Ετικέτες

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Της Αγίας καθηγήτριας

του Δημήτρη Πατέλη

Ώρες δουλεύαμε με τον φίλο μου τον Σωτήρη, Πολιτικό Μηχανικό και πέντε χρόνια μεγαλύτερό μου, το κοστολόγιο για τη θεμελίωση της νέας γέφυρας στη διασταύρωση Ιεράς οδού και Κηφισού.  Οι παλαιές που φτιάχτηκαν το 1981, ήταν πια ασύμφορες και η Πατρίδα προγραμμάτισε το γκρέμισμα τους και τη κατασκευή νέων, να δείξει καλύτερο πρόσωπο, στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004.






Μετά τις τρεις το απόγευμα, κοίταζε συνεχώς το ρολόι του και φαντάστηκα, πως κάποιο τηλέφωνο σημαντικό περίμενε. Μα γύρω στις τέσσερις, άφησε τον υπολογιστή και φόρεσε το σακάκι του βιαστικά και αμήχανα, σαν αλλού να ταξίδευε.

-Εδώ θα διακόψουμε, γιατί στις πέντε έχω κάποια κηδεία να πάω.

Δεν του απάντησα αλλά διάβασε στο βλέμμα μου κάποιο ερωτηματικό και συνέχισε σαν κοντοστάθηκε στη πόρτα.

-Αν το θέλεις, συνόδεψε με, το έχω ανάγκη. Αισθάνομαι άσχημα, αναπνέω δύσκολα.

Βρεθήκαμε στο Τρίτο Νεκροταφείο, έψαξε στους νεκροθαλάμους και στάθηκε μπροστά σε κάποιον που έγραφε απ’έξω. “Κλεαρέτη Σ. – Καθηγήτρια Μαθηματικών – Ετών 84”. Μπήκαμε μέσα, πρώτος αυτός, σταθήκαμε σε μια μικρή σειρά συγγενών και σαν ήλθε η ώρα του να προσκυνήσει, με κατέπληξε. Όλοι οι άλλοι φιλούσαν την εικόνα, το φέρετρο, ενώ αυτός φίλησε την αναπαυμένη, λιγόσαρκη, καταρυτιδωμένη γριούλα στα χείλη και μάλιστα με κάποια διάρκεια. Σαν βγήκαμε έξω, κάτσαμε στο απέναντι παγκάκι, μπροστά από τους Οικογενειακούς τάφους και τον κοίταζα να έχει κρατημένο το κεφάλι του, σαν να ταξίδευε. Ύστερα ανασηκώθηκε και μίλησε πρώτος.

-Βάζω στοίχημα πως σε παραξένεψα, μα δεν είμαι αδικαιολόγητος.

Ακούμπησε πίσω το κεφάλι στον ευκάλυπτο που στήριζε το παγκάκι και μίλησε σιγά, σαν να υπαγόρευε κάποια αμαρτήματά του στο Θεό.

-Ζούσαμε τότε στην Ερμούπολη, πριν πενήντα χρόνια. Ήμουνα δεκάξι χρονών, στην ηλικία που τ’αγόρια δεν είναι ούτε μωρά να τα κανακέψεις ούτε και άντρες να τ’αγαπήσεις και να συνδεθείς μαζί τους. Σ’αυτά, πρόσθεσε πως ήμουνα και μπιμπικιάρης στα μάγουλα. Αλλά είχε αρχίσει να μου αρέσει πολύ το γυναικείο σώμα, δείγμα πως μέσα μου η σάλπιγγα βάραγε για ξύπνημα. Επαρχία όμως και νοοτροπία δολοφονική για ένα αγόρι...

Μια φορά τόλμησα να κοιτάξω μια θειά μου, της μάνας μου αδελφή, στο στήθος σαν έσκυψε να μαζέψει ένα χαλί και με κατακεραύνωσε.
-Είσαι και ματιάρικο ζουλάπι και μου τράβηξε ένα χαστούκι που είδα όλο τον Γαλαξία να περνάει μπροστά μου.

Και φυσικά σαν γυναικούλα δεν έχασε την ευκαιρία να μη το πει της μάνας μου, για να με φιλοδωρήσει και αυτή δύο μπάτσους. Και δύο μήνες αργότερα, σαν κρυφοκοίταξα μια μεγάλη μου ξαδέλφη, τριαντάρα, που ασβέστωνε τις πλάκες στο καλντερίμι, μου κοπάνησε δυό με τον μπλάστρη και με στόλισε καρούμπαλα. Έτσι αυγάτεβε η σεξουαλική μου πείρα μέχρι που μια μέρα μου λέει η μάνα μου.

-Εδω να, σου έχω δείγματα κουμπιών που μου λείπουνε. Τράβα στη θεία σου την Κλεαρέτη μήπως έχει όμοια να μου δανείσει. Πρόσεχε, είναι καθηγήτρια!

undefined
Θεία μου ήταν, από τριτοξαδέλφη της μάνας μου, είκοσι χρόνια μεγαλύτερή μου, μια γυναικάρα με άντρα δικαστικό. Σαν χτύπησα την πόρτα, άκουσα ένα εμπρός και σαν μπήκα, βρήκα την μακροθεία μου να σιδερώνει, φορώντας ένα κοντό παντελόνι και ένα εφαρμοστό μπλουζί, που την έκανε αξιοθέατη. Τη θαύμασα με τα δύο μάτια, μα σαν με κοίταξε, αφήνοντας σε μια άκρη το βαποράκι, ξέρεις έτσι λέγαμε παλιά τα σύνεργα του σιδερώματος, πάγωσα μέχρι τα νύχια. Σκέφτηκα πως αφού οι πολύ απλές γυναικούλες με δείρανε, αυτή που ήταν και κοτζάμ καθηγήτρια, θα με σκότωνε...

Σταμάτησε, ξεροκατάπιε με δυσκολία κοιτάζοντας την εκκλησία που θα γινόταν η τελετή και συνέχισε, πιο ψύχραιμα τώρα.

-Τίποτε δεν έγινε απ’ότι φοβόμουνα και λαχτάρησα. Με κοίταξε γελώντας, χωρίς να με ρωτήσει ποιος ήμουνα και μου ανταπέδωσε το θαυμασμό μου, μ’ένα φιλί στο μάγουλο. Έπειτα  αφού έμαθε τι ήθελα, μου είπε να καθίσω στον μεγάλο καναπέ κι εκείνη πήγε στο μέσα δωμάτιο. Σαν γύρισε με τρατάρησε γλυκό μελιτζανάκι και μέχρι να το φάω ξαναπήγε μέσα και έφερε ένα όμορφο μικρό μπαουλάκι, χαλκοντυμένο.

-Εδώ να φυλάω τα κουμπιά τα παλιά, για κάθε ζήτηση Σωτηράκι. Έλα να ψάξουμε να βρούμε κάτι για την μαμά σου. Έλα κοντά, τέσσερα μάτια ψάχνουν καλύτερα.

Έκατσε πλάι μου, άνοιξε το μπαουλάκι κι άρχισε να σκαλίζει. Σε κάθε ένα που εύρισκε να ταιριάζει, μου έγνεφε ν’ανοίξω την παλάμη μου, να το τοποθετήσει μέσα. Δεν ξέρω αν έτσι νόμιζα ή έτσι ήταν πράγματι, κρατούσε τα δάκτυλά της αρκετά μέσα στη φούχτα μου κι ήταν εκείνη η επαφή με το δέρμα της, μια δική μου ταυτόχρονη, Ανάσταση και Ανάληψη. Σαν τα βρήκαμε όλα, με συνόδεψε μέχρι τη πόρτα με το χέρι στον ώμο μου και πριν την ανοίξει, με κοίταξε παίζοντας μιά συμφωνία για μάτια και βλέφαρα, που νόμιζα πως άκουγα τις σάλπιγγες του Παραδείσου. Όλα περίμενα να τ’ακούσω, εκτός από αυτά που μου είπε. Λόγια που τα κράτησε η μνήμη και η καρδιά χιλιοκάρφωτα, στη πιο καλή μεριά τους.
-Μ’αρέσει ο τρόπος που με κοιτάς. Ο θαυμασμός σου είναι αθώος και γοητευτικός.

Και ξέρεις τι έκανε μετά; Με κοίταξε με πιότερη γλυκύτητα και φέρνοντάς με πιο κοντά της, μου έπιασε το αριστερό χέρι και το ακούμπησε στο στήθος της. Με ένιωσε πως ήμουν έτοιμος για απογείωση και με άφησε ένα λεπτό να ηρεμήσω. Ύστερα μίλησε σιγά, με το χέρι μου πάντα αραγμένο στον Παράδεισο.

-Να ζητείς και να κάνεις πάντα ότι σ’αρέσει, με ευγένεια. Ένα κομμάτι από εσένα είναι η κάθε γυναίκα. Έλα πάλι οπόταν θέλεις να τα λέμε, να με κοιτάζεις όσο επιθυμείς. Έλα κι όταν έχεις κάποια ανάγκη στα Μαθηματικά, στη Φυσική...

Στο σπίτι το βράδυ εκείνο αλλά και στα επόμενα που πέρασαν, προσπάθησα να μην δείξω τίποτε από την ζάλη και τη σαστιμάρα της ευτυχία που ένιωσα. Εκείνη δίδασκε στο γυμνάσιο Θηλέων κι έτσι, δεν μπορούσα να τη δω σε κάποια σύμπτωση, μέσα στο χώρο του Σχολείου. Η ίδια μου η Μάνα μου έδωσε βοήθεια, σαν βγήκανε οι βαθμοί του πρώτου τριμήνου και διαπίστωσε ότι οι δικοί μου, ήταν πιο χαμηλοί, από τις βαθμολογίες που είχαν οι γείτονες και συμμαθητές μου. Έτρεμε για μένα η δόλια, έτρεξε, ρώτησε, έμαθε και μου έφερε τα χαμπέρια.

-Έχεις ανάγκη από λίγο φροντιστήριο Σωτήρη μου και τα κανόνισα, με τη θεία Κλεαρέτη. Θα σου κάνει τρεις φορές την εβδομάδα φροντιστήριο, το απόγευμα. Αύριο κιόλας σε περιμένει, κατά τις πέντε.

Βρέθηκα με καρδιοχτύπι στην πόρτα της την επόμενη, μακαρίζοντας την ιδέα της μάνας μου και των καθηγητή των μαθηματικών, που με κοπάνησε. Είχαν περάσει είκοσι ημέρες από τη πρώτη μας συνάντηση κι όμως ένιωθα μια αγωνία, σαν να με περίμενε ο Θεός... Κι εκείνη φορούσε ένα πλεχτό άσπρο φόρεμα που με γέμισε μύρωμα. Έδειξε τη χαρά της που την επισκέφτηκα αλλά ο δικός μου θαυμασμός και η χαρά κούρνιασαν, σαν με πέρασε μέσα και με σύστησε στον άντρα της. Πάντα με χαμόγελο με οδήγησε σε κάποιο άλλο δωμάτιο και καθισμένη πλάι μου, άρχισε να μου εξηγεί τον πολλαπλασιασμό των πολυωνύμων. Πρόσεξε το παίξιμο των ματιών μου στο άνοιγμα του φορέματός της και με μάλωσε, παίζοντας τα δάκτυλά της στα δικά μου.

-Τώρα κοιτάμε τα μαθηματικά. Για τα άλλα, έχουμε ώρα και όρεξη.

Στα μέσα του μαθήματος ήρθε και μας αποχαιρέτησε ο άντρας της, γιατί είχε κάποια δουλειά και μόλις ξανάλθε κοντά μου, μετά τον αποχαιρετισμό της, η τρυφερότητά της πολλαπλασιάστηκε. Συνεχίσαμε το μάθημα με το χέρι της στον ώμο μου, τα μαλλιά της κοντά στα χείλη μου και τη φωνή της να με καθοδηγεί σε όλα. Σαν τελείωσα, στη πόρτα με φίλησε δύο φορές στα μάγουλα και μια στα χείλη ελαφρά, δείχνοντας τη χαρά της, που έμεινα κοντά της μια ώρα.

-Να μου ξανάλθεις γρήγορα!

Οι βαθμοί μου στο επόμενο τρίμηνο, ήταν στα ύψη και η χαρά της μάνας μου ακόμα πιο ψηλά. Μα πέρα από όλα αυτά, η δική μου ζωή είχε βγάλει φτερά. Η Κλεαρέτη δεν είχε παιδιά, ούτε και ανίψια  Σαν γυναίκα δικαστικού στην επαρχία, είχε λίγες συναναστροφές και όπως μου εξομολογήθηκε κάποτε, της θύμιζα μια παιδική της αγάπη. Για να φανώ στα μάτια της ικανός διάβαζα όσο μπορούσα πιότερο κι εκείνη σε κάθε δύσκολη άσκηση που έλυνα, με βράβευε.

Στην αρχή μ’αγκάλιαζε και μετά με φιλούσε στα μάγουλα. Πλάι μου γνώρισε τον γιο που δεν είχε, την παλιά αγάπη που έχασε, τη τρυφερή συντροφιά που ήθελε. Εγώ αντάμωσα στα χέρια της, μια ακόμα μάνα έξω από τα συνηθισμένα, μια φίλη που ήταν ποταμός τρυφερότητας, μια αγάπη που ήξερε να προσφέρει και να συμβουλεύει. Έτσι δεν ήταν καθόλου περίεργο, που κοντά της έμαθα, πως στην αγάπη και στον έρωτα δεν υπάρχει “ντροπή σου” και “Απαγορεύεται” αλλά μόνο το “Δείξε μου τι σου αρέσει να το αγαπήσω και εγώ”. Έμαθα κοντά της πως ο Έρωτας είναι δεσμός χωρίς δεσμά.

Έμαθα δίπλα της να είμαι τρυφερός με τις γυναίκες και είχα τόσες επιτυχίες αργότερα. Όταν μιλούσα μαζί της, σαν είμαστε μόνη την έλεγα φίλη, μεγάλη αδελφή, νεαρή μάνα, αγαπημένη. Σαν της πήγαινα κάθε μήνα, τα χρήματα που είχε συμφωνήσει με τη μάνα μου για τα μαθήματα, τα έπιανε στα χέρια της, τα κράταγε για λίγο και μετά, μου τα έβαζε στην τσέπη μου γελώντας. Πάντα μου έλεγε και κάποιο τρυφερό λόγο που συνεχιζόταν με αγάπη και έρωτα... Σαν της έλεγα πως τη σκέπτομαι συνεχώς, με κρατούσε αγκαλιά ακόμα πιο τρυφερά και απαντούσε.

-Είναι γιατί είμαι, το πρώτο γυναικείο κορμί που αγκαλιάζεις. Πάντως σε ευχαριστώ!

Σαν μετά από δύο χρόνια, βρήκα μια φίλη στην ηλικία μου, το κατάλαβε, το έμαθε και μου έδωσε να νιώσω  πως δεν ήταν ανάγκη πλέον να πηγαίνω σπίτι της, ούτε ακόμα και για ασκήσεις. Στην πόρτα της μπροστά, με φίλησε πιο τρυφερά από κάθε άλλη φορά και μ’αποχαιρέτησε. Θυμάμαι πως ήταν βουρκωμένη.

-Καλοτάξιδος στην ζωή και στον έρωτα. Ομόρφηνες και τη δική μου ζωή...

Έξω τα κοράκια άρχισαν να μαζεύουν τα στεφάνια και καταλάβαμε ότι θα την έβγαζαν από τον νεκροθάλαμο, για την εκκλησία της τελετής. Ο φίλος μου συνέχισε.

-Ήταν για εμένα ότι καλύτερο καλό, με βρήκε στη ζωή μου. Έχω να τη δω σαράντα χρόνια και από τηλεφώνημα σημερινό της αδελφής μου, έμαθα πως σήμερα...

Θα έλεγε κι άλλα, μα φάνηκαν οι νεκροπομποί που κουβάλαγαν από εκείνη την γυναικάρα, ότι άφησε ο χρόνος και οι ασθένειες. Σαν διάβαιναν από κοντά μας, ο φίλος μου λύγισε και τον στήριξα να μη πέσει. Κοντά του σκύβοντας, τον άκουσα να λέει πλέοντας στον χρόνο και στο συναίσθημα.

-Καλό σου ταξίδι....Αγία μου Καθηγήτρια...Σ’ευχαριστώ για όλα!

Τις μεγάλες αγάπες, λέει ο ποιητής, τις χαρακτηρίζουν οι αγέραστες αναμνήσεις και η ατερμάτιστη τρυφερότητα, που κουβαλάει η θύμησή τους στα γεράματα.!!!


(Το διήγημα του Δημήτρη Πατέλη απέσπασε το Α΄Βραβείο στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης-Διηγήματος Δυτικής Αθήνας, που διοργάνωσε το περιοδικό "πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ", το 2002. Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο τεύχος 14)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου