Γράφει o Πολυμέρης Βόγλης
Στις 8 Νοεμβρίου 2013 ο ιστορικός εκδοτικός οίκος Θεμέλιο, από τον οποίο έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά τα περισσότερα έργα τού Έρικ Χόμπσμπάουμ, διοργάνωσε, στο πλαίσιο του εορτασμού των 50 χρόνων των εκδόσεων, ημερίδα προς τιμήν του μεγάλου ιστορικού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την 1η Οκτώβρη 2012. Εδώ, αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα Εποχή μια συντομευμένη εκδοχή της εξαιρετικής εισήγησης του ιστορικού Πολυμέρη Βόγλη, στο πλαίσιο αυτής της ημερίδας των εκδόσεων Θεμέλιο.
Ο θάνατος του Έρικ Χόμπσμπαουμ πριν από περίπου ένα χρόνο συνοδεύτηκε από πληθώρα δημοσιευμάτων για το έργο του, που συνήθως συνοδεύονταν από το χαρακτηρισμό ως του μεγαλύτερου και διασημότερου ανά τον κόσμο ιστορικού. Ο «Guardian» περιέγραψε τον Χόμπσμπαουμ όχι απλώς ως τον πιο διακεκριμένο μαρξιστή ιστορικό της Βρετανίας, αλλά ως γενικότερα «έναν από τους μετρημένους στα δάκτυλα ιστορικούς οποιασδήποτε εποχής που απολάμβανε πραγματική εθνική και διεθνή αναγνώριση». Ωστόσο, λιγότερο γνωστό είναι ότι υπήρξαν και έντονες επικρίσεις για τον Χόμπσμπαουμ. Την επομένη του θανάτου του, στην «Daily Mail» δημοσιεύθηκε ένα άρθρο που υποστήριζε ότι ήταν «ένας άνθρωπος που ανοικτά μισούσε τη Βρετανία και ο οποίος συνειδητά έγραφε ψεύδη» και υπαινισσόταν ότι μπορεί να ήταν και κατάσκοπος των Σοβιετικών. Η αμφισβήτηση είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα. Το 2001, στο περιοδικό «National Interest» το έργο του παρουσιαζόταν κάτω από τον τίτλο «Ο καθηγητής του Στάλιν. Η απαίσια, επιδραστική καριέρα του Έρικ Χόμπσμπαουμ». Υπάρχει μια, κατά κάποιον τρόπο, αντίφαση: ενώ όλοι αναγνώριζαν την παγκόσμια εμβέλεια του έργου του, αρκετοί αμφισβητούσαν την αξία του. Αξίζει να διερευνήσουμε αυτήν την αντίφαση. Θα ξεκινήσω από τη διεθνή αναγνώριση του, ή, πιο απλά, γιατί ο Χόμπσμπαουμ αναδείχθηκε στον πιο διάσημο ιστορικό του 20ού αιώνα, και στη συνέχεια θα ασχοληθώ με την κριτική που του ασκήθηκε αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική στράτευση επηρέασε το ιστορικό έργο του. Αυτό που θα υποστηρίξω είναι ότι οι δύο ιδιότητες με τις οποίες εγγράφηκε στη δημόσια σφαίρα, δηλαδή «μαρξιστής ιστορικός», λειτουργούσαν συμπληρωματικά στο έργο του και αυτή η διπλή ιδιότητα περιέκλειε μια δυναμική σχέση τόσο με τον μαρξισμό όσο και με την ιστορία, η οποία σε μεγάλο βαθμό του επέτρεψε να αναδειχθεί σε παγκόσμιο ιστορικό.
Ανανέωσε την ιστοριογραφία
Ο Χόμπσμπαουμ ξεκίνησε ως ιστορικός της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας. Το πρώτο άρθρο που δημοσίευσε στο περιοδικό «Past and Present», που ο ίδιος μαζί με άλλους βρετανούς μαρξιστές ιστορικούς δημιούργησε το 1952, αφορούσε τους Λουδίτες εργάτες, ενώ το 1954 προκάλεσε έντονη ιστοριογραφική συζήτηση με άρθρο που δημοσίευσε στο ίδιο περιοδικό υποστηρίζοντας ότι ο καπιταλισμός εμφανίστηκε στην Βρετανία ήδη από τον 17ο αιώνα. Στη δεκαετία του 1960, θα συμμετάσχει στη διεθνή συζήτηση για το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία. Την ίδια περίοδο θα καθιερωθεί ως ένας από τους θεμελιωτές της κοινωνικής ιστορίας στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Ήταν το 1966, όταν μαζί με άλλους ιστορικούς μεταξύ αυτών και ο E.Π. Tόμσον, δημοσίευσαν μια σειρά άρθρων σε ένα τεύχος του «TLS» κάτω από τον κοινό τίτλο «New ways in History». Ήδη, δηλαδή, από τη δεκαετία του 1960 βρίσκεται ανάμεσα σε μια ομάδα ιστορικών που στην κυριολεξία βρίσκεται στην πρωτοπορία της ιστορικής επιστήμης, τουλάχιστον στον αγγλοσαξωνικό κόσμο.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Χόμπσμπαουμ είναι ότι πολύ νωρίς εγκαταλείπει το αντικείμενο που κυριαρχεί στην κοινωνική ιστορία εκείνη την εποχή, δηλαδή τη μελέτη της εργατικής τάξης, και γενικότερα διαφοροποιείται από τους άλλους ιστορικούς της γενιάς του. Η ιστορική του προσέγγιση ήδη από τη δεκαετία του 1960 είναι ιδιαίτερα επιδραστική γιατί ανανεώνει την ιστοριογραφία με τρεις τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι και στρέφεται σε θέματα που εκείνη την εποχή παρουσιάζουν μάλλον μικρό ενδιαφέρον για τους ιστορικούς. Αναφέρομαι στις μελέτες και άρθρα για τους Πρωτόγονους Επαναστάτες και τους Ληστές, όπου εξετάζει τις μορφές ριζοσπαστικής δράσης σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Το ενδιαφέρον του για την «αρχαϊκότητα» μορφών κοινωνικής οργάνωσης και δράσης, τον οδηγεί σε μια πιο εκλεκτικιστική προσέγγιση. Στις μελέτες αυτές ο Χόμπσμπαουμ διεύρυνε το πεδίο της ιστορικής έρευνας, συνομιλώντας με την κοινωνιολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία. Δεν αρκέστηκε σε μια «ιστορία από τα κάτω» και να συμπεριλάβει όσους η παραδοσιακή ιστορία είχε μέχρι τότε αγνοήσει αλλά εμπλούτισε την ίδια την προσέγγιση μελετώντας την κουλτούρα, τις πρακτικές, τη νοοτροπία αυτών των υποκειμένων που μελετούσε. Το τρίτο καινοτόμο στοιχείο της προσέγγισής του ήταν ότι βγήκε από το «δυτικοευρωπαϊκό» κανόνα καθώς στράφηκε στην περιφέρεια την αγροτική Ιταλία και Ισπανία, αλλά και την Σερβία, την Βραζιλία και την Ινδία. Δεν θα έλεγα ότι ήρθε σε ρήξη με τον «ευρωκεντρισμό», αλλά σίγουρα διεύρυνε γεωγραφικά το πεδίο των ενδιαφερόντων των ιστορικών. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει ευρωπαίο ιστορικό που το 1974 θα δημοσίευε σε ιστορικό περιοδικό άρθρο για τις καταλήψεις γης από τους αγρότες του Περού και θα ασχολιόταν με τις σχέσεις ιδιοκτησίας και τα αγροτικά κινήματα στη χώρα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1960 (το άρθρο συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Ξεχωριστοί άνθρωποι. Αντίσταση, εξέγερση και τζαζ). Με λίγα λόγια, οι νέες θεματικές που εισήγαγε, η διεπιστημονική προσέγγιση με έμφαση στη μελέτη της κουλτούρας και η διεθνική διάσταση των μελετών, κατέστησαν αρκετά νωρίς τον Χόμπσμπαουμ μια ξεχωριστή περίπτωση ιστορικού.
Η συνθετική ιστορία
Η ίδια η προσέγγισή του στην κοινωνική ιστορία ήταν ιδιαίτερη. Ενώ οι άλλοι ιστορικοί από το χώρο της κοινωνικής ιστορίας ενδιαφέρονταν για τη μελέτη μιας συγκεκριμένης περίπτωσης στο χώρο και το χρόνο, ο Χόμπσμπαουμ ενδιαφερόταν για τη μεγάλη κλίμακα, τη διεθνικότητα των εξελίξεων και των φαινομένων. Αυτό θα φανεί αρκετά νωρίς στο έργο του, η Εποχή των Επαναστάσεων εκδίδεται το 1962, για να συμπληρωθεί με τους άλλους δύο τόμους το 1975 και το 1987. Μπορεί να μην εισηγείται κάποια νέα μέθοδο κοινωνικής ιστορίας, αλλά μέσα από το έργο του προτείνει μια νέα ιστορική προσέγγιση, αυτό που πολύ συχνά αποκαλούμε συνθετική ιστορία. Η έννοια της συνθετικής ιστορίας συνήθως αφορά μια προσέγγιση που συσχετίζει την οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική και την κουλτούρα. Στο έργο του Χόμπσμπαουμ η συνθετική ιστορία απαντά σε μια άλλη ανάγκη, να ξεπεραστούν κάποιες εγγενείς αδυναμίες της κοινωνικής ιστορίας. Όπως έχει επισημάνει ο Τζέιμς Κρόνιν, η κοινωνική ιστορία με την έμφαση που δίνει στην τοπική διάσταση, στο μερικό και τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων είναι δύσκολο να μετατραπεί σε μια ιστορία συνολικά της κοινωνίας. Ο τρόπος για να γεφυρωθεί το χάσμα είναι η θεωρία και, στην περίπτωση του Χόμπσμπαουμ, ο μαρξισμός αποτέλεσε τη θεωρία για να συνδυαστεί η κοινωνική ιστορία όχι απλά με την ιστορία συνολικά της κοινωνίας αλλά, ακόμη πιο φιλόδοξα, με την παγκόσμια ιστορία. Πόσο δε μάλλον, όταν η θεωρία του Μαρξ ήταν το καταλληλότερο αναλυτικό και ερμηνευτικό πλαίσιο για να μελετηθούν οι αλλαγές που συνέβησαν το 19ο αιώνα, ο οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο της τριλογίας των «εποχών» του Χόμπσμπαουμ. Ήταν μια μοναδική «ευτυχής σύμπτωση»: ένας μαρξιστής ιστορικός χρησιμοποιεί τη θεωρία του 19ου αιώνα για να μελετήσει το 19ο αιώνα.
Διεθνής παρουσία
Ενώ η παγκόσμια οπτική του ιστορικού έργου του είναι αυτή που βοήθησε στη αναγνώριση του ως ιστορικού, από την άλλη πλευρά, η διεθνής καταξίωσή δεν οφείλεται μόνο στο ιστορικό έργο του αλλά συνολικότερα στη διεθνή του παρουσία ως μαρξιστή διανοουμένου. Η διαρκής και πολύχρονη παρουσία του σε μια όλο και πιο παγκοσμιοποιημένη δημόσια σφαίρα αξίζει μιας έστω και σύντομης αναφοράς. Καταρχήν, το εύρος των ενδιαφερόντων του, που υπερέβαινε κατά πολύ αυτά ενός ευρυμαθούς ιστορικού. Από την τζαζ μέχρι το αρτ νουβό και από τον πόλεμο στο Βιετνάμ μέχρι τους πολέμους του Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Χόμπσμπαουμ με τις κυριολεκτικά αναρίθμητες ομιλίες, παρεμβάσεις, επιφυλλίδες, άρθρα, βιβλία μετατράπηκε από ιστορικό σε διανοούμενο μιας παγκοσμιοποιημένης δημόσιας σφαίρας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η μαρξιστική προσέγγιση και γενικότερα η πολιτική στράτευση θα επιτρέψει στον Χόμπσμπαουμ να βγει από τα στενά όρια της πανεπιστημιακής κοινότητας και να ενταχθεί σε ένα διεθνές δίκτυο της Αριστεράς. Ένα εκτεταμένο δίκτυο φίλων, εκδότων, συνεργατών από το χώρο της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο θα αναλάβει να μεταφράσει και να εκδώσει τα έργα του σε άλλες γλώσσες, θα τον καλέσει σε συνέδρια, θα του πάρει συνεντεύξεις και θα διευρύνει τον κύκλο των αναγνωστών του. Παράλληλα, ο ίδιος μέσα από αυτό δίκτυο των διανοουμένων της Αριστεράς θα ταξιδέψει σε διάφορες χώρες και θα διευρύνει την ματιά του ως ιστορικός και διανοούμενος. Τα ταξίδια, για παράδειγμα, που έκανε με φίλους του ιταλούς κομμουνιστές στη Σικελία θα αποτελέσουν την αφορμή για να στραφεί στους «πρωτόγονους επαναστάτες». Δύο ακόμη αλληλένδετοι παράγοντες, που εξηγούν τη διεθνή απήχηση του Χόμπσμπαουμ θα πρέπει να αναφερθούν, έστω επιγραμματικά. Ο ένας συνδέεται με την κυριαρχία της αγγλοσαξωνικής ακαδημαϊκής παραγωγής (και την αντίστοιχη υποχώρηση της γαλλικής) σε διεθνές επίπεδο τις τελευταίες δεκαετίες και ο άλλος είναι ότι ο ίδιος επιλέγει να απευθυνθεί και να γράψει για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, και όχι απλά για την κοινότητα των πανεπιστημιακών ιστορικών, υιοθετώντας ένα στιλ γραφής που και ο ίδιος αποκαλούσε «υψηλή εκλαΐκευση».
Ύστερα ήρθε η αμφισβήτηση
Η διεθνής αναγνώριση από ένα σημείο και μετά συνδυάστηκε με την αμφισβήτησή του ως ιστορικού. Ο Χόμπσμπαουμ βρέθηκε στο στόχαστρο της κριτικής όταν στράφηκε από τον 19ο αιώνα στον 20ό και συμπλήρωσε την τριλογία του με την έκδοση της Εποχής των άκρων το 1994. Η «Εποχή των άκρων», αν και εγκωμιάστηκε από πολλούς ιστορικούς, αποτέλεσε για άλλους ιστορικούς, πολιτικούς επιστήμονες και δημοσιογράφους αιτία πολέμου. Ο Ζαν Φρανσουά Ρεβέλ τον χαρακτήρισε ένα «γηραιό και αμετανόητο σταλινικό» και το βιβλίο του «ως προπαγάνδα υπέρ του ολοκληρωτισμού». Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι το βιβλίο του μεταφράστηκε στα γαλλικά με αρκετή καθυστέρηση και δεν εκδόθηκε από τον τακτικό εκδότη του (εκδ. Fayard), ο οποίος έκρινε ότι το βιβλίο δεν ήταν ούτε καλό ούτε πρωτότυπο. Η άποψη του Πιερ Νορά για την απροθυμία έκδοσης του βιβλίου ήταν ότι «επειδή η Γαλλία ήταν η πιο βαθειά και επί μακρόν σταλινική (στη Δύση) χώρα και, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, υπήρχε η πιο δυνατή και ογκούμενη εχθρότητα σε οτιδήποτε ανακαλούσε τη φιλοσοβιετική εποχή». Τελικά, εκδόθηκε στα γαλλικά από τον «Monde Diplomatique» σε συνεργασία με έναν μικρό βελγικό οίκο, πέντε χρόνια μετά από την αγγλική έκδοση. Το βιβλίο επικρίθηκε έντονα τόσο από τους συντηρητικούς κύκλους, όπως από έναν αρθρογράφο στο περιοδικό «National Interest», ο οποίος ισχυρίστηκε ότι περιλαμβάνει «πολλές παραποιήσεις, μισές αλήθειες και συνειδητές αποσιωπήσεις», αλλά και από διακεκριμένους ιστορικούς, όπως ο Τόνι Τζουντ. Οι επικρίσεις, παρά τις διαφορές τους, συνέκλιναν σε ένα σημείο: ο Χόμπσμπαουμ κατηγορήθηκε για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τη Σοβιετική Ένωση στα χρόνια του Στάλιν, αλλά και συνολικότερα το κομμουνιστικό φαινόμενο, ότι δηλαδή υποβάθμισε και σχετικοποίησε την αυταρχική πλευρά αυτών των καθεστώτων και τα δεινά που επισώρευσαν στους λαούς αυτών των χωρών.
Οι αντιδράσεις, παρά τη σφοδρότητά τους, μάλλον δεν πρέπει να εξέπληξαν τον Χόμπσμπαουμ. Η χρονική στιγμή στην οποία εκδόθηκε η «Εποχή των άκρων» δεν ήταν η πιο κατάλληλη για την υποστήριξη τέτοιων θέσεων. Λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, στο απόγειο του πανηγυρισμού για τη νίκη του καπιταλισμού και τη χρεοκοπία του κομμουνισμού, ένας διακεκριμένος ιστορικός εξέδιδε ένα βιβλίο για τον 20ό αιώνα, στο οποίο όχι μόνο δεν καταδίκαζε τον κομμουνισμό αλλά αντίθετα περιέγραφε τον Ψυχρό Πόλεμο ως μια κατασκευή των Ηνωμένων Πολιτειών για να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους. Η κριτική δεν αφορούσε απλά την προσέγγιση σε μια ιστορική περίοδο, αλλά συνολικά τις πολιτικές ιδέες του Χόμπσμπαουμ. Εάν στην τριλογία ο μαρξισμός είχε βοηθήσει την ιστορική προσέγγιση του 19ου αιώνα, στη μελέτη του 20ού την είχε υπονομεύσει. Ένας ιστορικός που παρέμενε κομμουνιστής στα τέλη του 20ού αιώνα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας κακός ιστορικός του 20ού αιώνα.
Μαρξιστής και ιστορικός
Ωστόσο, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ισχύουν τα παραπάνω, τίθεται ένα ερώτημα. Γιατί σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την πτώση του κομμουνισμού και την κυριαρχία του φιλελευθερισμού, ένας μαρξιστής ιστορικός είχε τόση απήχηση μεταξύ των ιστορικών αλλά και γενικότερα σε ένα διεθνές κοινό; Μήπως οφείλεται στην υποτιθέμενη κυριαρχία των αριστερών διανοουμένων στα πανεπιστήμια και τα μέσα ενημέρωσης, όπως αρκετοί υποστήριξαν; Η ακτινοβολία του έργου του στις μέρες μας οφείλεται εν μέρει σε αυτό που του καταμαρτυρούν, ότι ήταν μαρξιστής ιστορικός. Δεν υπονοώ ότι το έργο του καταδεικνύει την επικαιρότητα του μαρξισμού, αλλά ότι το έργο του αποτυπώνει τη δημιουργική σχέση του Χόμπσμπαουμ τόσο με τον μαρξισμό όσο και με την ιστοριογραφία. Η απήχησή του οφείλεται στο ότι δεν έγινε ούτε αρτηριοσκληρωτικός μαρξιστής ούτε συμβατικός ιστορικός.
Στη διάρκεια της ζωής του η σχέση του με τον μαρξισμό δεν έμεινε αμετάβλητη. Δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τον Χόμπσμπαουμ ως έναν παραδοσιακό μαρξιστή ή πολύ περισσότερο αμετανόητο σταλινικό. Αντίθετα, η σκέψη του συντονίστηκε με τα νέα ρεύματα στον μαρξισμό και κυρίως τις αναζητήσεις των μαρξιστών και κομμουνιστών στην Ιταλία, με αυτό που ονομάστηκε «ευρωκομμουνισμός», όπως φαίνεται σε μερικά από τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο» αλλά και σε μια παλαιότερη έκδοσή του, τις συνομιλίες του με τον Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο, όπως δημοσιεύτηκαν στο «The Italian Road to Socialism» (1977). Ο σκεπτικισμός του απέναντι στην παραδοσιακή αντίληψη για το ρόλο της εργατικής τάξης στην Ευρώπη σε ένα μεταφορντικό κόσμο αποτυπώθηκε σε πολλά δοκίμια (με κορυφαίο ίσως το άρθρο «The Forward March of Labour Halted?» το 1978, το οποίο προκάλεσε τις αντιδράσεις των συντρόφων του) αλλά και στην πολιτική του στράτευση: ήταν από τους ιδεολογικούς εμπνευστές των Νέων Εργατικών μετά την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από τον Νιλ Κίνοκ το 1983 –αν και βέβαια αργότερα στράφηκε δριμύτατα ενάντια στη μεταμόρφωση του Εργατικού Κόμματος από τον Τόνι Μπλερ.
Επιστροφή στη συνθετική προσέγγιση
Παράλληλα, προσανατολίστηκε σε θέματα που δύσκολα θα απασχολούσαν έναν παραδοσιακό μαρξιστή ιστορικό της γενιάς του. Η στροφή του στη μελέτη του εθνικισμού και στην επινόηση της παράδοσης αντανακλούν την επίδραση που είχαν οι νεότερες κατευθύνσεις στις κοινωνικές επιστήμες. Εκεί που ένας μαρξιστής ιστορικός της γενιάς του θα προσέγγιζε τον εθνικισμό ως έκφανση της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης, ο Χόμπσμπαουμ τον προσέγγισε μέσα από τη μελέτη της κουλτούρας, σε μια πρώιμη εκδοχή της πολιτισμικής ιστορίας που κυριάρχησε στη δεκαετία του 1990. Βέβαια υπήρχε ένα όριο σε αυτή την εξέλιξη. Το έργο και η διαδρομή του ως ιστορικού της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και ο σκεπτικισμός του απέναντι στις μεταμαρξιστικές θεωρητικές προσεγγίσεις, τον έφεραν σε αντιπαλότητα με τα θεωρητικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1990, κυρίως τη φεμινιστική κριτική και τη «γλωσσική στροφή».
Νομίζω ότι υπάρχει ένας επιπλέον λόγος για τη διαρκή απήχησή του, και ο οποίος συνδέεται πάλι με την ιστορική προσέγγισή του. Οι ιστορικοί μετά τα ποικίλα ρεύματα και «στροφές» των τελευταίων τριών δεκαετιών επιστρέφουν στην ανάγκη μιας νέας, συνολικής ιστορίας. Ειδικά οι ιστορικοί από το πεδίο της κοινωνικής ιστορίας, όπως ο Τζεφ Έλι στο βιβλίο του A Crooked Line ή ο Γουίλιαμ Σιούελ στο Λογικές της ιστορίας, είναι αυτοί που επισημαίνουν την ανάγκη μιας νέας, συνθετικής προσέγγισης στην ιστορία. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η συζήτηση για τη μελέτη όχι απλά της κοινωνίας αλλά του «κοινωνικού» (ως πεδίου σύγκλισης της οικονομίας, της πολιτικής και της κουλτούρας) αλλά και η έμφαση στη υπερεθνικότητα (ώστε να μελετηθεί η συνάφεια ιστορικών εξελίξεων και φαινομένων σε ευρύτερες γεωγραφικές κλίμακες) υποδεικνύουν την αναζήτηση νέων συνθετικών προτάσεων ιστορικής ερμηνείας και αφήγησης. Σε αυτές τις αναζητήσεις τα βιβλία του Χόμπσμπαουμ θα συνεχίσουν να αποτελούν τα καλύτερα εισαγωγικά αναγνώσματα.
Πηγή
Από:
http://www.toperiodiko.gr/eric-hobsbawm-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου