by anixneuseis |
Του Βλάση Αγτζίδη*
Η
πρόσφατη συζήτηση που έγινε με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και
αφορούσε την ποινικοποίηση ή μη την αναγνωρισμένων Γενοκτονιών από το
ελληνικό κράτος, έφερε στην επιφάνεια απωθημένες μνήμες, άγνωστες
σελίδες της Ιστορίας, διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις και θύμισε
τον τρόπο με τον οποίο υποδέχτηκε η «μητέρα-πατρίδα» τους πρόσφυγες του
1922 και συνειδητά αποφάσισε να «εξορίσει» από τη συλλογική μνήμη μια
τραυματική ιστορική εμπειρία. Ο κατασταλτικός και ρατσιστικός τρόπος με
τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι πρόσφυγες του ’22 από τις ελλαδικές ελίτ
και η απόκλιση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους από τα συμφέροντα του
ελλαδικού Βασιλείου δεν άφησαν και πολλά περιθώρια για ενσωμάτωση και
της δικής τους ιστορικής εμπειρίας στο συλλογικό εθνικό αφήγημα.
Κατάλληλες
συνθήκες θα δημιουργηθούν μόλις τη δεκαετία του ΄80. Διαμορφώθηκε ένα
νέο ιστοριογραφικό ρεύμα, προερχόμενο από τις ομάδες των θυμάτων, που συνομίλησε με τους Τούρκους αντιεθνικιστές ιστορικούς
και πρότεινε νέες ερμηνευτικές σταθερές. Ετσι, σε ιδεολογικό επίπεδο
ξαναβρέθηκε το νήμα που τους ένωνε με την άλλη Αριστερά, αυτή που
βασίζεται στις αναλύσεις των Γληνού, Σκληρού και Λούξεμπουργκ.
Τα κύρια σημεία διαφοροποίησης της προσφυγικής ερμηνείας από την κατεστημένη ελλαδική είναι τα εξής:
-Η
εθνική εκκαθάριση των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων της Ανατολής,
Αρμενίων, Ασσυροχαλδαίων) από τον μιλιταριστικό τουρκικό εθνικισμό
εντάσσεται σε μια αυτόνομη ενδο-οθωμανική διεργασία και όχι στο πλαίσιο
της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Η Γενοκτονία των ανεπιθύμητων
κοινοτήτων, ως ένας τρόπος εθνικιστικής «τακτοποίησης», δρομολογήθηκε
λίγο μετά το 1908, αποφασίστηκε το 1911, οργανώθηκε το 1913 και άρχισε
να υλοποιείται από το 1914. Η διαδικασία αυτή εισήγαγε στην εμπειρία της
ανθρωπότητας τη μεθοδευμένη στοχοποίηση πληθυσμών και στην κυνική
οργάνωση των σφαγών, κάτι που θα κορυφωθεί με την ολοκλήρωση αυτής της
διαδικασίας από τους Ναζί –ιδεολογικά συγγενείς των Νεότουρκων- λίγες
δεκαετίες αργότερα.
-Από
τα 3,5 περίπου εκατομμύρια των χριστιανών της Ανατολής (Αρμενίων,
Ελλήνων, Ασσυροχαλδαίων), επέζησαν λίγες δεκάδες χιλιάδες μετά το τέλος
των γεγονότων. Ειδικά από την οθωμανική ελληνική κοινότητα, που
ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια, καταμετρήθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα το
’28 λίγο περισσότεροι από 1,2 εκατομμύρια.
-Από
άποψη κατηγοριοποίησης του φαινομένου, η γενοκτονία των Ελλήνων της
Ανατολής μπορεί να συσχετιστεί με τη γενοκτονία των ιθαγενών της
Αμερικής και της Αυστραλίας από τους Αγγλοσάξονες, των νοτιοαμερικάνων
από τους Ισπανούς, των Εβραίων από τους Γερμανούς, των μουσουλμάνων από
τους Σέρβους και των Παλαιστινίων από τους Ισραηλινούς.
Ενδιαφέρον
έχει το πως αντιμετώπισε ο παραδοσιακός πολιτικός χώρος τα αιτήματα για
αναγνώριση της Γενοκτονίας. Κατ’ αρχάς ο κοινοβουλευτικός κόσμος
αποφάσισε το 1994 και το 1998 να αναγνωρίσει ομοφώνως τις Γενοκτονίες.
Υπό την πλήρη συμφωνία του σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ, της κεντροδεξιάς
Νέας Δημοκρατίας και της Αριστεράς (ΚΚΕ και Συνασπισμός), ενώ απουσίαζε
τότε από το κοινοβουλευτικό πολιτικό προσκήνιο κάθε ίχνος ακροδεξιάς.
Στη συνέχεια, η Δεξιά και η Ακροδεξιά που ιστορικά υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του προσφυγικού ελληνισμού καθ’
όλο το Μεσοπόλεμο και έως το 1981, φάνηκε ότι ενσωμάτωναν εργαλειακά
και εύκολα -αμνήμονες ούσες- τα προσφυγικά αιτήματα. Ειδικά, όσον αφορά
την Ακροδεξιά, που έλκει την καταγωγή της από τη μεταξική
αντιμικρασιατική παράδοση και αναπτύσσεται ραγδαία στις μέρες μας υπό τη
μορφή του νεοναζιστικού μορφώματος, παρατηρούμε την υιοθέτηση μιας
στρατηγικής «δούρειου ίππου». Υπερθεματίζει επί των προσφυγικών
αιτημάτων εργαλειοποιώντας τα συνθήματά τους, διαστρεβλώνοντας τελείως
το περιεχόμενό τους και προσδίδοντας σ’ αυτά ένα ακραίο σοβινιστικό και
ρατσιστικό περιεχόμενο. Συνδυάζει τα αιτήματα αυτά με τη γενικότερη
δυσαρέσκεια, την κοινωνική ανέχεια, την ανασφάλεια προτείνοντας ένα
ασφαλές εθνικιστικό καταφύγιο ιδεών. Ακολουθεί και σ’ αυτά τα ζητήματα
την στρατηγική που πολύ καλά περιέγραψε η Βασιλική Γεωργιάδου: «Απέναντι
στους διαμαρτυρόμενους δεν προσφέρει πρόταση πολιτικής αλλά ένα είδος
δικαίωσής τους και ανακούφισης, ότι δηλαδή είναι εύλογοι οι λόγοι
δυσαρέσκειας τους. Η ακροδεξιά δικαιώνει, με άλλα λόγια, την πολιτική
διαμαρτυρία. Συνήθως, τα υπόλοιπα κόμματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής
προσπαθούν να απαντήσουν με πολιτικές προτάσεις στα αισθήματα και τις
καταστάσεις της διαμαρτυρίας. Η ακροδεξιά, από την άλλη, έχει ως
στρατηγικό στόχο να θεμελιώσει αυτά τα αισθήματα δυσαρέσκειας».
Βοηθό σ’ αυτήν της την προσπάθεια -που προς το παρόν δεν φαίνεται να αποδίδει καρπούς- βρίσκει τη στάση μέρους της Αριστεράς,
που δίνει την εντύπωση ότι αποστασιοποιείται καλυπτόμενη από έναν
αγνωστικισμό. Κάποιες φορές εμφανίζεται και η γελοιοποίηση και η
συκοφάντηση των προσφυγικών αιτημάτων, στάση πολύ επικίνδυνη σε
μακροκοινωνικό επίπεδο. Στη στάση αυτή συναντούμε ένα ενδιαφέροντα
μετασχηματισμό της παλιάς δυσαρέσκειας
που προκαλούσαν οι πρόσφυγες στις «ντόπιες» ελίτ και συνοδεύονταν από
κακεντρέχεια και μοχθηρία, σε μια σύγχρονη μνησίκακη στάση, που
βασίζεται σε εχθρικά συναισθήματα και σε μια φιλέκδικη διάθεση, που
προκύπτει μάλλον από την ασυμφωνία των ερμηνειών.
Η
στάση αυτή, που φαίνεται να προκύπτει από ιδεολογικές ακυρώσεις, εκτός
από εξυπηρετική της Ακροδεξιάς στρατηγικής, αντιστρέφει τις αξίες,
προσπαθεί να αιτιολογήσει τις Γενοκτονίες, λειτουργεί με τη λογική της
«εξίσωσης του αίματος».
Προσπαθώντας
να ερμηνεύσουμε μια δυσερμήνευτη στάση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι
βρισκόμαστε μπρος στο φαινόμενο όπου οι αμφισβητημένες παλιές αξίες
μένουν στο παρασκήνιο του ψυχισμού χωρίς να γίνονται αντιληπτές και
καθορίζουν το κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς. Επί της ουσίας, κάποιοι που
επιμένουν στα παλιά ελλαδικά ερμηνευτικά σχήματα και αρνούνται να
αποδεχτούν ότι υπάρχουν νέοι τρόποι προσέγγισης,
υιοθετούν συμπεριφορές ενεργητικής μνησικακίας ως τρόπο αντιμετώπισης
όσων υιοθετούν τις νέες ερμηνείες και προβάλλουν τα ιστορικά δεδομένα
που αποκαλύπτουν ότι οι Γενοκτονίες στην Ανατολή υπήρξαν βασικό
συστατικό του μετασχηματισμού μιας πολυεθνικής Αυτοκρατορίας σε
έθνος-κράτος.
*Με αφορμή τη δημοσίευση ενός κειμένου του Γιώργου Μαργαρίτη στην “Εφημερίδα των Συντακτών” (10 Ιουνίου 2013) με τίτλο “Η γενοκτονία των ιστορικών και της ιστορίας“, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στο άρθρο μου ”Αντι-μνήμη και αμφισβήτηση“, (“Καθημερινή”) έγραψα το παρακάτω κείμενο, το οποίο και δημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών” (18 Ιουνίου 2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου