Γράφει ο Πέτρος Αργυρίου
Παρακάτω αντιπαραβάλονται κείμενα και οι πηγές τους. Τα σχόλια και τα συμπεράσματα δικά σας….Κείμενο Μανδραβέλη
α) Μανδραβέλης, “Όταν η πολιτική συνάντησε την τηλεόραση” Μπαίνοντας στο στούντιο του τοπικού CBS στο Σικάγο, το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 1960, ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ήταν κάτωχρος. Μόλις είχε χτυπήσει το προσφάτως εγχειρισμένο γόνατό του και πάλι με τον ίδιο τρόπο –κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο– και πονούσε. Είχε χάσει δώδεκα πολύτιμες μέρες από την προεκλογική εκστρατεία … Οι τρεις σταρ των αμερικανικών δικτύων που θα έκαναν τις ερωτήσεις στην πρώτη τηλεοπτική μονομαχία της ιστορίας –Γουίλιαμ Πάλεϊ (CBS), Ρόμπερτ Σάρνοφ (NBC), Λέοναρντ Γκόλντενσον (ABC) – πρόσεξαν ότι ο υποψήφιος πρόεδρος είχε χάσει βάρος και ίδρωνε. «Εμοιαζε με άνθρωπο που πήγαινε σε κηδεία, τη δική του κηδεία, παρά σε ένα ντιμπέιτ», έγραψε την επόμενη μέρα ένας δημοσιογράφος. Αλογο κούρσας αργότερα έμπαινε στο στούντιο, λεπτός, ξεκούραστος και μαυρισμένος, ο … Τζον Κένεντι. «Εμοιαζε με αθλητή που απλώς ήρθε να τού φορέσουν το δαφνοστέφανο», παρατήρησε ο συντονιστής του ντιμπέιτ Χάουαρντ Κ. Σμιθ. Σε αντίθεση με τον Νίξον, ο οποίος τις προηγούμενες μέρες αρνήθηκε να προβάρει με τους συνεργάτες του πιθανές απαντήσεις, ο γερουσιαστής της Μασαχουσέτης είχε περάσει ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο με πρόβες και ξεκούραση…. Ολα πήγαν στραβά εκείνο το βράδυ για τον Νίξον Ακόμη και το γκρι κοστούμι που φορούσε τον έδειχνε χαμένο στο γκρι σκηνικό που οι δικοί του άνθρωποι είχαν προκρίνει. Οταν οι μακιγιέρ πλησίασαν τους δύο υποψηφίους, ο Κένεντι αρνήθηκε αμέσως. Ο Νίξον αρνήθηκε κι αυτός… … Αυτό που δεν ήξερε είναι ότι οι βοηθοί του Κένεντι ήδη είχαν βάλει κάποιες πινελιές μακιγιάζ στο πρόσωπο του υποψηφίου τους. Ο Κένεντι «την ώρα που άκουγε τον αντίπαλό του έδειχνε προσηλωμένος, σε επαγρύπνηση και είχε ένα ίχνος χαμόγελου στα χείλη του. Ο Νίξον έδειχνε καταβεβλημένος. Οι γραμμές του προσώπου του έμοιαζαν με βαθιές ουλές. Είχε μια τρομακτική όψη», έγραψε ο ιστορικός των ΜΜΕ, Ερικ Μπάρνοου. |
Πρωτότυπα κείμενα
Alan Schroeder, «The Presidential Debates: Fifty Years of High Risk TV» 26 September 1960. At exactly 7:30 P.M., a shiny Oldsmobile carrying Vice President Richard M. Nixon pulled into an interior drive at the CBS broadcast facility.. ..saw the color drain from his face Just two weeks earlier, the vice president had concluded twelve days of hospitalization for a knee infection caused by a similar mishap with a car door Gathered to greet this first of the star debaters were the titans of American broadcasting:… William Paley of CBS, Robert Sarnoff of NBC, and Leonard Goldenson of ABC he looked exhausted, underweight, and was—“better suited for going to a funeral, perhaps his own, than to a debate,” in the view of journalist David Halberstam John F. Kennedy arrived fit, rested, and ready. .. bronzed and glowing. Journalist Howard K. Smith, who moderated the first debate, would compare JFK to an “athlete come to receive his wreath of laurel.” Vice President Nixon… dismissing suggestions that he rehearse Senator Kennedy, by contrast.. spent much of the weekend … in a hotel suite practicing his responses For Richard Nixon, White concluded, “everything that could have gone wrong that night went wrong.” Exacerbating his misfortune, Nixon had selected a light gray suit, which… “blended into the background… ..offered the services of CBS’s top makeup artist.. When Kennedy said no, Nixon quickly followed suit Meanwhile, unknown to Nixon, Kennedy got a touch-up from his own people. Media historian Erik Barnouw noted that …“A glimpse of the listening Kennedy showed him attentive, alert, with a suggestion of a smile on his lips. A Nixon glimpse showed him haggard; the lines on his face seemed like gashes and gave a fearful look.” |
Στη συνέχεια του κειμένου Μανδραβέλη, ο συντάκτης μεταπηδά και χρησιμοποιεί πιστά σε τρία άλλα κείμενα. Για τα δύο από αυτά τα κείμενα, αυτό το κομμάτι του κειμένου του Μανδραβέλη δεν αναφέρει από που έχουν έχει παρθεί.
β)
Μανδραβέλης Μια δημοσκόπηση της επόμενης μέρας έδειξε τη διαφορά. Το 48,7% εκείνων που άκουσαν τη μονομαχία στο ραδιόφωνο θεώρησαν ότι ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε κερδίσει, έναντι του 21% που πρόκριναν τον Τζον Κένεντι. Από εκείνους που την είδαν στην τηλεόραση το 30,2% ανακήρυξαν νικητή τον Κένεντι έναντι 28,6% που επέλεξαν τον Νίξον… …Το πρόβλημα του Νίξον, όμως, ήταν πως οι τηλεθεατές ήταν 4,5 φορές περισσότεροι από τους ακροατές του ραδιοφώνο… …Κάποιοι μίλησαν για «τηλεμυθολογία»… Θεώρησαν ότι η μία και μοναδική δημοσκόπηση … ήταν πολύ πρωτόγονη και δεν παραμετροποίησε σημαντικές πτυχές της πραγματικότητας. Ραδιόφωνο άκουγαν κυρίως στις πιο καθυστερημένες αγροτικές περιοχές, στις οποίες κατοικούσαν Προτεστάντες που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον Καθολικό Κένεντι επαλήθευση Χρόνια αργότερα, το 2001, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα Τζέιμς Ντράκμαν έκανε ένα πείραμα. Διάλεξε 171 φοιτητές που δεν ήξεραν τίποτε για την τηλεοπτική αυτή μονομαχία. Τούς χώρισε τυχαία στη μέση και στο ένα γκρουπ έδειξε το βίντεο και στους άλλους μισούς έπαιξε μόνο το ηχητικό. .. : «Οι τηλεοπτικές εικόνες έχουν σημασία. Οδηγούν τους ανθρώπους να βασίζονται περισσότερο σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των υποψηφίων όταν τους αξιολογούν, και αυτό με τη σειρά τους επηρεάζει την συνολική αξιολόγηση. Επίσης, οι εικόνες αυξάνουν τις πολιτικές γνώσεις τουλάχιστον του λιγότερο εκλεπτυσμένου κοινού. Το πείραμα αποδεικνύει ότι ο Κένεντι πιθανότατα τα πήγε καλύτερα στην τηλεόραση, λόγω της υπεροχής της εικόνας του» γ)Μανδραβέλης Υπήρχε και τρίτος υποψήφιος, ο δημοκρατικός Αντριου Ιστερ, που είχε αποκλειστεί και υπέβαλε μήνυση για τον «αντισυνταγματικό περιορισμό» του και για το γεγονός ότι επετράπη στα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα να «κάνουν διακρίσεις και αδικίες, υπό την σιωπή όλων». …η Wall Street Journal δήλωσε δικαιωμένη για την προφητεία της ότι αυτού του τύπου οι εκπομπές είναι «περισσότερο διασκεδαστικές παρά διαφωτιστικές». Οι New York Times έγραψαν ότι τα ντιμπέιτ έλκουν κυρίως τους ψηφοφόρους «που επηρεάζονται όχι τόσο από τη λογική και την στέρεη επιχειρηματολογία, αλλά από συναισθηματικούς και παράλογους παράγοντες» δ) Μανδραβέλης Η έλευση της τηλεόρασης δημιούργησε πολλές ελπίδες για αναγέννηση της πολιτικής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο δρ Φρανκ Στάντον, πρόεδρος του CBS, δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του. «Ούτε ο ουρανός δεν είναι το όριο», είχε πει. «Οι άνθρωποι για μια ακόμη φορά γίνονται έθνος, όπως ήταν την εποχή που ήμασταν πολύ λίγοι για να γνωρίζει ο καθένας τον εκλεγμένο εκπρόσωπό του. Καθώς ο πληθυσμός μεγάλωνε, χάσαμε την αίσθηση της άμεσης επαφής. Τώρα η τηλεόραση επανορθώνει…». …Στη δεκαετία του ’30, τότε που διαχέεται το ραδιόφωνο στις ΗΠΑ, η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές αυξήθηκε κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές εκτινάχθηκε από το 33,7% στο 44,1%. … …Αυτό που παρατηρεί η Κάμπελ στις έρευνές της είναι ότι «οι άνθρωποι που παρακολουθούν τις εκλογικές εκστρατείες στη τηλεόραση είναι ακριβώς οι ίδιοι που διαβάζουν γι’ αυτές σε εφημερίδες και περιοδικά». |
Mark Blumenthal, “Did Nixon win with radio listeners?” In answer to the question who won the debates, 48.7% of the radio audience named Mr. Nixon and only 21% picked Mr. Kennedy. Among those who watched the debates on tv, 30.2% named Mr. Kennedy the winner and 28.6% picked Mr. Nixon …the total television audience was about 4 – ½ times the radio audience ..This lack of reliable causal evidence means that a prime example of the power of television images may be nothing more than «telemythology»… …those who could listen to debates only on radio were.. Situated for the most part in remote rural areas, they were overwhelmingly Protestants and skeptical of Kennedy as a Roman Catholic candidate Druckman… describes an intriguing experiment conducted about five years ago. He recruited 171 respondents… who demonstrated little or no knowledge of the Kennedy-Nixon debates. He then randomly divided the subjects into two groups. Half watched a video tape of the first Kennedy-Nixon debate and the other half listed to just the audio… Television images matter – they prime people to rely more on personality perceptions when evaluating candidates, which in turn, can affect overall evaluations. Images also enhance political learning, at least among nonsophisticates. The experiment provides evidence that Kennedy may have done better on television because of his superior image. Newton N. Minow, Craig L. LaMay «Inside the Presidential Debates: Their Improbable Past and Promising Future» …candidate who had unsuccessfully sought the Democratic nomination, Andrew J. Easter, sued … an unconstitutional abridgment of his right to participate, for it was allowing the networks to engage in “discriminatory and unfair practices in silent unison.” A Wall Street Journal editorial warned that the televised encounter would be “rigged more for entertainment than for enlightenment.” The New York Times wrote dismissively that the debate would appeal most to voters “who are influenced not so much by logic and reason as by emotional, illogical factors…” Angus Campbell, “Has television reshaped politics?” The advent of television in the late 1940’s gave rise to the belief that a new era was opening in public communication. As Frank Stanton, president of the Columbia Broadcasting System, put it: «Not even the sky is the limit.» … «Television, with its penetration, its wide geographic distribution and impact, provides a new, direct and sensitive link between Washington and the people,» said Dr. Stanton. «The people have once more become the nation, as they have not been since the days when we were small enough each to know his elected representative. As we grew, we lost this feeling of direct contact-television has now restored it.»even the sky is the limit.» …Between the elections of 1932 and 1940, however, the turnout records jumped more than 8 percentage points; the off-year congressional vote increased even more markedly-from 33.7 per cent in 1930 to 44.1 per cent in 1938. Thus we find that the people who follow the election campaigns most closely on television are precisely the same ones who read the most about them in the newspapers and magazines. |
Τα κείμενα παραλλάζονται ελάχιστα και σπανίως αναμιγνύονται μεταξύ τους.
Άλλη περίπτωση:
Ε.Τ- New Millenium.
Επαναστάτης κατά τύχη, Πάσχος Μανδραβέλης 24 Μαρτίου 2001 Είναι η ιστορία που λατρεύουν τα media. Ένας μοναχικός καβαλάρης που κάθισε χρόνια μόνος του κι έγραψε ένα λειτουργικό σύστημα και τελικά έγινε ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της μισητής για πολλούς Microsoft. O Linus Torvalds φτιάχνει τον πρώτο κώδικα του Linux και τον διανέμει στο Internet. Διάφοροι προγραμματιστές κάνουν τροποποιήσεις και ο αρχικός κώδικας βελτιώνεται συνεχώς και μεγαλώνει. …Μέχρι και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Microsoft, Steve Balmer, παραδέχεται πως το Linux είναι ο κυριότερος ανταγωνιστής της εταιρίας του… …(Μέχρι το Linux όλα τα προγράμματα πωλούνται χωρίς το βασικό κώδικα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι χρήστες και προγραμματιστές να τα τροποποιήσουν σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Μετά την επιτυχία του Linux διάφορες επιχειρήσεις λογισμικού, όπως η Netscape, δίνουν πλέον μαζί και τον κώδικα, ανοιχτό για τροποποιήσεις). Ο 31χρονος Νορβηγός προγραμματιστής, όμως, φωνάζει πως κουράστηκε να απεικονίζεται ως ο Δαβίδ που τα έβαλε με το Γολιάθ της πληροφορικής βιομηχανίας. …ο δημιουργός του Linux, δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά ότι έκανε το πρόγραμμα για … πλάκα. Το έκανε μάλιστα και τίτλο του βιβλίου του: «Just for Fun: The Story of an Accidental Revolutionary» («Μόνο για πλάκα: Η ιστορία ενός κατά τύχη επαναστάτη», εκδόσεις Harper Business).Το βιβλίο που συνέγραψε με τον δημοσιογράφο του περιοδικού Red Herring, David Diamond… …πως μεταμορφώθηκε από τον μικρό λάτρη των μαθηματικών στο σχολείο σε ιδεολογικό ίνδαλμα της επανάστασης των digerati. Κατά το περιοδικό Newsweek, στις 288 σελίδες του βιβλίου δεν υπάρχει ούτε ένα τεχνολογικό στοιχείο από προγραμματισμό υπολογιστών, αλλά απεικονίζεται καθαρά πως λειτουργεί το μυαλό ενός δημιουργικού προγραμματιστή, ο οποίος ακόμη ψάχνει να βρει τον εαυτό του. Ο πραγματικός θησαυρός του βιβλίου είναι τα τελευταία κεφάλαια, όπου ο Linus Torvalds εφαρμόζει την ιδεολογία του «κινήματος για ανοιχτό κώδικα» στο σύγχρονο περιβάλλον των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις, γράφει, πρέπει να υιοθετήσουν την λογική του «ανοιχτού κώδικα» στη λειτουργία τους. Η παλιά προσέγγιση είναι η λογική του συγκεντρωτισμού, των αυστηρών κανόνων λειτουργίας. Του «εμείς στην κορυφή ξέρουμε καλύτερα». Η λογική του ανοιχτού κώδικα θέλει την πληροφορία να διαχέεται προς τα κάτω, εξωτερικούς συνεργάτες να μετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων». «Αυτό μπορεί να αποτελέσει την διαφορά των προβλεπτά επιτυχημένων επιχειρήσεων και των απρόβλεπτα πραγματικά επιτυχημένων επιχειρήσεων». Η επιτυχία του Linux δείχνει ότι ο Δαβίδ μπορεί να ξέρει πολλά περισσότερα από τον Γολιάθ… |
The Accidental revolutionary
Newsweek 19 Μαρτίου 2001 …It’s an irresistible story: geek from Finland sequesters self in bedroom for several years, writing code that will eventually produce an OS that Microsoft thinks it must take seriously as competition. He makes Linux available to the digerati free, publishing the source code on the Internet. He invites modifications. And Linux takes off. …Microsoft CEO Steve Ballmer says Linux is Microsoft’s biggest threat in a post-PC world. For years, information-technology professionals had groused that buying a proprietary technology such as Microsoft Windows was like buying a car with the hood bolted shut: you couldn’t get at the engine to fine-tune it. Now they had an alternative. They could customize the OS, not just applications that ran on top of it. Linus Torvalds admits it. He’s tired of being cast as David to the Goliaths of the computer industry And he does it for fun! «Just for Fun: The Story of an Accidental Revolutionary» (288 pages. HarperBusiness. $26), written with David Diamond of Red Herring magazine traces his rise from a modest Math Guy in a Helsinki high school to a figure of high ideological significance Nobody will find a technical primer on Linux in the pages of «Just for Fun… even now only 31, who is still discovering himself The real core of the book, though, is its final chapters. There, Torvalds applies the ideology of the so-called open-source movement to businesses generally. «Open source» is geekspeak for «no proprietary technical standards» such as Windows. But in a larger context, it’s a metaphor for company reform. The business equivalent of proprietary standards is «the way we’ve always done things.» Torvalds argues that every company needs an open-source approach. For example: information should not be closely held by top managers. For example: outsiders should take part in decisions. The difference, he says, could be between companies that are «predictably successful» and companies that are «unpredictably really, really, really successful.» But then, that’s David speaking. What does he know that Goliath doesn’t? |
Μόνο μια αναφορά στο Newsweek στη μέση περίπου του κειμένου σαν να ταν μια αποσπασματική χρήση του άρθρου του Newsweek όταν το άρθρο του Μανδραβέλη είναι το κείμενο του Newsweek.
Υπάρχει βέβαια το πιθανό ενδεχόμενο ο Τύπος της Κυριακής να έχει εξασφαλίσει αποκλειστική συνεργασία με το Newsweek για το ένθετο του οπότε όλα θα ήταν εντάξει, κάτι το οποίο δεν έιμαι σε θέση να γνωρίζω. Δυστυχώς όμως, ακόμη και αν αρχικά όλα είχαν τηρηθεί όπως έπρεπε μια κατοπινή εξέλιξη δημιουργεί μεγάλες αμφιβολίες: Στις 30 Αυγούστου του 2005 το άρθρο του Μανδραβέλη εμφανίζεται επαναμεταφρασμένο στα αγγλικά στο site CFRinfo (http://www.cdrinfo.com/Sections/Reviews/Specific.aspx?ArticleId=14862). Με άλλα λόγια, το άρθρο του Newsweek, μεταφρασμένο από τα αγγλικά στα ελληνικά από τον Μανδραβέλη και επαναμεταφράζεται με την υπογραφ Pashos Mandravelis και παρουσιάζεται σαν να ταν δικό του.
Άλλη περίπτωση:
Η τρομοκρατική διαταραχή, Πάσχος Μανδραβέλης, Καθημερινή 28-11-2010
…………. Στην καθημερινή γλώσσα αποκαλούμε αυτούς τους ανθρώπους “φανατικούς”. Oι ψυχίατροι, όμως, έχουν τον δικό τους, λιγότερο φορτισμένο όρο. Λένε ότι αυτοί οι άνθρωποι με την παθιασμένη συμπεριφορά έχουν κάποια “υπερεκτιμημένη ιδέα”. Aυτή η εννοιολογική διαφοροποίηση έγινε τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό ψυχίατρο Καρλ Βερνίκε. »Mια “υπερεκτιμημένη ιδέα” είναι σκέψη που πολλοί μπορεί να μοιράζονται σε μια κοινωνία ή πολιτισμό, αλλά στον ασθενή υπάρχει με μεγάλη συναισθηματική ένταση, τόσο που να δημιουργούνται κυρίαρχες συμπεριφορές. Mια “υπερεκτιμημένη ιδέα” διαφέρει από την παραίσθηση, επειδή οι παραισθήσεις είναι λανθασμένες ιδέες που έχει μόνο ο ασθενής, ενώ η “υπερεκτιμημένη ιδέα” αναπτύσσεται από προκαταλήψεις και πιστεύω που μοιράζονται πολλοί. H υπερεκτιμημένη ιδέα διαφέρει επίσης από τις εμμονές, γιατί αν και κυριαρχεί στο μυαλό (όπως και οι εμμονές) το υποκείμενο δεν αντιμάχεται την υπερεκτιμημένη ιδέα, αλλά αντίθετα την απολαμβάνει, τη μεγεθύνει και την υπερασπίζεται. Στην πραγματικότητα η ιδέα εκρήγνυται στο μυαλό του υποκειμένου, κυριαρχεί όλο και περισσότερο, γίνεται πιο επεξεργασμένη και λιγότερο δεκτική αλλαγής. «H πλέον σύγχρονη κλινική διαταραχή που ξεπηδά από μια υπερεκτιμημένη ιδέα είναι νευρική ανορεξία. Οσες υποφέρουν από αυτή την ασθένεια ξεκινούν από μια κοινή στην κοινωνία μας ιδέα (όσο πιο αδύνατος, τόσο καλύτερα) και τη μεγεθύνουν σε υποχρέωση, τόσο κυρίαρχη που πεθαίνουν από την πείνα… Ολες οι θεραπευτικές προσπάθειες να διορθωθεί αυτή η συμπεριφορά είτε για την απομάκρυνση αυτής της ιδέας είτε με την αποκάλυψη της ρίζας της, αποτυγχάνουν, επειδή η υπερεκτιμημένη ιδέα (κανείς δεν είναι όσο αδύνατος χρειάζεται) αντιστέκεται στα λογικά επιχειρήματα και τους συμβιβασμούς…». «Πριν από το 1975», γράφει ο Πολ Μακχιού, «οι ψυχίατροι (που κούραραν τους ασθενείς με καταστροφικές συμπεριφορές όπως ανορεξία, αλκοολισμό, και σεξουαλικές διαταραχές) πίστευαν ότι πρέπει πρώτα να βρουν τις ψυχολογικές ρίζες αυτών των συμπεριφορών, αποκαλύπτοντας τη σημασία που έχουν στις ψυχικές συγκρούσεις των ασθενών. Πίστευαν ότι αν κατόρθωναν να αναλύσουν αυτές τις συγκρούσεις η ανώμαλη συμπεριφορά θα εξασθένιζε. Aυτή η προσέγγιση απέτυχε. Για παράδειγμα: τα θεραπευτικά προγράμματα για ανορεξία που αδιαφορούσαν για την αποτυχία των ασθενών να φάνε ενώ έψαχναν το νόημα πίσω από αυτές τις συμπεριφορές είχαν ποσοστά θανάτου των ασθενών 10-15%. Oι αλκοολικοί συνέχιζαν να πίνουν, οι σεξομανείς συνέχισαν τις σεξουαλικές επιθέσεις, ενώ οι γιατροί ισχυριζόταν ότι έφταναν στην κατανόηση των προβλημάτων τους… Aυτή η εμπειρία δίδαξε στους ψυχιάτρους ότι η συμπεριφορά, από τη στιγμή που θα ξεκινήσει αυτοσυντηρείται. Oι ανορεξικοί αρέσκονται να βλέπουν το βάρος και το μέγεθος των ρούχων τους να μικραίνει συνεχώς. Oι αλκοολικοί, οι ναρκομανείς και οι σεξομανείς παίρνουν άμεση ευχαρίστηση που ενισχύει την συνέχιση της συμπεριφοράς τους. »Tο ίδιο είναι αληθές και με τους τρομοκράτες. H συμπεριφορά τους συντηρείται από τις συνέπειές της, ειδικά από τη δημοσιότητα που αποκτούν οι τρομοκράτες και οι ιδέες τους. O “Γιούναμπόμπερ” σιχαινόταν να χάσει τα φώτα της δημοσιότητα από τον Τίμοθι Μακβέι και γι’ αυτό σκότωσε δύο ανθρώπους αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση στην Oκλαχόμα… Aν και οι τρομοκράτες της 11ης Σεπτεμβρίου πέθαναν κατά τη διάρκεια της επίθεσής τους, ήταν σίγουροι πως θα είχαν παγκόσμια δημοσιότητα για τις πράξεις τους. H επιτυχία τους προκάλεσε χορούς σε κάποιες αραβικές πόλεις και πολλούς εθελοντές, πολύ περισσότερους απ’ ό,τι οι “βαθιές αιτίες” της τρομοκρατίας, όπως είναι η φτώχεια ή η οργή για το Iσραήλ…». Mε δεδομένο ότι οι καταστροφικές συμπεριφορές αυτοσυντηρούνται και διογκώνονται με κάθε επιτυχία τους, ο καθηγητής Ψυχιατρικής Πολ Μακχιού, θεωρεί ότι πρώτος στόχος πρέπει να είναι το σταμάτημα της τρομοκρατικής συμπεριφοράς με κάθε μέσο. «Aν θεωρήσουμε ότι η τρομοκρατία είναι “μέρος της ζωής” τότε τη συντηρούμε». «Σταματήστε πρώτα τη συμπεριφορά και μετά, αφού εξασφαλιστεί η ειρήνη, μπορείτε να ασχοληθείτε με τα υπόγεια αίτια. Eίναι πολύ πιθανό να βρείτε ότι πολλές από τις αιτιολογίες που τώρα προσφέρονται για την τρομοκρατία, είναι στην ουσία απόπειρες ορθολογικοποίησης που στόχο έχουν να δικαιολογήσουν τις τρομοκρατικές πράξεις. Δεν χρειάζεται να ξοδέψουμε χρόνο προσπαθώντας να αλλάξουμε την άποψη που έχουν οι τρομοκράτες για μας και τους σκοπούς μας. Aυτοί οι άνθρωποι έχουν υπερεκτιμημένες ιδέες που δεν προσεγγίζονται με λογικά επιχειρήματα και πειθώ. H συμπεριφορά τους θα συνεχιστεί μέχρι να συλληφθούν ή να πεθάνουν…» …. «Νέοι άνδρες γεμάτοι τεστοστερόνη, αρκετά άσχημοι για να βρουν γυναίκα σ’ αυτόν τον κόσμο μπορεί να απελπιστούν αρκετά, ώστε να ψάξουν για τις 72 παρθένες στον άλλο κόσμο. »Είναι μακροχρόνια προσπάθεια, αλλά μπορεί να πιάσει. Πρέπει να τους πάρετε νέους. Ταΐστε τους με μια συνολική και αυτο-αποδεικνυόμενη μυθολογία, έτσι ώστε το μεγάλο ψέμα να μοιάζει λογικοφανές. Δώστε τους ένα ιερό βιβλίο και αναγκάστε τους να το μάθουν απ’ έξω… (Για τη βοήθειά σας) υπάρχει ένα έτοιμο σύστημα ελέγχου της σκέψης που τιμάται ανά τους αιώνες και παραδίδεται από γενιά σε γενιά. Εκατομμύρια άτομα έχουν μεγαλώσει μ’ αυτό. Ονομάζεται θρησκεία και για λόγους που δεν έχουν γίνει κατανοητοί μέχρι σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι το αποδέχονται. Τώρα, το μόνο που χρειάζεστε είναι να βρείτε μερικά από τα γεμάτα θρησκεία κεφάλια και να τους δώσετε μαθήματα αεροπλοΐας. »Είναι γελοία η επιχειρηματολογία μου; Μήπως μετατρέπω σε κοινοτοπία το άφατο κακό; Δεν είναι στις προθέσεις μου, οι οποίες είναι σοβαρές και ξεπηδούν από βαθιά θλίψη και μεγάλη οργή. Προσπαθώ να στρέψω την προσοχή των ανθρώπων στον ελέφαντα ο οποίος βρίσκεται στο μέσον του δωματίου κι όλοι μας είμαστε πολύ ευγενικοί ή υπερβολικά ευλαβείς να επισημάνουμε. Αυτός ο ελέφαντας είναι η θρησκεία συν το απαξιωτικό αποτέλεσμα που έχει στην ανθρώπινη ζωή. Δεν εννοώ την απαξίωση της ζωής των άλλων, αλλά την απαξίωση της ζωής του καθενός. Η θρησκεία διδάσκει την επικίνδυνη ανοησία ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος. »Αν ο θάνατος θεωρηθεί τελειωτικός, κάποιος ορθολογικά πράττων θα έχει υψηλή εκτίμηση στη ζωή του και θα διστάσει να τη θέσει σε κίνδυνο. Αυτό κάνει τον κόσμο ασφαλέστερο μέρος, όπως κι ένα αεροπλάνο είναι πιο ασφαλές αν ο αεροπειρατής θέλει να επιβιώσει. Στο άλλο άκρο, αν ένας ικανός αριθμός ανθρώπων πεισθεί, από τους ιερείς τους, ότι ο μαρτυρικός θάνατος είναι αντίστοιχο με το πάτημα ενός κουμπιού που θα μας στείλει σε ένα άλλο σύμπαν, τότε ο κόσμος γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο μέρος. Ειδικά αν αυτοί οι άνθρωποι πιστέψουν ότι το άλλο σύμπαν είναι μια παραδεισένια διαφυγή από τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου…». |
A Psychiatrist Looks at Terrorism, Paul McHugh, 30 November 2001, The Weekly Standard In everyday speech, we call such people «fanatics.» Psychiatrists, however, have their own, less loaded term. They say that people with this passionate attitude have an «overvalued idea.» This conceptual distinction in mental life was first made by the late-19th-century German psychiatrist Carl Wernicke. An overvalued idea is a thought shared with others in a society or culture but in the patient held with an intense emotional commitment capable of provoking dominant behaviors in its service. An overvalued idea differs from a delusion in that delusions are false ideas unique to the possessor, whereas overvalued ideas develop from assumptions and beliefs shared by many others. An overvalued idea differs, too, from an obsession in that, although it dominates the mind as an obsession does, the subject does not fight an overvalued idea but instead relishes, amplifies, and defends it. Indeed the idea fulminates in the mind of the subject, growing more dominant over time, more refined, and more resistant to challenge. The major contemporary clinical disorder prompted by an overvalued idea is anorexia nervosa. Patients suffering from this illness take an idea common among young women in our society–thinner is better–and amplify it into a commitment so dominant that they starve themselves…» All therapeutic attempts to correct the behavior by dissuading her of this idea or uncovering its root cause fail, because the overvalued idea–one cannot be too thin–resists logical argument and compromise. Only stopping the behavior–which may require bringing the patient under 24 hour supervision–can lead the anorexic to recover. Before about 1975, psychiatrists treating patients with destructive behaviors such as anorexia, alcoholism, and sexual disorders believed that one should first find the psychological roots of these behaviors by uncovering their meaning in the patient’s mental conflicts. They thought that if these meaningful conflicts could be resolved, the abnormal behavior would wither away. This approach failed. Treatment programs for anorexia, for example, that ignored the failure to eat while attending to its meaning had death rates of between 10 percent and 15 percent of their patients. Alcoholics continued to drink, sex offenders to offend, even while their psychiatrists claimed to be reaching an understanding of their problems. This experience taught psychiatrists that behavior, once begun, maintains itself. Anorexics like to see their weight and dress size steadily shrink. Alcoholics, drug addicts, and sex offenders get immediate pleasurable reinforcement to continue their activities. The same is true of terrorists: Their behavior is maintained by its consequences, especially the publicity that draws attention to the terrorist and his ideas. The Unabomber hated to be pushed off center stage by Timothy McVeigh and so killed two more people right after the Oklahoma City bombing. Jack Kevorkian started videotaping his killings for CBS TV when Michigan ceased bringing him to court. Although the September 11 terrorists died in their assault, they were sure of worldwide publicity for their actions and their views. Their success brought dancing to the streets in certain Muslim cities and recruits to their war against America–far more recruits than any «root cause» of terrorism, such as poverty or anger at Israel, had brought. …because terrorism, like every other behavior, grows with its performance… preventing terrorist events must be our prime aim… To accommodate ourselves to it as a «fact of life» is to sustain it. Stop the behavior first, and then, once peace is restored, we can deal with underlying issues. We will very likely find that many of the justifications now offered for terrorism were only rationalizations intended to excuse it. But we need not waste our energies trying to change the opinions of terrorists about us and our aims. These people, like the Unabomber and Jack Kevorkian, have overvalued ideas that are inaccessible to argument and persuasion. Their behavior will continue unless they are captured or killed. Πηγή: Religion’s misguided missiles, Richard Dawkins, 15 September 2001, The Guardian testosterone-sodden young men too unattractive to get a woman in this world might be desperate enough to go for 72 private virgins in the next. It’s a tall story, but worth a try. You’d have to get them young, though. Feed them a complete and self-consistent background mythology to make the big lie sound plausible when it comes. Give them a holy book and make them learn it by heart. Do you know, I really think it might work. As luck would have it, we have just the thing to hand: a ready-made system of mind-control which has been honed over centuries, handed down through generations. Millions of people have been brought up in it. It is called religion and, for reasons which one day we may understand, most people fall for it (nowhere more so than America itself, though the irony passes unnoticed). Now all we need is to round up a few of these faith-heads and give them flying lessons. Facetious? Trivialising an unspeakable evil?That is the exact opposite of my intention, which is deadly serious and prompted by deep grief and fierce anger. I am trying to call attention to the elephant in the room that everybody is too polite – or too devout – to notice: religion, and specifically the devaluing effect that religion has on human life. I don’t mean devaluing the life of others (though it can do that too), but devaluing one’s own life. Religion teaches the dangerous nonsense that death is not the end. If death is final, a rational agent can be expected to value his life highly and be reluctant to risk it. This makes the world a safer place, just as a plane is safer if its hijacker wants to survive. At the other extreme, if a significant number of people convince themselves, or are convinced by their priests, that a martyr’s death is equivalent to pressing the hyperspace button and zooming through a wormhole to another universe, it can make the world a very dangerous place. Especially if they also believe that that other universe is a paradisical escape from the tribulations of the real world. … |
Οι βιβλιογραφικές αναφορές που κάνει ο Μανδραβέλης στο τέλος του κειμένου είναι:
– Αντριου Σίνκλερ, «Ανατομία του τρόμου. Ιστορία της τρομοκρατίας», εκδ. Ωκεανίδα
– Λουίς Ρίτσαρτσον, «Τι θέλουν οι τρομοκράτες. Κατανοώντας την τρομοκρατική απειλή», εκδ. Τόπος
– Φράνκο Τζιουστολίτζι – Πιέρ Βιτόριο Μπούφα – Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, «Εμείς οι τρομοκράτες. Η ιστορία των ιδρυτών των Ερυθρών Ταξιαρχιών», εκδ. Ελεύθερη Σκέψις (μια αποτίμηση της δράσης των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», από τα μετανοημένα ηγετικά στελέχη της)
αλλά από τις 1352 λέξεις του κειμένου Μανδραβέλη οι 998 προέρχονται από τα άρθρα A Psychiatrist Looks at Terrorism, Paul McHugh, 30 November 2001, The Weekly Standard και Religion’s misguided missiles, Richard Dawkins, 15 September 2001, The Guardian που με κάθε επιφύλαξη δε νομίζω να περιλαμβάνονται στα εν λόγω βιβλία….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου