0
Ο γάλλος Κλοντ Ντεμπισί θεωρείται ο συνθέτης με τη μεγαλύτερη επιρροή στη μουσική του 20ου αιώνα. Αμφισβήτησε την παραδοσιακή γλώσσα του 19ου αιώνα και ανέπτυξε ένα εξαιρετικά πρωτότυπο σύστημα αρμονίας και μουσικής δομής, με επιρροές από τον Μουσόργκσκι και Μποροντίν και τη μουσική της Άπω Ανατολής, την οποία γνώρισε από τις εμπορικές εκθέσεις που ήταν τότε της μόδας στο Παρίσι. Θεωρούσε τη μουσική του «ιμπρεσιονιστική», όρος που παραπέμπει κυρίως στη ζωγραφική, και θεωρούσε ότι μπορούσε να αποδώσει καλύτερα με νότες τις αλλαγές και το παιγνίδισμα του φωτός από τη ζωγραφική που παρουσιάζει το φως στατικά και επομένως χωρίς φυσικότητα.
Η «Θάλασσα» είναι ένα έργο - ορόσημο στο συνθετικό του ύφος. Ξεκίνησε να γράφεται το 1903 στο Παρίσι και ολοκληρώθηκε το 1905 σε μια παραθαλάσσια πόλη της Αγγλίας, όπου είχε καταφύγει για να αποφύγει τα σχόλια από την απόφασή του να χωρίσει τη γυναίκα του Λιλί Τεξιέ και να παντρευτεί την τραγουδίστρια Εμά Μπαρντάκ, με την οποία είχε αποκτήσει μία κόρη. Το σκάνδαλο δεν καταλάγιασε ούτε και κατά την πρεμιέρα του έργου στις 15 Οκτωβρίου 1905, όταν το κοινό τον αποδοκίμασε.
«Από την αυγή ως το μεσημέρι στη θάλασσα», το πρώτο από τα τρία μέρη του έργου, παρακολουθούμε την κλιμακούμενη διαδρομή του φωτός από τη δειλή εμφάνισή του την αυγή ως τη λαμπερή έκρηξη του μεσημεριού. Στο δεύτερο μέρος, «Παιγνίδια των κυμάτων», ένα απλό θέμα σαν το τραγούδι των σειρήνων, κινείται πάνω από γρήγορους, αιχμηρούς ρυθμούς. Το τρίτο μέρος, «Διάλογος του ανέμου με την θάλασσα», ο Ντεμπισί το θέλει με τέμπο «ζωηρό και θορυβώδες». Αρχίζει με τους απειλητικούς ήχους των τυμπάνων, της γκρανκάσας και των χαμηλόφωνων εγχόρδων. Αργότερα, ένα άλλο θέμα σαν τραγούδι των σειρήνων κινείται πάνω από την ταγμένη θάλασσα, αλλά εκμηδενίζεται μέσα σε μια κορύφωση χαράς.
Οι μουσικολόγοι τοποθετούν τη «Θάλασσα» του Ντεμπισί στα πιο διαλεχτά μουσικά έργα του 20ου αιώνα. Ο σπουδαίος ρώσος πιανίστας Σβιατοσλάβ Ρίχτερ θεωρούσε ότι στέκεται στο ίδιο δημιουργικό επίπεδο με τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ και τον «Κύκλο του Δαχτυλιδιού» του Ριχάρδου Βάγκνερ.