του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
Αφελής νεαρός από την επαρχία, το 1977, παραβρέθηκα στην αίθουσα του αμφιθεάτρου της παλιάς Φιλοσοφικής, όταν ο Μανώλης Ανδρόνικος θα παρουσίαζε τα ευρήματα από τις ανασκαφές στη Βεργίνα και θα ανακοίνωνε τα συμπεράσματά του. Νεαρός δημοσιογράφος, παρακολουθούσα με προσοχή την ομιλία του. Ήταν, σε μένα τουλάχιστον, που δεν είχα καμιά εξειδίκευση, πειστικός. Μου έκανε εντύπωση η επιθετικότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε από τους συναδέλφους του, αλλά και από ορισμένους δημοσιογράφους.
Η διακύβευση ήταν τεράστια. Ο αρχαιολόγος αναζητούσε –και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να τον έχει βρει– τον τάφο του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και η στάση πολλών δημοσιογράφων απέναντι στην ανασκαφή διαμορφωνόταν από το αν τους μίλησε ή τους έδωσε μια αποκλειστική είδηση. Τόσο πολύ! Το όνομά του, το κύρος του, και κυρίως ο πανεπιστημιακός χώρος όπου γινόταν η παρουσίαση, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν, στο αφελές μυαλό μου, την ένταση που ακολούθησε.
Διάβαζα και πριν, συνέχισα να διαβάζω και μετά, τα σχετικά δημοσιεύματα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα πως επρόκειτο για επιστημονική αντιπαράθεση. Περισσότερο διέκρινα μια βαθιά στεναχώρια για την επιτυχία του Ανδρόνικου παρά μια ικανοποίηση, που όμως μέσα από έναν επιστημονικό διάλογο θα οδηγούσε στο (περισσότερο κοντά στην αλήθεια) συμπέρασμα.
Η επιστήμη –κάθε επιστήμη–, ιδιαίτερα με τις σύγχρονες χαοτικές προσεγγίσεις, το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να μας ανακοινώνει τα συμπεράσματά της με βεβαιότητα.
Το θέμα αυτό είναι τεράστιο και ξεφεύγει από τα όρια του σημερινού σχολιασμού. Η προσέγγιση είναι πάντα σχετική.
Το ίδιο κλίμα ζούμε τα τελευταία χρόνια με την περίπτωση της Αμφίπολης. Μια ικανή αρχαιολόγος, η κ. Κατερίνα Περιστέρη, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, κατάφερε να έχει σημαντικές αρχαιολογικές επιτυχίες στην Αμφίπολη. Από ό,τι έμαθα, είναι η πρώτη φορά που γίνεται τέτοιας μορφής ανασκαφή από Εφορεία Αρχαιοτήτων. Συνήθως οι ανασκαφές γίνονται είτε από πανεπιστήμια είτε από την Κεντρική Υπηρεσία.
Η αμφισβήτηση είναι η κινητήρια δύναμη κάθε επιστήμης. Και προφανώς, και της Αρχαιολογίας. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί πως η Αρχαιολογία είναι ο κατεξοχήν χώρος στον οποίο χρειάζεται διάλογος και αντιπαράθεση για να προσεγγιστεί, κατά το δυνατόν, η αλήθεια.
Δυστυχώς, το κλίμα που ζούμε σε σχέση με την Αμφίπολη είναι συγκρουσιακό. Ξεπερνά δηλαδή την επιστημονική αντιπαράθεση. Είναι κάτι άλλο που δεν θέλω να το χαρακτηρίσω. Κάτι που μας διακρίνει ως λαό από αρχαιοτάτης εποχής, και που σε κρίσιμες στιγμές μάς οδήγησε ακόμη και στην κόλαση.
Παρακολουθώντας την αντιπαράθεση των τελευταίων χρόνων, η οποία διανθίστηκε και από πολιτικές σκοπιμότητες ένθεν κακείθεν, ως μη όφειλε, η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο σε συνεργασία του Συλλόγου Αποφοίτων ΑΠΘ και της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να σιγάσουν τα πάθη και να αρχίσει ένας επιστημονικός διάλογος, είτε δημόσιος, είτε, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, εξειδικευμένος.
Η κ. Περιστέρη και ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Λεφαντζής, που ανήκει στην ανασκαφική ομάδα, υπάλληλος και αυτός του υπουργείου Πολιτισμού με μεγάλη πείρα σε ανασκαφικό και ερευνητικό έργο, παρουσίασαν στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ τα στοιχεία και τα συμπεράσματά τους. Θεώρησαν ότι το μνημείο είναι ηρώο αφιερωμένο στον Ηφαιστίωνα, αδελφικό φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Δεν έχω καμιά σχετική εξειδίκευση για να έχω άποψη ειδικού στο θέμα. Αλλά και ο αντίλογος που διατυπώθηκε, μέχρι τώρα, φαίνεται εξαιρετικά αδύναμος για να με διαφωτίσει. Αποκαλύπτονται περισσότερο εσώτερες δυνάμεις παρά στοιχειοθετημένος επιστημονικός λόγος.
Από τα πρώτα σχόλια αρχαιολόγων που διαβάζω, διακρίνω πως δεν υπάρχει σαφής εικόνα αν ο Ηφαιστίωνας τάφηκε εκεί που πέθανε –στα Εκβάτανα– ή τη Βαβυλώνα, ή όχι. Διαφωνούν μεταξύ τους. Και μου δημιουργείται η απορία, όταν οι γνώσεις μας είναι τόσο λειψές μήπως θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί και λιγότερο απόλυτοι στα συμπεράσματά μας; Μήπως για να διατηρήσουμε την αξιοπιστία της έρευνας και της γνώσης που παραδεχόμαστε ότι κατέχουμε, θα πρέπει ο λόγος μας να είναι πιο εμπεριστατωμένος; Μήπως θα πρέπει να κόψουμε κάθε σχέση της επιστημονικής έρευνας από πολιτικές σκοπιμότητες;
Η κρίση που διανύουμε αποκαλύπτει πολλές πτυχές του βίου μας οι οποίες χρειάζονται αναδιατύπωση.
Η κοινωνική, πολιτική και όποια άλλη συνείδηση διαμορφώνει μια κοινωνία, επηρεάζεται καθοριστικά από τον δημόσιο λόγο. Και ο λόγος αυτός δεν είναι ρηχός μόνο στο πολιτικό πεδίο. Το ίδιο συμβαίνει και με την επιστημονική αντιπαράθεση.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται πολύ χαμηλά στη λίστα των βρετανικών Times (Times Higher Education World University Rankings 2015-16) που ανακοινώθηκε προχθές. Η κατάταξη δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν. Βασική αιτία για την περαιτέρω πτώση είναι η ελλιπής χρηματοδότησή τους που δεν επιτρέπει ούτε καν την κάλυψη κενών θέσεων μετά τη συνταξιοδότηση καθηγητών. Η ευθύνη για τη διατήρηση του κύρους τους είναι, βεβαίως, της πολιτείας, αλλά και των συντελεστών τους – καθηγητών, διοικητικού προσωπικού, φοιτητών, καθώς και των αποφοίτων τους. Αυτών, δηλαδή, που με μια ονομασία λέγεται επιστημονική κοινότητα και έχει μεγάλη ευθύνη για το μορφωτικό και πολιτισμικό επίπεδο μιας κοινωνίας.
Το πανεπιστήμιο είναι κοινωνικός θεσμός. Είναι μέρος της κοινωνικής οργάνωσης. Σε περιόδους ουδέτερες έχει μια τάση να αυτονομείται, οπότε οι δυνάμεις που έχουν επίγνωση της αποστολής τους διατηρούν την επαφή του με την κοινωνία. Οι Σύλλογοι Αποφοίτων ανήκουν σ’ αυτές τις δυνάμεις διότι εξ ορισμού δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν το σκοπό. Το πανεπιστήμιο δημιουργήθηκε για να βοηθήσει την κοινωνία, αλλά σε κρίσιμες στιγμές χρειάζεται τη βοήθειά της.
Τα χρόνια που διανύουμε είναι οι στιγμές αυτές.
Υπάρχει μια αυτοκαταταστροφική τάση στην πολιτική ηγεσία που δείχνει έναν ολισθηρό δρόμο για το μέλλον των πανεπιστημίων.
Το πανεπιστήμιο αναζητά δυνατότητες αυτοχρηματοδότησης. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από διεθνή ερευνητικά προγράμματα και μεταπτυχιακές σπουδές που θα προσελκύσουν ξένους σπουδαστές οι οποίοι θα καταβάλλουν δίδακτρα για την παρακολούθηση των σπουδών τους.
Για ανεξήγητους λόγους, το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει ο προηγούμενος υπουργός Παιδείας, Αριστείδης Μπαλτάς, και δεν φαίνεται να αναιρείται από την παρούσα ηγεσία, δεν επέτρεπε ξενόγλωσσα τμήματα στα πανεπιστήμια. Χρήματα δεν δίνει η πολιτεία, περιορίζει και τις δυνατότητες των πανεπιστημίων να εξεύρουν μέρος, έστω, αυτών από προγράμματα που θα μπορούσαν να τους τα προσφέρουν. Τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον της Ανώτατης Εκπαίδευσης;
Η κοινωνία λοιπόν οφείλει, για τη δική της πρόοδο και διότι σ’ αυτήν ανήκουν, να συμπαρασταθεί στα πανεπιστήμια. Αλλά και η ίδια έχει μια απαίτηση. Να μην είναι εσωστρεφή, να έχουν δημόσιο λόγο, να αφουγκράζονται τις αγωνίες της, και ο λόγος τους να χαρακτηρίζεται από επιστημοσύνη και ήθος.
Η έρευνα, η αμφισβήτηση, ο αντίλογος και η αντιπαράθεση είναι η ψυχή των πανεπιστημίων και της επιστημονικής κοινότητας. Ο φθόνος, όμως, ξεπερνά τα όρια. Και αυτός γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτός. Ας το έχουν αυτό υπόψη όλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου