του Κωνσταντίνου Ν. Τσαπάκη*
Μία γρήγορη αναδρομή στην ιστορική μας πορεία, φανερώνει ότι παρόλο που δεν υπήρξαμε ποτέ ισχυροί οικονομικά και στρατιωτικά, εντούτοις αφήσαμε ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορία της Ανθρωπότητας λόγω Πολιτισμού. Δηλαδή, το έλλειμμα της υλικής ισχύος αναπληρώθηκε με στοιχεία άυλα όπως η Σκέψη, εκπεφρασμένη και διαδεδομένη μέσω της Ελληνικής Γλώσσας, σε έναν μοναδικό πλούτο εκφραστικότητας, σαφήνειας και ακριβολογίας.
Με εργαλείο την Ελληνική Γλώσσα σφυρηλατήθηκε ό,τι ορίζουμε σήμερα ως Ρητορική, Φιλοσοφία, Τέχνη και εν γένει κάθε λογής Επιστήμη, συγκροτώντας την απαρχή του Ανθρώπινου Πολιτισμού. Τόσο ως μήτρα, όσο και ως ζωντανός οργανισμός με προσαρμοστικότητα στις εξελίξεις κάθε εποχής, συσχετίστηκε με την παγκόσμια πνευματική δημιουργία στο πέρασμα του χρόνου. Δικαιολογημένα, λοιπόν, εξυμνήθηκε όσο καμία άλλη γλώσσα, λαμβάνοντας επάξια τον τίτλο της “Μητέρας των Γλωσσών”.
Κατόπιν όλων αυτών, είναι απορίας άξιον πώς ένας τέτοιος πολιτισμικός θησαυρός με Οικουμενική απήχηση, δεν αξιοποιείται στον δημόσιο διπλωματικό λόγο από τους φυσικούς του κληρονόμους. Αντιθέτως, υιοθετείται σε πολλές περιπτώσεις η Αγγλική, η χρήση της οποίας παρουσιάζεται από τα πολιτικά μας πρόσωπα με δύο εκδοχές. Είτε η αρχοντοχωριάτικη, με αδυναμία έκφρασης και κατανόησης, που προκαλεί κάτι ανάμεσα σε θυμηδία και οίκτο. Είτε η άριστη, που συνοδεύεται από την τυπική αγγλοσαξονική (ψεύδο)ευγένεια και καταντάει ξιπασμένος μιμητισμός.
Ωστόσο και οι δύο εκδοχές, αγνοούν το γεγονός ότι η γλώσσα λειτουργεί ως όργανο αυτοσυνειδησίας που αντανακλά τον πνευματικό κόσμο ενός λαού. Κατ’ επέκταση, απεμπολείται το συγκριτικό πλεονέκτημα του απαράμιλλου κύρους και της πολιτισμικής υπεροχής που προσδίδει η Ελληνική ως φορέας τρισχιλιετούς Παραδόσεως. Διότι, η απλή αναφορά στο “ένδοξο αρχαίο παρελθόν μας” χωρίς αξιώσεις στο σήμερα, αποτελεί συναισθηματική εκτόνωση που δεν εξαργυρώνεται διεθνοπολιτικά προς όφελός μας.
Επί παραδείγματι, θα μπορούσε να προβληματιστεί κανείς αναφορικά με το γόητρο της χώρας μας, στην περίπτωση που διεκδικούσε στα σοβαρά τη χρήση της Ελληνικής ως πρώτης επίσημης γλώσσας εντός Ε.Ε., ιδίως μετά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας. Ασχέτως βέβαια που η σημερινή Ευρώπη έχει στον πυρήνα τής ύπαρξής της έναν προτεσταντικό οικονομισμό, χωρίς να ρίχνει το βάρος της στον πολιτισμό. Ομοίως, αν μεταξύ άλλων αξίωνε την υιοθέτησή της ως δεύτερης γλὠσσας στις Η.Π.Α., κάτω από μία ουσιώδη συνέργεια μεταξύ μητροπολιτικής Ελλάδας και απόδημου Ελληνισμού, που σήμερα μἀλλον απουσιάζει.
Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι διαθέτουμε έναν μοναδικό συντελεστή (ήπιας) ισχύος που δύναται να επηρεάσει και να “κατακτήσει” διά του πνευματικού του βάθους, αναβαθμίζοντας τη θέση μας στο διεθνές στερέωμα. Παρ΄ όλα αυτά, δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται η σημασία της “ισχύος του ξίφους”. Άλλωστε, ακόμη κι αυτή ενσαρκώθηκε στην Ελληνική ως “Θουκυδίδεια Σκέψη”, κληροδοτώντας το ακόλουθο και πάντα επίκαιρο αξίωμα: «…τά νομικά ἐπιχειρήματα ἔχουν ἀξία ὅταν ἐκεῖνοι πού τά ἐπικαλοῦνται εἶναι περίπου ἰσόπαλοι σέ δύναμη καί ὅτι, ἀντίθετα, ὀ ισχυρός ἐπιβάλλει ὅ,τι τοῦ ἐπιτρέπει ἡ δύναμή του καί ο ἀδύνατος ὑποχωρεῖ ὅσο τοῦ τό ἐπιβάλλει ἡ ἀδυναμία του [1]».
Εν κατακλείδι, στην ίδια Γλώσσα εκφράστηκε ποιητικά ένας ευγενής πόθος του σύγχρονου Ελληνισμού διά στόματος τού Ὀδ. Ἐλύτη: «Θἀ ‘θελα νά κοιμηθῶ μιά μέρα καί νά ξυπνήσω σ’ ἕναν αίώνα ὅπου καί τά πουλιά ἀκόμη νά κελαηδοῦν ἑλληνικά καί νικητήρια [2]». Εμείς δεν έχουμε, παρά να συνθέσουμε τη Θουκυδίδεια Λογική με την ποιητικότητα του Ελύτη, ώστε η Ανθρωπότητα να μιλήσει τη Γλώσσα των Αγγέλων.
Αποσπάσματα
[1] Θουκυδίδου Ιστορία, Ε’ 89, σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε. 2012, σελ. 74.
[2] Ἐλύτης Ὀδ., (2011). Σύν τοῖς ἄλλοις, Αθήνα: Ἐκδόσεις ὕψιλον/βιβλία, σελ. 109.
*Ο Κωνσταντίνος Τσαπάκης είναι Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου