Posted: 08 Jul 2012 01:23 PM PDT
|
Duerer, Melencolia I, 1514 |
Από την Αναγέννηση και μετά, δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε το σύμπαν ως ένα δομημένο και συνεκτικό όλον. Ο κόσμος φέρνει μέσα του μια δυαδικότητα που τίποτα δεν μπορεί να την υπερβεί: ο κόσμος των πραγμάτων και ο κόσμος του πνεύματος εμφανίζονται ως οι δύο πόλοι μιας πραγματικότητας για τους οποίους ήδη ο Ζαν Μαιρ (Jean Mair), στα τέλη του 15ου αιώνα, έλεγε πως nonfacientia unumla [«Δεν είναι ταυτόσημα», «Δεν αποτελούν ένα»]. Το είναι της φύσης αποτελεί στο εξής αντικείμενο παράστασης, επιστημονικής γνώσης και τεχνικής εκμετάλλευσης. Το είναι του ανθρώπου τίθεται ως υποκείμενο απέναντι στον κόσμο ο οποίος γίνεται πλέον αντιληπτός ως ένα σύστημα αντικειμένων ουσιαστικά ξένο προς τον άνθρωπο, «βουβό» σε ό,τι αφορά τον ύστατο προορισμό του.
Μέχρι τότε ο άνθρωπος γνώριζε τον εαυτό του σε αναφορά με μια οικουμενική τάξη πραγμάτων που τον υπερέβαινε από όλες τις πλευρές. Η ύπαρξη μπορεί να συγκλονιζόταν από βαθύτατους φόβους, αλλά δεν ήταν προβληματική: ο άνθρωπος αναγνώριζε τη φυσική του θέση μέσα στην αμετακίνητη και αδιαμφισβήτητη ιεραρχία των όντων και των πραγμάτων. Αλλά η ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης πυροδότησε μια ριζική αμφιβολία: δεν είναι μονάχα η θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, είναι η ίδια η ιδέα του σύμπαντος που έχει γίνει προβληματική. Ο σύγχρονος άνθρωπος χάνει την αίσθηση της ζωντανής ολότητας του κόσμου.
Αυτό προσπάθησε να εκφράσει ο Ντύρερ (Duerer) μέσα από τη σκυθρωπή και ανήσυχη μορφή της Μελαγχολίας του (1514): ο διαβήτης και τα όργανα μέτρησης που την περιστοιχίζουν, η ζυγαριά και ο πίνακας με τους αριθμούς πάνω στον τοίχο φαντάζουν σαν τα σύμβολα μιας βαθιά απομονωμένης ψυχής, στους κόλπους ενός απεριόριστα ανοιχτού σύμπαντος που αποκλείει κάθε αίσθημα συμπάθειας ανάμεσα στο σκεπτόμενο εγώ και τα πράγματα. It's all in pieces, all coherence gone, θα πει ο Τζων Ντον (John Donne), σ 'ένα ποίημά του με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Μια ανατομία του κόσμου» (1611)... Ο άνθρωπος αισθάνεται ξένος μέσα σ' αυτό το σύμπαν, χτισμένο από ένα - πνεύμα που υπολογίζει και μετρά αλλά είναι ανίκανο πια να συλλάβει τον κόσμο ως όλον. Αυτός ο κόσμος, η σημασία του οποίου παραμένει πάντα αβέβαιη και αποσπασματική, δεν σχετίζεται πια με τις βαθύτερες τάσεις της ψυχής καμιά οντολογική βεβαιότητα δεν απορρέει πια από την πορεία του κόσμου. «Τι είναι ο άνθρωπος μέσα στη φύση:» Τούτη η κραυγή του Πασκάλ μπροστά στην παγερή μοναξιά των απέραντων χώρων εκφράζει μια εμπειρία που μέχρι τότε καμιά άλλη εποχή δεν θεωρούσε δυνατή: οι θετικές επιστήμες γεννούσαν ένα συναίσθημα οντολογικής αβεβαιότητας και υπαρξιακής μοναξιάς η ένταση της οποίας έμελλε να αποδειχθεί ανάλογη με την πρόοδο της γνώσης.
Πάνω στα ερείπια της παλιάς ολότητας υψώθηκε ένας ανθρωπισμός που θέλησε ν' αποτελέσει τον συνεχιστή του ελληνικού ανθρωπισμού, αλλά που θα γίνει ο τέλειος αντίποδάς του. Για τους Έλληνες, η φύση ήταν ο κανόνας και η επιστήμη πρόσφερε την αρετή. Στο εξής, η φύση θα γίνει αντικείμενο και η επιστήμη θα προσφέρει την εξουσία. Για τους Έλληνες, η ομορφιά και ο ορθολογισμός του σύμπαντος αποτελούσαν τις υπέρτατες εκφάνσεις του Αγαθού. Η επιστήμη συνιστούσε «αρετή» γιατί το αντικείμενο της, ο κόσμος, ήταν το κατ'εξοχήν ηθικό πρότυπο. Ο Καλλικλής δίδασκε τη θέληση για ισχύ; Είναι γιατί, απαντά ο Πλάτωνας, «παραμελούσε τη γεωμετρία» και ξεχνούσε πως «η γεωμετρική ισότης είναι παντοδύναμη ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους»[Πλάτωνας, Γοργίας, 508a]. Αντίθετα, όταν η Δύση ανακάλυψε και πάλι τη «γεωμετρική ισότητα», η scientia experimentalis, πρώτος ορισμός που έδωσε ο Ρογήρος Βάκων στις φυσικές επιστήμες, έδωσε ζωή σε ένα σύμπαν μέσα στο οποίο η φύση έπαψε ν' αποτελεί αξία για να μεταβληθεί σε αντικείμενο κυριαρχίας στερημένο από κάθε ηθική σημασία. Όμοια, η επιστήμη έπαυε ν' αποτελεί «αρετή», παθητική θέαση του κόσμου και επιβεβαίωση της συγγένειάς μας με αυτόν, για να μεταβληθεί σε ισχύ και αναγγελία του «βασιλείου του ανθρώπου», βίαιη αμφισβήτηση της φύσης και διακήρυξη της κυριαρχίας του υποκειμένου που την κατανοεί με σκοπό να την εξουσιάσει. Knowledge is power, «η γνώση είναι εξουσία», έλεγε ο Φράνσις Μπέικον μονάχα μέσα από την επιστήμη, θα πει σύντομα ο Καρτέσιος, μπορεί ο άνθρωπος να μεταβληθεί «σε κυρίαρχο και κάτοχο της φύσης».
Ο Κρίστοφερ Μάρλοου (Christopher Marlowej, σύγχρονος του Σαίξπηρ και του Φράνσις Μπέικον, εξέφρασε με εκρηκτική δύναμη αυτή την ανατροπή των αυτονόητων:
Nature that framed us of four elements,
Warring within our breasts for regiment,
Doth teach us all to have aspiring minds:
Our souls, whose faculties can comprehend
The wondrous architecture of the world,
And measure every wandering planet's course
Still climbing after knowledge infinite,
And always moving as the restless spheres,
Will us to wear ourselves, and never rest,
Until we reach the ripest fruit of all,
That perfect bliss and sole felicity,
The sweet fruition of an earthly crown.
[Μarlow, Tamburlaine the Great, I, II, 7: «Η φύση που μας κατασκεύασε από τέσσερα στοιχεία/Που παλεύουν για την εξουσία μέσα στην καρδιά μας/ Μας επιτάσει να έχουμε το πνεύμα τολμηρό/ Οι ψυχές μας, που έχουν την ικανότητα να κατανοήσουν/ την θαυμάσια αρχιτεκτονική του σύμπαντος/ και να μετρήσουν την πορεία των πλανώμενων άστρων/Κυνηγώντας πάντα την απέραντη γνώση/ Και μετακινούμενες ασταμάτητα σαν τους ακούραστους πλανήτες/ Μας σπρόχνουν σε μια ασταμάτητη καταπόνηση/ Μέχρι να κατακτήσυμε τον ωριμότερο καρπό/ Αυτή την τέλεια ευτυχία, την μοναδική ευδαιμονία/ Την γλυκιά κατάκτηση ενός επίγειου στέμματος »]
Κάθε λέξη που χρησιμοποιεί ο Μάρλοου σ' αυτόν τον εκπληκτικό «λόγο περί μεθόδου» αποτελεί την πιο τέλεια άρνηση όλων αυτών που η φιλοσοφία ή η σύνεση είχαν μέχρι τότε διδάξει. Η θέληση για δύναμη μεταβάλλεται στην ουσία του είναι! Η φύση μιλάει τη γλώσσα του Μακιαβέλι! Επιβάλλει τη θέληση για ισχύ, τη «θέληση της θέλησης»: to have aspiring minds. Και ο άνθρωπος, όντας σε θέση να κατανοήσει τη «θαυμάσια αρχιτεκτονική του σύμπαντος», δεν είναι πια ο απολλώνειος άνθρωπος που ανακαλύπτει το μέτρο καθώς ανοίγεται στην ομορφιά και την τελειότητα του κόσμου είναι ο άνθρωπος του οποίου το πνεύμα παρασύρεται σ' εκείνη την κορυφή όπου ο Δαίμονας του υποσχέθηκε όλη την εξουσία της γης. Κατά τον Πλάτωνα, η ζωή της ψυχής και η συντεταγμένη κίνηση των άστρων αποτελούσαν την ύψιστη αποκάλυψη της θείας τάξης του κόσμου: «Όποιος, έλεγε, γνώρισε όλα αυτά, δεν μπορεί ούτε ν' απομακρυνθεί από την κοινή ζωή μέσα στην πολιτεία ούτε να παραμείνει ξένος προς το θείο»[Πλάτωνας, Οι νόμοι, 966e]. Για τον Μάρλοου, η θέαση του κόσμου δεν μπορεί παρά να προτρέπει τον άνθρωπο να ξεδιπλώσει στον μέγιστο βαθμό τη θέλησή του για δύναμη, και η ζωή της ψυχής συνιστά προνομιακό πεδίο της πάλης για εξουσία ("for regiment,) - πάλης που ολοκληρώνεται με την άρνηση αυτού που μέχρι τότε αποτελούσε τα ίδια τα θεμέλια του κόσμου: του Θεού.
Come, let us march against the powers of heaven
And set black streamers in the firmament,
To signify the slaughter of the gods .
[Μarlow, Tamburlaine the Great, II, V, 3: «Εμπρός, ας βαδίσουμε ενάντια στις δυνάμεις του ουρανού/ Και ας καρφώσουμε μαύρα λάβαρα πάνω στο στερέωμα/ Για να σημαδέψουμε την σφαγή των θεών»]
Αυτό το «νιτσεϊκό» θέμα της δολοφονίας του Θεού μας οδηγεί στην ίδια την καρδιά της νεωτερικότητας. Διαχωρίζοντας τον προορισμό του από την πορεία των πραγμάτων, ο άνθρωπος τοποθετούσε τον εαυτό του στο δίλημμα που δεν έχει πάψει να βασανίζει τη σύγχρονη συνείδηση: είτε δηλαδή να βρει κάποιον άλλο δρόμο, πέρα από την επιστήμη, για να φτάσει στον Θεό και να τοποθετηθεί μέσα σε μια ιεραρχική τάξη, είτε να αποδεχτεί τον «θάνατο του Θεού» και να αναζητήσει στον εαυτό του τη θεμελίωση αυτής της τάξης. Γνωρίζουμε την απάντηση: ο «κρυμμένος» ή αόρατος Θεός, η «βουβή» ή μη ακουόμενη φύση θα υποκατασταθούν από την Ιστορία, απέραντο όνειρο αναπλήρωσης, προορισμένο να δώσει μια επίφαση ενότητας και ολότητας στις πάντα αποσπασματικές μαρτυρίες μιας περιπέτειας που ποτέ δεν υπήρξε ενιαία και που θα μείνει πάντα ανολοκλήρωτη. Καθώς η φύση περιοριζόταν σε ένα σύγκριμα αντικειμένων που κατασκευάστηκαν ή χειραγωγήθηκαν από την επιστήμη και την τεχνική, καθώς λοιπόν χανόταν η παλιά κοσμική ευλάβεια και ο άνθρωπος εγκαθίστατο στη μοναξιά του, εν μέσω ενός κόσμου υποταγμένου στον νεκρό χρόνο του ρολογιού [ «Η φύση απογυμνωμένη από τη θεϊκότητά της/ Υπακούει δουλικά στον νόμο της βαρύτητας/ Όπως ο νεκρός χτύπος του ρολογιού» λέει ο Σίλερ. Και χωρίς αμφιβολία δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η πρώτη μεγάλη καταγγελία της μηχανιστικής αντίληψης του κόσμου διατυπώθηκε μέσα σε ένα ποίημα με τον τίτλο Οι Θεοί της Ελλάδας...], η ιστορία επιβαλλόταν ως ο μοναδικός κόσμος μέσα στον οποίο ο άνθρωπος μπορούσε να τοποθετηθεί, να γνωρίσει τον εαυτό του και να αναγνωριστεί ως deus in terris και ελεύθερος δημιουργός του εαυτού του. Στο εξής, ο σύγχρονος άνθρωπος θα αναζητά στην ιστορία την απάντηση στα παλιά ερωτήματα: Από πού ερχόμαστε; Ποιοι είμαστε; Πού πηγαίνουμε;Έτσι γεννήθηκε ο homo historicus, αυτός για τον οποίο ο Νίτσε έλεγε πως έμαθε να «αισθάνεται την ιστορία του συνόλου των ανθρώπων σαν τη δική του ιστορία ». Οι προηγούμενοι πολιτισμοί απολάμβαναν την ίδια την ύπαρξή τους δίχως να προχωράνε παραπέρα' και μονάχα η νεωτερικότητα τόλμησε να σπάσει τον κύκλο με την κιμωλία και να διεκδικήσει την κληρονομιά του συνόλου των πολιτισμών, παρόντων ή παρελθόντων. Και είναι αυτή η «ανακάλυψη» ή η «αναγέννηση» της Ελλάδας που εγκαινιάζει τη μόνιμη αναζήτηση της ετερότητας που δίνει τον ρυθμό στην πνευματική ιστορία της Δύσης, από την «Αναγέννηση» μέχρι τις «αντι-αναγεννήσεις» του 20ού αιώνα. Λυτρώνουμε το παρελθόν ερμηνεύοντάς το ως μία κατάφαση-φορέα του μέλλοντος᾽ πασχίζουμε να οικοδομήσουμε το μέλλον επιβάλλοντάς του ως υπόστρωμα τις διαρκώς επανερμηνευόμενες και επανεκτιμούμενες δημιουργίες ενός αμετάκλητα χαμένου παρελθόντος: αυτή η μοναδική εμπειρία κατέστη δυνατή μονάχα από τη στιγμή που μια απέραντη νοσταλγία ώθησε τη Δύση να στρέψει τα μάτια της ψυχής προς την αρχαία Ελλάδα.Και η Αρχαιότητα είχε γνωρίσει τη, συχνά μελαγχολική, λατρεία των προγόνων, τον εγκωμιασμό του «παλιού καλού καιρού». Ήδη ο Όμηρος παραπονιόταν: Οἷοι νῦν βροτοὶ εἰσι * «...από τους ανθρώπους τέτοιοι που είναι σήμερα»[ Ιλιάδα, Μ, στ. 449], και ο Πλάτωνας, που ομολογούσε ότι στράφηκε στη φιλοσοφία κάτω από την «ανάγκη» των καιρών, μιλούσε για τους «παλαιούς ανθρώπους που ήταν καλύτεροι από μας και ζούσαν πιο κοντά στους θεούς», παλαιοὶ ἐγγυτέρω θεῶν οἰκοῦντες[Πλάτωνας, Επιστολή VII 32a, Φίληβος, 16c]. Ωστόσο οι Έλληνες αγνοούσαν την απόλαυση του να γεύεται κανείς το παρελθόν σαν ένα επώδυνο θέλγητρο, να το καθιστά παρόν μέσα στην αμετάκλητη απουσία του. Τους έλειπε η αίσθηση της ετερότητας, η ιστορική αίσθηση που έλκει το πνεύμα σε νοητικά απροσπέλαστους κόσμους. Για αιώνες έζησαν πλάι σε θολωτούς τάφους που ονόμαζαν θησαυρό του Ατρέως και θησαυρό του Μινύου ποτέ δεν διανοήθηκαν να διεξάγουν έρευνες ή να κάνουν ανασκαφές όπως κάνουν οι σύγχρονοι. Ο μύθος αντικαθιστούσε την ιστορική συνείδηση όταν οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι ανακάλυπταν στην Τεγέα τα οστά του Ορέστη ή όταν οι Αθηναίοι άνοιγαν στη Σκύρο τον τάφο που περιείχε την υποτιθέμενη σωρό του Θησέα. Στο μυκηναϊκό οστεοφυλάκιο της Δήλου, δεν έβλεπαν παρά τους τάφους των Υπερβόρειων Παρθένων, ενώ απέδιδαν στους Κύκλωπες την οικοδόμηση των μυκηναϊκών τειχών. Αποφασισμένος να μη μιλήσει παρά μόνο για την «εποχή των ανθρώπων» ( ἀνθρωπείη γενεή), ο Ηρόδοτος τοποθετούσε τον Μίνωα στην «εποχή των θεών». Στην Τροία, ο Αλέξανδρος και οι σύντροφοι του έκαναν έφιπποι, με επισημότητα, τον γύρο του τάφου του Αχιλλέα για να τιμήσουν τον υποδειγματικό ήρωα' επικαλέστηκαν τα θεϊκά του άλογα, τον Ξάνθο και τον Βάλιο, αλλά μόλο που ο Αλέξανδρος θεωρήθηκε αρχαιολόγος «φίλος των αρχαιοτήτων» , κανένας δεν σκέφτηκε, όπως ο Σλήμαν -ένας άλλος παθιασμένος με τον Όμηρο- να κάνει ανασκαφές στον λόφο του Ιλίου. Αποζητούσαν τον μύθο, όχι την ιστορία, και ο Πλάτωνας είχε δίκιο όταν έλεγε για τους Έλληνες ότι είναι «αιώνια παιδιά δίχως καμία μνήμη του παρελθόντος»: Ἑλληνες ἀεὶ παῖδες*.Αντίθετα, η νεωτερικότητα αντιμετώπισε με μια βαθιά ευλάβεια και ένα έντονο αίσθημα κρίσης και ανάστασης τα υπολείμματα της Αρχαιότητας και, αποδιώχνοντας το ίδιο το παρελθόν της στη «νύχτα του Μεσαίωνα», αυτο- προσδιορίστηκε ως «Αναγέννηση». Ένα τέ:τοιο συναίσθημα διαπερνά τους θαυμάσιους στίχους του Ιλντεμπέρ ντε Ααβαρντέν (Hildebert de Lavardin) πάνω στα ερείπια της Ρώμης:
Hie superum formas superi mirantur et ipsi
et cupiunt fictis vultibus esse pares.
Non potuit natura deos hoc ore creare
quo miranda deum signa creavit homo.
Vultus adest his numinibus potiusque coluntur artificiurn studio quam deitate sua.
«Εδώ οι ίδιοι οι θεοί θαυμάζουν τις θεϊκές μορφές και επιθυμούν να εξομοιωθούν με την εικονική μορφή τους. Η φύση στάθηκε ανήμπορη να τους προσφέρει την όψη που ο άνθρωπος έδωσε στα υπέροχα αγάλματά τους. Ένα πρόσωπο απομένει σε αυτούς τους θεούς, και η λατρεία που τους προσφέρεται απευθύνεται περισσότερο στη μεγαλοφυία των καλλιτεχνών παρά στην ίδια τη θεϊκότητά τους».
Οι θεοί της Ελλάδας επιστρέφουν μέσα στη λάμψη της αλλοτινής ομορφιάς τους. Η ιδέα δεν ανήκει μόνο στον Έλληνα Πλήθωνα Γεμιστό, που είχε πειστεί για το επικείμενο τέλος των κατεστημένων θρησκειών-χριστιανικής, εβραϊκής και μουσουλμανικής- αλλά εξίσου και στον Μαρσίλιο Φιτσίνο, τον Πίκο ντε λα Μιράντολα, τον Μαρούλλο ή τον Τζοβάνι Ποντάνο. «Να αναστήσουμε τους νεκρούς», έλεγε ο Κυριάκο της Ανκόνα, μεγάλος ταξιδιώτης και ιδιοφυής αρχαιολόγος. Αλλά ήδη ο Πετράρχης συνέλεγε αρχαιότητες, νομίσματα, χειρόγραφα μαζί του η Αρχαιότητα θα δραπετεύσει από τα μαγικά δεσμά του νεκρού γράμματος για να εισβάλει στην καθημερινή ζωή και να γίνει το προζύμι μιας διαρκώς αναγεννώμενης ανησυχίας.
Το να ταυτίζεσαι με όλη τη δύναμη της ψυχής σου με μια ψυχή ξένη, ατομική ή συλλογική -την οποία λατρεύεις μέχρι του σημείου να χάνεις τον ίδιο τον εαυτό σου μόλο που ξέρεις ότι είναι απρόσιτη- και να παρατηρείς την ίδια την πραγματικότητά σου με τα μάτια ενός κόσμου ξένου τον οποίο έχεις επινοήσει, προαισθανθεί, αποκρυπτογραφήσει, μέσα από μαρτυρίες πάντα μερικές, ποτέ οριστικές: αυτή η εμπειρία, που κανένας άλλος πολιτισμός δεν τόλμησε να αποπειραθεί, γίνεται δυνατή για πρώτη φορά. Με το πρόγραμμα του της αναβίωσης των αρχαίων τρόπων ζωής και έκφρασης, ο ανθρωπισμός ερχόταν να δώσει μια οριστική απάντηση στο παλιό ερώτημα του άλλου, του διαφορετικού. Μέσα από τη φοβερή δόνηση από την οποία ένας ολόκληρος κόσμος, θαμμένος, βγήκε στην επιφάνεια, δεν μάθαμε μόνο την τέχνη να διαβάζουμε τα κρυπτογραφήματα χιλιετιών ή την τεχνική των ανασκαφών. Αυτό που μάθαμε πάνω απ' όλα είναι να μην οπισθοχωρούμε μπροστά στα μυστικά που αναδύονται από τα ερείπια και τους θεούς που τα κατοικούν, απόμακρους, ξένους, αλλότριους' τώρα πια, μέσα σ' έναν ολάνοιχτο χώρο, και με την ψυχή σε ανάταση και γεμάτη ευγνωμοσύνη, ο άνθρωπος θ' ανακαλύψει αυτό που υπήρξε ο άνθρωπος και πόσο «ο άνθρωπος ξεπερνάει τον άνθρωπο».Ταυτόχρονα, η αδιάκοπα ανανεούμενη αναζήτηση της Αρχαιότητας δημιούργησε μια ιστορική προοπτική σε βάθος, προοπτική που καμιά εποχή δεν διέθετε σε τέτοιο βαθμό. Ήδη ο Πετράρχης βλέπει την Αρχαιότητα σ' ένα μακρινό ιστορικό βάθος και την αντιπαραθέτει στη χιλιετία που εκτείνεται ανάμεσα στο παρόν και εκείνη την απομακρυσμένη εποχή. Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει «σκοτεινή» και σκεπασμένη από τις tenebrae αυτή την «ενδιάμεση» περίοδο, του χριστιανισμού και των βαρβάρων. Έτσι γεννήθηκε η ιστορική συνείδηση, δηλαδή η αίσθηση της απόστασης και η κριτική απομάκρυνση από το παρόν. Παλαιότερα, η ιστορική συνείδηση απουσίαζε σε τέτοιο βαθμό που τα γεγονότα και οι άνθρωποι του παρελθόντος μεταμορφώνονταν μέσα στο άχρονο παρόν του μύθου -όπως ο Αγαμέμνων του Αισχύλου ή ο Βιργίλιος του μεσαιωνικού μυθιστορήματος- ή απλά ενεδύοντο μορφές της σύγχρονης ζωής. Ο Καίσαρας ή ο Αλέξανδρος μεταβάλλονταν σε ιππότες, ο Πυθαγόρας σε τεχνίτη, όπως έγινε στα γλυπτά της Σαρτρ. Τώρα, θέλουμε ν' αναγνωρίσουμε το παρελθόν σαν τέτοιο και να αποκαταστήσουμε την αναλλοίωτη ετερότητά του. Στον Μαντένια ή στα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ, τα πρόσωπα, τα όπλα, τα ρούχα, τα έθιμα, τα «αρχαία» οικοδομήματα δεν αποτελούν κάποιο λόγιο θεατρικό σκηνικό, αλλά τις ενδείξεις μιας ανθρωπότητας άλλης, ευρύτερης, περισσότερο ελεύθερης, ενός τρόπου ύπαρξης πιο ισχυρού και μεγαλειώδους. Τόσο ο τρόμος του Μεσαίωνα απέναντι στον παγανισμό όσο και η φλογερή επιθυμία του ανθρωπισμού γι' αυτόν οφείλονταν στην αίσθηση της παρουσίας θεοτήτων θεμελιακά διαφορετικών και για τις οποίες δεν μπορούσε κανείς παρά να τρέφει συναισθήματα αποστροφής ή έλξης. Η στενή σχέση με τους «αρχαίους» διέρρηξε τη μαγική γοητεία του ταμπού και έθεσε τα θεμέλια για τη σταδιακή ανακάλυψη του ανθρώπινου χώρου και χρόνου. «Ανασταίνοντας τους νεκρούς», ο ανθρωπισμός επεξεργάστηκε τις προκείμενες μιας συγκριτικής επιστήμης των πολιτισμών, των θρησκειών και των τεχνών, των ηθικών και των φιλοσοφιών, και αυτή η παγκόσμια καταγραφή φέρνει ήδη μέσα της τα σπέρματα της μελλοντικής ενότητας του ανθρώπινου γένους. Παρασυρμένο στη δίνη αυτών των διαδοχικών «αναγεννήσεων», ολόκληρο το παρελθόν ενσωματώθηκε σταδιακά στη ζωντανή εμπειρία του παρόντος και μετατράπηκε σε ένα θαυμάσιο ερευνητικό εργαλείο: σε κάθε καινούργιο αυτοπροσδιορισμό της νεωτερικότητας αντιστοιχεί μια αμφισβήτηση της άμεσης παράδοσης και ταυτόχρονα μια αυτοκριτική του παρόντος και μια επανεκτίμηση του παρελθόντος, μια ιδιοποίηση των όποιων τμημάτων της παγκόσμιας ιστορίας, παρελθούσας ή παρούσας, από τους «άγριους» του Μονταίνιου και του Ρουσσώ μέχρι τους προσωκρατικούς του Νίτσε, από την Κίνα του Λάιμττνιτς και του Μαλλαρμέ και την Ινδία του Σλέγκελ, μέχρι τους «γοτθικούς» του ρομαντισμού και τους Νέγρους του Πικάσο. Είναι αυτή ακριβώς η προοπτική αναζήτηση της ετερότητας -προφητισμός που στρέφεται στο παρελθόν, νοσταλγία των προγόνων που προβάλλεται στο μέλλον- που έκανε δυνατό το παγκόσμιο μουσείο και πραγματικά οικουμενική την ιστορία.Και αυτή η τεράστια ανατροπή των προοπτικών εγκαινιάζεται με τη δίψα για την Ελλάδα. Ακόμα και όταν το αρχαίο πρότυπο θεωρήθηκε απόλυτο μέτρο και υποτιμήθηκε οτιδήποτε δεν συμμορφωνόταν με αυτό -όπως στην κλασικιστική ιδεολογία- αυτή η απόπειρα δεν κατόρθωσε ποτέ να ανασυστήσει το κλειστό σύμπαν των παραδοσιακών πολιτισμών. Άλλωστε, η διαρκής επανερμηνεία της ίδιας της Ελλάδας καθιστούσε αδύνατη αυτή την παγίωση και αυτή την πετρωμένη ακινησία της «αλήθειας» ή της ομορφιάς σύμφωνα με «κανόνες» αυθαίρετα αποκομμένους από το γίγνεσθαι και που ο κλασικισμός αναγόρευσε σε κανόνες της δημιουργίας.Προκειμένου να παραστήσει μορφικά την ανακάλυψη του ανθρώπου και του κόσμου, ο ανθρωπισμός χρειαζόταν ένα συμβολικό υλικό που να ικανοποιεί απόλυτα την αισθητηριακή εποπτεία, που να είναι συγκεκριμένα ανθρώπινο δίχως να υπόκειται στις διακυμάνσεις του χρόνου, που να ενσαρκώνει το ανθρώπινο, στη γυμνότητά του, χωρίς να το φορτώνει με πέπλα ή ενδύματα. Και αυτός ο κόσμος ήταν ο ελληνικός κόσμος: αν η Αρχαιότητα μπορούσε να προσφέρει έναν ασύγκριτο κόσμο συμβόλων -από τον Ηρακλή του Σαλουτάτι μέχρι τον Οιδίποδα του Φρόιντ- ήταν γιατί το ανθρώπινο ιδανικό σε όλη του την καθαρότητα είχε υπάρξει σ' αυτήν ως εμπειρία και γιατί οτιδήποτε ανάγεται στην ιστορία είχε ήδη μετασχηματισθεί μέσα από την τέχνη και τον μύθο . Με την απόσταση, με το ύφος και τη μεγαλοπρέπεια, ο κύκλος των ανθρώπινων υποκειμένων είχε αναχθεί στην ουσία, απογυμνωμένη από οτιδήποτε έχει να κάνει με το «τοπικό χρώμα» ή με τα συμβεβηκότα της εποχής. Ετσι ο κύκλος των ελληνικών μύθων ήταν, πλάι στον βιβλικό κύκλο, ένα στοιχείο μέσα στο οποίο το παρελθόν δεν ήταν μονάχα παρελθόν αλλά σύμβολο και αιώνιο παρόν. Αποτελούσε έναν ορίζοντα που η Αναγέννηση δημιούργησε, το Μπαρόκ διεύρυνε και ο Αιώνας των Φώτων διατήρησε αναλλοίωτο: και μονάχα με τον ρομαντισμό η Δύση άρχισε να ευαισθητοποιείται απέναντι στη δική της παιδική ηλικία και στις φωνές των υπόλοιπων λαών. Μόνο από τη στιγμή που ο ελληνικός λαός έγινε και πάλι ένας λαός ανάμεσα στους άλλους αρχίσαμε πραγματικά να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του.Ακόμα δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως ο ανθρωπισμός δεν γνώρισε παρά ελληνιστικά έργα και ρωμαϊκά αντίγραφα και πως μέχρι τον 19ο αιώνα, τα πραγματικά ελληνικά έργα ήταν θαμμένα στη γη ή βρίσκονταν σε σημεία απρόσιτα. Ο Μιχαήλ Άγγελος, που συγκινήθηκε μέχρι δακρύων από τον Λαοκόοντα, δεν υποπτευόταν καν την ύπαρξη των μορφών του Παρθενώνα. Ο Βίνκελμαν (Winckelmann) υπήρξε ένας από τους πρώτους που είδαν έναν αυθεντικό ελληνικό ναό, αλλά είχε τις πιο αλλόκοτες απόψεις γι' αυτό που ονόμαζε νεότητα της κλασικής τέχνης. Η λατρεία της «κλασικής ομορφιάς» συντηρήθηκε με τις δημιουργίες μιας όψιμης εποχής, μεγάλης τεχνικής επιδεξιότητας αλλά που ήδη είχαν αδειάσει από αίσθημα. Αυτές εξάλλου διαμόρφωσαν την αισθητική του κλασικισμού, αυτές την διαστρέβλωσαν προς την κατεύθυνση του ακαδημαϊσμού σε τέτοιο βαθμό που τα μάρμαρα που ξερίζωσε ο Λόρδος Έλγιν από τον Παρθενώνα θεωρήθηκαν αρχικά σαν μια ρωμαϊκή απάτη, σύγχρονη του Αδριανού. Ο Γκαίτε σχεδόν τρομοκρατήθηκε από τους ναούς της Ποσειδωνίας (Paestum): γι' αυτόν, όπως και για τον Χέγκελ, τον ελληνισμό αντιπροσώπευε ουσιαστικά ο Απόλλων του Μπελβεντέρε, ο Δίας του Οτρίκολι, η Ήρα Λουντοβίζι. Ενάντια σ' αυτή την άχρωμη ομορφιά στράφηκε η μεγάλη σύγχρονη εξέγερση. «Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα. Ω, Μάγισσες, Μιζέρια, μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε τον θησαυρό μου», έλεγε ο Ρεμπώ. Από τότε, αυτές οι «μάγισσες» δεν έπαψαν να χορεύουν τον κολασμένο χορό τους. Τώρα που τις είδαμε επί τω έργω, θα μπορέσουμε ίσως καλύτερα να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε τον κόσμο μέσα στον οποίο οι Έλληνες εγκατέστησαν τους θεούς τους, τους φόβους και τα ερωτήματά τους.
Εισαγωγή από το εξαιρετικό βιβλίο του Κ. Παπαϊωάννου, Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα, Ενναλακτικές εκδόσεις.
Το κείμενο το πήρα από εδώ ενώ σε χρώμα γκρι βρίσκονται οι υποσημιώσεις από την έντυπη έκδοση. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου