίες άνω των 223 στρεμμάτων και
την επακόλουθη διανομή σε όσους τη δικαιούνταν, κυρίως αγρότες χωρίς
τίτλους γης, οι οποίοι με τον καιρό θα πλήρωναν για τη γη που τους
δόθηκε. Είναι σημαντικό το ότι πολλή από τη γη που επηρεάστηκε από το
διάταγμα, ανήκε στη UFCO, και η κυβέρνηση απαλλοτρίωσε 400.000 στρέμματα
από την εταιρεία, δίνοντας σε αντάλλαγμα 1.185.000 δολάρια ΗΠΑ.
Επιχείρηση «PB Success»
Με
τις ενέργειές της, η κυβέρνηση Αρμπένζ ήλθε αντιμέτωπη με την κατάπληξη
και τον φόβο των Βορειοαμερικανών, καθώς και με μία
ριζοσπαστικοποιημένη και όλο και ευρύτερη εθνική αντιπολίτευση, η οποία
αποτελούνταν από τμήματα της Καθολικής Εκκλησίας, τον στρατό, ένα δεξιό
αντικομμουνιστικό κίνημα (το οποίο υποστήριζαν η αστική τάξη και κάποιοι
τομείς της μικροαστικής τάξης), την ολιγαρχία των γαιοκτημόνων και
κάποιους τομείς των λαϊκών τάξεων. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έθεσε τυπικές
απαιτήσεις κατά της κυβέρνησης Αρμπένζ εκ μέρους της UFCO και η
Γουατεμάλα έγινε όλο και περισσότερο πολωμένη μεταξύ αυτών που
υποστήριζαν και εκείνων που εναντιώνονταν στην επανάσταση. Προς τα τέλη
του 1953 η κυβέρνηση των ΗΠΑ άρχισε να εξετάζει και στη συνέχεια να
σχεδιάζει μία επιχείρηση για παρέμβαση εντός της Γουατεμάλας. Τα
ενδεχόμενα μιας παρέμβασης γνώριζαν λίγοι μονάχα άνθρωποι, μεταξύ των
οποίων ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Φόστερ Ντάλες, ο αδελφός του
Αλεν Ντάλες, διευθυντής της CIA, που αμφότεροι είχαν επενδύσεις και άλλα
οικονομικά συμφέροντα στην παλαιά τάξη πραγμάτων της Γουατεμάλας, ο
στρατηγός Μπέντελ Σμιθ και ανώτατοι υπασπιστές στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Από τα τέλη του 1953 και μετά, η επιχείρηση «PB Success» άρχισε να
παίρνει σάρκα και οστά.
Πολύπλοκο σχέδιο με πολλά μέτωπα
Ο
εγχώριος μεταρρυθμιστικός συνασπισμός άρχισε να διασπάται και
διαφορετικοί τομείς άρχισαν να στρέφονται ενάντια στην κυβέρνηση Αρμπένζ
προς υπεράσπιση των συμφερόντων τους και εν μέρει φοβούμενοι ότι η
δημοκρατία είχε επιτρέψει την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Αυτές οι ομάδες
αντιλαμβάνονταν ότι ο Αρμπένζ, παρότι ο ίδιος δεν ήταν κομμουνιστής,
και η κυβέρνησή του, ένα λατινοαμερικανικό εθνικιστικό κόμμα, είχαν μια
υπερβολική υποστήριξη από (και προς) το Κομμουνιστικό Κόμμα Γουατεμάλας.
Επιζητούσαν να ανατρέψουν το καθεστώς Αρμπένζ και να αναιρέσουν τις
μεταρρυθμίσεις, ειδικά την αγροτική μεταρρύθμιση. Σε μια ολοένα και
περισσότερο πολωμένη κατάσταση, ομάδες κινητοποιούνταν μέσω Καθολικών,
τοπικών και συνδικαλιστικών ενώσεων, οι οποίες έκαναν χρήση μιας
αντικομμουνιστικής ρητορικής που στόχο είχε να θέσει υπό αμφισβήτηση την
κυβέρνηση. Αυτή η δραστηριότητα αυξήθηκε και εντάθηκε από τον όλο και
πιο ενεργό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενόψει των γεγονότων του Ιουνίου
του 1954, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήδη προετοίμαζαν τον δρόμο για την
αντιμετώπιση αυτού που θεωρούσαν ως την επικείμενη κομμουνιστική απειλή
στην Κεντρική Αμερική. Το 1953 είχαν στείλει μία ομάδα αντικομμουνιστών
πρεσβευτών στον ισθμό, συμπεριλαμβανομένου του πρέσβη στη Γουατεμάλα,
Τζον Πιουριφόι. Με την άμεση στήριξη ή τη συνθηκολόγηση του εγχώριου
αντικαθεστωτικού συνασπισμού, η πρεσβεία των ΗΠΑ άρχισε να παίζει έναν
όλο και πιο κρίσιμο ρόλο στους ελιγμούς για να εκδιωχθεί ο Αρμπένζ από
την κυβέρνηση και αργότερα στην τοποθέτηση του φιλικά διακείμενου στις
ΗΠΑ προέδρου Κάρλος Καστίγιο Αρμάς, στον απόηχο της επανάστασης.
Σε
επίπεδο στρατηγικής, η παρέμβαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν
πρωτοφανούς πολυπλοκότητας, χρησιμοποιώντας ποικίλα μέσα προκειμένου να
αποκλείσει την παραμικρή πιθανότητα επιβίωσης του καθεστώτος. Από τον
Μάρτιο του 1954 και μετά, αυτά τα μέσα περιλάμβαναν τη χρήση
διπλωματικών διαύλων, πολιτικό και ψυχολογικό πόλεμο, τη χειραγώγηση του
οικονομικού τομέα ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για μία οικονομική
κρίση, απειλές για την παρακράτηση εμπορικών δικαιωμάτων, οικονομική
υποστήριξη και πιστώσεις από άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, και τη
σπορά δυσπιστίας, διχασμού και υποψίας μέσω προσπαθειών προπαγάνδας.
Τελικά η στρατιωτική υποστήριξη αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα.
Αυτή η παρέμβαση, η πρώτη του είδους της από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη
Λατινική Αμερική, έγινε πρότυπο για μεταγενέστερες παρεμβάσεις. Η
πολυπλοκότητα και το εύρος της παρέμβασης σήμαιναν ότι ήταν αδύνατο για
την κυβέρνηση Αρμπένζ να αποσπάσει αποτελεσματική εθνική και διεθνή
υποστήριξη. Η προπαγάνδα εντός των Ηνωμένων Πολιτειών και της
Γουατεμάλας σήμαινε ότι σταδιακά η κοινή γνώμη στρεφόταν προς μία
αντικομμουνιστική, ψυχροπολεμική νοοτροπία, ο αντιφασισμός
μετασχηματιζόταν σε αντικομμουνιστικά αισθήματα, ιδεολογία και ρητορική.
Η απόφαση του Σ.Α. του ΟΗΕ και η εισβολή του Καστίγιο Αρμάς
Κατά
τη διάρκεια της Παναμερικανικής Διάσκεψης του Οργανισμού Αμερικανικών
Κρατών (ΟΑΚ) στο Καράκας της Βενεζουέλας, τον Μάρτιο του 1954, μέσω
διαλόγου και κεκαλυμμένου εξαναγκασμού, οι Ηνωμένες Πολιτείες
εξασφάλισαν την έγκριση ενός ψηφίσματος κατά της Γουατεμάλας, το οποίο
καλούσε σε ημισφαιρική ενότητα και κοινή άμυνα ενάντια στην
«κομμουνιστική επιθετικότητα». Το ψήφισμα, στο οποίο αντιτάχθηκε μόνο η
Γουατεμάλα, με το Μεξικό και την Αργεντινή να απέχουν, απομόνωσε τη
Γουατεμάλα πολιτικά και διπλωματικά, και σήμαινε ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες είχαν το ελεύθερο να παρέμβουν. Τον Μάιο του 1954 προέκυψε το
πρόσχημα που χρειαζόταν για ανοικτές εχθροπραξίες. Εξαιτίας του εμπάργκο
όπλων κατά της Γουατεμάλας από όλους τους Συμμάχους, υπήρξαν ισχυρισμοί
ότι η χώρα κατέφυγε στο να λάβει ένα φορτίο όπλων από την
Τσεχοσλοβακία. Σε απάντηση, οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τις συμφωνίες
πώλησης όπλων στη Νικαράγουα και την Ονδούρα, και κατήγγειλαν ανοικτά τη
Γουατεμάλα. Οι ΗΠΑ επίσης υποστήριξαν απευθείας την απελευθερωτική
δύναμη του Καστίγιο Αρμάς στην Ονδούρα και ενέτειναν τον ψυχολογικό
πόλεμο μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών κατά του Αρμπένζ και κατά του
κομμουνισμού.
Τελικά,
στις 18 Ιουνίου 1954, η δύναμη του Καστίγιο Αρμάς, η οποία αριθμούσε
160 - 200 άνδρες, εισέβαλε στη Γουατεμάλα από την Ονδούρα, αν και ο
Καστίγιο Αρμάς απέφυγε να μπει στην Πόλη της Γουατεμάλας. Σε απάντηση,
στις 19 Ιουνίου, η Γουατεμάλα επίσημα κατέθεσε διαμαρτυρία στο Συμβούλιο
Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών κατά της επίθεσης. Ωστόσο, όπως ήταν η
περίπτωση και με τον ΟΑΚ, οι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων στον ΟΗΕ
βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρέσβης των
ΗΠΑ και επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας, Χένρι Κάμποτ Λοτζ, στενός
φίλος της UFCO και μεγαλομέτοχος στην εταιρεία, απεφάνθη ότι το
περιστατικό δεν αποτελούσε μία περίπτωση επίθεσης από ένα κράτος
εναντίον ενός άλλου, αλλά μάλλον ενός «εμφυλίου πολέμου» και ως εκ
τούτου δεν αφορούσε το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Σε
τελευταία ανάλυση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάστηκε να προβάλουν
βέτο κατά τη διάρκεια του περιστατικού, αφού έπεισαν και τη Γαλλία και
το Ηνωμένο Βασίλειο να μην αντιταχθούν στη θέση τους. Είναι σημαντικό το
ότι οι δύο χώρες απείχαν. Ο Νταγκ Χάμαρσγκιολντ, γενικός γραμματέας των
Ηνωμένων Εθνών, αργότερα δήλωσε ότι η στάση των ΗΠΑ ήταν ένα σοβαρό
πλήγμα στον ΟΗΕ. Μεταγενέστερες προσφυγές της Γουατεμάλας στον ΟΑΚ
έτυχαν παρόμοιων αποκρίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τακτικοί
αμερικανικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί της πρωτεύουσας και άλλων πόλεων,
καθώς και η ρίψη φυλλαδίων από αεροσκάφη των ΗΠΑ, που καλούσαν τον λαό
να αντισταθεί στον Αρμπένζ, συνεχίστηκαν. Ο σοσιαλιστικός κόσμος
διαμαρτυρήθηκε λεκτικά κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά προέβαλε μικρή
αντίσταση στην παρέμβαση. Λατινοαμερικανικά λαϊκά κινήματα επίσης
διαμαρτυρήθηκαν, αλλά δίχως αποτέλεσμα.
Χωρίς
καμία πιθανότητα διπλωματικής λύσης και με μικρή πιθανότητα μιας
στρατιωτικής νίκης, ο Αρμπένζ παραιτήθηκε στις 27 Ιουνίου 1954,
παραδίδοντας την κυβέρνηση σε μία χούντα τριών «πιστών αξιωματικών του
στρατού». Κατόπιν σημαντικής πίεσης από τον πρέσβη των ΗΠΑ Πιουριφόι, ο
επικεφαλής της χούντας παραιτήθηκε, και λίγο αργότερα η πίεση από τις
ΗΠΑ και η εγχώρια συνθηκολόγηση οδήγησαν στην τοποθέτηση του Καστίγιο
Αρμάς στην προεδρία. Ο Καστίγιο Αρμάς μπήκε στην Πόλη της Γουατεμάλας,
στις 8 Ιουλίου, με ένα αεροπλάνο της πρεσβείας των ΗΠΑ, για να αναλάβει
πρόεδρος. Ανέλαβε το αξίωμά του την 1η Σεπτεμβρίου 1954, έχοντας λάβει
99,9% στο σχετικό δημοψήφισμα. Η επανάσταση της Γουατεμάλας είχε ηττηθεί
και το πρότυπο για μελλοντικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ ανά την υφήλιο είχε
καθιερωθεί.
* O Dr. Roddy Brett είναι λέκτορας στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου St Andrews στη Σκωτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου