Ετικέτες

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Ἡ Μάχη τοῦ Κιλκίς



Τοῦ κ. Δημητρίου Νατσιοῦ

Δασκάλου – Θεολόγου

«λα τά εχα προβλέψει, τά εχα σκεφθε, λα κτός πό τήν τρέλλα τν λλήνων». Εἶναι λόγια τοῦ Νικολάου Ἰβανώφ, ἀντιστρατήγου, διοικητῆ τῆς 2ης Βουλγαρικῆς Στρατιᾶς, μετά τήν ἥττα του στό Κιλκίς. Χωρίς νά τό γνωρίζει ὁ Βούλγαρος στρατηγός ἐπαναλαμβάνει τά λόγια τοῦ θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μοριά, τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πού ἔλεγε λίγα χρόνια μετά τήν ἁγιασμένη Ἐπανάσταση τοῦ ’21: « κόσμος μς λεγε τρελλούς. μες, ν δέν μεθα τρελλοί, δέν κάναμεν τήν πανάστασιν, διατί θέλαμεν συλλογισθ πρτον διά πολεμοφόδιαν, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθκες μας, τά μαγαζιά μας, θέλαμεν λογαριάσει τήν δύναμιν τν δικήν μας, τήν τούρκικη δύναμη. Τώρα που νικήσαμεν, που τελιώσαμεν μέ καλό τόν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, παινόμεθα. ν δέν ετυχούσαμεν, θέλαμεν τρώγει κατάρες ναθέματα…» («Ἅπαντα περί Κολοκοτρωναίων», ἐκ. «ΙΔΕΒ», σελ. 215) Ναί, ἡ ἴδια «τρέλλα», ὁ ἡρωισμός, ἡ «νηφάλιος μέθη» τῶν Ἑλλήνων, φανερώθηκε καί στή Σαλαμίνα καί στήν Πόλη καί στό Μεσολλόγι καί στό ἔνδοξο ’40.

Ἡ ελληνική ἱστορία ἔχει μία ἰδιοτυπία, μοναδική ἴσως στήν οἰκουμένη. Εἶναι ἱστορία ἀδιάλειπτων ἀγώνων γιά ἐπιβίωση. Μῆλον τῆς ἔριδος οἱ γεωγραφικές ἑστίες του στή συμβολή δύο ἠπείρων, ἀντιμετωπίζουν εἰσβολές, ἐπιθέσεις, κατοχές καί φρικτές σκλαβιές, ἐρημώσεις κατά τήν διάρκεια ἀδιάκοπων ἐπεκτατικῶν ἐξορμήσεων ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Ὅλοι τίς διεκδικοῦν, ὅλοι τίς ποδοπατοῦν μέ τά στίφη τους. Ἀλέθεται ὁ Ἑλληνισμός, ἡ «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» στίς μυλόπετρες τῆς ἱστορίας, ἀλλά «… δού ζμεν». Ή, ὅπως ὡραία τό διατύπωσε ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης στά «πομνημονεύματά» του: «τι ρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ς τώρα, λα τά θερία πολεμον νά μς φνε καί δέν μπορονε· τρνε πό μας καί μένει καί μαγιά».

Ἀπό τήν ἴδια τήν μαγιά τῶν ἡρώων τοῦ ’21 ἦταν φτιαγμένοι καί οἱ μαχητές τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνέχεια τῆς μεγάλης Ἐπανάστασης. Ἑκατό περίπου χρόνια μετά, τό Γένος, ἑδραζόμενο στήν λαϊκή ὁμοψυχία: «λληνας μοφρονέοντας… χαλαπούς εναι περιγίγνεσθαι», ὅταν ὁμονοοῦν οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀνίκητοι διαλαλεῖ ὁ Ἡρόδοτος («Ἱστορία» ΙΧ, 2) χάρις καί στήν θυσία τῶν παλληκαριῶν τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, διπλασιάζει τά φτερά του.

Οἱ Βαλκανικοί Πόλεμοι τοῦ 1912-13 εἶναι ἀπελευθερωτικοί πόλεμοι. Καί ὁ στρατός μας ἐλευθέρωνε σκλάβους Ρωμηούς, οἱ ὁποῖοι γιά 500 καί πλέον χρόνια διατήρησαν ἄσβεστη τήν ἐθνική τούς συνείδηση, γιατί –αναμφίλεκτη ἀλήθεια αὐτό– κρατήθηκαν ἀπό «τό μφιο» τῆς ἑλληνοσώτειρας Ἐκκλησίας μας.

Στίς 30 Αὐγούστου τοῦ 1907 ὁ λαός τῆς Δράμας ἀποχαιρετᾶ τόν ἐθνο-ιερομάρτυρα Ἐπίσκοπο Χρυσόστομο, πού ὅδευε γιά τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, τήν αἱματοκυλισμένη Σμύρνη. Λίγο πρίν τήν ἐπιβίβασή του στό τρένο, ὁ δημογέροντας Νίκας, προσφωνόντας τον, ὑψώνει τήν φωνή του, ὀρθώνει τήν λεβέντικη κορμοστασιά του, ἀτενίζει ἀγέρωχα τόν ποιμενάρχη καί τοῦ φωνάζει: «Δέσποτα, μς παρέλαβες λαγούς καί μς καμες λιοντάρια. Μείνε συχος. Θά γίνει τό θέλημά σου.» (Ν. Βασιλειάδη: «Γιά τήν λευθερία», σελ. 265) Ἡ Ἐκκλησία στάθηκε ὁ Κυρηναῖος τοῦ Γένους σ’ ὅλη τήν πολυαίωνη σκλαβιά, αὐτή, μέ τούς ἀτρόμητους Μητροπολίτες της, ἦταν ἡ ψυχή τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Ἄς τό θυμοῦνται αὐτό ὅσοι ἐκκλησιομάχοι κουνοῦν σήμερα τό δάχτυλο καί βυσσοδομοῦν κατά τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας.

Ἔλεγε μεταξύ ἄλλων ὁ μεγάλος λογοτέχνης μας Στρατής Μυριβήλης, σέ ὁμιλία του, τό 1953: «Σάν πεσε τό Βυζάντιο, κκλησία ντικατέστησε τόν τσακισμένο κρατικό ργανισμό σάν ποκατάστατος μηχανισμός τς θνικς νότητας. Τά σύμβολα τς Ατοκρατορίας τά κράτησε κκλησία καί τά διατήρησε μέσα στούς μαύρους αἰῶνες τς σκλαβις. Καί μέσα σ’ ατούς τούς φοβερούς αἰῶνες, ατή στάθηκε τό πνευματικό καί θνικό κέντρο τς μαρτυρικς φυλς. νάντια στούς ρχηγούς της ξέσπαγε κάθε πίθεση τν χθρν τοῦ λληνισμο, τόσο πό μέρους τν κατακτητν, σον καί πό μέρους τν Φράγκων. Καί σωστά τόπανε, πώς σέ πολλές κρίσιμες ρες τό ράσο στάθηκε θνική σημαία τς λλάδας στά χρόνια της σκλαβις. Σ’ ατό τό διάστημα, κατοντάδες χιλιάδες λληνες χάθηκαν γιά τό λληνικό θνικό σύνολο. Ποιοί ταν ατοί; ταν λοι σοι μέ τή βία μέ τόν φόβο φησαν τή θρησκεία τους.» Συμπέρασμα διάσειστο: «ν πάρχουμε σήμερα σάν λληνική φυλή, εναι γιατί κρατηθήκαμε πό τό μφιο τς κκλησίας μας λα ατά τά χρόνια».

(Ὁ Μυριβήλης πολέμησε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί τραυματίστηκε. Ὅταν ὁ πατέρας του ἔμαθε στή Λέσβο τό νέο, ἀπό τή χαρά του κέρασε ὅλο τό χωριό. «λλοι καιροί, λλα θη». Τότε μεγαλουργοῦσαν οἱ καρδιές, τώρα μεγαλουργοῦν τά χρήματα, ὅπως ἔλεγε ὁ Κανάρης).

Ἔτσι φτάσαμε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί στήν τριήμερη μάχη τοῦ Κιλκίς, στίς 19-21 Ἰουνίου τοῦ 1913 πού φέτος τιμοῦμε τά ἑκατόχρονα ἀπό τήν διεξαγωγή της. Ἡ μάχη τοῦ Κιλκίς – Λαχανά, ἤ δίδυμη μάχη ὡς εἴθισται νά λέγεται, ἦταν ἡ πρώτη ἀποφασιστική σύγκρουση μεταξύ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Βουλγάρων κατά τόν Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ) ὑπῆρξε ἡ πιό κρίσιμη καί ἡ πλέον φονική μάχη, ὄχι μόνο τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, ἀλλά καί τῆς νεότερης ἐλλληνικῆς ἱστορίας. Χάρις στήν νίκη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος, τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀκόμη καί ἡ Κρήτη καί ἡ Θράκη ἑνώθηκαν ὁριστικά μέ τό λυμφατικό τότε ἑλληνικό κράτος καί απετράπη ἡ προσπάθεια τῶν Βουλγάρων νά ὑλοποιήσουν το ὄνειρο τῆς «Μεγάλης Βουλγαρίας» (Συνθήκη Ἁγίου Στεφάνου, 1878).

Ἔλεγε ὁ ἀθηναιογράφος λογοτέχνης Δημήτρης Καμπούρογλου: «λα τά θνη γιά νά προοδεύσουν πρέπει νά βαδίσουν μπρός πλήν το λληνικο πού πρέπει νά στραφε πίσω», ὄχι βέβαια ὡς στείρα προγονολατρία ἀλλά ὡς μελέτη τῶν τιμαλφῶν ἀξιῶν τοῦ Γένους, μέ σκοπό τήν παιδαγωγία κυρίως τῶν νέων. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ σπουδή τῆς ἱστορίας ἐμφυσεῖ στό παιδί ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, τοῦ προσφέρει πρότυπα ζωῆς, τοῦ γνωρίζει τά ἐλλατώματα καί τά προτερήματα τοῦ Γένους, ἐνεργεῖ, μ’ ἕναν λόγο, ἐντός του διαπλαστικά, ὡς κατ’ ἐξοχήν παράγοντας αὐτοσυνειδησίας. Καί δή τί καλύτερο παράδειγμα φιλοπατρίας ἀπό τήν μάχη τοῦ Κιλκίς, τήν ὁποία ἐν συντομία θά ἐξιστορήσουμε, ἐπιμένοντας κυρίως στά βιώματα αὐτήκοων καί αὐτοπτῶν μαρτύρων.

 

Τό θάνατο πος

Τό κίνημα τῶν Νεοτούρκων (Ιούνιος τοῦ 1908) κι ὁ κίνδυνος νά ἐξοντωθοῦν ἀπό τήν τουρκική μισαλλοδοξία ὅλοι οἱ Χριστιανοί τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης, ὁδήγησε τό 1912 τούς Ἕλληνες, τούς Βούλγαρους, Σέρβους καί Μαυροβούνιους νά ξεχάσουν προσωρινά τίς διαφορές τους καί νά συσσωματωθοῦν κατά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ἔληξε νικηφόρος γιά τά βαλκανικά κράτη, ὅμως οἱ Βούλγαροι «μνήσθησαν μερν ρχαίων», ξαναθυμήθηκαν τόν χάρτη τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας καί νόμισαν ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νά πραγματοποιήσουν τά παλιά χιμαιρικά τους σχέδια εἰς βάρος καί τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδας. Ἡ ἀπληστία τῆς Βουλγαρίας, ἡ ὑπερφίαλη συμπεριφορά της πρός τούς συμμάχους κι ἕνα πλῆθος ἀπό δόλιες ἐνέργειες, ἔστρεψαν τήν Ἑλλάδα καί τήν Σερβία ἐναντίον της καί ὁδήγησαν στόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ).

Στίς 19 Μαίου τοῦ 1913 ὑπεγράφη στη Θεσσαλονίκη ἡ συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ἑλλάδας καί Σερβίας γιά νά ἀντισταθμίσει τίς ἐνέργειες τῶν Βουλγάρων, πού συγκέντρωναν μυστικά τό στρατό τους, γιά νά χτυπήσουν αἰφνιδιαστικά τούς πρώην συμμάχους τους. Μία τελευταία προσπάθεια τῶν κυβερνήσεων Ἑλλάδας καί Σερβίας, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκρουση, ματαίωσαν οἱ ἴδιοι οἱ Βούλγαροι μέ τήν ἀξίωσή τους νά ἁπλωθοῦν σ’ ὁλόκληρη τή ΝΔ Μακεδονία, τήν ὁποία κατεῖχε ὁ ἑλληνικός στρατός. Ἔτσι ὁδηγήθηκαν τα πράγματα στήν σύγκρουση.

Στίς 16 Ἰουνίου τοῦ 1913 οἱ Βούλγαροι, ἀφοῦ μετέτεφεραν τίς περισσότερες δυνάμεις τους ἀπό τή Θράκη στή Μακεδονία πρός τήν πλευρά τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Σέρβων ἄρχισαν σφοδρότατη ἐπίθεση. Γιά τούς Ἕλληνες καί τούς Σέρβους δέν ἀπέμενε παρά μονάχα ἡ γενική ἀντεπίθεση. Ἀλλά πρίν ἀπό κάθε ἄλλη ἐνέργεια ὁ στρατός μας ξεκαθάρισε τήν Θεσσαλονίκη ἀπό τούς Βουλγάρους, πού μέ δόλο εἶχαν εἰσδύσει στήν πρωτεύουσα τῆς Μακεδονίας, ἀπό τήν ἡμέρα κιόλας τῆς ἀπελευθέρωσής της. Καί ὕστερα ἄρχισαν οἱ μεγάλες ἐπιχειρήσεις. Καί πρώτη στή σειρά ἡ ἔνδοξη μάχη τοῦ Κιλκίς.

Τό Γενικό Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ στήν ἔξοχη πολύτομη ἔκδοσή του, πού ἐπιγράφεται « λληνικός στρατός κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 (θήνα, 1932)» περιγράφει μέ θαυμαστό καί ἀναλυτικό τρόπο ὅλες τίς φάσεις τῆς πολεμικῆς ἐκείνης ἐπιχείρησης, πού δόξασε γιά μία φορά ἀκόμη τά ἑλληνικά ὄπλα καί ὑπῆρξε θέατρο ἀσύγκριτων ἡρωισμῶν τῶν ἀξιωματικῶν καί τῶν ἀνδρῶν τοῦ στρατοῦ μας.

Στά νότια του Κιλκίς ἤσαν γερά ὀχυρωμένοι οἱ Βούλγαροι καί 4 μεραρχίες τοῦ κέντρου τούς χτύπησαν δυνατά στίς 19 Ἰουνίου 1913. Στίς 20 Ἰουλίου, δεύτερη μέρα της μάχης, τό Γενικό Στρατηγεῖο πρόσταξε γενική ἐπίθεση ἀπό τήν αὐγή σέ ὅλο τό μέτωπο. Κι ἐνῶ στό δεξιό ἄκρο τοῦ μετώπου ἡ 7η Μεραρχία ἀνέτρεψε τούς ἀπέναντι ἐχθρούς της καί μπῆκε στή Νιγρίτα, οἱ μεραρχίες τοῦ κέντρου προχωροῦν πρός τό Κιλκίς μέ πολύ ἀργό ρυθμό, γιατί ἡ ἄμυνα τῶν Βουλγάρων, πού ἔκαναν συνεχῶς ἰσχυρές ἀντεπιθέσεις, ἦταν ἀποφασιστική καί πεισματώδης. Στόν τομέα τοῦ Λαχανά ἡ 1η Μεραρχία (στρατηγός Μανουσογιαννάκης) προχώρησε πιό γρήγορα πρός τίς νότιες προσβάσεις τῆς ὀχυρωμένης τοποθεσίας καί κυρίευσε καί 6 ἐχθρικά κανόνια.

Τό δειλινό τῆς 20ης Ἰουνίου ἡ κατάσταση εἶναι πολύ κρίσιμη. Ἡ ἀντίσταση τῶν Βουλγάρων εἶναι λυσσαλέα. Τό ἑλληνικό πεζικό ἔπρεπε νά τούς βγάζει μέ τίς λόγχες ἀπό τά χαρακώματά τους καί οἱ ἀπώλειες ἦταν τεράστιες. Τό Γενικό Στρατηγεῖο ἔστειλε νέα διαταγή στίς Μεραρχίες τοῦ κεντρικοῦ μετώπου νά κυριεύσουν «πάση θυσία» τό Κιλκίς, πρίν σκοτεινιάσει. Ἡ 2η Μεραρχία (στρατηγός Καλάρης) σέ ἐκτέλεση τῆς διαταγῆς ἐνήργησε νυκτερινή ἐπίθεση. Μέ ἐπικό ἀγώνα, φοβερές ἀπώλειες (οἱ περισσότεροι ἀξιωματικοί τέθηκαν ἐκτός μάχης). Ἀνατρέποντας τήν μία μετά τήν ἄλλη τίς 3 γραμμές ἄμυνας τῶν Βουλγάρων, στίς 9:40 τό πρωί τῆς 21ης Ἰουνίου, ἡ γαλανόλευκη κυματίζει στήν πόλη καί περιχαρής ὁ διοικητής στρατηγός Καλάρης τηλεγραφεῖ στό Γενικό Ἐπιτελεῖο: «γγέλω νίκην Κιλκίς. χθρός ποχωρε γκαταλείψας χυρωμένας θέσεις…» Τό κάστρο τοῦ Βουλγαρισμοῦ πάρθηκε. Ἀλλά μέ πόσες θυσίες! Κατά ἀνακοίνωση τοῦ Στρατηγείου οἱ ἀπώλειες ἀνῆλθαν σέ 10.000 νεκρούς καί τραυματίες. (Ὁ Γαβριήλ Συντομόρου, στό βιβλίο τοῦ «Σαραντάπορο, Κιλκίς, Λαχανς: ο πρτες μας νίκες», ἔκδ. Ζῆτρος, γράφει: «Στήν πραγματικότητα οἱ ἀπώλειες αὐτές δέν πρέπει νά ξεπέρασαν τούς 8.670 νεκρούς καί τραυματίες, σέ σύνολο περίπου 110.000 περίπου ἀνδρῶν τῶν 8 Μεραρχιῶν καί τῆς Ταξιαρχίας Ἱππικοῦ, πού πῆραν μέρος στή τριήμερη μάχη Κιλκίς – Λαχανά). Εναι χαρακτηριστικό της μάχης θάνατος 10 διοικητν μονάδων, οποοι πρόβαλλαν τήν προσωπική τους συμπεριφορά καί θελοθυσία ς παράδειγμα μίμησης στούς νδρες τους. Παραθέτουμε τά ὀνόματα τῶν ἡρώων, τιμώντας ἔτσι καί τούς χιλιάδες «γνώστους στρατιτες» τους, πού πάντοτε θά τούς εὐγνωμονεῖ τό ἔθνος μας: Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυριαζῆς, Κορομηλᾶς, Καραγιαννόπουλος, Διαλέτης, Κουτήφορης, Κατσιμήδης, Χατζόπουλος, Ἰατρίδης… Αἰωνία ἡ μνήμη… Τά «κόκκαλα» τους τά ἱερά πότισαν τήν λευτεριά μας.

Μαθητής μικρός τήν δεκαετία τοῦ 30, ὁ Σ. Λίβας, μετέπειτα στρατιωτικός γιατρός, ἔγραψε τίς ἀναμνήσεις του, μέ τίτλο « παλιά, μικρή μας πόλη». Σέ κείμενο μέ τίτλο «ο Μαχητές το Κιλκίς», γράφει τά ἑξῆς συγκινητικά:

«να πέραντο «θνικό Νεκροταφεο», πού κρύβει στά σπλάχνα το τά κορμιά χιλιάδων παλληκαριν, εναι τόπος μας. Καί πάνω στά κορμιά ατά στήθηκαν τά θεμέλια ατς τς πόλης. Καί τό σιτάρι πού φτιάχνει τό ψωμί μας, θεριεύει καί μεστώνει ρουφώντας πό τή γ αμα ντί για νερό. Κάθε λόφος γύρω μας κι νας «κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι νας «γρός αματος» για νά χρησιμοποιήσω το χαρακτηρισμούς το Εαγγελίου πού τόσο ταιριάζουν στήν περίπτωση».

Τά πρῶτα χρόνια, τ΄ ἀλέτρια πού ὄργωναν τή γῆ, ἔφεραν στήν ἐπιφάνεια λευκά κόκκαλα «κόκαλα λλήνων ερά», ἀντάμα μέ σκουριασμένες ξιφολόγχες καί δερμάτινες παλάσκες, περασμένες σέ ζωστῆρες πού ἔζωναν, κάποτε λυγερά σώματα παλληκαριῶν. Κι ὅλοι μας λίγο – πολύ, ἔχουμε νά θυμόμαστε πώς κάποτε, σκάβοντας τίς αὐλές τῶν σπιτιῶν μας εἴχαμε βρεῖ σκουριασμένα ὄπλα κι ἀνθρώπινα κρανία. Σάν στοιχειωμένος ἔμοιαζε ὁ τόπος μας καί τά παιδιά φοβόταν νά βγοῦν τό βράδυ ἀπό τά σπίτια τους.

Θυμᾶμαι τούς πρώτους περιπάτους πού κάναμε μέ τό νηπιαγωγεῖο, ἐκεῖ κοντά στούς πρόποδες τοῦ Ἀη- Γιώργη. « δασκάλα μς λεγε τι ο παπαρονες στόν τόπο μας, εναι πιό κόκκινες πό λλο, γιατί παίρνουν τό χρμα τους πό τό αμα τν σκοτωμένων παλληκαριν. Κι μες διστάζαμε νά τίς κόψουμε, πό φόβο, μήπως καί ματώσουμε τά χέρια μας…» (σελ. 179).

Μαρτυρίες πρωταγωνιστν

Μεταξύ τῶν ἡρώων διοικητῶν συνταγμάτων πού ἔπεσαν στήν μάχη τοῦ Κιλκίς, εἶναι καί ὁ Ἀντώνιος Καμπάνης, διοικητής τοῦ 8ου Συντάγματος τῆς 4ης Μεραρχίας. Τόν ἴδιο καιρό ὁ γιός τοῦ Δημήτριος, ὑπηρετεῖ καί αὐτός ὡς στρατιώτης. Στό βιβλίο τοῦ «ναμνήσεις το Πολέμου καί τς Ερήνης» περιγράφει τήν σκηνή πού σπεύδει γιά τόν «τελευταίο σπασμόν» τοῦ ἠρωϊκοῦ σκηνώματος τοῦ γονιοῦ του. Φτάνει στή μεγάλη σκηνή πού ἦταν τό χειρουργεῖο τῆς IV Μεραρχίας:

«Μπκα στή σκηνή καί πάνω σ’ να φορεο είδα τόν πατέρα. Εχε τά μάτια νοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εχαριστημένο. Μόνο τό στθος του ταν γεμάτο τρύπες. Στά χέρια του φοροσε γάντια καλοκαιρινά χακί, λλά πως ταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα τι εχαν κοπε τά δάχτυλά του. ργότερα, ταν εδα τά κιάλια του, πού ταν καί ατά γεμάτα βλήματα, ντελήφθηκα πώς βίδα εχε σκάσει τήν ρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς χθρικές θέσεις.

Τό θέαμα γιά μένα ταν τραγικό, λλά μεγαλύτερη ἀκόμη συγκίνηση μοῦ προξένησαν ο κατοντάδες τραυματίες το Συντάγματός του, πού περνοσαν καί τόν σπάζονταν κλαίγοντας. κουσα μερικούς νά λένε: ταν αστηρός, λλά δίκαιος καί γαποσε τούς νδρες του».

Νομίζω πώς πικήδειος ατός, ν μποροσε νά τόν κούσει, θά τόν εχε πολύτως κανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους νδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εχε σκοτωθε διος» (σελ. 123).

Μέ τέτοιους ξιους γήτορες φθάσαμε στή νίκη. νας στρατός γενναίων μέ ρχηγούς «λιοντάρια» πς νά μήν νέλθει στήν κορυφή τς δόξης καί τς θανασίας.

Τό 1964 ἐκδίδεται τό «ναμνηστικό Λεύκωμα» ἐπί τή 50/ἐτηρίδι ἀπό τῆς μάχης τοῦ Κιλκίς. Στήν σελίδα 44 διαβάζουμε: «ταν δύο σύγγαμβροι πό τήν Κύμη τς Εβοίας, συνταγματάρχης ωάννης Παπακυριαζής καί ταγματάρχης ωάννης Βελισσαρίου. Καί ο δύο λεβέντες. Τά νδραγαθήματα τους πρξαν πό τά φωτεινότερα δείγματα τομικς γενναιότητος. Ο δύο ατοί συγγενες εχαν τσακωθ… σάν σύγγαμβροι πού σαν. Στήν μάχη το Κιλκίς βρέθηκαν ο μονάδες τους νά πολεμον πλάι- πλάι καί συναγωνισμός τν δύο τσακωμένων φθασε στό ποκορύφωμα.» Στήν τελευταία μάχη, ὅπως ἀναφέρει ὁ στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στά ἡμιτελῆ ἀπομνημονεύματά του, ἐπῆλθε τό δράμα «…ρξατο τότε σφοδρότατος καταιγισμός πυρός, κατά τήν διάρκειαν το ποίου ο 6 λόχοι το Βελισσαρίου, προχωροντες ταχέως φθασαν ες πόστασιν φόδου πό τς πρώτης γραμμς τν βουλγαρικν ρυγμάτων. Καί εδον τό λησμόνητον θέαμα τς φόδου τν 6 εζωνικν λόχων το Βελισσαρίου, ο ποοι καθ’ ς εχον δηγίας πό το διοικητο των, βαλον αφνιδίως ταχύτατον λιγόλεπτον πρ ναντίον το χθρο, μετά τό ποον ρμησαν κάθεκτοι καί μέ βροντώδεις λαλαγμούς ναντίον τν πί τς πρώτης φρύος το λόφου βουλγαρικν χαρακωμάτων. γραμμή τν φορμούντων λόχων μέ τάς παστραπτούσας πό τόν λιον περχιλίας λόγχας μοίαζεν πρός χαλύβδινην ταινία, ποία πειλητική πήρχετο ναντίον τν χθρικν ρυγμάτων. γών πρξεν μεγαλειώδης. Ο Βούλγαροι νετράπησαν ξοντώθησαν διά τς λόγχης. Ατό το τό μεγαλύτερον κατόρθωμα το Βελισσαρίου καί μέ δικαίαν περηφάνειαν φώναξεν ες τόν λοχαγόν Ζήραν, λλον γενναον, ποος πηρετοσεν ες τό σύνταγμα το Παπακυριαζ, το μπατζανάκη το Βελισσαρίου.

-          Βρέ Ζήρα, πο εναι διοικητής σου νά δή;

-          ΖΗΡΑΣ. Σκοτώθηκε…

Εχε πέσει πρό λίγου μόλις, μαχόμενος μέ τόν διον παράμμιλον τρόπον. Καί τότε τό πρόσωπον το συγγάμβρου «μαύρισεν ἀπό τό πένθος». βγαλε τό πηλήκιόν του, καμε τόν σταυρό του, δάκρυσεν καί τράβηξεν μπροστά μέ περισσοτέραν ρμήν. κε παρακάτω στή Τζουμαγιά, στό ψόμετρο 1378, τόν περίμενε κι’ ατόν Χάρος».

Ἕνα ἐξαιρετικό βιβλίο, πραγματικός θησαυρός, πού ἀναφέρεται στή μάχη τοῦ Κιλκίς εἶναι τοῦ π. Δημητρίου Καλλίμαχου, ἐθελοντή ἱεροκήρυκος τῆς Ἐ’ Μεραρχίας. Ὁ Καλλίμαχος παρακολουθεῖ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν μάχη παίρνει μέρος σ’ αὐτήν, ἐμψυχώνει τούς στρατιῶτες, παρηγορεῖ τούς πληγωμένους καί ἀναλαμβάνει, πολλές φορές, τό βαρύ καθῆκον τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν πολεμιστῶν. Τό 1942, ἐξέδωσε στή Νέα Ὑόρκη τίς ἐμπειρίες του, σέ βιβλίο μέ τίτλο: «θάνατη λλάς» Ἀπό τό ἔξοχο αὐτό πόνημα, ἀποσποῦμε κάποιες σελίδες του, στίς ὁποῖες μοσχοβολᾶ ἡ πίστη καί ἡ φιλοπατρία τοῦ στρατοῦ μας. Στήν μακραίωνη ἱστορία μας πάντοτε τό Γένος ἀγωνίζεται «πέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ματαιοπονοῦν ὅσοι θέλουν νά χωρίσουν τά δύο αὐτά «ριζιμιά λιθάρια» τοῦ ἱστορικοῦ μας βίου. Ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἡ φωνή τοῦ Μακρυγιάννη μᾶς κανοναρχεῖ: « πατρίδα το κάθε νθρώπου καί θρησκεία εναι τό πν… Καί τότε λέγονται θνη, ταν εναι στολισμένα μέ πατριωτικά ασθήματα· τό ναντίον λέγονται παλιόμαθες τν θνν καί βάρος τς γης

Περιγράφει ὁ Καλλίμαχος τόν θάνατο τοῦ ἥρωα Καμάρα, τήν στιγμή πού τραυματίζεται, μπροστά καί ὄρθιος, θανάσιμα:

«Γονατίζει εγενικός συνταγματάρχης καί μέ τό λάμπον ξίφος του κόμη ες τά χέρια πευθύνει τόν τελευταον πρός τούς νδρας του χαιρετισμόν:

-          Θάρρος παιδιά, θάρρος, γενναοι μου!

Τό αμα τρέχει κρουνηδόν πό τό τραμα καί ο Καμάρας σωριάζεται:

-          Πον, πον πολύ, καίομαι…

ταν μετεφέρετο πρός τά χειρουργεα, τενίσας διά τελευταίαν φοράν τούς νδρας του δάκρυσε καί επε:

-          χ, πού σ’ φήνω, σύνταγμά μου. Σς χαιρετ, καλά μου παλληκάρια, καί μέ τήν εχήν μου λοι μπρός νά δοξάσετε τήν τιμημένη μας πατρίδα!

Καί τώρα ζ ες τήν θανασίαν λησμόνητος Καμάρας μας, δεώδης τῦπος νθρώπου καί στρατιώτου, πιβαλλόμενος μλλον μέ τήν πέραντον καλοκαγαθίαν το πατρός, παρά μέ τήν συνηθισμένην τραχύτητα το στρατιωτικο.

Εσεβής, φιλεύσπλαχνος, γαθώτατος, εθύς καί ελικρινής καί πράος, δύνατο νά εναι καί δεώδης τύπος λειτουργοῦ τοῦ ψίστου. Ες τά Βοδενά, που μεινεν πί μήνας τό σύνταγμά του, γινεν εροφάντης τς λληνικς δέας, προσηλυτίζων τά τερογεν στοιχεα μέ μέσα νθρωπιστικά. Καί ταν προυκάλει χορούς καί διασκεδάσεις καί ορτς καί ταν συνωμίλει μειλίχιος στρατιώτης, πάντοτε ν εχεν δεδες, πς νά μπεδώση τήν πεποίθησιν ες τήν κπολιτιστικήν ποστολήν τς λληνικς διοικήσεως. ταν φυγεν πό τά Βοδενά, δέν μεινε κανείς δάκρυτος πάσης φυλς καί θρησκείας.

Ατός το Καμάρας, πρωτομάρτυς τς γιγαντομαχίας το Κιλκίς. (σελ. 71)»

Συγκινητικότατες ὅμως εἶναι καί οἱ ἀναφορές στούς ἁπλούς στρατιῶτες. Ἔδειξε ἀπαράμιλλο ἡρωισμό ὁ Ἕλληνας στρατιώτης στήν μάχη τοῦ Κιλκίς. Ἦθος ὀρθόδοξο καί ἀγάπη ἄδολη καί ἀπρασάλευτη προς την πατρίδα εἶναι οἱ δύο ὀδοδεῖκτες πού τόν ὁδηγοῦν στά «κρημνά τς ρετς».

Διαβάζουμε στήν σελίδα 165:

«Εδα ματωμένο γράμμα νεκρο· τό πρα καί νέγνωσα: (παρατίθεται ὅπως το ἔγραψε ο ἡρωικός μαχητής)

«Ἦνε τόρα δυό μέρες γαπημένη μου Βασιληκούλα, πού κάμωμε πόλεμο μέ ατά τά παληόσκυλα· μς βαρονε πολί μί οβίδες· χαθήκανε πουλ πεδιά θκάμας· πάγ κι’ Γιανςμας τὸν πρε οβίδα το κεφάλτ. Τόρα περιμένομ σέ μιά ρεματιά νά ξαπουστάσουμ λιγουλάκι κι σί γράφο. Βασιληκούλα σί χάνο γιά τή Πατρίδα· ατό τό χουριό πού θέλουμ νά πάρουμ τού λέν Κιλκίδα κέ λέν πὼς τό μουσχάρη θά πλέξ στό μα· χο να στημα πώς κεγ θά πάγο νά φάγο κούμαρα νά βρό τόν παπούλημ λά νά μή κλάψσ Βασιληκούλαμ· μα νε γιά τί Πατρίδα δάκρια δέν χ’ κλάματα μοναχά γιά σοι ψοφον στό στρόμα· θημμε τί λεγε κι Μτρος το Παπούλ γιά τσεγναίκες τό παλιό κερό στή Σπάρτ: τάς πιτς. Κλάματα δέ θέλο· ντροπς πράματα νά σκοζτε γιά μς δό τσβουλγαροχτόν, γκδιτάδες ντίπ κι γιά ολες τσατιμίες πού πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι. Μόνο να κερί στήν για Παρασκεβί φτάνι· γιά διαθήκ νε τά πεδάκιά μας· μα μιγαλόσν νά πν κιφτά στόν πόλεμο, στή Πόλ μί τόν Βουλγαροχτόνο βασιληά μας νά μνιμονεύσν τόν τάφουν μί μα.

            Σί φιλό Βασιληκούλαμ πολύ· γιά χαρά γιά τή Πατρίδα. πτό ρέμα Κιλκίδας ντρέας».

Μεγαλειώδης μνος γωνιστού τς νέας μας ποποιίας. πό τό γράμμα ατό το πλοϊκο ρεσιβίου σπαρταρίζει θυσία το θανάτου μαχητο, στις βαδίζει ες τόν θάνατον ς νυμφίος καί παγορεύει τά δάκρυα, νθυμίζων τήν ρωικήν καρτερίαν τν Σπαρτιατίδων ες τήν πλοϊκήν σύντροφον τς ζως του».

Εἶναι γνωστό πώς ἡ μάχη διεξήχθη ἐν μέσω φοβεροῦ καύσωνος (περίπου 40 βαθμούς Κελσίου). Τά σιταροχώραφα τοῦ κάμπου του Κιλκίς, ἐξαιτίας τῶν ὀβίδων πῆραν φωτιά. Πολλοί βαριά τραυματισμένοι στρατιῶτες, μή μπορώντας νά μετακινηθοῦν, κάηκαν ζωντανοί…

Ἄλλο ἡρωικό παράδειγμα αὐταπάρνησης καί ἀνδρείας στή σελίδα 76:

«Στρατιώτης το 22ου τραυματίσθη ες τόν βραχίονα.

-          Τυχηρός σουνα, συνάδελφε, πού πρες τό παράσημο, το λέγει παραπλεύρως του, αντε τράβα τώρα στό χειρουργεο…

-          Τί κανε, λέει; Μέ μία τσουγκρανιά νά φύγω; Τό παληοτόμαρό μου βαστάει κόμα· χω νά φάγω καί λλους π’ ατούς τούς τιμους πού σφάξανε γυναικόπαιδα!

Καί συνεχίζει τόν γώνα.

Παίρνει δεύτερο βόλι καί ξακολουθε νά μάχεται καί τό δεύτερον τραμα γίνεται τρίτον καί πεται συνέχεια… Καί ταν πλέον δυνατή αμορραγία τόν ναγκάζη νά πέση κάτω, ο τραυματοφορες, ταν πλησίασαν νά τόν παραλάβουν, πέδσεαν ν λω πτά τραύματα! Καί παρεπονετο Ρουμελιώτης στρατιώτης, διότι δέν το δυνατόν πλέον νά συνεχίση τόν γώνα του.

-          Μωρ’ δέν μποροσε νά εχα κι’ λλο παληοτόμαρο, νά βγάλω ατό τό τρυπημένο καί νά τό βάλω τό καινούργιο!»

Μία τελευταία μαρτυρία ἀπό τό τέλος τῆς μάχης. Ὁ Ἕλληνας στρατιώτης ἔχει συνείδηση τῆς ἀποστολῆς:

« τριακόσιοι, σηκωθετε

Καί ξανάλθετε σ’ εμᾶς

Τα παιδιά σας θελ’ δτε

Πόσο μοιάζουνε μέ σᾶς»

έψαλλε ὁ ἐθνικός μας ποιητής. Καί ὁ μαχητής τοῦ Κιλκίς ἀπό τό ἴδιο χρέος ἐμφορεῖται. Σηκώνει στίς πλάτες τοῦ τήν ἱστορία τοῦ Γένους καί «ντροπή νά ντροπιασθε».

«Μετά τήν μάχην γύρισα νά μεταβ πρός τά χειρουργεα, νά παρακολουθήσω τόν βουβόν πόνον τν ρώων. θελα νά πισκοπήσω συγχρόνως τήν κτίνα, που διεδραματίζετο πρό λίγου κόμη μία πό τάς γριωτέρας πολεμικς τραγωδίας τν νεωτέρων χρόνων.

νδιαφερόμην νά πολογίσω  τόν ριθμόν τν εγενν θυμάτων, διά τούς ποίους μην ποχρεωμένος νά μεριμνήσω πρός ταφήν καί τέλεσιν τν νομίμων.

πέραντος χρος το θεάτρου τς μάχης μοίαζε πρός μακελλεον. Καί ταν ντίκρυσα τήν φρικιαστικήν εκόνα καμμένων σπαρτν καί ψημένων σωμάτων καί εδα σκοτωμένους μέ τήν λόγχην στά χέρια καί μέ ποκρυσταλλωμένην ες τό πρόσωπον τήν ψυχολογίαν της ρμς καί τς χαλυβδίνης ποφασιστικότητος, δάγκασα συναισθήτως τά χείλη ποθαυμάζων. γγελιοφόρος τς Δ’ Μεραρχίας στάθη καί κουσα νά παγγέλη:

Στο Κιλκίς τήν λόμαυρη ράχη

Περπατώντας δόξα μονάχη

Μελετ τά λαμπρά παλλικάρια

Καί στήν κόμη στεφάνη φορε

Γινομένο π’ λίγα χορτάρια

Πούχαν μείνη στήν ρημη γ

ρημη γ μέ τά λίγα της ναπομείναντα χόρτα στολίζετο πό τς μέρας ατς μέ τόν στέφανον τς θανασίας καί τά σημα ως χθές καί πτωχά κενα ψώματα παρεδίδοντο ες τήν δόξαν καί τόν θαυμασμόν τν αώνων» (σελ. 83).

Γι’ αὐτό νίκησαν ἐκεῖνα τά λαμπρά παλλικάρια. Ἦταν φτιαγμένα ἀπό τή μαγιά τῶν πολέμαρχων τοῦ Εἰκοσιένα. Ἦταν φτωχά παιδιά, ἡ ψυχή τους ὅμως σπίθιζε ἀπό φιλοπατρία. Ἡ πατρίδα εἶναι ἡ μάνα μας καί τήν ἀγαπᾶμε καί ὅταν εἶναι φτωχή καί ἀναγκεμένη σάν σήμερα. «Φίλει τήν πατρίδα καν δικος » ἔλεγε ὁ Πλάτων. Πατρίδα εἶναι οἱ τάφοι τῶν προγόνων, τά ἁγιασμένα κόκκαλα τῶν ἡρώων, τά ξωκλήσια τῆς Παναγίας μας.

«Δέν θά μο πήγαινε ατό τό ντούφεκι, ν δέν σουν σύ γλυκό χμα πού νιώθεις σάν νθρωπος. ν δέν ταν πίσω μας λίκνα καί τάφοι πού μουρμουρίζουν, ν δέν ταν άνθρωποι, κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα μέτωπα, κομμένα στόν λιο μέ τό σπαθί το Θεοῦ» γράφει περήφανα ὁ Νίκ. Βρεττάκος.

« μεγαλωσύνη στά Έθνη δέν μετριέται μέ τό στρέμμα, μέ τς καρδις τό πύρωμα, μετριέται και μέ τό αμα» λέει ὁ ποιητής.

Τώρα πού μᾶς ταλανίζει ἡ κρίση καί σκύψαμε τό κεφάλι, ἄς στραφοῦμε «πίσω» γιά νά ἀντλήσουμε δύναμη. Ἄς κλείσουμε μές στήν ψυχή μας ἕνα Μεσσολόγι, ἕνα Κιλκίς, ἕνα Σαράντα καί ἄς βαδίσουμε στίς ἀτραπούς τῆς ἱστορίας ὁλόρθοι. «Εἴμαστε παλαβοί ἐμείς οὶ Ἑλληνες, ἁλλά χουμε γνωστικό Θεό» ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης καί Αὐτός θά μᾶς σώσει. Δέν μᾶς πρέπει ὁ φόβος, καταγόμαστε ἀπό γενιές ἡρώων σάν αὐτούς πού δόξασαν τήν πατρίδα στόν τόπο τόν ἱερό τοῦ Κιλκίς.

Κλείνουμε μέ τούς στίχους τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ Κωστῆ Παλαμᾶ, πού τούς ἀπήγγειλε τό 1928, κατά τά ἀποκαλυπτήρια του μνημείου πού δεσπόζει στό ἡρῶον τῆς μάχης. Ὁ ὕμνος ὀνομάζεται « Πατρίδα στούς νεκρούς της» Νά, πῶς τελείωνε ὁ ποιητής:

« -  Παιδιά μου, σοι, προφτες μου, στρατιτες, ρχηγοί,

 σάν τά λιοντάρια στήσατε κορμιά καί σάν τά κάστρα,

 καί μεσ’ στή μακεδονική ματοθρεμμένη γ

βάλατε τήν εκόνα μου φερτή σάν πό τ΄ στρα

 στο Λαχανά καί στο Κιλκίς τήν κκλησιά τήν πλάστρα,

πνοές κι ν πλανάστε σ’ λλη ζωή, λείψανα κι ν κοιμάστε,

σς λειτουργ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ‘στέ».

http://www.olympia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου