Η σημασία μιας εθνικής επετείου
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Κάθε εθνική επέτειος αποτελεί σημείο αναφοράς για την έκφραση της συλλογικής ταυτότητας. Ταυτοχρόνως, αποτυπώνει το πως ένας λαός κρίνει και αφηγείται το ιστορικό του παρελθόν. Η αφήγηση, όμως, δεν είναι αυτοσκοπός γιατί ένας λαός αναζητεί την ιστορία του όχι για να αφηγηθεί το παρελθόν του αλλά για να προσδιορίσει την ταυτότητά του με την οποία θα αναμετρηθεί με το παρόν και θα συγκροτήσει το μέλλον του. Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο ένα έθνος αντικρίζει το παρελθόν του αντανακλά το όραμα για το μέλλον του, τις φιλοδοξίες του και τους στόχους για την κοινωνία του.
Η τάση των θιασωτών της «νέας ιστορίας», οι οποία βλέπει την ιστορία ως «κατασκευή», χωρίς αντικειμενική υπόσταση, γιατί την ερμηνεύει ως το προϊόν της ατομικής σχέσης του ιστορικού με το παρελθόν, καταλήγει σε πολιτική ισοπέδωση τόσο της εθνικής αυτοσυνείδησης όσο και των αξιών που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί μικρά έθνη στην υιοθέτηση μίας στάσης καχεξίας έναντι πιο ισχυρών εθνών με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν τις αντιστάσεις, μετατρέποντας τις κοινωνίες τους σε ασπόνδυλους υποτελείς μεγάλων δυνάμεων, σε υπηρέτες οικονομικών προτεραιοτήτων, χωρίς ιστορική αυτοσυνειδησία (βλ. αφασία) και χωρίς συνείδηση δυνατοτήτων.
Κάνω αυτή τη διατύπωση γιατί κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με αφορμή κάθε εθνική επέτειο, έρχεται αυτομάτως στην επιφάνεια μία έντονη συζήτηση η οποία εξωτερικεύεται σε απλοϊκούς διαλόγους μέσω ραδιοτηλεοπτικών συζητήσεων, γύρω από τη νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία τάση η οποία φαίνεται να στρέφεται ενάντια στην «Ιστορία» γιατί την ερμηνεύει περισσότερο ως την πολιτική αιτία παρά ως την απάντηση στα σημερινά προβλήματα που άπτονται και, κατά το πλείστον, επηρεάζουν το παρόν. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χρόνο να επαναλαμβάνεται μία μανιχαϊστική νοοτροπία που να καταλήγει σε ελαττωματική αίσθηση της ιστορίας, καταφυγή στη ψύχωση, σε τάσεις περιφρόνησης της αλήθειας, έστω και όταν αυτή αποδεικνύεται εκ των γεγονότων, και σε μακάρια ικανοποίηση μέσα από την μυθοπλασία που να δικαιολογεί, με μία τάση ναρκισσισμού, το παρόν.
Στο τέλος, αυτού του είδους η «Ιστορία» αναγκαστικά δραπετεύει από το επιστημονικό πεδίο και μπαίνει στην καθημερινή μας ζωή ως μία φασματική εκδοχή του παρελθόντος μόνο και μόνο για να έχει πρακτική χρησιμότητα στις πολιτικές επιλογές και τους πολιτικούς προσανατολισμούς του παρόντος. Αυτή η «Ιστορία» λειτουργεί στα μάτια πολλών ως το δικαστήριο που δικαιώνει τις ψυχώσεις τους, τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και μέσα από αυτές τις αυταπάτες που τους κάνουν να αισθάνονται εσαεί δικαιωμένοι.
Αυτό το θεωρώ, μέχρι ενός σημείου, δικαιολογημένο και αναπότρεπτο λόγω των ιστορικών εμπειριών που βίωσε ο νεότερος ελληνισμός. Εδώ, όμως, αναδεικνύεται η σημασία του κριτικού ρόλου του ιστορικού και της ιστοριογραφίας. Ρητορικώς, όλοι επικαλούνται την ιστορική κριτική στην πράξη όμως δύσκολα μπορεί κανείς να τη διακρίνει από την πολιτική θέση και ενίοτε από την ιδεολογική ψύχωση.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι στην κοινωνία μας, όπως και σε άλλες κοινωνίες, υπάρχουν αντιθέσεις για την ερμηνεία της ιστορίας που δεν μπορούν να γεφυρωθούν και αυτό είναι χαρακτηριστικό της ιστορίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Επομένως, η διαμεσολάβηση της πολιτικής δημιουργεί προϋποθέσεις δέσμευσης της ιστορίας και της ιστορικής κριτικής σε πολιτικές σκοπιμότητες. Ο επιστήμονας ιστορικός θα πρέπει να προσεγγίζει τη σχέση και την εξέλιξη της κοινωνίας μας στον ιστορικό χρόνο έξω από τα όρια της πολιτικής πρακτικής. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη της ιστορίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο άσκησης πολιτικής κανενός κόμματος και καμιάς ιδεολογικής ομάδας. Έτσι, ο ιστορικός πρέπει να διαχωρίζει την ιστορική κριτική από τις επιθυμίες του (επιστημονική εντιμότητα), προσπαθώντας να αναλύσει τα κλασικά ερωτήματα του τί έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε, δηλαδή το ιστορικό, από το τί μπορούσε ή τί ήθελε ο ιστορικός να γίνει, δηλαδή το ουτοπικό-φαντασιακό.
Η επιστημονική ιστορία δεν προσφέρεται ως ένα πλαίσιο πολιτικών αξιών ούτε μπορεί να καταλήξει σε χρησιμοθηρικά αφηγήματα που να δικαιολογούν, και ακόμη περισσότερο να νομιμοποιούν, μία ιδεολογική σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Επιπλέον, η ιστορική μνήμη δεν μπορεί στα πλαίσια της επιστημονικής συγγραφής της ιστορίας να μετατρέπεται σε πολιτικό ναρκισσισμό ή στην αντίθετη περίπτωση σε πολιτική αντίσταση και, ακόμη χειρότερα, να εντάσσεται σε τεχνικές και μηχανισμούς ελέγχου από ομάδες που έτυχε να ασκούν εξουσία με ημερομηνία λήξης.
Κάθε εθνική επέτειος, στην ουσία, αναδεικνύει τις συλλογικές αξίες και επιδιώξεις με βάση τα οράματα της γενιάς που πρωταγωνίστησε στο ιστορικό γεγονός το οποίο αναδεικνύει η εθνικής επέτειος. Συνεπώς, όλοι αυτοί που θυσίασαν τη ζωή τους στην ελληνική επανάσταση του 1821 για το ιδεώδες της εθνικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας δεν πέθαναν ούτε για ένα πουκάμισο αδειανό αλλά ούτε και γιατί έτσι θέλουν να το βλέπουν σήμερα ιστορικοί.
www.geopolitics-gr.blogspot.com
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Κάθε εθνική επέτειος αποτελεί σημείο αναφοράς για την έκφραση της συλλογικής ταυτότητας. Ταυτοχρόνως, αποτυπώνει το πως ένας λαός κρίνει και αφηγείται το ιστορικό του παρελθόν. Η αφήγηση, όμως, δεν είναι αυτοσκοπός γιατί ένας λαός αναζητεί την ιστορία του όχι για να αφηγηθεί το παρελθόν του αλλά για να προσδιορίσει την ταυτότητά του με την οποία θα αναμετρηθεί με το παρόν και θα συγκροτήσει το μέλλον του. Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο ένα έθνος αντικρίζει το παρελθόν του αντανακλά το όραμα για το μέλλον του, τις φιλοδοξίες του και τους στόχους για την κοινωνία του.
Η τάση των θιασωτών της «νέας ιστορίας», οι οποία βλέπει την ιστορία ως «κατασκευή», χωρίς αντικειμενική υπόσταση, γιατί την ερμηνεύει ως το προϊόν της ατομικής σχέσης του ιστορικού με το παρελθόν, καταλήγει σε πολιτική ισοπέδωση τόσο της εθνικής αυτοσυνείδησης όσο και των αξιών που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί μικρά έθνη στην υιοθέτηση μίας στάσης καχεξίας έναντι πιο ισχυρών εθνών με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν τις αντιστάσεις, μετατρέποντας τις κοινωνίες τους σε ασπόνδυλους υποτελείς μεγάλων δυνάμεων, σε υπηρέτες οικονομικών προτεραιοτήτων, χωρίς ιστορική αυτοσυνειδησία (βλ. αφασία) και χωρίς συνείδηση δυνατοτήτων.
Κάνω αυτή τη διατύπωση γιατί κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με αφορμή κάθε εθνική επέτειο, έρχεται αυτομάτως στην επιφάνεια μία έντονη συζήτηση η οποία εξωτερικεύεται σε απλοϊκούς διαλόγους μέσω ραδιοτηλεοπτικών συζητήσεων, γύρω από τη νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία τάση η οποία φαίνεται να στρέφεται ενάντια στην «Ιστορία» γιατί την ερμηνεύει περισσότερο ως την πολιτική αιτία παρά ως την απάντηση στα σημερινά προβλήματα που άπτονται και, κατά το πλείστον, επηρεάζουν το παρόν. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χρόνο να επαναλαμβάνεται μία μανιχαϊστική νοοτροπία που να καταλήγει σε ελαττωματική αίσθηση της ιστορίας, καταφυγή στη ψύχωση, σε τάσεις περιφρόνησης της αλήθειας, έστω και όταν αυτή αποδεικνύεται εκ των γεγονότων, και σε μακάρια ικανοποίηση μέσα από την μυθοπλασία που να δικαιολογεί, με μία τάση ναρκισσισμού, το παρόν.
Στο τέλος, αυτού του είδους η «Ιστορία» αναγκαστικά δραπετεύει από το επιστημονικό πεδίο και μπαίνει στην καθημερινή μας ζωή ως μία φασματική εκδοχή του παρελθόντος μόνο και μόνο για να έχει πρακτική χρησιμότητα στις πολιτικές επιλογές και τους πολιτικούς προσανατολισμούς του παρόντος. Αυτή η «Ιστορία» λειτουργεί στα μάτια πολλών ως το δικαστήριο που δικαιώνει τις ψυχώσεις τους, τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και μέσα από αυτές τις αυταπάτες που τους κάνουν να αισθάνονται εσαεί δικαιωμένοι.
Αυτό το θεωρώ, μέχρι ενός σημείου, δικαιολογημένο και αναπότρεπτο λόγω των ιστορικών εμπειριών που βίωσε ο νεότερος ελληνισμός. Εδώ, όμως, αναδεικνύεται η σημασία του κριτικού ρόλου του ιστορικού και της ιστοριογραφίας. Ρητορικώς, όλοι επικαλούνται την ιστορική κριτική στην πράξη όμως δύσκολα μπορεί κανείς να τη διακρίνει από την πολιτική θέση και ενίοτε από την ιδεολογική ψύχωση.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι στην κοινωνία μας, όπως και σε άλλες κοινωνίες, υπάρχουν αντιθέσεις για την ερμηνεία της ιστορίας που δεν μπορούν να γεφυρωθούν και αυτό είναι χαρακτηριστικό της ιστορίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Επομένως, η διαμεσολάβηση της πολιτικής δημιουργεί προϋποθέσεις δέσμευσης της ιστορίας και της ιστορικής κριτικής σε πολιτικές σκοπιμότητες. Ο επιστήμονας ιστορικός θα πρέπει να προσεγγίζει τη σχέση και την εξέλιξη της κοινωνίας μας στον ιστορικό χρόνο έξω από τα όρια της πολιτικής πρακτικής. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη της ιστορίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο άσκησης πολιτικής κανενός κόμματος και καμιάς ιδεολογικής ομάδας. Έτσι, ο ιστορικός πρέπει να διαχωρίζει την ιστορική κριτική από τις επιθυμίες του (επιστημονική εντιμότητα), προσπαθώντας να αναλύσει τα κλασικά ερωτήματα του τί έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε, δηλαδή το ιστορικό, από το τί μπορούσε ή τί ήθελε ο ιστορικός να γίνει, δηλαδή το ουτοπικό-φαντασιακό.
Η επιστημονική ιστορία δεν προσφέρεται ως ένα πλαίσιο πολιτικών αξιών ούτε μπορεί να καταλήξει σε χρησιμοθηρικά αφηγήματα που να δικαιολογούν, και ακόμη περισσότερο να νομιμοποιούν, μία ιδεολογική σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Επιπλέον, η ιστορική μνήμη δεν μπορεί στα πλαίσια της επιστημονικής συγγραφής της ιστορίας να μετατρέπεται σε πολιτικό ναρκισσισμό ή στην αντίθετη περίπτωση σε πολιτική αντίσταση και, ακόμη χειρότερα, να εντάσσεται σε τεχνικές και μηχανισμούς ελέγχου από ομάδες που έτυχε να ασκούν εξουσία με ημερομηνία λήξης.
Κάθε εθνική επέτειος, στην ουσία, αναδεικνύει τις συλλογικές αξίες και επιδιώξεις με βάση τα οράματα της γενιάς που πρωταγωνίστησε στο ιστορικό γεγονός το οποίο αναδεικνύει η εθνικής επέτειος. Συνεπώς, όλοι αυτοί που θυσίασαν τη ζωή τους στην ελληνική επανάσταση του 1821 για το ιδεώδες της εθνικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας δεν πέθαναν ούτε για ένα πουκάμισο αδειανό αλλά ούτε και γιατί έτσι θέλουν να το βλέπουν σήμερα ιστορικοί.
www.geopolitics-gr.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου