Δημοσιογράφος περιγράφει πώς είδε τον Γ. Βιζυηνό πριν πεθάνει.
Ο μεγάλος έρωτας σάλεψε τα μυαλά του…
Τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1895 ένας δημοσιογράφος επισκέφθηκε στο «Δρομοκαϊτειον Φρενοκομείον» τον μεγάλο λογοτέχνη Γεώργιο Βιζυηνό, ξεχασμένο από όλους, όπως είναι σήμερα παρόμοιοί του «παρκαρισμένοι» σε ιδρύματα (ψυχιατρεία) ή ηλικιωμένοι σε γηροκομεία. Ο δημοσιογράφος επισκέφθηκε τον Βιζυηνό για να του δώσει λίγη χαρά, στοργή, ζεστασιά όπως προσδοκούν οι δύσμοιροι τούτοι συνάνθρωποί μας τέτοιες μέρες…
«Ερράγησεν η ψυχή μου και δάκρυα επλημμύρρησαν τους οφθαλμούς μου μόλις είδον εις μίαν γωνίαν, εξηπλωμένον επι κλιντήρος (σημ. συντ. πολυθρόνας) και ατενώς προσβλέποντα εις το κενόν με μίαν άφατον μελαγχολίαν διαχεομένην επι του προσώπου τον Γεώργιον Βιζυηνόν».
Έτσι άρχισε ο δημοσιογράφος το ρεπορτάζ του. Σε λίγες γραμμές έδωσε την σκληρή εικόνα της κατάστασης που βρισκόταν ο μεγάλος εκείνος λογοτέχνης που πέρασε τα τελευταία του χρόνια στο «Δρομοκαϊτειον Φρενοκομείον, εις εξοχικήν υγιειονοτάτην, ελαττον ώρας απέχουσα των Αθηνών, κείται ως γνωστόν επί της αμαξωτής οδού Ελευσίνος, πλησίον του Δαφνίου και λειτουργεί ανελλιπώς από της 1ης Οκτωβρίου 1889».
Είναι το ίδρυμα που έφτιαξε ο Χιώτης μεγαλέμπορος Ζωρζής Δρομοκαϊτης και στο οποίο «φιλοξενήθηκαν» προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Άριστος Καμπάνης, ο Γεράσιμος Βώκος και πολλοί άλλοι. Δεν είναι τίποτα καινούργιο, όταν έρχεται η τρέλα στον άνθρωπο. Είναι η συνηθισμένη του κατάσταση, χωρίς τον έλεγχο… Ο τρελός είναι ο ίδιος, ο φρόνιμος, που παύει να κρύβεται… Ο Βιζυηνός, όταν το δρολάπι της αρρώστιας είχε φαρμακώσει το αίμα του και τσακίσει τα τελευταία φράγματα του ελέγχου, άφησε ακούσια την ψυχή του να παραδοθεί ανεμπόδιστα στο παραλήρημά της…
Ο άτυχος έρωτας
Καθηγητής της ρυθμικής και δραματολογίας στα 40 του το 1890, ερωτεύεται τη 16χρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, «το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φώς του». Ο άτυχος αυτός έρωτας στάθηκε μοιραίος αφού τον οδήγησε στην ψυχασθένεια και στον εγκλεισμό του στο Δρομοκαϊτιο…
Ο Βιζυηνός, όταν έγινε δέκα χρόνων, οι γονείς του τον έδωσαν σε συγγενή τους ράφτη στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει την τέχνη. Ο συγγενής πέθανε και ένας συντοπίτης του τον έστειλε στον συγγενή του μητροπολίτη Κύπρου. Έκανε τον ψάλτη, του φόρεσαν ράσο κι έμαθε γράμματα δουλεύοντας ως παιδονόμος.
Μια μέρα τον τσάκωσαν να κρεμιέται από το παράθυρο της κάμαράς του μ’ ένα σχοινί και να ξενυχτάει κάτω από το αντικρυνό σπίτι, όπου μια ξανθή μαυροματούσα κοπελίτσα τον είχε γοητεύσει. Τότε ο «γέροντάς» του τον έβαλε σαράντα μέρες αυστηρή νηστεία (ψωμί ξερό και νεράκι) και εκατόν πενήντα μετάνοιες την ημέρα. Από το σχολειό της Κύπρου βρέθηκε στη Σχολή της Χάλκης με καθηγητή τον τυφλό ποιητή, τον σοφό Ηλία Τρανταλίδη. Από εκεί και έπειτα όλα εξελίχθηκαν ομαλά για τον ανήσυχο Γεώργιο Βιζυηνό. Οι τριγμοί στας φρένας εμφανίστηκαν αργότερα…
Ο Δηλιγιάννης και τα… εκατομμύρια
Αλλά ας γυρίσουμε πίσω, στο Δρομοκαϊτειο και ας αφήσουμε τον δημοσιογράφο να συνεχίσει την περιγραφή του:
«Η φυσιογνωμία την οποίαν άλλοτε εγνωρίσαμεν, είναι ολίγον εξηντλημένη, το αυτό γένειον, η αυτή φαλάκρα. Το ζωηρόν των οφθαλμών απεξηράνθη και το πυρ των εσβέσθη μαζί με την δάδαν του νού. Εμειδίασε μόλις με είδε.
-Γνωστή φυσιογνωμία, παρετήρησεν, τείνων μοι συγχρόνως την χείρα. Ηθέλησα ευθύς εξ αρχής να τον προκαταλάβω, και αποσπάσω λογικήν τινα απάντησιν και δεν απέτυχον.
- Δεν έτυχε να μάθετε, ότι η «Εστία» δημοσιεύει τώρα τον «Μοσκώβ Σελήμ» σας;
-«Η «Εστία» τον «Μοσκώβ Σελήμ» μου; Και εσιώπησεν επί τινας στιγμάς, ωσεί προσπαθών να θέση εις τάξιν τον λαβύρινθον της μνήμης του. Ναί, ναί, εχετε δίκαιον. Έτυχε μίαν απο αυτάς τας ημέρας να κρατή κάποιος εδώ πέρα το φύλλον της «Εστίας» και επειδή είδε το ονομά μου ήλθε και μου το έδειξεν. Αλήθεια, η «Εστία» έγινε καθημερινή; Έπαυσε το εύμορφον περιοδικόν της; Όχι, του είπον, εκδίδεται όπως πριν κατά οκταήμερον, όταν είσθε συνεργάτης, τώρα ανέλαβε την διεύθυνσίν της ο Ξενόπουλος.
- «Ο Γρηγόρης; Τον κακομοίρη! Θα του κάμω κι εγώ κανένα καλό ποίημα, όταν έβγω απ΄εδώ μέσα. Το ζήτημα είναι να πεισθή ο βασιλεύς ότι τα 700 εκείνα εκατομμύρια δεν θα τα δώσω εις τον Δηλιγιάννην…»
Το Δρομοκαίτειον Φρενοκομείον» όπως ήταν την εποχή του Βιζυηνού
|
Οι σκηνές και οι εικόνες που περιγράφει ο δημοσιογράφος είναι συγκλονιστικές. Ο συγγραφέας των σπουδαιοτάτων έργων «το αμάρτημα της μητρός μου» και «ποίος ο φονεύς του αδελφού μου», μιλά ασυνάρτητα, αναφέρεται σε φανταστικές συναντήσεις του με τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄ του υπόσχεται ότι δεν πρόκειται να δώσει τα εκατομμύρια που έχει στον πολιτικό αντίπαλο του Τρικούπη τον Δηλιγιάννη και απαγγέλει ένα ωραίο του ποίημα την «Μαργαρώ», με τα κατάμαυρα μάτια του να σπινθηροβολούν και μετά να χάνουν την ζωντάνια τους, η διάνοιά του να θολούται και τα μάτια του να ξαναπαίρνουν την χαύνουσα εκφραση και να αρχίζει να γελά…
Ηγέρθην να αναχωρήσω. «Μου κάμνετε την χάριν, είπε στρεφόμενος προς το μέρος μου, να προσφέρετε τους χαιρετισμούς μου, εις τον Παλαμάν και τον Δροσίνην…»
-Υπάρχει καμία ελπίς ιατρέ, ήτο η πρώτη μου ερώτησις μόλις εξήλθομεν της αιθούσης.
-Δυστυχώς ουδεμία, ούδ’ η αμυδροτέρα ακτίς ελπίδος, Πάσχει εκ προϊούσης γενικής παραλύσεως και η νόσος του ευρίσκεται εις το τελευταίον της στάδιον…
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, διαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε παπά από τη Μονή Δαφνίου να τον μεταλάβει. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια, αλλά τα κείμενα του παραμένουν αθάνατα.
Στίχοι του Φρενοκομείου
Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα!
Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα..
μεσ’ σ’ αυτήν την χώρα
όλα άλλαξαν τώρα!
Κι από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φώς μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα…
Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκριβο όνομά της
κι απ’ τα χώματά της
η φωνή της η χρυσή
με καλεί «έλα και σύ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου
και κοιμήσου!»
(Το άρθρο δημοσιεύθηκει στην εφημερίδα REAL NEWS (20-12-2009)
You might also like:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου