ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 03/04, ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΜΕΡΟΣ 4ο
(αναφορά στο προσκυνοχάρτι, επίκαιρο)
Ο μόνος που απάντησε στο κάλεσμά του ήταν ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», με άνδρες και των Παπαφλέσσα και Υψηλάντη, που είχαν ενωθεί μαζί του. Ο Νικηταράς έσπευσε να ανακόψει την υποχώρηση των Τούρκων προς την Κόρινθο και στη χαράδρα μπροστά στον Άγιο Σώστη οι Τούρκοι άφησαν περισσότερους από 3.000 νεκρούς. Η μεγάλη τουρκική στρατιά διασπάστηκε. Ένα μέρος της κατέφυγε στην Κόρινθο, ενώ το άλλο γύρισε πίσω στο Άργος, όπου ο Δράμαλης παρέμεινε άπραγος για μία ημέρα, προσπαθώντας να συνέλθει από την πανωλεθρία. Όμως ήταν αδύνατον να παραμείνει άλλο η τουρκική στρατιά στο Άργος, δίχως εφόδια. Μη θέλοντας να δοκιμάσει την τύχη του από το ίδιο πέρασμα, ο Δράμαλης επέλεξε το πέρασμα του Αϊνορίου, Α από το σημείο όπου είχε ηττηθεί το 1ο τμήμα της στρατιάς του. Το ελληνικό πολεμικό συμβούλιο, υπό την καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη, είχε εκπονήσει σχέδιο για αυτή την περίπτωση, το οποίο όμως δεν εκτελέστηκε σωστά. Το σχέδιο ήθελε τους Έλληνες-ως τότε είχαν στρατοπεδεύσει στους Μύλους- να χτυπήσουν τα νώτα του Δράμαλη, μόλις άφηνε πίσω του το Άργος. Αντ’ αυτού, τους Έλληνες προσήλκυσαν τα λάφυρα του εγκαταλειμμένου τουρκικού στρατοπέδου και άφησαν τα νώτα του Δράμαλη ανενόχλητα. Ο Νικηταράς και ο Υψηλάντης επιτέθηκαν στους Τούρκους από τον Άγιο Σώστη, ο δε Παπαφλέσσας από το Αϊνόρι, οι Τούρκοι ιππείς όμως κατόρθωσαν να ανοίξουν δρόμο, καθώς δεν τους κατεδίωκε κανένας. Τα σώματα που έστειλε ο Κολοκοτρώνης, υπό τη διοίκηση του γιου του, Γενναίου και του Πλαπούτα, έφτασαν πολύ αργά, ώστε μεγάλο μέρος της τουρκικής στρατιάς διέφυγε, αφήνοντας πίσω μόλις 1.000 νεκρούς. Ηττημένος και καταδιωκόμενος ο μεγάλος σερασκέρης έφτασε στην Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε να φυλαχθούν όλα τα περάσματα προς τη Δ. Πελοπόννησο ή τη Στερεά τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ανεφοδιασμό της Κορίνθου. Ύστερα από λίγο ό,τι είχε απομείνει από τη λαμπρή τουρκική υπέκυψε στην πείνα και στις αρρώστιες. Η συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη είχε ολοκληρωθεί. Οι απώλειες των Τούρκων σ’ αυτές τις αναμετρήσεις υπολογίζονται από τον Φωτάκο σε 5.000. Ο Δράμαλης αρρώστησε και πέθανε λίγους μήνες αργότερα στην Κόρινθο, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες να σπάσει τον κλοιό των Ελλήνων-τον είχαν αποκόψει από το υπόλοιπο της Πελοποννήσου και τη Στερεά Ελλάδα-. Ο Κολοκοτρώνης έγινε αρχιστράτηγος κατ’ απαίτηση των οπλαρχηγών, ενώ παράλληλα άρχισε να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, αφού εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο. Την ίδια στιγμή που ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αγωνιστές νικούσαν, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι είχανε μπει στα καράβια, για να γλιτώσουν. Την δόξα στο πεδίο της μάχης, οι πολιτικοί την «αντάμειψαν» στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους(Μάρτιος-Απρίλιος 1823), χαρίζοντας το βαθμό του στρατηγού σε 50 ακόμη ανθρώπους, για να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη. Ο Γέρος, προσπάθησε στον Εμφύλιο, να αμβλύνει τις αντιθέσεις, αλλά δεν απέφυγε την ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο Κολοκοτρώνης και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο. Ο Σουλτάνος ζήτησε την βοήθεια της Αιγύπτου, για να καταπνίξει την Επανάσταση. Ο γιος του Μεχμέτ Αλί και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ, αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο(1825). Σφακτηρία και Ναβαρίνο έπεσαν σε αιγυπτιακά χέρια. Ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ξεκίνησε, ελλείψει μεγάλου στρατού, τον κλεφτοπόλεμο(ως το 1828). Τότε έφθασε στην Ελλάδα ο στρατός του στρατηγού Maison με εντολή του Καρόλου Ι’ της Γαλλίας, για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα(γαλλική Εκστρατεία του Μοριά, 1828-33). Ο Κολοκοτρώνης ήταν στρατιωτική ιδιοφυία, καθώς, με χρήση του κλεφτοπολέμου, υπερκερνούσε την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Πρόσεχε πολύ την καταστροφή των πόρων(τροφές, ζωοτροφές) του αντιπάλου και την εξασφάλιση τροφής για τον στρατό του. Αναγνώρισε το έργο των Ελλήνων κτηνοτρόφων, που την εξασφάλιζαν και, γενικά, στήριξαν τον Αγώνα. Ως το τέλος του, ο Κολοκοτρώνης είναι ο ηγέτης του, πολιτικός(μέλος Πελοποννησιακής Γερουσίας και Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού) και στρατιωτικός. Ο Μαυροκορδάτος και οι άλλοι ανησύχησαν τόσο πολύ από τις συνεχείς επιτυχίες των στρατιωτικών-ιδιαίτερα του Κολοκοτρώνη- που τους ενδιέφερε πια μόνο η προσωπική τους εξασφάλιση. Ο Κολοκοτρώνης ήρθε σε ρήξη με τον Μαυροκορδάτο, όταν εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς και αποφασίστηκε η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης και του βαθμού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε. Αυτό θεωρήθηκε μείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωμάτων και σηματοδότησε τη ρήξη ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος. Στη συνέχεια πολλά μέλη του, αντίθετα στον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι υπήρχαν 2 κυβερνήσεις(αρχές 1824), μία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και μια υπό τον Γ. Κουντουριώτη στο Κρανίδι. Οι κυβερνητικοί(Μάρτιος 1824) στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο, που υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας. Έτσι τελείωσε η 1η φάση του Εμφυλίου πολέμου. Ο οποίος έμελλε όμως να συνεχισθεί, καθώς και οι 2 παρατάξεις(υπό τον Κουντουριώτη η μια και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη η άλλη) επεδίωκαν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαΐμη(αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών. Με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της 2ης φάσης του Εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Στις 13/11/1824 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του, κλόνισε σοβαρά τον Γέρο, που αποφάσισε να παραδοθεί(αρχές Δεκεμβρίου 1824), για να τερματιστεί ο Εμφύλιος. Στις 06/02/1825, φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά. Αναγκάστηκαν να τον απελευθερώσουν(1825), μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιοι, μετά την αποφυλάκισή του, ανεβασμένος σε μια πέτρα μίλησε, στο πλήθος που παραληρούσε. Τους είπε να ξεχάσουν τα μίση, για να βρεθεί ο θησαυρός, της Ελευθερίας. Διαμήνυσε στον Ιμπραήμ, ότι οι Έλληνες, όσα σπίτια και αν κάψει, όσες καταστροφές και αν προκαλέσει, δεν προσκυνούν. Δεν κατάφερε να φέρει την ομόνοια. Η Πελοπόννησος, εν τω μεταξύ, λεηλατούνταν από τον Ιμπραήμ(άνοιξη-καλοκαίρι 1827). Οι Αιγύπτιοι, επέστρεφαν συνήθως 2η φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες μέρες πριν, και ολοκλήρωναν την καταστροφή. Η αντίσταση είχε σχεδόν εξουδετερωθεί. Οι Αιγύπτιοι, πάντως, δέχονταν επιθέσεις λίγων Ελλήνων, και χωρικών ακόμα, που τους πλευροκοπούσαν, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μάχη μετωπική μαζί τους. Τους προκαλούσαν μεγάλες απώλειες. Ο Κολοκοτρώνης περιέγραψε στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του τον ανταρτοπόλεμο αυτό. Ανέφερε ότι προκάλεσε τον Ιμπραήμ σε μονομαχία, όταν τον ρώτησε γιατί δεν κάθεται σ’ ένα σημείο να πολεμήσουν κατά μέτωπο. Θα το έκανε, και ας πέθαινε, για το έθνος. Οι Πελοποννήσιοι, συνέχιζαν να αντιστέκονται, παρά την πείνα και τον σχεδόν ανύπαρκτο οπλισμό. Ο Ιμπραήμ, μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι(1825, Έξοδος), εφάρμοσε σε μεγάλη κλίμακα το προσκύνημα. Αυτό στην τουρκοκρατία, ήταν η δήλωση υποταγής ενός προσώπου ή μιας ομάδας ατόμων στον κατακτητή, μετά από εξέγερση. Οι προσκυνημένοι λάμβαναν από τους Τούρκους και ειδικό πιστοποιητικό(«ράι μπουγιουρντί» ή, ελληνικά, «προσκυνοχάρτι»). Οι προσκυνημένοι, πλέον, ήταν νομιμόφρονες υπήκοοι. Ο Κολοκοτρώνης, στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του, ανέφερε ότι οι οπλαρχηγοί που προσκύνησαν, το έκαναν, για χάρη των υψηλών αμοιβών που υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, καθώς ήταν πρ. μισθοφόροι προκρίτων του Μοριά. Κάποιοι φοβόνταν και τις αιγυπτιακές επιδρομές. Οι προσκυνημένοι αυξάνονταν ραγδαία, μια θλιβερή εικόνα προδοσίας από την Ηλεία, ως την Πάτρα, την Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα. Ο Κολοκοτρώνης, στα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του, λέει ότι τότε φοβήθηκε για την πατρίδα του.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 03/04, ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΜΕΡΟΣ 5ο
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 03/04, ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΜΕΡΟΣ 5ο
Εκείνη την στιγμή, πρόσφερε ο Γέρος την τελευταία υπηρεσία στο Έθνος. Ξαναζωντάνεψε την Επανάσταση, με το σύνθημα «Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!». Με σκληρά μέτρα και τρομοκρατία απάντησε στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Απέτρεψε τους Πελοποννήσιους να επανέλθει υπό οθωμανική κυριαρχία. Διατήρησε την φλόγα του πολέμου άσβεστη ως την Ναυμαχία του Ναβαρίνου(20/10/1827) και την συμφωνία των Μ. Δυνάμεων για την Ελευθερία της Ελλάδας. Όσα χωριά αρνούνταν να επιστρέψουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν επιθέσεις των ανδρών του Γέρου. Οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Οι απαγχονισμένοι συνεργάτες των Τούρκων, έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους, να λάβουν σοβαρά τις απειλές του Κολοκοτρώνη. Μόνο όμως μ’ αυτά θα μπορούσε να αποσβέσει την ήττα των Ελλήνων, καθώς οι πολιτικοί δεν ήθελαν να βοηθήσουν τον Γέρο με χρήματα και πολεμοφόδια. Συμβούλευε τους απλούς ανθρώπους που είχαν προσκυνήσει να τους επαναφέρει στο πατριωτικό τους χρέος. Ο Κολοκοτρώνης, είχε ρωσόφιλα αισθήματα. Αλλά πίστευε ότι οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν ΜΟΝΟ για την Ανεξαρτησία τους, ΧΩΡΙΣ την βοήθεια των ξένων. Ήταν δύσπιστος με την ανάμειξή τους στα εσωτερικά της Ελλάδας, γιατί έβλεπε ότι το έκαναν ΜΟΝΟ για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Με την γνωστή του μεγαλοψυχία, συγχώρεσε τους εχθρούς του, ακόμα και όσους σκότωσαν συγγενείς, ακόμα και του γιου του! Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του, τα οποία κυκλοφόρησαν(1851) με τον τίτλο «ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ 1770 ΕΩΣ ΤΑ 1836». Είναι πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Έκανε 6 παιδιά(3 γιοι, 3 κόρες). Ο Γιάννης, στρατιωτικός και πρωθυπουργός, ο Κων/νος, ο Πάνος(1824), ο άλλος Πάνος(λέγεται με την ερωμένη του στην Ύδρα) και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου. Σύζυγός του ήταν(από τα 20 του, 1790-1819), η μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου(τον σκότωσαν οι Τούρκοι στο Ναύπλιο), Κατερίνα Καρούσου. Έζησε μαζί της ως το 1797 στο Άκοβο. Πήρε καλή προίκα, χωράφια, ελιές, αγροικία με αλώνι και νερόμυλο στα μέρη εκείνα. Έγινε σύγαμπρος με τον πατέρα του Νικηταρά, Σταματόπουλο. Έζησε ήρεμα, ως αγρότης, μυλωνάς και κτηνοτρόφος, με αυτοπροστασία πάντα(ως το 1797). Από τότε αφιερώθηκε στον Αγώνα.
Ο Κολοκοτρώνης, τάχθηκε υπέρ του Καποδίστρια, αν και διαφωνούσε με την κάπως αυταρχική του επιβολή. Πρωτοστάτησε στην εκλογή του Όθωνα. Όμως, όταν ο βασιλιάς έφθασε στην Ελλάδα(30/01/1832), ο Γέρος έγινε στόχος συκοφαντιών, από τους πολιτικούς του αντιπάλους(με 1ο τον Ιω. Κωλέττη). Οι Βαυαροί τον αντιμετώπισαν με ψυχρότητα. Διαφώνησε(1833) με την Αντιβασιλεία των Βαυαρών και αυτή τον οδήγησε, πάλι, στις φυλακές του Ιτς Καλέ στο Ναύπλιο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας(25/05/1834). Η σκευωρία εναντίον του, λόγω της στήριξης στον Κυβερνήτη, οδήγησε στην σύλληψη του για εσχάτη προδοσία(06/09/1833), μαζί με τον γιο του Γενναίο και τους Τζαβέλα, Νικηταρά κ.ά. στρατιωτικούς. Η «κατηγορία»: συνομωσία κατά του νεαρού βασιλιά και της κυβέρνησης. Η δίκη-φιάσκο(αρχή 30/04-26/05/1834), διεξήχθη στο τούρκικο τζαμί του Ναυπλίου. Εισαγγελέας ήταν ο Βρετανός, Σκωτσέζος, Edward Mason, κατά τον ιστορικό Medelson, εμπαθής πολέμιος των ρωσόφιλων, του Κολοκοτρώνη και υποστηριχτής του δολοφόνου του Καποδίστρια, Γ. Μαυρομιχάλη. Ο Mason, αρχικά είχε έρθει στην Ελλάδα ως φιλέλληνας(1824). Δεν έκανε σχεδόν τίποτα για την Επανάσταση. Μετά την Ανεξαρτησία, άρχισε να δικηγορεί. Ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμείχθηκε στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, υπηρετώντας άριστα τα βρετανικά συμφέροντα. Υπερασπίστηκε τον Μαυρομιχάλη και κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη με το ίδιο μένος. Με την «δικαίωση» του φιλέλληνα «απελευθερωτή» αναμείχθηκε, εξοργιστικά, στις υποθέσεις των Ελλήνων, καθότι, όπως πολλοί άλλοι τέτοιοι «φιλέλληνες», το θεωρούσε δικαίωμά του! Ακόμα και να κρίνει την ζωή των μεγαλύτερων Αγωνιστών. Δεν διακατεχόταν από αίσθημα δικαιοσύνης. Με τεχνάσματα και ψευδομάρτυρες στην προανάκριση, προσπάθησε να φέρει στην δίκη την έκβαση που επιθυμούσε. Απέφυγε να αναζητήσει την αλήθεια, πίσω από την δίωξη του Κολοκοτρώνη. Διακήρυττε παντού την πίστη του για την ενοχή του Γέρου! Πίεζε, στο κελί της φυλακής τον στρατηγό, να ομολογήσει. Ο Κολοκοτρώνης τον αποστόμωσε, με την θυμοσοφία που τον διέκρινε(ιστορία λύκου και προβατίνας: ο λύκος, για να φάει την προβατίνα, της φώναζε, «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω»). Οι δικολαβισμοί του Mason στην δίκη είναι παροιμιώδεις. Καμιά κατηγορία του δεν έστεκε. Βασιζόταν σε ενδείξεις και αοριστίες, αλλά η εσχάτη προδοσία του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα ήταν ανύπαρκτη. Οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης διέψευσαν τις κατηγορίες. Ο δικαστής Τερτσέτης, σε μυστικές διαβουλεύσεις, είπε ότι με τέτοιες κατηγορίες, δεν καταδικάζονται σε θάνατο ούτε 2 γάτοι! Οι κατηγορούμενοι, με απλή στολή και χωρίς στολή, οδηγήθηκαν στην αίθουσα, συνοδεία οργάνων τάξης και συνηγόρων. Οι χωροφύλακες πήραν τις θέσεις τους. Ο Κολοκοτρώνης, άλλη μια φορά, συγκλόνισε τους Έλληνες, όντας στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Όταν έδωσε την απάντηση στον δικαστή, για το επάγγελμά του «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε και τους εχθρούς του. Στην δίκη φανερώθηκαν όλες οι παθογένειες της νεότερης Ελλάδας, που κυρίευσαν ως και τους πιο ευγενείς πατριώτες του Αγώνα. Πίσω από αυτούς, κρύβονταν οι δαίμονες της ευρωπαϊκής διπλωματίας(ιστορία που επαναλαμβάνεται ως σήμερα). Παρά την γενναία στάση, 2 από τους 5 δικαστές(Αναστάσιος Πολυζωίδης και Γέωργιος Τερτσέτης· τους πήγαν βίαια, σηκωτούς για να απαγγείλουν κατηγορίες), ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο. Φυλακίστηκε, στα 64 του, στο Παλαμίδι. Η ποινή, κατόπιν, μετετράπη σε 20ετή κάθειρξη. Έλαβε χάρη από τον ενήλικο πια Όθωνα(Μάιος 1835). Ήταν εξουθενωμένος από τις άθλιες συνθήκες της φυλακής και ρακένδυτος! Κατόπιν έφυγε για την νέα ελληνική πρωτεύουσα, Αθήνα, όπου έχτισε σπίτι(σημ. διασταύρωση οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα). Εκεί, αναγνωρίστηκε απ’ όλους για την συμβολή του στον Αγώνα. Έγινε στρατηγός και Σύμβουλος Επικρατείας. Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίστηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν πιστός σύμβουλος του Όθωνα. Φύσει ανιδιοτελής, δεν επεδίωξε ποτέ προσωπικά οφέλη και ανταλλάγματα για την προσφορά του στην Ελλάδα. Πέθανε στην Αθήνα(04/02/1843), σε ηλικία 73 ετών, από εγκεφαλική συμφόρηση, μετά από γλέντι στα Ανάκτορα(σημ. Βουλή των Ελλήνων), για τον γάμο του γιου του Κολίνου. Ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Φτωχός σε υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος από την αγάπη του λαού για ό,τι πρόσφερε στην πατρίδα, πρόλαβε να την δει ελεύθερη, μετά από ΚΑΙ ΔΙΚΟ του, πολύ, αγώνα, με όραμα, ήθος, πίστη και αυταπάρνηση. Εκείνα τα χρόνια γράφτηκαν τα «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» του, που εκδόθηκαν το 1846 και είναι πολύτιμη πηγή για την Επανάσταση. Ετάφη με την στολή του αρχιστράτηγου. Στο πλευρό του, τοποθετήθηκε το σπαθί, με το οποίο ξεκίνησε την Επανάσταση, ο θώρακας, η περικεφαλαία, οι επωμίδες(υπηρεσία στα Επτάνησα). Η τούρκικη σημαία τοποθετήθηκε κάτω από τα τσαρούχια του, σε ένδειξη δόξας. Τα οστά του, διακομίσθηκαν(10/10/1930), στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης. Στις 25/09/1993, τοποθετήθηκαν σε μυστική κρύπτη, στον ανδριάντα του Γέρου πάνω στο άλογό του, στο κάτω μέρος της πλατείας. Μνημειώδης έμεινε ο λόγος του στην Πνύκα, εκεί όπου στην κλασική εποχή συγκαλούταν η Εκκλησία του Δήμου(1838). Μίλησε στους νέους για την αξία της μόρφωσης, που οι Αγωνιστές, λόγω της σκλαβιάς δεν έλαβαν και το ένδοξο παρελθόν, αλλά και την αξία του σεβασμού στα θεία και το κράτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου