
Γράφει o Πολυμέρης Βόγλης
Στις 8 Νοεμβρίου 2013 ο ιστορικός εκδοτικός οίκος Θεμέλιο, από τον οποίο έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά τα περισσότερα έργα τού Έρικ Χόμπσμπάουμ, διοργάνωσε, στο πλαίσιο του εορτασμού των 50 χρόνων των εκδόσεων, ημερίδα προς τιμήν του μεγάλου ιστορικού, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την 1η Οκτώβρη 2012. Εδώ, αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα Εποχή μια συντομευμένη εκδοχή της εξαιρετικής εισήγησης του ιστορικού Πολυμέρη Βόγλη, στο πλαίσιο αυτής της ημερίδας των εκδόσεων Θεμέλιο.
Ο θάνατος του Έρικ Χόμπσμπαουμ πριν από περίπου ένα χρόνο συνοδεύτηκε από πληθώρα δημοσιευμάτων για το έργο του, που συνήθως συνοδεύονταν από το χαρακτηρισμό ως του μεγαλύτερου και διασημότερου ανά τον κόσμο ιστορικού. Ο «Guardian» περιέγραψε τον Χόμπσμπαουμ όχι απλώς ως τον πιο διακεκριμένο μαρξιστή ιστορικό της Βρετανίας, αλλά ως γενικότερα «έναν από τους μετρημένους στα δάκτυλα ιστορικούς οποιασδήποτε εποχής που απολάμβανε πραγματική εθνική και διεθνή αναγνώριση». Ωστόσο, λιγότερο γνωστό είναι ότι υπήρξαν και έντονες επικρίσεις για τον Χόμπσμπαουμ. Την επομένη του θανάτου του, στην «Daily Mail» δημοσιεύθηκε ένα άρθρο που υποστήριζε ότι ήταν «ένας άνθρωπος που ανοικτά μισούσε τη Βρετανία και ο οποίος συνειδητά έγραφε ψεύδη» και υπαινισσόταν ότι μπορεί να ήταν και κατάσκοπος των Σοβιετικών. Η αμφισβήτηση είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα. Το 2001, στο περιοδικό «National Interest» το έργο του παρουσιαζόταν κάτω από τον τίτλο «Ο καθηγητής του Στάλιν. Η απαίσια, επιδραστική καριέρα του Έρικ Χόμπσμπαουμ». Υπάρχει μια, κατά κάποιον τρόπο, αντίφαση: ενώ όλοι αναγνώριζαν την παγκόσμια εμβέλεια του έργου του, αρκετοί αμφισβητούσαν την αξία του. Αξίζει να διερευνήσουμε αυτήν την αντίφαση. Θα ξεκινήσω από τη διεθνή αναγνώριση του, ή, πιο απλά, γιατί ο Χόμπσμπαουμ αναδείχθηκε στον πιο διάσημο ιστορικό του 20ού αιώνα, και στη συνέχεια θα ασχοληθώ με την κριτική που του ασκήθηκε αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική στράτευση επηρέασε το ιστορικό έργο του. Αυτό που θα υποστηρίξω είναι ότι οι δύο ιδιότητες με τις οποίες εγγράφηκε στη δημόσια σφαίρα, δηλαδή «μαρξιστής ιστορικός», λειτουργούσαν συμπληρωματικά στο έργο του και αυτή η διπλή ιδιότητα περιέκλειε μια δυναμική σχέση τόσο με τον μαρξισμό όσο και με την ιστορία, η οποία σε μεγάλο βαθμό του επέτρεψε να αναδειχθεί σε παγκόσμιο ιστορικό.
Ανανέωσε την ιστοριογραφία
Ο Χόμπσμπαουμ ξεκίνησε ως ιστορικός της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας. Το πρώτο άρθρο που δημοσίευσε στο περιοδικό «Past and Present», που ο ίδιος μαζί με άλλους βρετανούς μαρξιστές ιστορικούς δημιούργησε το 1952, αφορούσε τους Λουδίτες εργάτες, ενώ το 1954 προκάλεσε έντονη ιστοριογραφική συζήτηση με άρθρο που δημοσίευσε στο ίδιο περιοδικό υποστηρίζοντας ότι ο καπιταλισμός εμφανίστηκε στην Βρετανία ήδη από τον 17ο αιώνα. Στη δεκαετία του 1960, θα συμμετάσχει στη διεθνή συζήτηση για το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία. Την ίδια περίοδο θα καθιερωθεί ως ένας από τους θεμελιωτές της κοινωνικής ιστορίας στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Ήταν το 1966, όταν μαζί με άλλους ιστορικούς μεταξύ αυτών και ο E.Π. Tόμσον, δημοσίευσαν μια σειρά άρθρων σε ένα τεύχος του «TLS» κάτω από τον κοινό τίτλο «New ways in History». Ήδη, δηλαδή, από τη δεκαετία του 1960 βρίσκεται ανάμεσα σε μια ομάδα ιστορικών που στην κυριολεξία βρίσκεται στην πρωτοπορία της ιστορικής επιστήμης, τουλάχιστον στον αγγλοσαξωνικό κόσμο.

Η συνθετική ιστορία

Διεθνής παρουσία
Ενώ η παγκόσμια οπτική του ιστορικού έργου του είναι αυτή που βοήθησε στη αναγνώριση του ως ιστορικού, από την άλλη πλευρά, η διεθνής καταξίωσή δεν οφείλεται μόνο στο ιστορικό έργο του αλλά συνολικότερα στη διεθνή του παρουσία ως μαρξιστή διανοουμένου. Η διαρκής και πολύχρονη παρουσία του σε μια όλο και πιο παγκοσμιοποιημένη δημόσια σφαίρα αξίζει μιας έστω και σύντομης αναφοράς. Καταρχήν, το εύρος των ενδιαφερόντων του, που υπερέβαινε κατά πολύ αυτά ενός ευρυμαθούς ιστορικού. Από την τζαζ μέχρι το αρτ νουβό και από τον πόλεμο στο Βιετνάμ μέχρι τους πολέμους του Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Χόμπσμπαουμ με τις κυριολεκτικά αναρίθμητες ομιλίες, παρεμβάσεις, επιφυλλίδες, άρθρα, βιβλία μετατράπηκε από ιστορικό σε διανοούμενο μιας παγκοσμιοποιημένης δημόσιας σφαίρας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η μαρξιστική προσέγγιση και γενικότερα η πολιτική στράτευση θα επιτρέψει στον Χόμπσμπαουμ να βγει από τα στενά όρια της πανεπιστημιακής κοινότητας και να ενταχθεί σε ένα διεθνές δίκτυο της Αριστεράς. Ένα εκτεταμένο δίκτυο φίλων, εκδότων, συνεργατών από το χώρο της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο θα αναλάβει να μεταφράσει και να εκδώσει τα έργα του σε άλλες γλώσσες, θα τον καλέσει σε συνέδρια, θα του πάρει συνεντεύξεις και θα διευρύνει τον κύκλο των αναγνωστών του. Παράλληλα, ο ίδιος μέσα από αυτό δίκτυο των διανοουμένων της Αριστεράς θα ταξιδέψει σε διάφορες χώρες και θα διευρύνει την ματιά του ως ιστορικός και διανοούμενος. Τα ταξίδια, για παράδειγμα, που έκανε με φίλους του ιταλούς κομμουνιστές στη Σικελία θα αποτελέσουν την αφορμή για να στραφεί στους «πρωτόγονους επαναστάτες». Δύο ακόμη αλληλένδετοι παράγοντες, που εξηγούν τη διεθνή απήχηση του Χόμπσμπαουμ θα πρέπει να αναφερθούν, έστω επιγραμματικά. Ο ένας συνδέεται με την κυριαρχία της αγγλοσαξωνικής ακαδημαϊκής παραγωγής (και την αντίστοιχη υποχώρηση της γαλλικής) σε διεθνές επίπεδο τις τελευταίες δεκαετίες και ο άλλος είναι ότι ο ίδιος επιλέγει να απευθυνθεί και να γράψει για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, και όχι απλά για την κοινότητα των πανεπιστημιακών ιστορικών, υιοθετώντας ένα στιλ γραφής που και ο ίδιος αποκαλούσε «υψηλή εκλαΐκευση».
Ύστερα ήρθε η αμφισβήτηση

Οι αντιδράσεις, παρά τη σφοδρότητά τους, μάλλον δεν πρέπει να εξέπληξαν τον Χόμπσμπαουμ. Η χρονική στιγμή στην οποία εκδόθηκε η «Εποχή των άκρων» δεν ήταν η πιο κατάλληλη για την υποστήριξη τέτοιων θέσεων. Λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, στο απόγειο του πανηγυρισμού για τη νίκη του καπιταλισμού και τη χρεοκοπία του κομμουνισμού, ένας διακεκριμένος ιστορικός εξέδιδε ένα βιβλίο για τον 20ό αιώνα, στο οποίο όχι μόνο δεν καταδίκαζε τον κομμουνισμό αλλά αντίθετα περιέγραφε τον Ψυχρό Πόλεμο ως μια κατασκευή των Ηνωμένων Πολιτειών για να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους. Η κριτική δεν αφορούσε απλά την προσέγγιση σε μια ιστορική περίοδο, αλλά συνολικά τις πολιτικές ιδέες του Χόμπσμπαουμ. Εάν στην τριλογία ο μαρξισμός είχε βοηθήσει την ιστορική προσέγγιση του 19ου αιώνα, στη μελέτη του 20ού την είχε υπονομεύσει. Ένας ιστορικός που παρέμενε κομμουνιστής στα τέλη του 20ού αιώνα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας κακός ιστορικός του 20ού αιώνα.
Μαρξιστής και ιστορικός
Ωστόσο, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ισχύουν τα παραπάνω, τίθεται ένα ερώτημα. Γιατί σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την πτώση του κομμουνισμού και την κυριαρχία του φιλελευθερισμού, ένας μαρξιστής ιστορικός είχε τόση απήχηση μεταξύ των ιστορικών αλλά και γενικότερα σε ένα διεθνές κοινό; Μήπως οφείλεται στην υποτιθέμενη κυριαρχία των αριστερών διανοουμένων στα πανεπιστήμια και τα μέσα ενημέρωσης, όπως αρκετοί υποστήριξαν; Η ακτινοβολία του έργου του στις μέρες μας οφείλεται εν μέρει σε αυτό που του καταμαρτυρούν, ότι ήταν μαρξιστής ιστορικός. Δεν υπονοώ ότι το έργο του καταδεικνύει την επικαιρότητα του μαρξισμού, αλλά ότι το έργο του αποτυπώνει τη δημιουργική σχέση του Χόμπσμπαουμ τόσο με τον μαρξισμό όσο και με την ιστοριογραφία. Η απήχησή του οφείλεται στο ότι δεν έγινε ούτε αρτηριοσκληρωτικός μαρξιστής ούτε συμβατικός ιστορικός.

Επιστροφή στη συνθετική προσέγγιση
Παράλληλα, προσανατολίστηκε σε θέματα που δύσκολα θα απασχολούσαν έναν παραδοσιακό μαρξιστή ιστορικό της γενιάς του. Η στροφή του στη μελέτη του εθνικισμού και στην επινόηση της παράδοσης αντανακλούν την επίδραση που είχαν οι νεότερες κατευθύνσεις στις κοινωνικές επιστήμες. Εκεί που ένας μαρξιστής ιστορικός της γενιάς του θα προσέγγιζε τον εθνικισμό ως έκφανση της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης, ο Χόμπσμπαουμ τον προσέγγισε μέσα από τη μελέτη της κουλτούρας, σε μια πρώιμη εκδοχή της πολιτισμικής ιστορίας που κυριάρχησε στη δεκαετία του 1990. Βέβαια υπήρχε ένα όριο σε αυτή την εξέλιξη. Το έργο και η διαδρομή του ως ιστορικού της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και ο σκεπτικισμός του απέναντι στις μεταμαρξιστικές θεωρητικές προσεγγίσεις, τον έφεραν σε αντιπαλότητα με τα θεωρητικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1990, κυρίως τη φεμινιστική κριτική και τη «γλωσσική στροφή».
Νομίζω ότι υπάρχει ένας επιπλέον λόγος για τη διαρκή απήχησή του, και ο οποίος συνδέεται πάλι με την ιστορική προσέγγισή του. Οι ιστορικοί μετά τα ποικίλα ρεύματα και «στροφές» των τελευταίων τριών δεκαετιών επιστρέφουν στην ανάγκη μιας νέας, συνολικής ιστορίας. Ειδικά οι ιστορικοί από το πεδίο της κοινωνικής ιστορίας, όπως ο Τζεφ Έλι στο βιβλίο του A Crooked Line ή ο Γουίλιαμ Σιούελ στο Λογικές της ιστορίας, είναι αυτοί που επισημαίνουν την ανάγκη μιας νέας, συνθετικής προσέγγισης στην ιστορία. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η συζήτηση για τη μελέτη όχι απλά της κοινωνίας αλλά του «κοινωνικού» (ως πεδίου σύγκλισης της οικονομίας, της πολιτικής και της κουλτούρας) αλλά και η έμφαση στη υπερεθνικότητα (ώστε να μελετηθεί η συνάφεια ιστορικών εξελίξεων και φαινομένων σε ευρύτερες γεωγραφικές κλίμακες) υποδεικνύουν την αναζήτηση νέων συνθετικών προτάσεων ιστορικής ερμηνείας και αφήγησης. Σε αυτές τις αναζητήσεις τα βιβλία του Χόμπσμπαουμ θα συνεχίσουν να αποτελούν τα καλύτερα εισαγωγικά αναγνώσματα.
Πηγή
Από:
http://www.toperiodiko.gr/eric-hobsbawm-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου