ΤΕΤΆΡΤΗ, 9 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Η ένταξη των ξένων εργατών στη Γερμανία
Η Συζήτηση περί πολυ-πολιτισμικότητας Αποξενώνει τους Μετανάστες που η Γερμανία Έχει Μεγάλη Ανάγκη
Στις 30 Οκτωβρίου του 1961 η Γερμανία και η Τουρκία υπέγραψαν μια συμφωνία «στρατολόγησης» εργατικού δυναμικού, που έμελλε να επιφέρει αναπόφευκτες αλλαγές στη γερμανική κοινωνία τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Η συμφωνία αυτή έφερε στη Γερμανία εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους Gastarbeiter, ξένους εργάτες δηλαδή, για να δουλέψουν στα ορυχεία και στις χαλυβουργίες, και προσέφερε εκείνη τη ζωτική και φθηνή εργατική δύναμη που πυροδότησε το μεταπολεμικό μπουμ στην οικονομία της χώρας. Σήμερα, ζουν στη Γερμανία περίπου τρία εκατομμύρια άτομα τουρκικής καταγωγής, που αποτελούν και τη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα στη χώρα.
Σε λίγες μέρες οι Γερμανοί θα γιορτάσουν τα πενήντα χρόνια αυτής της μεταναστευτικής συμφωνίας με εκδηλώσεις μνήμης και στοχασμού πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης και της παράδοσης που αυτή κληροδότησε. «Η νεότερη γερμανική ιστορία ξεκίνησε πριν από πενήντα χρόνια», διάβασα την πρόσφατα σε ένα άρθρο της Süddeutsche Zeitung. Η Γερμανία έγινε «πολυπολιτισμική», συνέχιζε το άρθρο, «είτε σε κάποιους αρέσει η λέξη είτε όχι». Ωστόσο, μισόν αιώνα μετά την άφιξη του πρώτου Τούρκου εργάτη, η Γερμανία παραμένει αμήχανη, αν όχι εντελώς σχιζοφρενική, στη θεώρηση του ρόλου τον οποίον διαδραμάτισε η μετανάστευση στη χώρα. Η επέτειος έρχεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή αυτού του ακατάπαυστου δημόσιου διαλόγου που διεξάγεται στη Γερμανία σχετικά με την ένταξη των μεταναστών και των απογόνων τους. Στον διάλογο αυτόν περιλαμβάνονται άγονες πολιτικές επιθέσεις κατά του Multikulti, αυτού του γερμανικού υποκοριστικού που συχνά εκφέρεται κάπως χλευαστικά, όταν κάποιος θέλει να αναφερθεί στην πολυ-πολιτισμικότητα.
Όμως, αυτό που είναι ανησυχητικό για τη Γερμανία είναι ότι αν η διχαστική πολιτική ρητορική θα πετύχει κάτι σημαντικό και διαρκείας, αυτό θα είναι η αποξένωση πολλών από τους πλέον επιτυχημένους και μορφωμένους Γερμανούς κάθε εθνικής προέλευσης, εκείνων, δηλαδή, που έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις να διορθώσουν πολλά από τα προβλήματα της νοσούσης γερμανικής κοινωνίας.
Η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στους μετανάστες και τους απογόνους τους πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών με την αυγή της νέας χιλιετίας. Ακόμη και στην αρχή της δεκαετίας του 1990, η πολιτική αυτή επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από την προσδοκία ότι οι ξένοι εργάτες θα επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Ακόμη και εξέχοντες πολιτικοί της δεξιάς, όπως ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, δεν απέφευγαν θέσεις όπως ότι η Γερμανία δεν αποτελεί χώρα μετανάστευσης. Οι πολιτικές πρακτικές της κυβέρνησης εστίαζαν στην «ετοιμότητα επιστροφής» των ξένων εργατών, δίνοντας μικρή σημασία στην εκμάθηση της γλώσσας και προσφέροντας στη δεκαετία του 1980 χρήματα στους ξένους εργάτες και στις οικογένειές τους για να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους. Στα παιδιά των ξένων εργατών που γεννήθηκαν στη Γερμανία, συχνά δεν χορηγείτο η ιθαγένεια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια γενιά αλλοδαπών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα.
Μέχρι την αρχή της νέας χιλιετίας, οι Γερμανοί πολιτικοί άρχισαν να αποδέχονται, αν και συχνά με απροθυμία, ότι οι μετανάστες ήταν εκεί για να μείνουν. Ακολούθησαν, λοιπόν, πολιτικές που στόχευσαν στην κοινωνική ένταξη των μεταναστών, δίνοντας έμφαση στη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας και βελτιώνοντας τις εκπαιδευτικές δυνατότητες για τα παιδιά τους. Το 2000 η Γερμανία άρχισε να χορηγεί από τη γέννησή τους τη γερμανική υπηκοότητα σε πολλά παιδιά ξένων γονέων, αν και στην περίπτωση που το παιδί είχε και άλλη υπηκοότητα θα έπρεπε μέχρι τα 23 χρόνια του να την αποποιηθεί, προκειμένου να διατηρήσει τη γερμανική.
Παρά την ύπαρξη τέτοιων πολιτικών που αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν τη γερμανική κοινωνία πιο συνεκτική, μεγάλο μέρος της τότε πολιτικής ρητορικής παρέμεινε κενό γράμμα. Ο αποκαλούμενος «διάλογος για την ένταξη» έφθασε σε σημείο αιχμής μετά τον Αύγουστο του 2010, όταν ο Thilo Sarrazin, τότε αξιωματούχος της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, εξέδωσε το μπεστ-σέλερ «Germany Abolishes Itself» (σ.σ.: «Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της»), προειδοποιώντας για τους λεγόμενους οικονομικούς και πολιτισμικούς κινδύνους που έθετε η μετανάστευση, με ιδιαίτερη έμφαση στους μουσουλμάνους. Το βιβλίο του Sarrazin περιέχει αμφιλεγόμενη επιχειρηματολογία σχετικά με τη σχέση μεταξύ της μετανάστευσης και της γενετικής μείωσης της νοημοσύνης στη Γερμανία. Το βιβλίο πούλησε 1.200.000 αντίτυπα μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, πράγμα που δείχνει τη μεγάλη απήχηση που είχαν οι ιδέες του Sarrazin.
Λίγο αργότερα, αρκετοί Γερμανοί πολιτικοί, περιλαμβανομένης της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, εκφράστηκαν πολύ αρνητικά για το Multikulti. Ο Horst Seehofer, ηγέτης της βαυαρικής Χριστιανο-Κοινωνικής Ένωσης, μιλώντας τον Οκτώβριο του 2010 μπροστά σε ένα συντηρητικό ακροατήριο, είπε: «Εμείς, ως κόμμα, υπερασπιζόμαστε την ηγετική γερμανική κουλτούρα» και «το Multikulti πέθανε!». Η Μέρκελ τον ακολούθησε, διαβεβαιώνοντας το ακροατήριο ότι η πολυ-πολιτισμική προσέγγιση «απέτυχε ολοσχερώς».
Οι δηλώσεις αυτές έγιναν δεκτές με παρατεταμένα χειροκροτήματα από το πλήθος, αλλά το τι ακριβώς σημαίνουν τέτοιου είδους ισχυρισμοί, είναι πολύ δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Το Multikulti χαρακτηρίστηκε πολλές φορές ως προαγωγή των ιδιαίτερων πολιτιστικών ταυτοτήτων, θρησκευτικών ή εθνικών, μέσα σε μία και μόνη κοινωνία, που οδηγείται στη δημιουργία αυτού που ενίοτε αποκαλείται «παράλληλες κοινωνίες», στο πλαίσιο των οποίων οι μετανάστες ζουν απομονωμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία και υποφέρουν από υψηλότερη του μέσου όρου ανεργία, υψηλότερο ποσοστό σχολικής εγκατάλειψης, και, για μερικούς δυσφορούντες νεαρούς μουσουλμάνους, αποτελεί δόλωμα για ένα ριζοσπαστικό Ισλάμ. Εντούτοις, οι παράλληλες κοινωνίες λειτούργησαν στη Γερμανία όχι λόγω της προβολής των πολιτιστικών διαφορών, αλλά επειδή επί ολόκληρες δεκαετίες απουσίασε η συνεκτική πολιτική όσον αφορά τον ρόλο της μετανάστευσης.
Οι δηλώσεις της Μέρκελ και του Seehofer σχετικά με την αποτυχία του Multikulti, ακούγονται υποκριτικοί, καθόσον -κατ’ αρχήν- ποτέ το γερμανικό κράτος δεν υιοθέτησε συνειδητή πολιτική πολυ-πολιτισμικότητας. «Αυτή η αναδρομική συζήτηση εντάσσεται σε ένα είδος πολιτικής ρητορείας, όπου η πολυ-πολιτισμικότητα επινοείται και κατασκευάζεται, προκειμένου να χτυπηθεί», μου είπε ο Steven Vertovec, διευθυντής του Ινστιτούτου Max-Planck για τη Μελέτη της Θρησκευτικής και Εθνικής Ποικιλότητας. «Η λέξη multi- είναι ένα είδος μπαμπούλα. Γίνεται μια διαρκής μεταφορική χρήση του όρου, έτσι ώστε η πολυ-πολιτισμικότητα να γίνει ένας ‘‘-ισμός’’, ένα δόγμα. Όμως, είναι ανύπαρκτος».
Επιπλέον, όπως καταδεικνύει ο Vertovec, το Εθνικό Σχέδιο Ένταξης στη Γερμανία, έτσι όπως αναπτύχθηκε από την κυβέρνηση της Μέρκελ, αποτυπώνει μια αντίληψη για την κοινωνική προσαρμογή, που αντιφάσκει ως προς την αντι-πολυπολιτισμική ρητορεία της. Το Σχέδιο, όχι μόνο κάνει λόγο για αποδοχή και σεβασμό των πολιτισμικών διαφορών, αλλά επίσης και για την «αναγνώριση και προαγωγή της πολιτισμικής ποικιλότητας».
Η Μέρκελ υποστηρίζει επίσης τη Χάρτα Διαφορετικότητας, μια σύμβαση που υπέγραψαν πάνω από εξακόσιες γερμανικές εταιρείες, δεσμευόμενες να στηρίξουν τις εθνοτικές διαφορές στον κόσμο των επιχειρήσεων. Με το να επικρίνει το Multikulti και να επαινεί την πολιτισμική διαφορετικότητα, δύο σαφέστατα αντιφατικές απόψεις, η Μέρκελ επιχειρεί να απευθυνθεί σε δύο διαφορετικά ακροατήρια: αυτούς που είναι δυσαρεστημένοι με τη μετανάστευση, στους οποίους περιλαμβάνονται και πολλοί από τη συντηρητική βάση του δικού της κόμματος, και αυτούς τους Γερμανούς που ανήκουν σε μεταναστευτικό περιβάλλον, οι οποίοι -όντες το ένα πέμπτο του πληθυσμού- εκπροσωπούν μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος.
Στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου, συχνά η ένταξη εννοείται ως αποκλειστική υποχρέωση του μετανάστη να προσαρμοστεί στη γερμανική κοινωνία. Σε εκείνη την ομιλία της, όπου έκανε λόγο για την αποτυχία του Multikulti, η Μέρκελ χαρακτήρισε την ένταξη ως λύση, αλλά παράλληλα δήλωσε ότι «εκείνοι που επιθυμούν να συμμετάσχουν στην κοινωνία μας, θα πρέπει όχι μόνο να πειθαρχήσουν στους νόμους και να ακολουθήσουν τις επιταγές του Συντάγματος, αλλά πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να μάθουν τη γλώσσα μας». Κανείς δεν αμφισβητεί την αξία εκμάθησης της γλώσσας. Αλλά ο υπαινιγμός ότι εκτός από την πιστή τήρηση των νόμων, οι μετανάστες θα πρέπει να υιοθετήσουν και συνήθειες, καθίσταται κοινός τόπος, όσο και αν είναι δύσκολο να καθοριστούν ακριβέστερα αυτές οι συνήθειες. Ο Seehofer πάει ακόμη πιο μακριά, συνδέοντας τη θεωρία του της «ηγετικής κουλτούρας» με τις χριστιανικές αξίες. «Στη Γερμανία είμαστε προσανατολισμένοι σε χριστιανικό αξιακό σύστημα και αυτό αποτελεί το πρότυπο στην κουλτούρα της καθημερινής μας ζωής», έχει πει.
Η πιο βαθιά συνέπεια της αντι-πολυπολιτισμικής ρητορικής και της διπλής γλώσσας όσον αφορά την κοινωνική ένταξη, είναι η δύναμή της να ανταγωνίζεται εκείνους που έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για να επιφέρουν θετικές αλλαγές. Στο Ντούισμπουργκ, μια πόλη γνωστή για την πολυπληθή τουρκική μειονότητά της, συνάντησα τον Abdulkadir Topal, υπάλληλο της Mozilla Corporation και ιδρυτικό μέλος του Zahnräder, ενός δικτύου νέων και επιτυχημένων μουσουλμάνων Γερμανών, σκοπός των οποίων είναι να εργαστούν για «την καινοτομία και τον πολιτιστικό πλούτο» στη Γερμανία. Ο άνθρωπος αυτός ανήκει στην κατηγορία των εργατών υψηλής κατάρτισης και εξειδίκευσης, που τόσο έχει ανάγκη η εργασιακή αγορά της Γερμανίας. Εντούτοις, την εποχή κατά την οποία ήταν σε πλήρη ανάπτυξη η δημόσια συζήτηση γύρω από το βιβλίο του Sarrazin, όπως μου είπε ο Topal, ένιωσε ανεπιθύμητος ως μουσουλμάνος στη Γερμανία και σκεφτόταν να φύγει στο εξωτερικό. «Είχα τη δυνατότητα να φύγω», μου είπε, επειδή η ειδίκευσή του είναι σε ζήτηση. Εκείνοι, όμως, που οι γνώσεις τους δεν είναι τόσο εμπορεύσιμες, δεν έχουν αυτήν την εναλλακτική λύση. «Οι απαίδευτοι αδελφοί και αδελφές μου, αυτοί είναι που θα μείνουν», τόνισε.
Πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη συναντήθηκα με νέους Τουρκο-γερμανούς υψηλού μορφωτικού επιπέδου, δικηγόρους, αρχιτέκτονες και υποψήφιους διδάκτορες, που μεγάλωσαν στη Γερμανία και εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα, από το 2006, πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που μετανάστευσαν από τη Γερμανία προς την Τουρκία, παρά προς άλλες χώρες. Στη Γερμανία προκάλεσε αίσθηση το γεγονός ότι αυτοί που έφυγαν είναι στην πλειοψηφία τους άτομα με υψηλή εξειδίκευση. Ορισμένοι από εκείνους που τώρα ζουν στην Κωνσταντινούπολη, μου είπαν ότι ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην απόφασή τους να φύγουν από τη χώρα, ήταν η αποξένωση που ένιωσαν μέσα στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Αρκετοί νεαροί Γερμανοί που προέρχονταν από μεταναστευτικό περιβάλλον, είδαν αυτήν την ιδέα της κοινωνικής προσαρμογής περίπου σαν ένα εργαλείο πολιτικού ραβδισμού. Η Kübra Gümüsay, τουρκικής καταγωγής και μεγαλωμένη στη Γερμανία, συνάδελφος του Topal στο Zahnräder, γράφει μια στήλη στη γερμανική εφημερίδα Die Tageszeitung. «Σε τι θα πρέπει να ενταχθώ;», μου είπε μια μέρα. Κατά την άποψή της, το να είσαι Γερμανός καθορίζεται όχι τόσο από το τι είσαι, αλλά μάλλον από το τι δεν είσαι. «Το να είσαι Γερμανός σημαίνει ότι δεν είσαι Τούρκος», είπε. «Το να είσαι Γερμανός σημαίνει να μην είσαι μουσουλμάνος». Αλλά πέρα από αυτό, λέει, κανείς δεν μπορεί να ορίσει τι σημαίνει να είσαι Γερμανός. Αυτό αποτελεί ειρωνεία, αν σκεφθεί κανείς ότι το μοντέλο που καθόρισε το Εθνικό Σχέδιο Ένταξης στη Γερμανία, θα έπρεπε να έχει την Gümüsay ως πρότυπο επιτυχημένης ένταξης. Η Gümüsay, κόρη ξένων εργατών στη Γερμανία, λίγο μετά τα είκοσι χρόνια της έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, μιλά άπταιστα Γερμανικά, Τουρκικά και Αγγλικά, και αρθρογραφεί σε εφημερίδα εθνικής κυκλοφορίας.
Κι όμως, στα μάτια πολλών Γερμανών, λέει, δεν είναι κοινωνικά ενταγμένη. Αυτό συμβαίνει, ίσως, επειδή έχει επιλέξει να φορά τη μαντίλα. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά, η Gümüsay είχε συμμετάσχει σε μια συζήτηση με τον Sarrazin που έγινε στο Βερολίνο για το ραδιόφωνο του BBC. Κάποια στιγμή, ρώτησε τον Sarrazin : «Τι περιμένετε από μένα να κάνω»; «Θέλω να ενσωματωθείτε», της απάντησε. «Το να φοράτε τη μαντίλα είναι επιλογή σας. Αλλά να μην εκπλήσσεστε όταν, φορώντας την, το περιβάλλον σας σας βλέπει σαν κάτι διαφορετικό».
Αργότερα, η Gümüsay σκέφτηκε την απάντησή του. «Το μόνο πράγμα που θέλει από μένα», είπε, «είναι να πάψω να είμαι ο εαυτός μου». «Όταν ήμουν νεότερη», πρόσθεσε, «νόμιζα ότι όλοι μπορούμε να ενταχθούμε, ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ασχοληθούμε και να συμμετέχουμε, να μορφωθούμε και να μάθουμε τη γλώσσα. Ύστερα συνειδητοποίησα ότι δεν είναι μόνον αυτό, ότι ποτέ δεν πρόκειται να γίνω δεκτή από όλα τα μέρη της κοινωνίας ως πολίτης, ως Γερμανίδα».
Πάρα πολύ συχνά, ο πολιτικός διάλογος στη Γερμανία τροφοδοτεί τέτοιου είδους συναισθήματα στους κύκλους των πιο προικισμένων ανθρώπων της χώρας που προέρχονται από μεταναστευτικό περιβάλλον. Από αυτήν την άποψη, η προσπάθεια ένταξης οδηγείται σε φιάσκο. Αντί να επικεντρώνεται σε αφηρημένες έννοιες, όπως η αποτυχία της πολυ-πολιτισμικότητας ή στο ερώτημα αν το Ισλάμ «ανήκει» στη Γερμανία (άλλο ένα πρόσφατο θέμα δημοσίου διαλόγου), η γερμανική πολιτική θα πρέπει να αφιερώνει μεγαλύτερο μέρος της δυναμικής της σε πρακτικές ενέργειες που θα συμβάλλουν στην επίλυση υπαρκτών κοινωνικών προβλημάτων. Ύψιστης σπουδαιότητας είναι οι βελτιώσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα: τα γερμανικά κρατίδια θα πρέπει να συνεχίσουν να υιοθετούν μεταρρυθμίσεις στα σχολεία, που θα μεταβάλουν το σύστημα παρακολούθησης των μαθητών που τους διαχωρίζει, συχνά από την ηλικία των δέκα ετών.
Σε ευρύτερο πλαίσιο, η Γερμανία θα πρέπει να επεκτείνει τις προσπάθειές της να κάνει την κοινωνία πιο συνεκτική. Πρόσφατα, για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση εγκαινίασε τη χρηματοδότηση προγραμμάτων ισλαμικής θεολογίας, έτσι ώστε οι μουσουλμάνοι Γερμανοί να μπορούν να μελετούν τη θρησκεία τους στα γερμανικά πανεπιστήμια, όπως κάνουν οι καθολικοί και οι προτεστάντες. Τέτοιες προσπάθειες είναι σχετικά καινούργιες, αν δει κανείς τα πράγματα υπό το πρίσμα της πεντηκονταετίας που διανύθηκε από τότε που ο πρώτος Τούρκος εργάτης πάτησε το πόδι του στη Γερμανία. Ωστόσο, η εφαρμογή τέτοιων ουσιαστικών μέτρων αποτελεί ελπιδοφόρο δείγμα για το μέλλον της Γερμανίας και οι πολιτικοί της χώρας θα πρέπει να προσέχουν μήπως υπονομεύσουν αυτήν την προοδευτική διαδικασία με άσκοπη ρητορεία, που το μόνο που πετυχαίνει, είναι να διχάζει.
Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/features/letters-from/what-integration-mea...
Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
Σε λίγες μέρες οι Γερμανοί θα γιορτάσουν τα πενήντα χρόνια αυτής της μεταναστευτικής συμφωνίας με εκδηλώσεις μνήμης και στοχασμού πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης και της παράδοσης που αυτή κληροδότησε. «Η νεότερη γερμανική ιστορία ξεκίνησε πριν από πενήντα χρόνια», διάβασα την πρόσφατα σε ένα άρθρο της Süddeutsche Zeitung. Η Γερμανία έγινε «πολυπολιτισμική», συνέχιζε το άρθρο, «είτε σε κάποιους αρέσει η λέξη είτε όχι». Ωστόσο, μισόν αιώνα μετά την άφιξη του πρώτου Τούρκου εργάτη, η Γερμανία παραμένει αμήχανη, αν όχι εντελώς σχιζοφρενική, στη θεώρηση του ρόλου τον οποίον διαδραμάτισε η μετανάστευση στη χώρα. Η επέτειος έρχεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή αυτού του ακατάπαυστου δημόσιου διαλόγου που διεξάγεται στη Γερμανία σχετικά με την ένταξη των μεταναστών και των απογόνων τους. Στον διάλογο αυτόν περιλαμβάνονται άγονες πολιτικές επιθέσεις κατά του Multikulti, αυτού του γερμανικού υποκοριστικού που συχνά εκφέρεται κάπως χλευαστικά, όταν κάποιος θέλει να αναφερθεί στην πολυ-πολιτισμικότητα.
Όμως, αυτό που είναι ανησυχητικό για τη Γερμανία είναι ότι αν η διχαστική πολιτική ρητορική θα πετύχει κάτι σημαντικό και διαρκείας, αυτό θα είναι η αποξένωση πολλών από τους πλέον επιτυχημένους και μορφωμένους Γερμανούς κάθε εθνικής προέλευσης, εκείνων, δηλαδή, που έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις να διορθώσουν πολλά από τα προβλήματα της νοσούσης γερμανικής κοινωνίας.
Η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στους μετανάστες και τους απογόνους τους πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών με την αυγή της νέας χιλιετίας. Ακόμη και στην αρχή της δεκαετίας του 1990, η πολιτική αυτή επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από την προσδοκία ότι οι ξένοι εργάτες θα επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Ακόμη και εξέχοντες πολιτικοί της δεξιάς, όπως ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, δεν απέφευγαν θέσεις όπως ότι η Γερμανία δεν αποτελεί χώρα μετανάστευσης. Οι πολιτικές πρακτικές της κυβέρνησης εστίαζαν στην «ετοιμότητα επιστροφής» των ξένων εργατών, δίνοντας μικρή σημασία στην εκμάθηση της γλώσσας και προσφέροντας στη δεκαετία του 1980 χρήματα στους ξένους εργάτες και στις οικογένειές τους για να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους. Στα παιδιά των ξένων εργατών που γεννήθηκαν στη Γερμανία, συχνά δεν χορηγείτο η ιθαγένεια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια γενιά αλλοδαπών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη χώρα.
Μέχρι την αρχή της νέας χιλιετίας, οι Γερμανοί πολιτικοί άρχισαν να αποδέχονται, αν και συχνά με απροθυμία, ότι οι μετανάστες ήταν εκεί για να μείνουν. Ακολούθησαν, λοιπόν, πολιτικές που στόχευσαν στην κοινωνική ένταξη των μεταναστών, δίνοντας έμφαση στη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας και βελτιώνοντας τις εκπαιδευτικές δυνατότητες για τα παιδιά τους. Το 2000 η Γερμανία άρχισε να χορηγεί από τη γέννησή τους τη γερμανική υπηκοότητα σε πολλά παιδιά ξένων γονέων, αν και στην περίπτωση που το παιδί είχε και άλλη υπηκοότητα θα έπρεπε μέχρι τα 23 χρόνια του να την αποποιηθεί, προκειμένου να διατηρήσει τη γερμανική.
Παρά την ύπαρξη τέτοιων πολιτικών που αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν τη γερμανική κοινωνία πιο συνεκτική, μεγάλο μέρος της τότε πολιτικής ρητορικής παρέμεινε κενό γράμμα. Ο αποκαλούμενος «διάλογος για την ένταξη» έφθασε σε σημείο αιχμής μετά τον Αύγουστο του 2010, όταν ο Thilo Sarrazin, τότε αξιωματούχος της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, εξέδωσε το μπεστ-σέλερ «Germany Abolishes Itself» (σ.σ.: «Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της»), προειδοποιώντας για τους λεγόμενους οικονομικούς και πολιτισμικούς κινδύνους που έθετε η μετανάστευση, με ιδιαίτερη έμφαση στους μουσουλμάνους. Το βιβλίο του Sarrazin περιέχει αμφιλεγόμενη επιχειρηματολογία σχετικά με τη σχέση μεταξύ της μετανάστευσης και της γενετικής μείωσης της νοημοσύνης στη Γερμανία. Το βιβλίο πούλησε 1.200.000 αντίτυπα μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, πράγμα που δείχνει τη μεγάλη απήχηση που είχαν οι ιδέες του Sarrazin.
Λίγο αργότερα, αρκετοί Γερμανοί πολιτικοί, περιλαμβανομένης της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, εκφράστηκαν πολύ αρνητικά για το Multikulti. Ο Horst Seehofer, ηγέτης της βαυαρικής Χριστιανο-Κοινωνικής Ένωσης, μιλώντας τον Οκτώβριο του 2010 μπροστά σε ένα συντηρητικό ακροατήριο, είπε: «Εμείς, ως κόμμα, υπερασπιζόμαστε την ηγετική γερμανική κουλτούρα» και «το Multikulti πέθανε!». Η Μέρκελ τον ακολούθησε, διαβεβαιώνοντας το ακροατήριο ότι η πολυ-πολιτισμική προσέγγιση «απέτυχε ολοσχερώς».
Οι δηλώσεις αυτές έγιναν δεκτές με παρατεταμένα χειροκροτήματα από το πλήθος, αλλά το τι ακριβώς σημαίνουν τέτοιου είδους ισχυρισμοί, είναι πολύ δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Το Multikulti χαρακτηρίστηκε πολλές φορές ως προαγωγή των ιδιαίτερων πολιτιστικών ταυτοτήτων, θρησκευτικών ή εθνικών, μέσα σε μία και μόνη κοινωνία, που οδηγείται στη δημιουργία αυτού που ενίοτε αποκαλείται «παράλληλες κοινωνίες», στο πλαίσιο των οποίων οι μετανάστες ζουν απομονωμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία και υποφέρουν από υψηλότερη του μέσου όρου ανεργία, υψηλότερο ποσοστό σχολικής εγκατάλειψης, και, για μερικούς δυσφορούντες νεαρούς μουσουλμάνους, αποτελεί δόλωμα για ένα ριζοσπαστικό Ισλάμ. Εντούτοις, οι παράλληλες κοινωνίες λειτούργησαν στη Γερμανία όχι λόγω της προβολής των πολιτιστικών διαφορών, αλλά επειδή επί ολόκληρες δεκαετίες απουσίασε η συνεκτική πολιτική όσον αφορά τον ρόλο της μετανάστευσης.
Οι δηλώσεις της Μέρκελ και του Seehofer σχετικά με την αποτυχία του Multikulti, ακούγονται υποκριτικοί, καθόσον -κατ’ αρχήν- ποτέ το γερμανικό κράτος δεν υιοθέτησε συνειδητή πολιτική πολυ-πολιτισμικότητας. «Αυτή η αναδρομική συζήτηση εντάσσεται σε ένα είδος πολιτικής ρητορείας, όπου η πολυ-πολιτισμικότητα επινοείται και κατασκευάζεται, προκειμένου να χτυπηθεί», μου είπε ο Steven Vertovec, διευθυντής του Ινστιτούτου Max-Planck για τη Μελέτη της Θρησκευτικής και Εθνικής Ποικιλότητας. «Η λέξη multi- είναι ένα είδος μπαμπούλα. Γίνεται μια διαρκής μεταφορική χρήση του όρου, έτσι ώστε η πολυ-πολιτισμικότητα να γίνει ένας ‘‘-ισμός’’, ένα δόγμα. Όμως, είναι ανύπαρκτος».
Επιπλέον, όπως καταδεικνύει ο Vertovec, το Εθνικό Σχέδιο Ένταξης στη Γερμανία, έτσι όπως αναπτύχθηκε από την κυβέρνηση της Μέρκελ, αποτυπώνει μια αντίληψη για την κοινωνική προσαρμογή, που αντιφάσκει ως προς την αντι-πολυπολιτισμική ρητορεία της. Το Σχέδιο, όχι μόνο κάνει λόγο για αποδοχή και σεβασμό των πολιτισμικών διαφορών, αλλά επίσης και για την «αναγνώριση και προαγωγή της πολιτισμικής ποικιλότητας».
Η Μέρκελ υποστηρίζει επίσης τη Χάρτα Διαφορετικότητας, μια σύμβαση που υπέγραψαν πάνω από εξακόσιες γερμανικές εταιρείες, δεσμευόμενες να στηρίξουν τις εθνοτικές διαφορές στον κόσμο των επιχειρήσεων. Με το να επικρίνει το Multikulti και να επαινεί την πολιτισμική διαφορετικότητα, δύο σαφέστατα αντιφατικές απόψεις, η Μέρκελ επιχειρεί να απευθυνθεί σε δύο διαφορετικά ακροατήρια: αυτούς που είναι δυσαρεστημένοι με τη μετανάστευση, στους οποίους περιλαμβάνονται και πολλοί από τη συντηρητική βάση του δικού της κόμματος, και αυτούς τους Γερμανούς που ανήκουν σε μεταναστευτικό περιβάλλον, οι οποίοι -όντες το ένα πέμπτο του πληθυσμού- εκπροσωπούν μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος.
Στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου, συχνά η ένταξη εννοείται ως αποκλειστική υποχρέωση του μετανάστη να προσαρμοστεί στη γερμανική κοινωνία. Σε εκείνη την ομιλία της, όπου έκανε λόγο για την αποτυχία του Multikulti, η Μέρκελ χαρακτήρισε την ένταξη ως λύση, αλλά παράλληλα δήλωσε ότι «εκείνοι που επιθυμούν να συμμετάσχουν στην κοινωνία μας, θα πρέπει όχι μόνο να πειθαρχήσουν στους νόμους και να ακολουθήσουν τις επιταγές του Συντάγματος, αλλά πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να μάθουν τη γλώσσα μας». Κανείς δεν αμφισβητεί την αξία εκμάθησης της γλώσσας. Αλλά ο υπαινιγμός ότι εκτός από την πιστή τήρηση των νόμων, οι μετανάστες θα πρέπει να υιοθετήσουν και συνήθειες, καθίσταται κοινός τόπος, όσο και αν είναι δύσκολο να καθοριστούν ακριβέστερα αυτές οι συνήθειες. Ο Seehofer πάει ακόμη πιο μακριά, συνδέοντας τη θεωρία του της «ηγετικής κουλτούρας» με τις χριστιανικές αξίες. «Στη Γερμανία είμαστε προσανατολισμένοι σε χριστιανικό αξιακό σύστημα και αυτό αποτελεί το πρότυπο στην κουλτούρα της καθημερινής μας ζωής», έχει πει.
Η πιο βαθιά συνέπεια της αντι-πολυπολιτισμικής ρητορικής και της διπλής γλώσσας όσον αφορά την κοινωνική ένταξη, είναι η δύναμή της να ανταγωνίζεται εκείνους που έχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για να επιφέρουν θετικές αλλαγές. Στο Ντούισμπουργκ, μια πόλη γνωστή για την πολυπληθή τουρκική μειονότητά της, συνάντησα τον Abdulkadir Topal, υπάλληλο της Mozilla Corporation και ιδρυτικό μέλος του Zahnräder, ενός δικτύου νέων και επιτυχημένων μουσουλμάνων Γερμανών, σκοπός των οποίων είναι να εργαστούν για «την καινοτομία και τον πολιτιστικό πλούτο» στη Γερμανία. Ο άνθρωπος αυτός ανήκει στην κατηγορία των εργατών υψηλής κατάρτισης και εξειδίκευσης, που τόσο έχει ανάγκη η εργασιακή αγορά της Γερμανίας. Εντούτοις, την εποχή κατά την οποία ήταν σε πλήρη ανάπτυξη η δημόσια συζήτηση γύρω από το βιβλίο του Sarrazin, όπως μου είπε ο Topal, ένιωσε ανεπιθύμητος ως μουσουλμάνος στη Γερμανία και σκεφτόταν να φύγει στο εξωτερικό. «Είχα τη δυνατότητα να φύγω», μου είπε, επειδή η ειδίκευσή του είναι σε ζήτηση. Εκείνοι, όμως, που οι γνώσεις τους δεν είναι τόσο εμπορεύσιμες, δεν έχουν αυτήν την εναλλακτική λύση. «Οι απαίδευτοι αδελφοί και αδελφές μου, αυτοί είναι που θα μείνουν», τόνισε.
Πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη συναντήθηκα με νέους Τουρκο-γερμανούς υψηλού μορφωτικού επιπέδου, δικηγόρους, αρχιτέκτονες και υποψήφιους διδάκτορες, που μεγάλωσαν στη Γερμανία και εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα, από το 2006, πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που μετανάστευσαν από τη Γερμανία προς την Τουρκία, παρά προς άλλες χώρες. Στη Γερμανία προκάλεσε αίσθηση το γεγονός ότι αυτοί που έφυγαν είναι στην πλειοψηφία τους άτομα με υψηλή εξειδίκευση. Ορισμένοι από εκείνους που τώρα ζουν στην Κωνσταντινούπολη, μου είπαν ότι ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην απόφασή τους να φύγουν από τη χώρα, ήταν η αποξένωση που ένιωσαν μέσα στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Αρκετοί νεαροί Γερμανοί που προέρχονταν από μεταναστευτικό περιβάλλον, είδαν αυτήν την ιδέα της κοινωνικής προσαρμογής περίπου σαν ένα εργαλείο πολιτικού ραβδισμού. Η Kübra Gümüsay, τουρκικής καταγωγής και μεγαλωμένη στη Γερμανία, συνάδελφος του Topal στο Zahnräder, γράφει μια στήλη στη γερμανική εφημερίδα Die Tageszeitung. «Σε τι θα πρέπει να ενταχθώ;», μου είπε μια μέρα. Κατά την άποψή της, το να είσαι Γερμανός καθορίζεται όχι τόσο από το τι είσαι, αλλά μάλλον από το τι δεν είσαι. «Το να είσαι Γερμανός σημαίνει ότι δεν είσαι Τούρκος», είπε. «Το να είσαι Γερμανός σημαίνει να μην είσαι μουσουλμάνος». Αλλά πέρα από αυτό, λέει, κανείς δεν μπορεί να ορίσει τι σημαίνει να είσαι Γερμανός. Αυτό αποτελεί ειρωνεία, αν σκεφθεί κανείς ότι το μοντέλο που καθόρισε το Εθνικό Σχέδιο Ένταξης στη Γερμανία, θα έπρεπε να έχει την Gümüsay ως πρότυπο επιτυχημένης ένταξης. Η Gümüsay, κόρη ξένων εργατών στη Γερμανία, λίγο μετά τα είκοσι χρόνια της έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, μιλά άπταιστα Γερμανικά, Τουρκικά και Αγγλικά, και αρθρογραφεί σε εφημερίδα εθνικής κυκλοφορίας.
Κι όμως, στα μάτια πολλών Γερμανών, λέει, δεν είναι κοινωνικά ενταγμένη. Αυτό συμβαίνει, ίσως, επειδή έχει επιλέξει να φορά τη μαντίλα. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά, η Gümüsay είχε συμμετάσχει σε μια συζήτηση με τον Sarrazin που έγινε στο Βερολίνο για το ραδιόφωνο του BBC. Κάποια στιγμή, ρώτησε τον Sarrazin : «Τι περιμένετε από μένα να κάνω»; «Θέλω να ενσωματωθείτε», της απάντησε. «Το να φοράτε τη μαντίλα είναι επιλογή σας. Αλλά να μην εκπλήσσεστε όταν, φορώντας την, το περιβάλλον σας σας βλέπει σαν κάτι διαφορετικό».
Αργότερα, η Gümüsay σκέφτηκε την απάντησή του. «Το μόνο πράγμα που θέλει από μένα», είπε, «είναι να πάψω να είμαι ο εαυτός μου». «Όταν ήμουν νεότερη», πρόσθεσε, «νόμιζα ότι όλοι μπορούμε να ενταχθούμε, ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ασχοληθούμε και να συμμετέχουμε, να μορφωθούμε και να μάθουμε τη γλώσσα. Ύστερα συνειδητοποίησα ότι δεν είναι μόνον αυτό, ότι ποτέ δεν πρόκειται να γίνω δεκτή από όλα τα μέρη της κοινωνίας ως πολίτης, ως Γερμανίδα».
Πάρα πολύ συχνά, ο πολιτικός διάλογος στη Γερμανία τροφοδοτεί τέτοιου είδους συναισθήματα στους κύκλους των πιο προικισμένων ανθρώπων της χώρας που προέρχονται από μεταναστευτικό περιβάλλον. Από αυτήν την άποψη, η προσπάθεια ένταξης οδηγείται σε φιάσκο. Αντί να επικεντρώνεται σε αφηρημένες έννοιες, όπως η αποτυχία της πολυ-πολιτισμικότητας ή στο ερώτημα αν το Ισλάμ «ανήκει» στη Γερμανία (άλλο ένα πρόσφατο θέμα δημοσίου διαλόγου), η γερμανική πολιτική θα πρέπει να αφιερώνει μεγαλύτερο μέρος της δυναμικής της σε πρακτικές ενέργειες που θα συμβάλλουν στην επίλυση υπαρκτών κοινωνικών προβλημάτων. Ύψιστης σπουδαιότητας είναι οι βελτιώσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα: τα γερμανικά κρατίδια θα πρέπει να συνεχίσουν να υιοθετούν μεταρρυθμίσεις στα σχολεία, που θα μεταβάλουν το σύστημα παρακολούθησης των μαθητών που τους διαχωρίζει, συχνά από την ηλικία των δέκα ετών.
Σε ευρύτερο πλαίσιο, η Γερμανία θα πρέπει να επεκτείνει τις προσπάθειές της να κάνει την κοινωνία πιο συνεκτική. Πρόσφατα, για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση εγκαινίασε τη χρηματοδότηση προγραμμάτων ισλαμικής θεολογίας, έτσι ώστε οι μουσουλμάνοι Γερμανοί να μπορούν να μελετούν τη θρησκεία τους στα γερμανικά πανεπιστήμια, όπως κάνουν οι καθολικοί και οι προτεστάντες. Τέτοιες προσπάθειες είναι σχετικά καινούργιες, αν δει κανείς τα πράγματα υπό το πρίσμα της πεντηκονταετίας που διανύθηκε από τότε που ο πρώτος Τούρκος εργάτης πάτησε το πόδι του στη Γερμανία. Ωστόσο, η εφαρμογή τέτοιων ουσιαστικών μέτρων αποτελεί ελπιδοφόρο δείγμα για το μέλλον της Γερμανίας και οι πολιτικοί της χώρας θα πρέπει να προσέχουν μήπως υπονομεύσουν αυτήν την προοδευτική διαδικασία με άσκοπη ρητορεία, που το μόνο που πετυχαίνει, είναι να διχάζει.
Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/features/letters-from/what-integration-mea...
Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου