ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΣ*
Ο
Τζορτζ Κάνινγκ το 1825, στο πορτρέτο που ετοίμασε ο Thomas Lawrence με
τη βοήθεια του Richard Evans (National Portrait Gallery, Λονδίνο).
Στις 12 Αυγούστου 1822 ο
«φιλότουρκος» συντηρητικός υπουργός Eξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας,
Κάσλρεϊ αυτοκτόνησε, κόβοντας την καρωτίδα του με ένα μικρό σουγιά. Ενα
μήνα αργότερα θα αντικατασταθεί από τον «φιλέλληνα» φιλελεύθερο Τζορτζ
Κάνινγκ που έγραφε ρομαντικά ποιήματα για την αρχαία Ελλάδα και τον
απασχολούσε η υποδούλωση των νέων Ελλήνων. Οταν ο Κάνινγκ αρχίσει να
μεταβάλει τη βρετανική πολιτική προς όφελος της Ελληνικής Επανάστασης,
δεν θα υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Θεός της Ελλάδος ήταν αυτός που
επενέβη. Η πραγματικότητα, όμως, είναι λιγότερο συναρπαστική. Σήμερα
γνωρίζουμε ότι ο Κάσλρεϊ σχεδίαζε να αναγνωρίσει τους Ελληνες
επαναστάτες ως εμπόλεμους, απλώς δεν πρόλαβε να το κάνει. Ο Κάνινγκ
συνέχισε την πολιτική που ο Κάσλρεϊ είχε ήδη διατυπώσει στις οδηγίες που
είχε ετοιμάσει και τις οποίες παρέλαβε ο διάδοχός του.
Οπως
έχουμε τονίσει σε προηγούμενα δημοσιεύματα, ο μεγάλος φόβος της Μεγάλης
Βρετανίας, αλλά και της Αυστρίας, ήταν η επέκταση της ρωσικής επιρροής
εις βάρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο βασικός βραχυπρόθεσμος στόχος
τους ήταν να αποτρέψουν έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο. Αλλά οι Βρετανοί, σε
αντίθεση με τους Αυστριακούς, πολύ σύντομα άρχισαν να διακρίνουν τις
ευκαιρίες που θα προσέφερε η δημιουργία ενός χριστιανικού κράτους
εμπόρων και ναυτικών υπό την επιρροή τους. Ετσι, σταδιακά και με μεγάλη
προσοχή για να μη διαταραχθούν οι διπλωματικές σχέσεις με την οθωμανική
αυτοκρατορία, ο Κάνινγκ αρχίζει να ευνοεί τους Ελληνες αναγνωρίζοντάς
τους ακόμα και δικαιώματα νηοψίας στα ουδέτερα πλοία. Από το φθινόπωρο
του 1822 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, τον Αύγουστο του 1827, κατορθώνει
να εμποδίσει τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, να φέρει κοντά στη Μεγάλη Βρετανία
τους Ελληνες αποσπώντας τους από τη ρωσική επιρροή, να εμπλέξει τη
Ρωσία στις προσπάθειες επίλυσης του ελληνικού ζητήματος υπό δική του
καθοδήγηση και τελικά να δημιουργήσει τις συνθήκες που οδήγησαν στη
ναυμαχία του Ναυαρίνου. Τα κατορθώνει όλα αυτά με αριστοτεχνικές
κινήσεις: από τον διορισμό του εξαδέλφου του Στράτφορντ Κάνινγκ ως
διαπραγματευτή και αργότερα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη και του
Φρέντερικ Ανταμ ως Αρμοστή στα Ιόνια μέχρι την καθόλου τυχαία ανάθεση
του βρετανικού μεσογειακού στόλου στον γνωστό για την έλλειψη
διπλωματικότητας, Εντουαρντ Κόδριγκτον.
Οι
κατευθύνσεις της βρετανικής πολιτικής από το 1824 είναι σαφείς: «Είναι
δεδομένο ότι η βρετανική κυβέρνηση θα χαιρέτιζε με ικανοποίηση την πλήρη
ανεξαρτησία της Ελλάδας, αν όμως αυτή επιτυγχανόταν από τους ίδιους
τους Ελληνες. Αλλά τα ανθρωπιστικά συναισθήματα και η φυσική συμπάθεια
που υπάρχει ανάμεσα σε έναν λαό που απολαμβάνει την ελευθερία του και σε
έναν λαό που αγωνίζεται να την αποκτήσει, δεν πρέπει να μας κάνουν να
ξεχνούμε και τους υπόλοιπους παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη».
Διπλωματική απάντηση
Ολα
αυτά αναπτερώνουν τις ελπίδες των Ελλήνων που στρέφονται αποκλειστικά
προς την κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας, τον Νοέμβριο του 1824,
ζητώντας από τον Κάνινγκ να αντιταχθεί στο ρωσικό σχέδιο τεμαχισμού της
Ελλάδας σε τρεις αυτόνομες ηγεμονίες. «Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος
από τους Ελληνες» θα γράψει στο ημερολόγιό του όταν θα λάβει το αίτημα,
αλλά θα απαντήσει διπλωματικά: «Η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας να
είναι βέβαιη ότι η αγγλική κυβέρνηση θα διατηρήσει την ουδετερότητά της
και σε καμία περίπτωση δεν θα επιχειρήσει να πιέσει τους Ελληνες, με
πρόσχημα την ειρήνη, να αποδεχθούν έναν συμβιβασμό που δεν τον
επιθυμούν». Οι Ελληνες περίμεναν μια πιο δυναμική παρέμβαση από τον
υπουργό που είχε ήδη κάνει μια πράξη μεγάλου πολιτικού συμβολισμού:
συμμετείχε στο δείπνο υποδοχής των Ελλήνων εκπροσώπων που διοργάνωσαν ο
δήμαρχος του Λονδίνου και το φιλελληνικό κομιτάτο. Ελάχιστοι μπορούν να
αντιληφθούν τη σημασία αυτής της γραπτής απάντησης ως μία ακόμα έμμεση
αναγνώριση ή να προσέξουν τον διακριτικό χειρισμό των κινήσεων του
κομιτάτου από το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών.
Αλλά
ελάχιστοι στον ελληνικό χώρο αντιλαμβάνονται και τους κινδύνους από τη
μονοπώληση της ελληνικής προστασίας από τους Βρετανούς, καθώς αυτή
μπορούσε να οδηγήσει στην αποξένωση των άλλων δυνάμεων. Ο αρχιτέκτονας
της προσέγγισης στη Βρετανία, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήταν αυτός που
είχε τους περισσότερους ενδοιασμούς. Εδινε τις εξής γραπτές οδηγίες
στους Ελληνες εκπροσώπους στο Λονδίνο: «Η Ελλάς είναι δίκαιον να ωφεληθή
από αυτήν την περίστασιν [εννοεί τη μεταστροφή της βρετανικής
πολιτικής] και να βοηθηθή από την Αγγλίαν· σχέσεις όμως με αυτήν να
συνδέση άλλας παρά τας εμπορικάς, και ταύτας όχι αποκλειστικάς, δεν
συμφέρει επί του παρόντος. Αποκλειστικάς εννοώ τας όσας ήθελον αποκλείει
άλλο έθνος των αυτών εμπορικών συμφωνιών, όσαι μετά της Αγγλίας ήθελον
συνδεθή». Συνεχίζει ζητώντας τους να διερευνήσουν ποιος είναι «ο αληθής
σκοπός της Αγγλίας» και κατά πόσον αυτή «επιθυμεί ή υποπτεύει την
ανεξαρτησίαν μας». Οι Βρετανοί πρέπει να αντιληφθούν «το πόσον συμφέρει
εις την Αγγλίαν να συντρέξη εις το να κατασταθή η Ελλάς όχι μόνον
αυτόνομος, αλλά και ισχυρά». Σε αυτό το κείμενο-υπόδειγμα ευφυούς,
ρεαλιστικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής θα προσθέσει δύο ακόμα
οδηγίες:
α. Από
τους Βρετανούς ζητούμε μόνο χρήματα, όχι στρατιωτική βοήθεια. «Επειδή
δεν συμφέρει εις την Ελλάδα να γνωρισθή ότι πραγματεύεται περί
οποιωνδήποτε πολιτικών σχέσεων με την Αγγλίαν, καθότι τούτο δύναται να
κινήση την ζηλοτυπίαν άλλων Δυνάμεων».
β. Να
γίνει επαφή με τους Αμερικανούς πρέσβεις στο Λονδίνο και το Παρίσι και
τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ καθώς οι σχέσεις με την ανερχόμενη δύναμη
«είναι αι αληθώς συμφερώτεραι εις την Ελλάδα». Οι επαφές πρέπει να
κρατηθούν μυστικές, διότι αν αποκαλυφθούν θα κάνουν κακό στον Αγώνα.
Καλές σχέσεις με όλους
Το
σχέδιο Μαυροκορδάτου είναι σαφές: Η Ελλάδα πρέπει να διατηρεί καλές
σχέσεις με όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, οπωσδήποτε με τη Ρωσία και τη
Γαλλία, ακόμα και με την Αυστρία. Η στροφή της βρετανικής πολιτικής
προσφέρει ευκαιρίες αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να κάνουμε το
λάθος της αποκλειστικότητας στη σχέση μας με τη Βρετανία. Θα ήταν πολύ
καλύτερο να απεμπλακούμε από τους ευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς συνδεόμενοι
με μια δύναμη εκτός Ευρώπης, που δεν απειλεί την ανεξαρτησία μας.
Μάλιστα προσφέρεται τον Ιούνιο του 1824 να μεταβεί ο ίδιος στις ΗΠΑ
καθώς θεωρεί την ελληνική αποστολή εκεί «αναγκαιοτάτη».
Οπως
τονίζει ο Τζον Πετρόπουλος στο μνημειώδες έργο του «Πολιτική και
Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο, 1833-1843», (ΜΙΕΤ, Αθήνα,
1985), «για τον Μαυροκορδάτο οι προσωπικές προτιμήσεις δεν είχαν καμία
θέση στις κρατικές υποθέσεις. Δεν ήταν ούτε δογματικός, ούτε αφελής στο
θέμα της αναζήτησης ξένης βοήθειας, αλλά είχε ως βάση τη ρεαλιστική αρχή
ότι οι δυνάμεις ενεργούσαν αποκλειστικά με γνώμονα το εθνικό τους
συμφέρον». Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο, ο Μαυροκορδάτος, ούτε λίγο ούτε
πολύ, υποχρέωσε με την ευφυή πολιτική του την Αγγλία και τη Ρωσία να
αποδοθούν σε πλειοδοσία για το ελληνικό ζήτημα.
Πώς,
όμως, αυτή η πολυδιάστατη πολιτική θα καταλήξει στην Αίτηση Προστασίας
προς τη Μεγάλη Βρετανία; Διότι θα την προετοιμάσει κάποιος άλλος, ο
επικεφαλής της Επιτροπής Ζακύνθου και τέκτονας Διονύσιος Ρώμας, που θα
την προωθήσει στους αγωνιστές με τη βοήθεια του στενού του φίλου,
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
*
Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας
Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο
Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ). Η σειρά άρθρων με θέμα τα φιλελεύθερα,
δημοκρατικά και νεωτερικά χαρακτηριστικά της Επανάστασης του 1821
αποτελεί μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος του ΚΕΦίΜ με θέμα: «Ελλάδα
2021: Διακόσια χρόνια από τη Φιλελεύθερη Επανάσταση».
Ο Θεός της Ελλάδοςαπό anixneuseis |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου