Η Ρώμη καθ’ οδόν προς την επέκταση της επιρροής της δια των όπλων στην Ιταλική Χερσόνησο ευρέθη
αντιμέτωπη με τους γειτονικούς της λαούς, κυρίως τους Ετρούσκους, αλλά
σταδιακώς κατόρθωσε να επεκτείνει την επικράτειά της με συνεχείς
κατακτήσεις και είχε καταστεί κατά την διάρκεια του 5ου αι. π.Χ.
τουλάχιστον υπολογίσιμος αν όχι ακόμη κυρίαρχος δύναμη
στην κεντρική Ιταλία. Ενώ η Ρώμη προσπαθούσε να καθυποτάξει τους
γείτονές της και ευρίσκετο σε διαρκείς αψιμαχίες και πολέμους, ένας
αντίπαλος από τον Βορρά εμφανίσθηκε, στον οποίον αρχικώς οι Ρωμαίοι δεν
έδωσαν την δέουσα προσοχή. Επρόκειτο για τους Κέλτες, που οι Ρωμαίοι
τους ονόμαζαν Γαλάτες. Αυτοί είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Ιταλική
Χερσόνησο εδώ και ένα αιώνα πριν, και διαρκώς επεκτείνοντο προς νότον.
Οι
Ρωμαίοι περί τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. είχαν εμπλακεί σε ένα χρονοβόρο
και ατελέσφορο πόλεμο με την γειτονική βόρεια πόλη των Βεϊων (Veii),
μιας από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις των Ετρούσκων. (Τίτος
Λίβιος, Ρωμαϊκή Ιστορία 5.21) Η πολιορκία της πόλεως άρχισε το 405 π.
Χ., και επί πέντε συνεχή έτη οι Ρωμαίοι είχαν στρατοπεδεύσει κάτω από τα
τείχη της πόλεως , χωρίς να κατορθώσουν να την εκπορθήσουν. Τελικώς,
μόλις το 396 κατόρθωσαν να την υποτάξουν, έχοντας όμως υποστεί όλα αυτά
τα χρόνια σημαντικές απώλειες που είχαν εξασθενήσει την δύναμη του
ρωμαϊκού στρατού. Τότε, έφθασε
μήνυμα στην Ρώμη από την πόλη Κλούσιο (Clusium) βορείως της Ρώμης ότι
έρχονται οι Γαλάτες, αλλά οι Ρωμαίοι δεν ανησύχησαν. Όταν όμως χιλιάδες
Γαλάτες εμφανίσθηκαν ξαφνικά μπροστά στα τείχη του Κλουσίου, η απειλή
για την πόλη ήταν πολύ μεγάλη, ώστε αναγκάσθηκαν να στείλουν
απεσταλμένους στην Ρώμη και να ζητήσουν την βοήθειά της εμπρός στον
μεγάλο κίνδυνο, παρ’ όλο που δεν διατηρούσαν φιλικές σχέσεις ή επίσημες
συνθήκες με τους
Ρωμαίους, όπως σημειώνει ο Λίβιος (5.36). Η Ρωμαϊκή Γερουσία απέρριψε την αίτηση βοηθείας διότι η Ρώμη, μετά από μία τριακονταετία συνεχών πολέμων δεν διέθετε πλέον πολυάριθμο και ισχυρό στρατό. Αντιθέτως, η Ρώμη απέστειλε πρέσβεις στους Γαλάτες με προτάσεις ειρήνης. Όταν οι Γαλάτες αντιμετώπισαν την ρωμαϊκή πρεσβεία με περιφρόνηση, οι Ρωμαίοι απεσταλμένοι, παρασυρθέντες από θυμό για την προσβολή, έσυραν τα ξίφη τους και προκάλεσαν τους Γαλάτες. Οι τελευταίοι δεν άφησαν αναπάντητη την πρόκληση και με μία φωνή ανέκραξαν: “Προς την Ρώμη!”.
Ο ρωμαϊκός στρατός παρατατάχθηκε μπροστά από τον Τίβερη ποταμό, αλλά η γραμμή μάχης του δεν είχε βάθος. Οι Γαλάτες σαφώς υπερτερούσαν αριθμητικώς του ολιγαριθμοτέρου ρωμαϊκού στρατού. Οι Γαλάτες επετέθησαν στα πλαϊνά των Ρωμαίων και άρχισαν να τους κατασφάζουν. Εν συνεχεία, οι Ρωμαίοι ετράπησαν σε φυγή και πολλοί επνίγησαν από το βάρος των πανοπλιών τους στον Τίβερη ποταμό. Οι Γαλάτες, ανεμπόδιστοι πλέον, εισέβαλαν στην πόλη, σκοτώνοντας και καταστρέφοντας ό,τι εύρισκαν μπροστά τους. Οι Ρωμαίοι είχαν αποσυρθεί από τις συνοικίες της πόλεως και κατέφυγαν για ασφάλεια στο Καπιτώλιο. Οι Γαλάτες τους κύκλωσαν, αλλά δεν μπορούσαν να τους προσβάλουν. Έτσι, απεφάσισαν να πυρπολήσουν την Ρώμη και να συνεχίσουν την πολιορκία έως ότου οι Ρωμαίοι παραδοθούν από πείνα, όμως οι κακές συνθήκες υγιεινής στο γαλατικό στρατόπεδο, η πολυκοσμία, οι στάχτες από την καμμένη Ρώμη, οδήγησαν στην εκδήλωση επιδημίας οι Γαλάτες πέθαιναν κατά εκατοντάδες (Λίβιος, 5.41-47).
Στην κρίσιμη για την τύχη της Ρώμης, οι Έλληνες της Μασσαλίας έδωσαν την λύση και έσωσαν τους Ρωμαίους.
Παλαιότερα, η ελληνική αποικία της Μασσαλίας είχε βρεθεί αντιμέτωπη με την απειλή των Γαλατών, όμως τους εξαγόρασαν με πολλά χρήματα και οι Γάλατες έλυσαν την πολιορκία. Την ίδια μέθοδο εσκέφθησαν να εφαρμόσουν και οι Ρωμαίοι, κατόπιν μάλιστα προτροπής και ενισχύσεως από τους Έλληνες Μασσαλιώτες.
Αφού η Μασσαλία γλύτωσε από τους Γαλάτες, οι Μασσαλιώτες έστειλαν απεσταλμένους στο μαντείο του Απόλλωνος στους Δελφούς για να τον ευχαριστήσουν για την σωτηρία της πόλεώς τους.
Στην οδόν της επιστροφής, οι Μασσαλιώτες απεσταλμένοι επληροφορήθησαν τα συμβαίνοντα στην Ρώμη και τον αποκλεισμό των Ρωμαίων στο Καπιτώλιο.
Μετέφεραν τα νέα στην Μασσαλία, όπου οι αρχές της πόλεως απεφάσισαν να συγκεντρώσουν χρήματα και χρυσό από το δημόσιο θησαυροφυλάκιο και από τους πλουσίους πολίτες, και να στείλουν στους Ρωμαίους, ώστε να εξαγοράσουν τους Γαλάτες,
Και πράγματι, οι Γαλάτες πήραν τον χρυσό και τα χρήματα, έλυσαν τον αποκλεισμό, και απεσύρθησαν προς την βόρειο Ιταλία.
Οι Ρωμαίοι άρχισαν να ανοικοδομούν την κατεστραμμένη τους πόλη. Η βοήθεια των Μασσαλιωτών την κρίσιμη στιγμή προς τους Ρωμαίους έγινε απαρχή για την μεταξύ τους φιλία και συμμαχία.
Έτσι έληξε η πρώτη άλωση της Ρώμης το 390 π.Χ. από τους Γαλάτες, αφήνοντας πίσω της ένα βαρύ πλήγμα στο γόητρο και τις φιλοδοξίες της Ρώμης, αλλά και μεγάλες καταστροφές στην ίδια την πόλη της Ρώμης.
Οι Ρωμαίοι ανοικοδόμησαν τόσο βιαστικά την καμμένη τους πόλη, χωρίς να δώσουν σημασία σε ένα οργανωμένο ρυμοτομικό σχέδιο, “χωρίς καν να προσέξουν οι οδοί να είναι ευθείες” (Λίβιος 5.55) και αυτό επηρέασε την μετέπειτα αστική ανάπτυξη της πόλεως.
Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
Ρωμαίους, όπως σημειώνει ο Λίβιος (5.36). Η Ρωμαϊκή Γερουσία απέρριψε την αίτηση βοηθείας διότι η Ρώμη, μετά από μία τριακονταετία συνεχών πολέμων δεν διέθετε πλέον πολυάριθμο και ισχυρό στρατό. Αντιθέτως, η Ρώμη απέστειλε πρέσβεις στους Γαλάτες με προτάσεις ειρήνης. Όταν οι Γαλάτες αντιμετώπισαν την ρωμαϊκή πρεσβεία με περιφρόνηση, οι Ρωμαίοι απεσταλμένοι, παρασυρθέντες από θυμό για την προσβολή, έσυραν τα ξίφη τους και προκάλεσαν τους Γαλάτες. Οι τελευταίοι δεν άφησαν αναπάντητη την πρόκληση και με μία φωνή ανέκραξαν: “Προς την Ρώμη!”.
Ο ρωμαϊκός στρατός παρατατάχθηκε μπροστά από τον Τίβερη ποταμό, αλλά η γραμμή μάχης του δεν είχε βάθος. Οι Γαλάτες σαφώς υπερτερούσαν αριθμητικώς του ολιγαριθμοτέρου ρωμαϊκού στρατού. Οι Γαλάτες επετέθησαν στα πλαϊνά των Ρωμαίων και άρχισαν να τους κατασφάζουν. Εν συνεχεία, οι Ρωμαίοι ετράπησαν σε φυγή και πολλοί επνίγησαν από το βάρος των πανοπλιών τους στον Τίβερη ποταμό. Οι Γαλάτες, ανεμπόδιστοι πλέον, εισέβαλαν στην πόλη, σκοτώνοντας και καταστρέφοντας ό,τι εύρισκαν μπροστά τους. Οι Ρωμαίοι είχαν αποσυρθεί από τις συνοικίες της πόλεως και κατέφυγαν για ασφάλεια στο Καπιτώλιο. Οι Γαλάτες τους κύκλωσαν, αλλά δεν μπορούσαν να τους προσβάλουν. Έτσι, απεφάσισαν να πυρπολήσουν την Ρώμη και να συνεχίσουν την πολιορκία έως ότου οι Ρωμαίοι παραδοθούν από πείνα, όμως οι κακές συνθήκες υγιεινής στο γαλατικό στρατόπεδο, η πολυκοσμία, οι στάχτες από την καμμένη Ρώμη, οδήγησαν στην εκδήλωση επιδημίας οι Γαλάτες πέθαιναν κατά εκατοντάδες (Λίβιος, 5.41-47).
Στην κρίσιμη για την τύχη της Ρώμης, οι Έλληνες της Μασσαλίας έδωσαν την λύση και έσωσαν τους Ρωμαίους.
Παλαιότερα, η ελληνική αποικία της Μασσαλίας είχε βρεθεί αντιμέτωπη με την απειλή των Γαλατών, όμως τους εξαγόρασαν με πολλά χρήματα και οι Γάλατες έλυσαν την πολιορκία. Την ίδια μέθοδο εσκέφθησαν να εφαρμόσουν και οι Ρωμαίοι, κατόπιν μάλιστα προτροπής και ενισχύσεως από τους Έλληνες Μασσαλιώτες.
Αφού η Μασσαλία γλύτωσε από τους Γαλάτες, οι Μασσαλιώτες έστειλαν απεσταλμένους στο μαντείο του Απόλλωνος στους Δελφούς για να τον ευχαριστήσουν για την σωτηρία της πόλεώς τους.
Στην οδόν της επιστροφής, οι Μασσαλιώτες απεσταλμένοι επληροφορήθησαν τα συμβαίνοντα στην Ρώμη και τον αποκλεισμό των Ρωμαίων στο Καπιτώλιο.
Μετέφεραν τα νέα στην Μασσαλία, όπου οι αρχές της πόλεως απεφάσισαν να συγκεντρώσουν χρήματα και χρυσό από το δημόσιο θησαυροφυλάκιο και από τους πλουσίους πολίτες, και να στείλουν στους Ρωμαίους, ώστε να εξαγοράσουν τους Γαλάτες,
Και πράγματι, οι Γαλάτες πήραν τον χρυσό και τα χρήματα, έλυσαν τον αποκλεισμό, και απεσύρθησαν προς την βόρειο Ιταλία.
Οι Ρωμαίοι άρχισαν να ανοικοδομούν την κατεστραμμένη τους πόλη. Η βοήθεια των Μασσαλιωτών την κρίσιμη στιγμή προς τους Ρωμαίους έγινε απαρχή για την μεταξύ τους φιλία και συμμαχία.
Έτσι έληξε η πρώτη άλωση της Ρώμης το 390 π.Χ. από τους Γαλάτες, αφήνοντας πίσω της ένα βαρύ πλήγμα στο γόητρο και τις φιλοδοξίες της Ρώμης, αλλά και μεγάλες καταστροφές στην ίδια την πόλη της Ρώμης.
Οι Ρωμαίοι ανοικοδόμησαν τόσο βιαστικά την καμμένη τους πόλη, χωρίς να δώσουν σημασία σε ένα οργανωμένο ρυμοτομικό σχέδιο, “χωρίς καν να προσέξουν οι οδοί να είναι ευθείες” (Λίβιος 5.55) και αυτό επηρέασε την μετέπειτα αστική ανάπτυξη της πόλεως.
Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου