Σάββατο, 7 Απριλίου 2012
Μνημεία χαρακτηρίστηκαν επτά κτίρια του πρώην 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου
Επτά από τα 14 κτίρια του πρώην 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου, ενός από τα τελευταία δείγματα της στρατιωτικής νοσοκομειακής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αιώνα, που περιέθαλψε τραυματίες από όλους τους πολέμους της νεότερης ελληνικής ιστορίας, χαρακτηρίστηκαν μνημεία, έπειτα από σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων.
Το συγκρότημα του πρώην 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου επί των οδών Δεινοκράτους και Ιατρίδου περιλαμβάνει 14 λιθόκτιστα κτίρια, κεραμοσκεπή, σε έκταση 11 στρεμμάτων. Ο χώρος αρχικά έφτανε μέχρι την οδό Δορυλαίου και ήταν γνωστός με την ονομασία «Στρατιωτικά Παραπήγματα». Από το 1877 χρησιμοποιήθηκε για τη λειτουργία και τις εγκαταστάσεις του 1ου Συντάγματος Πεζικού, απομεινάρια των οποίων είναι μερικά από τα κτίρια του παλιού νοσοκομείου, καθώς και τα διατηρητέα κτίρια του πάρκου Ελευθερίας και του Ναυτικού Νοσοκομείου.
Από το 1882 ως το 1897 λειτούργησε σε μερικά από τα κτίρια το «Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών», ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897 τα κτίρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινό παράρτημα του Στρατιωτικού Νοσοκομείου στου Μακρυγιάννη για την περίθαλψη των τραυματιών.
Από το 1904 ως το 1945 εγκαταστάθηκε στο συγκρότημα αυτό το Α' Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το οποίο το 1945 μετονομάστηκε σε «401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο» και παρέμεινε εκεί ως το 1971. Σε αυτό νοσηλεύθηκαν χιλιάδες ασθενείς και τραυματίες των Βαλκανικών πολέμων, του Μακεδονικού Μετώπου, της Μικρασιατικής Εκστρατείας, του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου και του Εμφύλιου πολέμου.
Μετά τη μετεγκατάσταση του Νοσοκομείου το 1971 το συγκρότημα περιήλθε στην ιδιοκτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η διατήρηση του κτιριακού συγκροτήματος του πρώην 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου αποτέλεσε για πολλά χρόνια αίτημα κατοίκων, φορέων και συλλόγων της Αθήνας.
Το θέμα του χαρακτηρισμού των μνημείων ξανασυζητήθηκε το 2002-2003 από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία έγκρισης και δημοσίευσης σχετικής απόφασης.
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής χαρακτήρισε ως διατηρητέα επτά από τα κτίρια του συγκροτήματος (αφήνοντας εκτός του χαρακτηρισμού τα κτίρια επί της οδού Δεινοκράτους). Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ στις 17 Φεβρουαρίου του 2010.
Όπως εξήγησε κατά τη διάρκεια της χτεσινής συνεδρίασης του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων ο Γιώργος Γκανασούλης, προϊστάμενος στο Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών του ΥΠΕΚΑ και εκπρόσωπος του υπουργείου στο Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, το υπουργείο προχώρησε στην αξιολόγηση των κτιρίων σε σχέση με τη χρονολογία τους, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον τους και τη θέση τους στον πολεοδομικό ιστό της πόλης και κατέληξε στην απόφαση του χαρακτηρισμού των επτά εξ αυτών. Αντίθετα όσα κτίρια είναι επί της οδού Δεινοκράτους θεωρήθηκε ότι υπολείπονται κατά πολύ αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, είναι ρυμοτομούμενα και ορθώνουν ένα φράγμα αδιαπέραστο που δεν αφήνει τα υπόλοιπα να αναδειχτούν προς τα έξω.
Ωστόσο, η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Monumenta κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της απόφασης του ΥΠΕΚΑ για τον χαρακτηρισμό των επτά κτιρίων και ζητά τον χαρακτηρισμό του συνόλου του συγκροτήματος. Η δικάσιμος έχει οριστεί για τον Σεπτέμβριο του 2012. Επίσης, η Monumenta έχει ξεκινήσει προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού για το θέμα μέσω ιστολογίου και μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει περίπου 2.600 υπογραφές πολιτών υπέρ της διάσωσης του συνόλου. Όπως υποστηρίζουν τα μέλη της Monumenta, τη διάσωση του συνόλου των κτιρίων έχει ζητήσει πλήθος φορέων, μεταξύ των οποίων το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, ο εξωραϊστικός σύλλογος Ο Λυκαβηττός, ο Σύλλογος Κίνησης Πολιτών Κολωνακίου, το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων ICOMOS και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.
Αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης του ΥΠΕΚΑ έχει καταθέσει και η Εκκλησία της Ελλάδας που ζητά τον χαρακτηρισμό ως διατηρητέων μόνο των τριών πρώτων από τα 14 κτίρια. Στόχος της Εκκλησίας είναι να προχωρήσει στην αποκατάστασή τους μέσω της ένταξης του έργου στο ΕΣΠΑ και τη στέγαση σε αυτά βιβλιοθήκης, εκκλησιαστικού αρχείου και Μουσείου Εκκλησιαστικής Τέχνης. Σύμφωνα με σχετικό έγγραφο που απέστειλε η Ιερά Σύνοδος προς τη γενική γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, Λίνα Μενδώνη, σημειώνεται ότι τα τρία πρώτα κτίρια, αν και τα πλέον ερειπωμένα, σώζουν σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, ενώ τα υπόλοιπα έχουν αλλοιωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Κατά τη χτεσινή του συνεδρίαση, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ του χαρακτηρισμού ως μνημείων των επτά πρώτων κτιρίων του συγκροτήματος (με ψήφους 7 υπέρ έναντι 5 κατά).
Μειοψήφησαν η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΤ και πρόεδρος του ΚΣΝΜ, Λίνα Μενδώνη, ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΚΑ στο Συμβούλιο, Γιώργος Γκανασούλης, ο επίτιμος γενικός διευθυντής του ΥΠΠΟΤ, Ιορδάνης Δημακόπουλος, ο εκπρόσωπος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος στο Συμβούλιο, Νίκος Νικολαΐδης, και ο ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Ζίας, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ του χαρακτηρισμού μόνο των τριών κτιρίων. Αιτιολογώντας την ψήφο της η κ. Μενδώνη επισήμανε ότι ο χαρακτηρισμός από το ΥΠΕΚΑ είναι επαρκής και δια του αρχαιολογικού νόμου θα υπάρχει υποέλεγχος και στον περιβάλλοντα χώρο που αντιμετωπίζεται ως μνημείο.
Τα κτίρια που χαρακτηρίζονται ως μνημεία από το ΥΠΠΟΤ και ως διατηρητέα από το ΥΠΕΚΑ είναι τα εξής: το κτίριο 1 ή «οίκημα Λυράκη», ένα από τα πιο παλιά κτίρια, στο οποίο από το 1882 λειτουργούσε η Σχολή Υπαξιωματικών και το οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα από το παλιό νοσοκομείο, το κτίριο 2 ή «Μικροβιολογικό- Νευρολογικό», το κτίριο 3 ή «Χειρουργείο- Θάλαμος Φωκά», το κτίριο 4 ή «Θάλαμος Ασημάκη», το διώροφο κτίριο 5, που αποτελούσε πιθανόν το Κτίριο Διεύθυνσης, το κτίριο 6 ή «Θάλαμος Μαρκάκη», που χρησιμοποιείται σήμερα από τη Ναοδομία, και το κτίριο 7 ή «Θάλαμος Κωστόπουλου».
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ
Το συγκρότημα του πρώην 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου επί των οδών Δεινοκράτους και Ιατρίδου περιλαμβάνει 14 λιθόκτιστα κτίρια, κεραμοσκεπή, σε έκταση 11 στρεμμάτων. Ο χώρος αρχικά έφτανε μέχρι την οδό Δορυλαίου και ήταν γνωστός με την ονομασία «Στρατιωτικά Παραπήγματα». Από το 1877 χρησιμοποιήθηκε για τη λειτουργία και τις εγκαταστάσεις του 1ου Συντάγματος Πεζικού, απομεινάρια των οποίων είναι μερικά από τα κτίρια του παλιού νοσοκομείου, καθώς και τα διατηρητέα κτίρια του πάρκου Ελευθερίας και του Ναυτικού Νοσοκομείου.
Από το 1882 ως το 1897 λειτούργησε σε μερικά από τα κτίρια το «Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών», ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897 τα κτίρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινό παράρτημα του Στρατιωτικού Νοσοκομείου στου Μακρυγιάννη για την περίθαλψη των τραυματιών.
Από το 1904 ως το 1945 εγκαταστάθηκε στο συγκρότημα αυτό το Α' Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το οποίο το 1945 μετονομάστηκε σε «401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο» και παρέμεινε εκεί ως το 1971. Σε αυτό νοσηλεύθηκαν χιλιάδες ασθενείς και τραυματίες των Βαλκανικών πολέμων, του Μακεδονικού Μετώπου, της Μικρασιατικής Εκστρατείας, του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου και του Εμφύλιου πολέμου.
Μετά τη μετεγκατάσταση του Νοσοκομείου το 1971 το συγκρότημα περιήλθε στην ιδιοκτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η διατήρηση του κτιριακού συγκροτήματος του πρώην 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου αποτέλεσε για πολλά χρόνια αίτημα κατοίκων, φορέων και συλλόγων της Αθήνας.
Το θέμα του χαρακτηρισμού των μνημείων ξανασυζητήθηκε το 2002-2003 από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία έγκρισης και δημοσίευσης σχετικής απόφασης.
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής χαρακτήρισε ως διατηρητέα επτά από τα κτίρια του συγκροτήματος (αφήνοντας εκτός του χαρακτηρισμού τα κτίρια επί της οδού Δεινοκράτους). Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ στις 17 Φεβρουαρίου του 2010.
Όπως εξήγησε κατά τη διάρκεια της χτεσινής συνεδρίασης του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων ο Γιώργος Γκανασούλης, προϊστάμενος στο Τμήμα Παραδοσιακών Οικισμών του ΥΠΕΚΑ και εκπρόσωπος του υπουργείου στο Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, το υπουργείο προχώρησε στην αξιολόγηση των κτιρίων σε σχέση με τη χρονολογία τους, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον τους και τη θέση τους στον πολεοδομικό ιστό της πόλης και κατέληξε στην απόφαση του χαρακτηρισμού των επτά εξ αυτών. Αντίθετα όσα κτίρια είναι επί της οδού Δεινοκράτους θεωρήθηκε ότι υπολείπονται κατά πολύ αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, είναι ρυμοτομούμενα και ορθώνουν ένα φράγμα αδιαπέραστο που δεν αφήνει τα υπόλοιπα να αναδειχτούν προς τα έξω.
Ωστόσο, η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Monumenta κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της απόφασης του ΥΠΕΚΑ για τον χαρακτηρισμό των επτά κτιρίων και ζητά τον χαρακτηρισμό του συνόλου του συγκροτήματος. Η δικάσιμος έχει οριστεί για τον Σεπτέμβριο του 2012. Επίσης, η Monumenta έχει ξεκινήσει προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού για το θέμα μέσω ιστολογίου και μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει περίπου 2.600 υπογραφές πολιτών υπέρ της διάσωσης του συνόλου. Όπως υποστηρίζουν τα μέλη της Monumenta, τη διάσωση του συνόλου των κτιρίων έχει ζητήσει πλήθος φορέων, μεταξύ των οποίων το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, ο εξωραϊστικός σύλλογος Ο Λυκαβηττός, ο Σύλλογος Κίνησης Πολιτών Κολωνακίου, το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων ICOMOS και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.
Αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης του ΥΠΕΚΑ έχει καταθέσει και η Εκκλησία της Ελλάδας που ζητά τον χαρακτηρισμό ως διατηρητέων μόνο των τριών πρώτων από τα 14 κτίρια. Στόχος της Εκκλησίας είναι να προχωρήσει στην αποκατάστασή τους μέσω της ένταξης του έργου στο ΕΣΠΑ και τη στέγαση σε αυτά βιβλιοθήκης, εκκλησιαστικού αρχείου και Μουσείου Εκκλησιαστικής Τέχνης. Σύμφωνα με σχετικό έγγραφο που απέστειλε η Ιερά Σύνοδος προς τη γενική γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, Λίνα Μενδώνη, σημειώνεται ότι τα τρία πρώτα κτίρια, αν και τα πλέον ερειπωμένα, σώζουν σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, ενώ τα υπόλοιπα έχουν αλλοιωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Κατά τη χτεσινή του συνεδρίαση, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ του χαρακτηρισμού ως μνημείων των επτά πρώτων κτιρίων του συγκροτήματος (με ψήφους 7 υπέρ έναντι 5 κατά).
Μειοψήφησαν η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΤ και πρόεδρος του ΚΣΝΜ, Λίνα Μενδώνη, ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΚΑ στο Συμβούλιο, Γιώργος Γκανασούλης, ο επίτιμος γενικός διευθυντής του ΥΠΠΟΤ, Ιορδάνης Δημακόπουλος, ο εκπρόσωπος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος στο Συμβούλιο, Νίκος Νικολαΐδης, και ο ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Ζίας, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ του χαρακτηρισμού μόνο των τριών κτιρίων. Αιτιολογώντας την ψήφο της η κ. Μενδώνη επισήμανε ότι ο χαρακτηρισμός από το ΥΠΕΚΑ είναι επαρκής και δια του αρχαιολογικού νόμου θα υπάρχει υποέλεγχος και στον περιβάλλοντα χώρο που αντιμετωπίζεται ως μνημείο.
Τα κτίρια που χαρακτηρίζονται ως μνημεία από το ΥΠΠΟΤ και ως διατηρητέα από το ΥΠΕΚΑ είναι τα εξής: το κτίριο 1 ή «οίκημα Λυράκη», ένα από τα πιο παλιά κτίρια, στο οποίο από το 1882 λειτουργούσε η Σχολή Υπαξιωματικών και το οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα από το παλιό νοσοκομείο, το κτίριο 2 ή «Μικροβιολογικό- Νευρολογικό», το κτίριο 3 ή «Χειρουργείο- Θάλαμος Φωκά», το κτίριο 4 ή «Θάλαμος Ασημάκη», το διώροφο κτίριο 5, που αποτελούσε πιθανόν το Κτίριο Διεύθυνσης, το κτίριο 6 ή «Θάλαμος Μαρκάκη», που χρησιμοποιείται σήμερα από τη Ναοδομία, και το κτίριο 7 ή «Θάλαμος Κωστόπουλου».
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου