Όλες οι χώρες τελειώνουν. Κάθε κοινωνία έχει τον δικό της πάτο, που κρύβεται από το σκοτάδι έως ότου η πρόσκρουση γίνει επικείμενη. Ήδη τον έκτο αιώνα, έγραψε ο διορατικός Σοβιετικός αντιφρονών συγγραφέας Andrei Amalrik που σκοτώθηκε στα 42 χρόνια του, οι κατσίκες έβοσκαν στην Ρωμαϊκή Αγορά…
Στις 11 Νοεμβρίου 1980, ένα αυτοκίνητο γεμάτο με συγγραφείς περνούσε κατά μήκος ενός δρόμου υπό βροχή προς ένα συνέδριο στη Μαδρίτη. Το θέμα της συνάντησης ήταν το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Σοβιετική Ένωση, και στο όχημα ήταν μερικοί από τους μακροχρόνιους ακτιβιστές του κινήματος: ο Βλαντιμίρ Μπορίσοφ και ο Βίκτορ Φέινμπεργκ, οι οποίοι αμφότεροι είχαν υποστεί τρομερή κακοποίηση σε ψυχιατρικό νοσοκομείο του Λένινγκραντ˙ η Τατάρα καλλιτέχνις Gyuzel Makudinova, η οποία είχε περάσει χρόνια εσωτερικής εξορίας στην Σιβηρία˙ και ο σύζυγός της, ο συγγραφέας Andrei Amalrik, ο οποίος διέφυγε στην Δυτική Ευρώπη μετά από περιόδους σύλληψης, επανασύλληψης και εγκλεισμού.
Ο Amalrik ήταν στο τιμόνι. Περίπου 40 μίλια πριν από την ισπανική πρωτεύουσα, το αυτοκίνητο ξέφυγε από την λωρίδα του και συγκρούστηκε με ένα επερχόμενο φορτηγό. Όλοι επέζησαν εκτός από τον Amalrik, ο λαιμός του οποίου τρυπήθηκε από ένα κομμάτι μετάλλου, πιθανώς από την κολόνα τιμονιού. Κατά την στιγμή του θανάτου του σε ηλικία 42 ετών, ο Amalrik σίγουρα δεν ήταν ο πιο γνωστός σοβιετικός αντιφρονών. Ο Aleksandr Solzhenitsyn είχε δημοσιεύσει το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», κέρδισε το βραβείο Νόμπελ στην λογοτεχνία και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στον Αντρέι Ζαχάρωφ είχε απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο αναγκάστηκε να αποδεχτεί εν τη απουσία του, επειδή η σοβιετική κυβέρνηση του αρνήθηκε την θεώρηση εξόδου. Αλλά στο πάνθεον εκείνων που υπέστησαν έρευνα, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, ο Amalrik κατέλαβε μια ξεχωριστή θέση.
Ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, μια σειρά από υψηλού προφίλ διώξεις συγγραφέων, ιστορικών και άλλων διανοούμενων υπό τον σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχε χαλυβδώσει τους αντιφρονούντες της χώρας. Για πολλούς παρατηρητές στην Δύση, αυτό το νεοεμφανιζόμενο δημοκρατικό κίνημα φάνηκε να προσφέρει έναν δρόμο προς την αποκλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου. Το καλοκαίρι του 1968, λίγες μόλις εβδομάδες πριν τα σοβιετικά άρματα μάχης εισβάλλουν στην Πράγα, οι New York Times διέθεσαν τρεις σελίδες για μια έκθεση του Ζαχάρωφ σχετικά με την «πρόοδο, την ειρηνική συνύπαρξη και την πνευματική ελευθερία». Στην εποχή των πυρηνικών όπλων, είπε ο Ζαχάρωφ, η Δύση και η Σοβιετική Ένωση δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν την επιβίωση της ανθρωπότητας. Τα δύο συστήματα ήταν ήδη μάρτυρες μιας «σύγκλισης», όπως το έθεσε. Θα έπρεπε να μάθουν να ζουν μαζί, να εξισορροπούν τις εθνικές διακρίσεις και να κάνουν βήματα προς την πλανητική διακυβέρνηση.
Σε όλα αυτά, ο Amalrik εμφανίστηκε με ένα κουβά με κρύο νερό. Το φθινόπωρο του 1970, κατάφερε να φυγαδεύσει το δικό του σύντομο χειρόγραφο από την Σοβιετική Ένωση. Σύντομα εμφανίστηκε στο περιοδικό Survey που έδρευε στο Λονδίνο. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός και ο κομμουνισμός σοβιετικού τύπου δεν συγκλίνουν, υποστήριξε ο Amalrik, αλλά στην πραγματικότητα απομακρύνονταν περισσότερο. Ακόμα και ο ίδιος ο κομμουνιστικός κόσμος κινδύνευε να διχαστεί. Η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα δυσπιστούν ολοένα και περισσότερο η μια για την άλλη και φαίνονται σε μια ξεκάθαρη πορεία προς έναν κατακλυσμικό πόλεμο. (Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1969, οι δύο χώρες είχαν αψιμαχίες στα κοινά σύνορά τους, με σημαντικό αριθμό θυμάτων). Αλλά το πραγματικό πρόβλημα με τον Ζαχάρωφ, έγραψε ο Amalrik, ήταν ότι απέτυχε να αναγνωρίσει ότι το σοβιετικό κράτος και το σοβιετικό σύστημα -η χώρα και ο κομμουνισμός ως πολιτική και οικονομική τάξη- όδευαν προς την αυτοκαταστροφή. Για να υποστηρίξει την άποψή του, τιτλοφόρησε το δοκίμιό του ως «Θα επιβιώσει η Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1984;»
Το κείμενο ήταν ο αγώνας ενός υπό διωγμό αντιφρονούντα να διαγνώσει την πρώιμη δυστοκία της εποχής του Brezhnev, αλλά ο Amalrik κατέληξε να εντοπίσει ένα γενικότερο πολιτικό σύνδρομο: την διαδικασία μέσω της οποίας μια μεγάλη δύναμη υποκύπτει στην αυταπάτη. Μέχρι την δεκαετία του 1960, η σοβιετική κυβέρνηση είχε σφυρηλατήσει την δημιουργία μιας χώρας που οι πολίτες υπό τον Λένιν ή τον Στάλιν θα πίστευαν αδύνατη. Καταναλωτικά αγαθά, διαμερίσματα μιας οικογένειας, ένα διαστημικό πρόγραμμα, διεθνείς αθλητικοί ήρωες, μια παγκόσμια αεροπορική εταιρεία -οι επιτυχίες της σοβιετικής κοινωνίας ήταν σε πλήρη θέαση. Ακόμα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στοχαστή εκείνη την εποχή, ο Amalrik αντιλήφθηκε το γεγονός ότι οι χώρες αποσυντίθενται μόνο αναδρομικά. Τα ισχυρά κράτη, καθώς και οι κάτοικοί τους, τείνουν να είναι εγγενώς συντηρητικοί όταν πρόκειται για το μέλλον τους. Η «λατρεία της παρηγοριάς» (“comfort cult”), όπως την ονόμασε -η τάση σε φαινομενικά σταθερές κοινωνίες να πιστεύουν «ότι “η λογική θα επικρατήσει” και ότι “όλα θα πάνε καλά”»- είναι σαγηνευτική. Ως αποτέλεσμα, όταν έρθει μια τελική κρίση, είναι πιθανό να είναι απροσδόκητη, να προξενεί σύγχυση και να είναι καταστροφική, με τις αιτίες τόσο φαινομενικά ασήμαντες, με τις συνέπειες τόσο εύκολα αποκαταστάσιμες εάν οι πολιτικοί ηγέτες απλώς έκαναν το σωστό, που κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πως έχει φτάσει αυτό.
Ο Amalrik παρείχε επίσης ένα είδος σχεδιαγράμματος για την αναλυτική αποξένωση. Είναι πραγματικά δυνατό, πρότεινε, να σκεφτείτε την πορεία σας μέχρι το τέλος των ημερών. Η μέθοδος είναι να εξασκηθείτε στο να έχετε το πιο απίθανο αποτέλεσμα που μπορείτε να διανοηθείτε και, στην συνέχεια, να εργαστείτε προς τα πίσω, συστηματικά και προσεκτικά, από το «τι θα γινόταν εάν» έως το «ιδού το γιατί». Το ζήτημα δεν είναι να διαλέξουμε τις αποδείξεις κάποιου που να ταιριάζουν σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα. Είναι μάλλον να βγούμε από την παραδοχή της γραμμικής αλλαγής -να εξετάσουμε, για μια στιγμή, το πώς κάποιος μελλοντικός ιστορικός μπορεί να αναδιατυπώσει αδικαιολόγητες ανησυχίες ως αναπόφευκτες.
Όταν το βλέπει κανείς από το 2020, ακριβώς 50 χρόνια μετά την δημοσίευσή του, το έργο του Amalrik έχει μια απόκοσμη επικαιρότητα. Ανησυχούσε για το πώς μια μεγάλη δύναμη χειρίζεται πολλαπλές εσωτερικές κρίσεις -την καταστροφή των θεσμών της εγχώριας τάξης, την επιδεξιότητα των ανερμάτιστων και αργυρώνητων πολιτικών, τις πρώτες ανατριχίλες της συστηματικής παρανομίας. Ήθελε να κατανοήσει την σκοτεινή λογική της κοινωνικής διάλυσης και το πώς οι διακριτές πολιτικές επιλογές συναθροίζονται σε κατακλυσμικά αποτελέσματα. Η προφητεία του ήταν οριοθετημένη στον χρόνο, με λήξη το 1984, αλλά δεν είναι δύσκολο να ακούσουμε την -σαν από φάντασμα- ηχώ της, σήμερα. Για να μάθουμε πώς τελειώνουν οι μεγάλες δυνάμεις, δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει κάτι καλύτερο από το να μελετήσει την τελευταία που πραγματικά το έκανε.
ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΟ
Ο Amalrik ξεκίνησε το δοκίμιο του, ορίζοντας κάποια από τα προσόντα του για το έργο. Ως φοιτητής Ιστορίας, είχε ερευνήσει το Ρως του Κιέβου, το μεσαιωνικό πριγκιπάτο που δημιούργησε την σύγχρονη Ρωσία και την Ουκρανία, και υπέφερε για ορισμένα από τα ευρήματά του. Είχε αποβληθεί από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας επειδή υπονόησε ότι ήταν οι Σκανδιναβοί έμποροι και οι αποικιστές, όχι οι Σλάβοι, που ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές του ρωσικού κράτους -ένας ισχυρισμός που έγινε ευρέως αποδεκτός από τους ιστορικούς, αλλά εκείνη την εποχή ερχόταν σε αντίθεση με την επίσημη ιστορία της σοβιετικής ιστορίας. Ως διανοούμενος και φίλος συγγραφέων και δημοσιογράφων, είχε στενή σχέση με το δημοκρατικό κίνημα στην Σοβιετική Ένωση και γνώριζε τους σημαντικούς παίκτες του. Για τους ανθρώπους στην Δύση, είπε, ήταν αυτό που θα αντιπροσώπευε ένα ομιλών ψάρι σε έναν ιχθυολόγο: έναν θαυμαστό παράγοντα μετάδοσης των μυστικών ενός ξένου κόσμου.
Ήταν ένα μεγάλο λάθος, συνέχισε ο Amalrik, να πιστεύει κάποιος ότι θα μπορούσε να κάνει πολιτικές προβλέψεις για μια χώρα με το να εξετάζει τα κύρια ιδεολογικά ρεύματά της. Οι άνθρωποι μπορεί να κολλήσουν σε αντίπαλα στρατόπεδα ή να ταξινομηθούν από εξωτερικούς ειδικούς: σκληροπυρηνικοί αριστεροί, εθνικιστές, φιλελεύθεροι και τα παρόμοια. Αλλά αυτές οι ομάδες είναι πάντα άμορφες. Οι ψηφοφόροι τους δείχνουν ελάχιστη πραγματική συμφωνία μεταξύ τους για το τι συνιστά ορθόδοξη πεποίθηση ή ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα.
Ένας καλύτερος τρόπος να σκεφτούμε τα πολιτικά ρήγματα ήταν να παρατηρήσουμε ποια τμήματα της κοινωνίας απειλούνται περισσότερο από την αλλαγή και ποια επιδιώκουν να την επιταχύνουν -και στην συνέχεια να φανταστούμε το πώς τα κράτη μπορούν να διαχειριστούν τις διαφορές μεταξύ των δύο. Οι γραφειοκράτες και οι πολιτικοί θέλουν να διατηρήσουν την δουλειά τους. Οι εργαζόμενοι θέλουν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Οι διανοούμενοι αμφισβητούν τις παλιές αλήθειες της εθνικής ταυτότητας. Αυτά τα χάσματα μπορούν να δημιουργήσουν ένα πρόβλημα επιβίωσης για τους θεσμούς της κρατικής εξουσίας. «Η αυτοσυντήρηση είναι σαφώς το κυρίαρχο κίνητρο», έγραψε ο Amalrik. «Το μόνο πράγμα που θέλει [η κυβέρνηση] είναι να πάνε τα πάντα όπως πριν: να αναγνωρίζονται οι Αρχές, η διανόηση να κάθεται ήσυχη, να μην ταρακουνιέται το σύστημα από επικίνδυνες και άγνωστες μεταρρυθμίσεις». Αλλά τι συμβαίνει σε περιόδους ταχείας αποδιοργάνωσης, όταν η οικονομική μετάβαση, η κοινωνική εξέλιξη και οι γενεαλογικές μεταβολές καθιστούν αδύνατο να συνεχίσουν τα πράγματα όπως πριν; Η καταπίεση είναι πάντα μια επιλογή, αλλά οι έξυπνοι κυβερνήτες θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους επιλεκτικά –με την δίωξη ενός συγγραφέα, ας πούμε, ή την απόλυση ενός ανώτερου αξιωματούχου που έχει συγκρουστεί με την ηγεσία. Ακόμη και οι πιο φωτισμένες Αρχές θα μπορούσαν να διασφαλίσουν την αυτοσυντήρηση «μέσω σταδιακών αλλαγών και αποσπασματικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και με το να αντικαταστήσουν την παλιά γραφειοκρατική ελίτ με μια πιο έξυπνη και λογική ομάδα».
Όμως, πρέπει να είμαστε σκεπτικοί σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι ηγέτες που διαλαλούν τις μεταρρυθμίσεις είναι στην πραγματικότητα αποφασισμένοι να τις εφαρμόσουν. Οι κυβερνήσεις είναι καλές στο να αναγνωρίζουν τα σφάλματα σε άλλα μέρη και άλλες εποχές, αλλά είναι απαίσιοι κριτές των αδικιών που έχουν ενσωματωθεί στα ίδια τους τα θεμέλια. Αυτό συνέβαινε ειδικά για μεγάλες δυνάμεις όπως η Σοβιετική Ένωση, πίστευε ο Amalrik. Εάν μια χώρα μπορούσε να πλεύσει τις θάλασσες απαράμιλλα και να βάλει ανθρώπους στο διάστημα, θα είχε λίγα κίνητρα να κοιτάξει προς τα μέσα σε αυτό που ήταν σάπιο στον πυρήνα. «Το καθεστώς θεωρεί τον εαυτό του την ακμή της τελειότητας και ως εκ τούτου δεν έχει καμία επιθυμία να αλλάξει τους τρόπους του είτε με την δική του ελεύθερη βούληση είτε, ακόμη λιγότερο, κάνοντας παραχωρήσεις στον οποιονδήποτε ή στο οτιδήποτε». Εν τω μεταξύ, τα παλιά εργαλεία καταστολής (ο ολοκληρωτικός σταλινισμός στην σοβιετική περίπτωση) εγκαταλείφθηκαν ως οπισθοδρομικά και απάνθρωπα και τώρα ήταν πολύ σκουριασμένα για να λειτουργήσουν. Η κοινωνία γινόταν πιο περίπλοκη, πιο διχασμένη με τις διαφορές, πιο απαιτητική σχετικά με το κράτος, αλλά λιγότερο πεπεισμένη ότι το κράτος μπορούσε να αποδώσει. Αυτό που απέμενε ήταν ένα πολιτικό σύστημα πολύ πιο αδύναμο από όσο οποιοσδήποτε -ακόμη και εκείνοι που είχαν δεσμευτεί για την ανανέωσή του- ήταν σε θέση να αναγνωρίσει.
Φυσικά, κανείς δεν πιστεύει ποτέ ότι η κοινωνία του βρίσκεται στον γκρεμό. Όταν μίλησε με τους συντρόφους του, ο Amalrik ανέφερε ότι [εκείνοι] ήθελαν τα πράγματα να ηρεμήσουν λίγο, χωρίς να γνωρίζουν πραγματικά πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό. Οι πολίτες τείνουν να παίρνουν την κυβέρνησή τους ως δεδομένη, σαν να μην υπήρχε πραγματική εναλλακτική λύση στα θεσμικά όργανα και τις διαδικασίες που γνώριζαν πάντα. Η δημόσια δυσαρέσκεια, όπου υπήρχε, κατευθυνόταν συνήθως όχι ενάντια στην ίδια την κυβέρνηση αλλά απλώς σε ορισμένα από τα λάθη της. «Όλοι είναι εξοργισμένοι από τις μεγάλες ανισότητες στον πλούτο, τους χαμηλούς μισθούς, τις λιτές συνθήκες στέγασης, [και] την έλλειψη βασικών καταναλωτικών αγαθών», έγραψε ο Amalrik. Όσο οι άνθρωποι πίστευαν ότι, σε γενικές γραμμές, τα πράγματα γίνονταν καλύτερα, ήταν ικανοποιημένοι να διατηρήσουν την ιδεολογία του ρεφορμισμού και την ελπίδα για σταδιακή, θετική αλλαγή.
Μέχρι αυτό το σημείο στο επιχείρημά του, ο Amalrik ακολουθούσε μια αναλυτική γραμμή που θα ήταν γνωστή στον Ζαχάρωφ και σε άλλους αντιφρονούντες. Η σταθερότητα και η εσωτερική μεταρρύθμιση ήταν πάντα σε ένταση [μεταξύ τους]. Στην συνέχεια, όμως, έκανε ένα άλμα, θέτοντας ένα απλό ερώτημα: πού είναι το σημείο θραύσης; Πόσο καιρό μπορεί ένα πολιτικό σύστημα να επιδιώκει να επαναπροσδιοριστεί πριν προκαλέσει μια από τις δύο αντιδράσεις -μια καταστροφική αντίδραση από εκείνους που απειλούνται περισσότερο από την αλλαγή, ή την συνειδητοποίηση από τους μεταρρυθμιστές ότι οι στόχοι τους δεν μπορούν πλέον να πραγματοποιηθούν εντός των θεσμών και των ιδεολογιών της παρούσας τάξης; Εδώ, προειδοποίησε ο Amalrik, η τάση των μεγάλων δυνάμεων για αυταπάτη και αυτο-απομόνωση τις τοποθετεί σε ένα ιδιαίτερο μειονέκτημα. Θέτουν τον εαυτό τους ξέχωρα από τον κόσμο, μαθαίνουν λίγα από το συσσωρευμένο απόθεμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Φαντάζονται ότι έχουν ανοσία από τα δεινά που επηρεάζουν άλλα μέρη και συστήματα. Αυτή η ίδια προδιάθεση μπορεί να διαχέεται στην κοινωνία. Τα διάφορα κοινωνικά στρώματα θα μπορούσαν να αισθανθούν απομονωμένα από το καθεστώς τους και να χωριστούν το ένα από το άλλο. «Αυτή η απομόνωση έχει δημιουργήσει για όλους –από την γραφειοκρατική ελίτ μέχρι τα χαμηλότερα κοινωνικά επίπεδα– μια σχεδόν σουρεαλιστική εικόνα του κόσμου και της θέσης τους σε αυτόν», κατέληξε ο Amalrik. «Ωστόσο όσο περισσότερο αυτή η κατάσταση των πραγμάτων συμβάλλει στην διαιώνιση του status quo, τόσο πιο γρήγορη και αποφασιστική θα είναι η κατάρρευσή του όταν η αντιπαράθεση με την πραγματικότητα καταστεί αναπόφευκτη».
Δεν υπήρχε λόγος να πιστεύουμε ότι μια τέτοια εκτίμηση θα απειλούσε μόνο ένα συγκεκριμένο σύνολο από ελίτ. Εάν υπάρξουν οι σωστές συνθήκες, η χώρα στο σύνολό της θα μπορούσε να είναι το απόλυτο θύμα της. Στην ίδια του την κοινωνία, ο Amalrik εντόπισε τέσσερις οδηγούς αυτής της διαδικασίας. Ο ένας ήταν η «ηθική φθορά» που δημιουργήθηκε από μια επεκτατική, επεμβατική εξωτερική πολιτική και τον ατελείωτο πόλεμο που ακολούθησε. Ένας άλλος ήταν η οικονομική δυσκολία που θα προκαλούσε μια παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση -στην φαντασία του Amalrik, ένας επερχόμενος σοβιετο-κινεζικός πόλεμος. Ένας τρίτος ήταν το γεγονός ότι η κυβέρνηση θα ανεχόταν όλο και λιγότερο τις δημόσιες εκφράσεις δυσαρέσκειας και θα κατέστειλε βίαια τις «σποραδικές εκρήξεις λαϊκής δυσαρέσκειας ή τις τοπικές ταραχές». Αυτές οι καταστολές πιθανότατα θα είναι ιδιαίτερα βάναυσες, υποστήριξε, όταν οι καταπιεστές –η αστυνομία ή τα στρατεύματα εσωτερικής ασφαλείας- είναι «υπηκοότητας διαφορετικής από εκείνη του πληθυσμού που κάνει ταραχές», κάτι που με την σειρά του «θα οξύνει τις εχθρότητες μεταξύ των εθνοτήτων».
Ωστόσο, ήταν μια τέταρτη τάση που θα σήμαινε το πραγματικό τέλος της Σοβιετικής Ένωσης: ο υπολογισμός, από κάποιο σημαντικό μέρος της πολιτικής ελίτ, ότι θα μπορούσε να εγγυηθεί καλύτερα το δικό της μέλλον με το να εγκαταλείψει την σχέση της με την εθνική πρωτεύουσα. Ο Amalrik υπέθετε ότι αυτό μπορούσε να συμβεί μεταξύ των σοβιετικών εθνοτικών μειονοτήτων, «πρώτα στην Βαλτική περιοχή, τον Καύκασο και την Ουκρανία, στην συνέχεια στην Κεντρική Ασία και κατά μήκος του Βόλγα» -μια ακολουθία που αποδείχθηκε ακριβώς σωστή. Η γενικότερη σκέψη του ήταν ότι σε περιόδους σοβαρής κρίσης, οι θεσμικές ελίτ αντιμετωπίζουν ένα σημείο που πρέπει να πάρουν αποφάσεις. Προσκολλώνται στο σύστημα που τους δίνει εξουσία ή αναδιατυπώνονται ως οραματιστές που καταλαβαίνουν ότι το πλοίο βυθίζεται; Ειδικά αν το καθεστώς θεωρείται ότι «χάνει τον έλεγχο της χώρας και, μάλιστα, την επαφή με την πραγματικότητα», οι έξυπνοι ηγέτες στην περιφέρεια έχουν ένα κίνητρο να προστατεύσουν τον εαυτό τους και, στην διαδικασία, απλά αγνοούν τις οδηγίες των ανώτερων. Σε μια τόσο ασταθή στιγμή, είπε ο Amalrik, μια μεγάλη ήττα -για παράδειγμα, «μια σοβαρή έκρηξη λαϊκής δυσαρέσκειας στην πρωτεύουσα, όπως απεργίες ή ένοπλες συγκρούσεις»- θα ήταν αρκετή «για να ανατρέψει το καθεστώς». Στην Σοβιετική Ένωση, κατέληξε, αυτό «θα συμβεί κάποια στιγμή μεταξύ 1980 και 1985».
ΟΛΕΣ ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ
Ο Amalrik έχασε την ακριβή ημερομηνία αποσύνθεσης της χώρας του κατά επτά χρόνια. Η προσπάθεια του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να απελευθερώσει και να εκδημοκρατίσει το κράτος εξαπέλυσε μια σειρά δυνάμεων που ανάγκασαν την Σοβιετική Ένωση να εξαφανιστεί, κατά την διάρκεια του 1991. Στο τέλος του ίδιου έτους, ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από πρόεδρος μιας χώρας που είχε ξεθωριάσει υπό τον ίδιο. Ωστόσο, στα χρονικά των πολιτικών προγνώσεων των παγκόσμιων ιστορικών γεγονότων, η ακρίβεια του Amalrik αξίζει πιθανώς ένα βραβείο. Σίγουρα είχε δίκιο για τη μεγάλη εικόνα. Στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, η μεταρρύθμιση ήταν τελικά ασυμβίβαστη με την συνέχιση του ίδιου του κράτους.
Ο Amalrik ήταν νεκρός την στιγμή που οι Δυτικοί ακαδημαϊκοί και οι ειδικοί της πολιτικής άρχισαν να γράφουν τις δικές τους μεγάλες ιστορίες για τα τέλη του αιώνα: η προειδοποίηση του Paul Kennedy για τους κινδύνους της αυτοκρατορικής υπερέκτασης, ο χιλιαστικός παιάνας του Francis Fukuyama στην φιλελεύθερη δημοκρατία, και η νεο-ρατσιστική σύγκρουση των πολιτισμών του Samuel Huntington. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το έργο του Amalrik τελικά έλαμψε. Αποδείχθηκε ιδιαίτερα διορατικός για το τι θα προέκυπτε μετά τον σοβιετικό θάνατο: μια ομάδα από ανεξάρτητες χώρες, μια νέα οιονεί Κοινοπολιτεία που κυριαρχείται από την Ρωσία, η είσοδος των βαλτικών δημοκρατιών σε μια «πανευρωπαϊκή ομοσπονδία» και, στην Κεντρική Ασία, μια ανανεωμένη έκδοση του παλαιού συστήματος, που συνδυάζει κομμάτια τελετουργικού σοβιετικού στιλ με τον τοπικό δεσποτισμό. Οι Αμερικανοί συντηρητικοί έφτασαν να τον αναφέρουν ως ένα είδος Κασσάνδρας της στέπας. Αντί οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης και οι ακτιβιστές κατά των πυρηνικών που χάιδευαν τον Ζαχάρωφ και τροφοδοτούσαν τις φαντασιώσεις τους για συνύπαρξη με μια τυραννική αυτοκρατορία, το επιχείρημα έλεγε, θα έπρεπε να προσέχουν τον Amalrik. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε εξαναγκάσει μια προηγούμενη αντιπαράθεση με το ταλαντευόμενο σοβιετικό κράτος – «Κύριε Μπρέζνεφ, γκρεμίστε αυτό το τείχος!» (“Mr. Brezhnev, tear down this wall!”)- και να επιτάχυνε την κατάρρευση του κομμουνισμού.
Υπήρχαν επίσης πολλά που ο Amalrik εξέλαβε λανθασμένα. Εκτίμησε εσφαλμένα την πιθανότητα ενός σοβιετο-κινεζικού πολέμου, ο οποίος ήταν ένας από τους πυλώνες της ανάλυσής του (αν και μπορεί κανείς να πει ότι η σοβιετο-αφγανική σύγκρουση ήταν ένα καλό υποκατάστατο: ένας παρατεταμένος, εξαντλητικός πόλεμος, που διεξήχθη από υπέργηρους ηγέτες, που στράγγιξε την σοβιετική κυβέρνηση από πόρους και νομιμοποίηση). Υπερεκτίμησε την βία που σχετίζεται με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν πολύ πιο ειρηνική από ό, τι θα περίμενε κανείς, ειδικά δεδομένης της πανοπλίας των συνοριακών διενέξεων, των εθνικισμών που συγκρούονταν και των αντιπαλοτήτων των ελίτ που αναδεύονταν στη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου. Μέσα σε τρεις δεκαετίες, ένας από τους διαδόχους της, η Ρωσία, μέχρι που είχε ανασυγκροτηθεί ως μια μεγάλη δύναμη με την ικανότητα να κάνει κάτι που οι Σοβιετικοί δεν κατάφεραν ποτέ: να κατανοήσει και να εκμεταλλευτεί τις κύριες κοινωνικές διαιρέσεις των αντιπάλων της, από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως το Ηνωμένο Βασίλειο, με σημαντικό πολιτικό και στρατηγικό αποτέλεσμα. Ο Amalrik απέτυχε επίσης να προβλέψει την δυνατότητα σύγκλισης Ανατολής-Δύσης ενός διαφορετικού είδους: προς τις καπιταλιστικές ολιγαρχίες που είχαν εμμονή με την επιτήρηση [των πολιτών], ήταν βαθιά άνισες, είχαν επιλεκτικό σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, ήταν εξαρτώμενες από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και δομικά ευάλωτες τόσο στις αγορές όσο και στα μικρόβια. Ίσως να είχε εκπλαγεί αν μάθαινε ότι αυτή ήταν η μορφή που πήρε τελικά η «ειρηνική συνύπαρξη» του Ζαχάρωφ, τουλάχιστον για λίγο.
«Οι σοβιετικοί πύραυλοι έφτασαν στην Αφροδίτη», έγραψε ο Amalrik προς το τέλος του δοκιμίου του το 1970, «ενώ στο χωριό όπου ζω οι πατάτες εξακολουθούν να σκάβονται με το χέρι». Η χώρα του είχε επενδύσει για να προφτάσει τους αντιπάλους της. Δούλεψε σκληρά για να ανταγωνιστεί ως παγκόσμια υπερδύναμη. Αλλά θεμελιώδη πράγματα έμειναν χωρίς παρακολούθηση. Οι πολίτες της είχαν κολλήσει σε διαφορετικούς σταθμούς στην πορεία της οικονομικής ανάπτυξης, κατανοώντας ελάχιστα ο ένας τον άλλο και τους κυβερνήτες τους. Σε μια τέτοια κατάσταση, ο Amalrik αισθάνθηκε ότι ένα μέλλον σταδιακού εκδημοκρατισμού και εποικοδομητικής συνεργασίας με την Δύση αποτελούσε χίμαιρα. Αντιμέτωπη με μια σειρά από εξωτερικά σοκ και εσωτερικές κρίσεις, και κυνηγημένη από πιο δυναμικούς και προσαρμόσιμους ανταγωνιστές στο εξωτερικό, η χώρα του είχε πολύ λιγότερη ζωή από όσο ο καθένας μπορούσε να δει τότε.
Όλες οι χώρες τελειώνουν. Κάθε κοινωνία έχει τον δικό της πάτο, που κρύβεται από το σκοτάδι έως ότου η πρόσκρουση γίνει επικείμενη. Ήδη τον έκτο αιώνα, έγραψε ο Amalrik, οι κατσίκες έβοσκαν στην Ρωμαϊκή Αγορά. Ως θεωρητικός της δικής του κατάστασης, ήταν από πολλές απόψεις μοιρολάτρης. Πίστευε ότι η Σοβιετική Ένωση δεν είχε την ικανότητα να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που να κλονίζουν το σύστημα και να εξακολουθήσει να επιβιώνει, και ήταν σωστός. Αλλά η ευρύτερη συμβολή του ήταν να δείξει στους πολίτες άλλων, διαφορετικά δομημένων χωρών πώς να ανησυχούν [για την καλή κατάστασή τους]. Προσέφερε μια τεχνική για την κατάργηση των βαθύτερων πολιτικών μυθολογιών και την θέση ερωτημάτων που μπορεί να φαίνονται, εδώ και τώρα, σαν να βρίσκονται στα όρια του απίθανου [crankery].
Αυτή η μέθοδος δεν θα αποκαλύψει το μυστικό της πολιτικής αθανασίας. (Θυμηθείτε αυτά τα κατσίκια στην Αγορά). Αλλά δουλεύοντας συστηματικά μέσω των πιθανών αιτίων του χειρότερου αποτελέσματος που μπορεί να φανταστεί κανείς, μπορεί να γίνει πιο έξυπνος για τις δύσκολες, τροποποιητικές της εξουσίας επιλογές που πρέπει να γίνουν τώρα -αυτές που θα κάνουν την πολιτική πιο ανταποκριτική στην κοινωνική αλλαγή και την χώρα κάποιου έτσι που να αξίζει τον χρόνο της στην ιστορική σκηνή. Οι ισχυροί δεν είναι συνηθισμένοι να σκέφτονται έτσι. Αλλά στα μικρότερα μέρη, μεταξύ των αντιφρονούντων και των εκτοπισμένων, οι άνθρωποι έπρεπε να είναι ειδικευμένοι στην τέχνη της αυτο-έρευνας. Πόσο περισσότερο πρέπει να μείνουμε; Τι βάζουμε στην βαλίτσα; Εδώ ή εκεί, πώς μπορώ να είμαι χρήσιμος; Στην ζωή, όπως και στην πολιτική, το αντίδοτο της απελπισίας δεν είναι ελπίδα. Είναι ο σχεδιασμός.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.penguinrandomhouse.com/books/549852/gods-of-the-upper-air-by…
Ο CHARLES KING είναι καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων και Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Georgetown και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Gods of the Upper Air [1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου