Ετικέτες

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(ΣΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΟΘΗ Η ΑΦΟΡΜΗ,

Τετάρτη, 4 Απριλίου 2012

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(ΣΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΟΘΗ Η ΑΦΟΡΜΗ, 03/04/1897) ΜΕΡΟΣ 1ο

undefined
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(ΣΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΟΘΗ Η ΑΦΟΡΜΗ, 03/04/1897) ΜΕΡΟΣ 1ο
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, Πόλεμος των 30 Ημερών ή Μαύρο ’97, ήταν ο πολέμος που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Βασίλειο της Ελλάδας(1897), ως απόρροια του Κρητικού Ζητήματος. Η 1η αρνήθηκε το δίκαιο αίτημα για δημοψήφισμα στην Μεγαλόνησο, για να δώσει ο ίδιος ο κρητικός λαός τέλος στο πρόβλημα. Το παράδοξο: ΠΟΤΕ δεν δόθηκε στην Ελλάδα διαταγή επίθεσης. Η τότε ελληνική κυβέρνηση τον χαρακτήρισε «ακήρυχτο» και η αντιπολίτευση «οθωμανική εισβολή». Κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας, αλλά και Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, κατόπιν γερμανικής απαίτησης(η ιστορία επαναλαμβάνεται). Η σημασία του ήταν τεράστια, για το Κρητικό Ζήτημα. Η Ελλάδα δικαιώθηκε, η τιμή της διασώθηκε, παραμένοντας ανυποχώρητη στην απόφασή της, παρόλη την πτώχευση (19/12/1893) από τον Χαρίλαο Τρικούπη, παρά τις απειλές των Μ. Δυνάμεων για ναυτικούς αποκλεισμούς. Η χώρα, έτσι, προχώρησε στον θρίαμβο των Βαλκανικών Πολέμων(1912-3). Παρά την διακοίνωση των Δυνάμεων, ότι όποιος νικήσει, δεν θα έχει ΚΑΝΕΝΑ εδαφικό όφελος, ο πόλεμος άρχισε(06-18/04/1897). Έληξε, με παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων(07-19/05/1897, με «ανακωχή», αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Θεσσαλία. Υπεγράφη ειρήνη(06-18/09), με προσωρινή συνθήκη, μετά από 5μηνες διαπραγματεύσεις Δυνάμεων και Υψηλής Πύλης. Η τελική συνθήκη(22/11-04/12/1897), ακολουθήθηκε από εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και αυτονόμηση(10 μήνες μετά) της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο(Ελλάδας και Δανίας). Ο πόλεμος ήταν η 1η πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, που δοκίμασε σ’ αυτόν ο πολεμικός μηχανισμός και το πολεμικό δυναμικό, 67 χρόνια μετά την Ανεξαρτησία. ΑΙΤΙΑ-ΑΦΟΡΜΕΣ Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε αναγνωρίσει(Συνθήκη Βερολίνου, 1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό μηχανισμό(1868), με τις μεταρρυθμίσεις της Σύμβασης της Χαλέπας(1878). Όμως, οι γενικοί διοικητές της Κρήτης, επιλογές του Σουλτάνου, παραβίαζαν την συμφωνία, ή αυτοβούλως ή κατόπιν πιέσεων των Οθωμανών του νησιού. Έτσι, προέκυψε μια σειρά επαναστάσεων(1885, 1888 και 1889). Διοικητής(Βαλής) της Κρήτης, διορίστηκε ο πρ. Ηγεμόνας της Σάμου, Καραθεοδωρής Πασάς(1894). Επέδειξε ζήλο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Χαλέπας, αλλά οι Τούρκοι της Κρήτης αντέδρασαν. Ακολούθησαν τις αντιδράσεις Ελλήνων και Τούρκων και νέα Επανάσταση(1895-8) και ο Βαλής παραιτήθηκε (Δεκέμβριος 1895). Τον Ιούλιο η Ελλάδα, διαπραγματευόταν με τους Ευρωπαίους κατόχους ελληνικών ομολόγων και ήταν σε αδιέξοδο. Ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση(28/07/1894), ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων, ίσως σημάνει διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Γερμανίας-Ελλάδας. Αυτό εξηγεί την μετέπειτα ανθελληνική στάση του κάιζερ Γουλιέλμου Β’ στον πόλεμο(ίδιοι οι Γερμανοί διαχρονικά). Τούρκικες δυνάμεις αποβιβάστηκαν(Δεκέμβριος 1895) στην Κρήτη και Έλληνες εθελοντές, επίσης, για να ενισχύσουν τους Κρητικούς, ειδικά μετά την πολιορκία του Βάμου και την σφαγή των χριστιανών των Χανίων(αντίποινα, Μάιος 1896). Την ίδια εποχή, πολεμικά πλοία των Δυνάμεων, έφθασαν στην Μεγαλόνησο, χειροτερεύοντας την κατάσταση. Τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, παραχώρησε εγγυήσεις για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Η ηρεμία αποκαταστάθηκε προσωρινά. Οι Τούρκοι της Κρήτης δεν ήταν ικανοποιημένοι, γιατί, ουσιαστικά, η διοίκησή της παραδιδόταν στους Έλληνες. Αυτό προκάλεσε ένταση, μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κρήτης(Ιανουάριος 1897). Καταστροφές και φονικά ανάμεσά τους ήταν πια ρουτίνα. Οι Τούρκοι βοηθιόνταν και από Τούρκους στρατιώτες. Έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων και οι Έλληνες αυτών κατέφυγαν στα πολεμικά πλοία των Δυνάμεων. Οι Έλληνες, τότε, κήρυξαν νέα Επανάσταση, για την Ένωση πια της Κρήτης με την Ελλάδα, ενώ ξένα στρατεύματα αποβιβάζονταν στην Μεγαλόνησο. Κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν αυτή του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, μετά από αυτή του Νικόλαου Δεληγιάννη(31/05/1895). Ο Δηλιγιάννης και οι υπουργοί Σκουζές (εξωτερικών), Ν. Μεταξάς(Στρατιωτικών), δέχονταν τους μύδρους και την δημαγωγία της Αντιπολίτευσης Δ. Ράλλη, για το Κρητικό Ζήτημα. Ο Ράλλης απειλούσε και με επανάσταση, ακόμα και με κίνδυνο εμφυλίου(Βουλή 21/01/1897). Ο όχλος της Αθήνας κατηγορούσε κυβέρνηση και Παλάτι. Ανεύθυνοι εθνοσωτήρες έσπειραν σύγχυση και φήμες ότι κυβέρνηση και βασιλιάς είναι υποτελείς στην Βρετανία, αφού η Ελλάδα δεν ήθελε να συμπράξει στον Κρητικό Αγώνα. Η Εθνική Εταιρεία(1894-), με οπαδούς παντού, επηρέαζε πια τα δρώμενα. Ακόμα και τον στρατό. Αξίωνε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βασιλιάς και κυβέρνηση, υπό τον φόβο εμφυλίου, δεν συγκρούστηκαν μαζί τους, γιατί δεν ήξεραν πόσο είχαν διαβρώσει τον κρατικό μηχανισμό. Ο λαός έπρεπε να είναι ενωμένος. Όμως, 3 μέρες μετά την δήλωση Ράλλη, μόλις έφθασαν οι ειδήσεις για την σφαγή των Χανίων(1897), αποφασίστηκε σε συμβούλιο, βάση του δικαίου της άμυνας και προστασίας, αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στην Κρήτη, υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο για την παρεμπόδιση της περαιτέρω τουρκικής απόβασης σ’ αυτή. Τα πρώτα έφθασαν 25/01, 27 το θωρηκτό ΥΔΡΑ, με διοικητή τον Αριστείδη Ράινεκ(γιος Γερμανού φιλέλληνα Φρειδερίκου φον Ράινεκ), ακολουθούμενο από τα ΜΥΚΑΛΗ και ΠΗΝΕΙΟΣ. Στις 29/01, έφθασε το τορπιλοβόλο ΙΩΝΙΑ με τον Πρίγκιπα και μεταγωγικά. Η Ελλάδα, προσπάθησε έτσι να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για επίτευξη της Ένωσης. Οι σκοποί της, φανερώθηκαν με την διακοίνωσή της στους διπλωμάτες της, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι Δυνάμεις. Αυτά δεν κατεύνασαν τον όχλο και τους δημαγωγούς της Αντιπολίτευσης. Η τελευταία κατηγορούσε την κυβέρνηση, επειδή δεν βομβάρδισε τις τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Πίεζε για αποστολή στρατού. Στην οποία υπέκυψε ο Πρωθυπουργός και ζήτησε επίσημα από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο αυτό σήμαινε πόλεμο. Ο βασιλιάς αντιστάθηκε στο αίτημα, αποκαλώντας την επιχείρηση, χωρίς καμιά διεθνή κάλυψη, «ληστοπραξία». Ο Πρωθυπουργός, φοβούμενος την ματαίωση της αποστολής και λαϊκή εξέγερση, επέμεινε και αποφασίστηκε, έτσι, αποστολή. Η οποία, είχε σκοπό την κατοχή της Κρήτης, δημιουργώντας το τετελεσμένο για την Ένωση, για να προλάβει την σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση του νησιού. Η αποστολή εστάλη με το ΑΛΦΕΙΟΣ(01/02) και το επίτακτο ΙΩΝΙΑ και 2 άλλα πλοία, Δ των Χανίων, στο Κολυμπάρι. Άρχισε επίθεση(07/02) κατά του πύργου των Βουκολιών και νίκησε(08/02) 4.000 Τουρκοκρητικούς και τουρκικό στρατό(Μάχη Λειβαδιών). Οι ναύαρχοι των Δυνάμεων, ενοχλήθηκαν και απαγόρευσαν κάθε άλλη κίνηση της ελληνικής αποστολής. Όμως εκείνη την μέρα απέπλεε το τορπιλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και αποβατικό σώμα 1.200 ανδρών, με τις ενθουσιώδεις επευφημίες του πλήθους, από τον Πειραιά. Ο γαλλικός, βρετανικός, ρωσικός, αυστριακός και ιταλικός στόλος είχαν καταπλεύσει στην Κρήτη.  Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50-100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας την Κρήτη, με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους, απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Μετά, οι σημαίες των Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε η ελληνική αποστολή, αναγκάστηκε ν’ αποβιβασθεί στο Κολυμπάρι(24 km Δ των Χανίων). Ο αρχηγός της αποστολής συνταγματάρχης Βάσσος (02/02) από εκεί, εξέδωσε, εν ονόματι του Βασιλιά, προκήρυξη προς τους Κρητικούς. Ανήγγειλε την κατάληψη του νησιού. Ενώ αποφασίστηκε για τις 03/02, κατάληψη των Χανίων, τον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς δύναμης και του επέδωσε εντολή του τοποτηρητή της Κρήτης, ότι το νησί ήταν υπό την προστασία των Δυνάμεων και να μην κάνει η αποστολή καμιά ενέργεια. Παρά αυτό, ακολούθησαν οι Μάχες Βουκολιών και Λειβαδιών, μετά τις οποίες η ελληνική δύναμη ανακλήθηκε(Μάρτιος) και ενσωματώθηκε στην δύναμη της Θεσσαλίας. Οι Δυνάμεις επέδωσαν στην Ελλάδα(18/02-02/03/1897) διακοίνωση, με την οποία έκαναν γνωστή την απόφασή τους να καταστήσουν την Κρήτη αυτόνομη, υπό την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου. Απέκλεισαν την Ένωσή της με την Ελλάδα. Έδιναν προθεσμία 6 ημερών, ώστε η Ελλάδα να ανακαλέσει την ελληνική δύναμη, για να καθοριστούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας. Οι τουρκικές δυνάμεις θα περιορίζονταν στα φρούρια. Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, συμφώνησε. Η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση Αντιπολίτευσης και Εθνικής Εταιρείας (κατηγορίες για εσχάτη προδοσία, αν αυτονομούνταν η Κρήτη, και διαδηλώσεις στην Αθήνα), αντέκρουσε την διακοίνωση, ζητώντας δημοψήφισμα των Κρητικών, για να αποφασίσουν μόνοι τους τι θέλουν. Οι Δυνάμεις δεν συναινούσαν με την ελληνική θεώρηση της αυτονομίας. Βρετανία και Ιταλία, ήταν πιο θετικές στην αυτονομία υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας. Αλλά, η Γερμανία-ήθελε την ανατροπή του Έλληνα μονάρχη, ως αγγλόφιλου και αντικατάστασή του από τον γερμανόφιλο Διάδοχο Κων/νο- δεν άφηνε περιθώρια συμβιβασμού. Μαζί της ήταν Ρωσία και Αυστρία. Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί με την απόφαση των Δυνάμεων, η χώρα ήταν χωρίς διεθνή υποστήριξη και, λόγω αυτών, αδυνατούσε να συνεννοηθεί με την Τουρκία. Τα πράγματα οδηγούνταν σε πόλεμο. Αλλά και ο Σουλτάνος, ήταν δέσμιος πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών. Έτσι, αποφάσισε πόλεμο κατά της Ελλάδας, που του δόθηκε με την εισβολή ατάκτων στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία. Ο ελληνικός στρατός, δεν ήταν ετοιμοπόλεμος, λόγω και της άθλιας οικονομικής κατάστασης της χώρας(πολιτική Τρικούπη-Δηλιγιάννη). Το πεζικό ήταν ανίκανο. Και το ιππικό. Κάπως καλύτερα τα πράγματα στο πυροβολικό και το μηχανικό(θεωρητική μόρφωση, όχι όμως πρακτική εκπαίδευση). Ο οπλισμός υστερούσε σε σύγχρονα μέσα. Ο Γεώργιος Α’ γνώριζε την κατάσταση καλύτερα από όλους. Επιστρέφοντας από την Ευρώπη(καλοκαίρι 1896), δημοσίευσε σε ΦΕΚ επιστολή-εντολή προς τον Πρωθυπουργό Δηλιγιάννη(22/11/1896), για πρόσκληση εφεδρειών, για να υπάρχει στρατός 10-12.000 ανδρών, δημιουργία στρατοπέδου και εκτέλεση γυμνασίων. Η επιστολή αποδεικνύει την ανικανότητα των κυβερνήσεων και εξωτερικούς διπλωματικούς στόχους. Η Ελλάδα υπερείχε στο ναυτικό, ενώ οι Τούρκοι στην ξηρά. Ο τουρκικός στόλος δεν συμμετείχε στον πόλεμο. Όμως ο στρατός της ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος, από Γερμανούς αξιωματικούς και περισσότερος(βλ. Baron von der Goltz, που το παραδέχθηκε μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο(1877-8). Αν δεν έκανε στρατηγικά λάθη στην Μάχη των Φαρσάλων, θα είχε εκμηδενίσει τον ελληνικό στρατό. Μετά την άρνηση της Ελλάδας στην συμμαχική Διακοίνωση της Κρήτης, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση(την ίδια μέρα της επίδοσης-άρνησης, 18/02, αλλά, ανεπίσημα, 3 μέρες πριν), ατελής. Και η Τουρκία είχε κάνει επιστράτευση νωρίτερα, πολύ πιο πρόχειρα όμως. Η κακή οικονομική κατάσταση και του αντιπάλου, επαύξανε την τουρκική αταξία. Τα ελληνοτουρκικά σύνορα(1897) ήταν, στην Θεσσαλία, στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και τις Ν των Χασίων, σχηματίζοντας ένα Υ μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος(Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοτουρκικών Συνόρων (Θεσσαλίας-Ηπείρου), σχέδιο Βρετανού ταγματάρχη John Artang-υπεγράφη στις 20/06/1882 και ολοκληρώθηκε στις 05/11/1882-. Βλ. εδώ διαμόρφωση ελληνικών συνόρων(1830-1947)). Ο Πηνειός, ήταν για τον Τούρκο διοικητή  προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση, πιστή στα γαλλικά πρότυπα, εμπιστεύθηκε την οργάνωση της άμυνας στον Γάλλο Στρατηγό Vosseur(αρχηγός γαλλικής αποστολής στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας(Β Τύρναβου) και Ρεβένι(Ν Τύρναβου), αμφότερα Δ της Λάρισας). Ο ελληνικός στρατός αποτέλεσε 3 μεραρχίες. Η 1η, με διοικητή τον Μακρή, με στρατηγείο την Λάρισα, η 2η, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα και η 3η, υπό τον Συνταγματάρχη τον Θρασύβουλο Μάνο στην περιοχή Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίστηκε(Διάταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως(12-25/03)) ο Διάδοχος Κων/νος, που έφθασε και ανέλαβε(17-29/03), από τον Υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή και με αρχηγό του επιτελείου τον Συνταγματάρχη πυροβολικού Κων/νο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον Λοχαγό Χατζηπέτρο. Ο Διάδοχος, ήταν ο μόνος Έλληνας αξιωματικός με βαθμό Στρατηγού. Η δύναμη της Ηπείρου ήταν όπως η προαναφερόμενη, ενώ της Θεσσαλίας διπλάσια(2 μεραρχίες). Η δύναμη του στρατού Θεσσαλίας: 38.000 άνδρες, 500 ιππείς και 96 πυροβόλα. Και της Άρτας: 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα. Ο τακτικός τούρκικος στρατός εκστρατείας: 8 μεραρχίες πεζικού και μια ιππικού(3πλάσιες των ελληνικών). 2 από τις πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο και οι 6 κύριες και η μεραρχία ιππικού στα θεσσαλικά σύνορα. Η τούρκικη μεραρχία ιππικού: 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες.

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(ΣΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΟΘΗ Η ΑΦΟΡΜΗ, 03/04/1897) ΜΕΡΟΣ 2ο

undefined
Εκτός από αυτή την δύναμη, ο τούρκικος στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία: 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι, η συνολική τουρκική δύναμη Θεσσαλίας ήταν 92.500 άνδρες πεζικό, 1.300 ιππείς και 186 πυροβόλα και της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Μαζί με αυτούς, ήταν και γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό Στρατηγό von der Goltz. Αρχηγός του τούρκικου στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς, με σύμβουλο τον Γερμανό von Grumbkow. Στην Θεσσαλία ήταν 6 τούρκικες μεραρχίες, με 58.000 πεζούς, 1.500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό τον Ετέμ Πασά, με αρχηγείο την Ελασσόνα. Μια 7η ήρθε μετά. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, υπό τον Διάδοχο Κων/νο, με αρχηγείο την Λάρισα. Ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε, καθώς μεγαλύτερος του τουρκικού. Μια μέρα πριν φθάσει ο Διάδοχος στο στρατηγείο, περ. 2.000 άτακτοι της Εθνικής Εταιρείας πέρασαν τα σύνορα, προσπαθώντας να ξεσηκώσουν την Μακεδονία(οι πρώτες αψιμαχίες). Το τουρκικό-γερμανικό- σχέδιο: να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά και, το ταχύτερο δυνατόν, να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στον Πηνειό και, με προγεφύρωμα αυτόν, να απωθήσει τους Έλληνες στην Στερεά. Στην πράξη, συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση, ενώ το κέντρο του προχώρησε. Έτσι, το σχέδιο συνεχώς άλλαζε, με συνέπεια συνεχείς μετακινήσεις των τούρκικων σχηματισμών. Το ελληνικό σχέδιο-σκέψη Vosseur και επεξεργασία και έγκριση Μακρή-: αμυντικό κυρίως, με βάση την γαλλική τακτική. Δηλ., ανάπτυξη ανοικτών πεδίων, εμπλοκή με οδυνηρές ατέλειες(τις ίδιες με τον Καραϊσκάκη στην Μάχη του Φαλήρου, 1827), όταν ο εχθρός είναι υπέρτερος. Δεν υπήρχαν αναλυτικά σχέδια, ούτε σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν εφεδρείες για 2η αμυντική γραμμή και ενισχύσεις όπου θα προέκυπτε ανάγκη. Ο Διάδοχος, δεν ικανοποιήθηκε από αυτή την διάταξη και έδωσε εντολή(19/03) αναπροσαρμογής. Ο στρατός θα διατασσόταν σε βάθος(≠ γραμμικά), ώστε να συγκεντρωθεί σε ισχυρότερες μονάδες στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η διαταγή του, λίγες μέρες πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, συνάντησε δυσκολίες και δεν πρόλαβε να συμπληρωθεί τις πρώτες μέρες του πολέμου. Πριν φθάσει ο Διάδοχος στο αρχηγείο της Λάρισας, περ. 2.500-3.000 άτακτοι(κατά τον Γάλλο λοχαγό) ή 2.000(κατά τον Παύλο Μελά-πιο σωστή εκδοχή-), όρμησαν στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία. Ήταν δύναμη της Εθνικής Εταιρείας, που(από τον Φεβρουάριο) εξόπλιζε αμάχους και απόλεμους συφερτούς. Οι επιχειρήσεις τους σε παραμεθόρια τούρκικα φυλάκια και μερικά km εντός της Μακεδονίας, διήρκεσαν 4 μόνο μέρες. Είχαν κατασταλεί ως τις 31/03-12/04, από 3 ενισχυμένα τουρκικά αποσπάσματα και οι περισσότεροι κατέφυγαν στην Θεσσαλία. Από την 1η μέρα της εισβολής του, η ελληνική κυβέρνηση διακήρυττε ότι δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτούς και την ευθύνη για το γεγονός είχαν οι Τούρκοι που δεν διασφάλιζαν τα σύνορά τους. Ούτε ο Σουλτάνος διαμαρτυρήθηκε για τις «ληστρικές συμμορίες» κατά τηλεγράφημα του Ετέμ Πασά. Ο Διάδοχος, μόλις ενημερώθηκε, φθάνοντας στην Λάρισα, για την εισβολή, έδωσε εντολή να μην κινηθεί καμιά στρατιωτική μονάδα και διαταγή να απομακρυνθούν από τα σύνορα και οι 2.000 άτακτοι, που ήταν στην Ήπειρο. Η εισβολή τους, προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που χαρακτήρισαν την ενέργεια ανειλικρινή και έδωσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την αφορμή πολέμου που χρειαζόταν. Η Υψηλή Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με το ελληνικό Βασίλειο(05-17/04/1897). Ο Έλληνας Πρέσβης στην Κων/λη Ν. Μαυροκορδάτος, εκλήθη(νύκτα 17ης Απριλίου) από τον Υπουργό Εξωτερικό, Τουρχάν Πασά, πρ. Βαλή της Κρήτης, όπου, επιστρέφοντας το διαβατήριό του, του επέδωσε Διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων «ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχρθοπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Την Κυριακή των Βαΐων (06-18/04/1897) στις 10:30, ο Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα, Ασήμ Μπέης, επέδωσε στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ, την ρηματική Διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων(05/04/1897). Σ’ αυτήν, διατασσόταν οι Έλληνες διπλωμάτες να εγκαταλείψουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και οι Οθωμανοί Τούρκοι την Ελλάδα. Να φύγουν από την Τουρκία, επίσης, όλοι οι Έλληνες υπήκοοι, εντός 15 ημερών. Ομοίως, όλοι οι Οθωμανοί από την Ελλάδα, στο ίδιο διάστημα. Όμως 24 ώρες πριν(νύκτα 16ης προς 17/04), η Τουρκία κατηγόρησε την Ελλάδα, για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Το πρωί της επομένης(17/04), το σουλτανικό Υπουργικό Συμβούλιο και ο Σουλτάνος, αποφάσισαν να διατάξουν το μεσημέρι τον οθωμανικό στρατό, να απωθήσει της τελευταίες ελληνικές καταλήψεις και να επιτεθεί. Το ίδιο βράδυ, οι Τούρκοι παρέδωσαν το διαβατήριό του, στον Έλληνα Πρέσβη στην Κων/λη Μαυροκορδάτο. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, διαμαρτυρήθηκε έντονα, μιλώντας για τουρκικές επιθέσεις στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Ο Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης, μόλις έλαβε την Διακοίνωση, συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση στην ελληνική Βουλή και έκανε ανακοίνωση (απόγευμα). Μίλησε για ακήρυχτο πόλεμο Ελλάδας-Τουρκίας από τις 10:00 εκείνη την μέρα και διακοπή των σχέσεων με την Υψηλή Πύλη, το οποίο σημαίνει πόλεμο. Μίλησε για τον τούρκικο ισχυρισμό της έναρξης των εχθροπραξιών από την Ελλάδα και το καθήκον των Ελλήνων απέναντι στους αδερφούς τους στις τουρκοκρατούμενες ακόμα περιοχές. Η Ελλάδα, είπε ο Δηλιγιάννης, πάει σε πόλεμο, μόνο όταν δεν μπορεί να εκπληρώσει τους σκοπούς της με ειρηνικά μέσα. Αλλά δεν μπορεί να δεχθεί πόλεμο που έχει προκηρύξει η γειτονική Τουρκία. Έκανε αναφορά στην μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας και την διδασκαλία της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης από την Ελλάδα σε Α και Δ. Είπε ότι οι Έλληνες στρατιώτες θα προτιμήσουν τον θάνατο, παρά τις τουρκικές ατιμώσεις της ιεράς ελληνικής γης. ΚΑΙ η Αντιπολίτευση χειροκροτούσε τον Πρωθυπουργό και ο αρχηγός της Ράλλης έκανε δηλώσεις από το βήμα της Βουλής. Μίλησε για την τουρκική πρόκληση του ακήρυχτου πολέμου. Είπε για τον πόλεμο, όχι 2 κρατών, αλλά ενός Γένους για την ύπαρξή του. Η Ελλάδα, κατά τον Ράλλη, έπρεπε να εκδικηθεί για την τουρκική σκλαβιά 4+ αι., που αποτελεί ύβρις. Και ή θα νικήσει ή θα εξοντωθεί. Μετά τον Ράλλη μίλησαν και οι άλλοι αρχηγοί, με ίδιο περιεχόμενο λόγου. Στους δρόμους της Αθήνας, που είχαν μαθευτεί τα νέα, σάλπιγγες ηχούσαν πανηγυρικά. Το βράδυ στις Εκκλησίες, στην Ακολουθία του Νυμφίου, γίνονταν πολεμικές δεήσεις και όλοι έψελναν, γονατιστοί, το τροπάριο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Το απόγευμα είχε επιστραφεί το διαβατήριο του Τούρκου Πρέσβη. Ο Έλληνας ομόλογός του είχε φύγει από την Πόλη στις 20/04. Κατά αυτήν, παρευρέθηκε όλο το Διπλωματικό Σώμα της Κων/λης, εκτός από τον Γερμανό Πρέσβη. Όταν ο Μαυροκορδάτος απόρησε για την απουσία του, κάποιος διπλωμάτης επεσήμανε, κάτι που ήταν έμμεσα αλήθεια: «Εξοχότατε φαίνεται πως είστε σε πόλεμο και με την Αυτοκρατορία της Γερμανίας!». Κατόπιν, έπεσε η κυβέρνηση Δηλιγιάννη και την διαδέχθηκε αυτή του Δημητρίου Ράλλη. Οι Έλληνες, στο μέτωπο, οχυρώθηκαν στο Μάτι, καλύπτοντας τον δρόμο για Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες(21 και 22/04). Οι Έλληνες προσπάθησαν να υπερκεράσουν το τουρκικό δεξί πλευρό. Αυτό ήταν αδύνατο, αλλά στις 23 το αριστερό τούρκικο έκανε νέα προέλαση και, όταν όλες οι τούρκικες δυνάμεις ευθυγραμμίστηκαν, πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες. Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο, διέταξε υποχώρηση, δημιουργώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα, υποχώρησαν προς την Λάρισα, η οποία εκκενώθηκε. Η πόλη καταλήφθηκε(27/04) από τους Τούρκους, αφού δεν καταδίωξαν τους Έλληνες, αλλά προχώρησαν αργά. Ο ελληνικός στρατός, επανήλθε σε τάξη κοντά στα Φάρσαλα και σχημάτισε νέα γραμμή για αντεπίθεση, αλλά το ηθικό ήταν πεσμένο. Ήταν άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις Λάρισας και Βελεστίνο. Εκεί εστάλη σιδηροδρομικώς μεραρχία, αλλά οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε 2 κομμάτια, με απόσταση 60 km μεταξύ τους. Τουρκική αναγνωριστική δύναμη αναχαιτίστηκε στο Βελεστίνο(27/04) και έγιναν μάχες(29 και 30/04). Οι Έλληνες ήταν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη. Οι Τούρκοι προετοιμάζονταν και επιτέθηκαν(05/05) στα Φάρσαλα με 3 μεραρχίες, απωθώντας τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις τους, μπροστά στην πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ. Ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με κάποια τάξη στον Δομοκό. Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν, αφού ανασυντάχθηκαν στον Δομοκό, στον Αλμυρό. Οι Έλληνες είχαν χρόνο να οχυρωθούν ως την νέα επίθεση του Εντέμ Πασά στον Δομοκό(17/05) με 3 σημεία κρούσης. Το δεξί αναχαιτήστηκε από το απόσπασμα Τερτίπη και την Λεγεώνα των Φιλελλήνων και τους Γαριβαλδίνους(3.060 ξένοι-2.783 Ιταλοί-). Το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό προέλασε ως τις ελληνικές γραμμές, οπότε εγκαταλείφθηκε και αυτή η τοποθεσία(νύχτα), όπως και η Φούρκα(επόμενη). Ο Σμολένσκη έφθασε(18/05) από τον Αλμυρό και διετάχθη να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν, γιατί ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός(20/05) μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου. Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες-και ένα σύνταγμα, ανάμεσά τους ιππικού- και 5 πυροβολαρχίες υπό τον Συνταγματάρχη Μάνο, έναντι 28.000 Τούρκων, με 48 πυροβόλα υπό τον Αχμέτ Χιφσί Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις αμύνονταν στην γραμμή Άρτα-Πέτα, ενώ οι Τούρκοι ήταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Οι Τούρκοι άρχισαν να βομβαρδίζουν την τελευταία (18/04), αλλά δεν μπόρεσαν να πάρουν την γέφυρα. Υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Φιλιππιάδα, που κατέλαβε(23/04) ο Συνταγματάρχης Μάνος. Οι Έλληνες συνέχισαν ως τα Πέντε Πηγάδια, όπου μετά από αψιμαχίες(27) και νέες επιθέσεις(28 και 29/04) δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα, ελλείψει ενισχύσεων. Στις 12/05 έγινε νέα ελληνική επίθεση. Ηπειρώτες εθελοντές, προσπάθησαν ν’ αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Το ελληνικό κέντρο επιτέθηκε(13/05) κοντά στην Στρεβίνα, για να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση. Το κατάφερε(14/05) με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Αλλά οπισθοχώρησαν(15/05). Με την μεσολάβηση ευρωπαϊκών Δυνάμεων και της Ρωσίας, υπεγράφη ειρήνη(20/09/1897). Η Ελλάδα, εξαναγκάστηκε να πληρώσει ΜΕΓΑΛΕΣ πολεμικές αποζημιώσεις και να παραχωρήσει μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση Ράλλη, για να πληρώσει τις αποζημιώσεις(σχόλιο: δεν αρνήθηκε όπως άλλες χώρες), παραχώρησε στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο ΟΛΕΣ τις θεωρητικά επαρκείς προσόδους για αποζημίωση. Για την εξόφληση του δημοσίου χρέους, εκχωρήθηκαν στον ΔΟΕ: μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας, σμύριδας, φόρος κατανάλωσης καπνού, τέλη χαρτοσήμου και δασμοί τελωνείου Πειραιά. Η συνθηκολόγηση ήταν ταπεινωτική για την Ελλάδα, καθότι έχασε προσωρινά(ως το 1908) ορισμένες ελευθερίες, για τις οποίες αγωνίστηκε στην Επανάσταση του 1821.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου