Ο Όρσον Γουέλς (Orson Welles) γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1915 στην πόλη Κενόσα της πολιτείας του Ουισκόνσιν. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν έξι ετών και η μητέρα του, που του έμαθε να παίζει πιάνο και βιολί, πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Χάρη στον πατέρα του, ένα επιτυχημένο εφευρέτη και βιομήχανο, που πέθανε όταν ο γιος του ήταν 13 ετών, γνώρισε ηθοποιούς και ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο του θεάματος. Σε ηλικία 11 ετών είχε ήδη κάνει δύο φορές τον γύρο του κόσμου.
Τα πρώτα βήματά του τα έκανε ως ηθοποιός σε πειραματικό θέατρο της Ιρλανδίας, ενώ σύντομα σκηνοθετούσε μικρές θεατρικές ομάδες. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 μαζί με τον βρετανό παραγωγό (και μετέπειτα ηθοποιό) Τζον Χάουζμαν ήταν πλήρως αφοσιωμένοι στο θέατρο, ανεβάζοντας με τον θίασο «Μέρκιουρι» ριζοσπαστικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη.
Ήταν το 1938 που συντάραξε τους συμπολίτες του μέσω μιας ραδιοφωνικής διασκευής του «Πολέμου των κόσμων» του X. Τζ. Γουέλς. Με την ψευδαίσθηση ότι εξωγήινα όντα είχαν όντως εισβάλει στη Γη, ο κόσμος κατέβηκε πανικόβλητος στους δρόμους, αναζητώντας καταφύγιο! Τον μίσησαν, αλλά είχε πετύχει. Μέσα σε μία νύχτα είχε γίνει διάσημος.
Η φήμη που απέκτησε από τον «Πόλεμο των κόσμων» δεν άφησε αδιάφορο το Χόλιγουντ, το οποίο σύντομα τον κάλεσε στα «λημέρια» του για τον «Πολίτη Κέιν». Περιέργως, ο κινηματογράφος άφηνε αδιάφορο ως τότε τον Γουέλς, ο οποίος μάλιστα δεν είχε ιδέα από την πρακτική του. Αν και τον ακολούθησαν όλα τα μέλη του Μέρκιουρι (13 ηθοποιοί του έπαιξαν στον «Κέιν»), στο Χόλιγουντ φρόντισε να βρει τους κατάλληλους συνεργάτες που θα τον βοηθούσαν να εκφρασθεί έτσι όπως μόνον ο ίδιος επιθυμούσε. Ένας από αυτούς ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας Γκρεγκ Τόλαντ (1904-1948), που σύμφωνα με τον ίδιο τον Γουέλς, τον βοήθησε να ξεπεράσει την ασχετοσύνη του, μαθαίνοντάς του κινηματογράφο μέσα σε μόλις ένα απόγευμα!
Αφομοίωσε με δημιουργικότητα την τεχνική των παλιών δασκάλων του κινηματογράφου και ανανέωσε την παραδοσιακή κινηματογραφική αφήγηση, εξαρθρώνοντας τους χρόνους, τεμαχίζοντας το ντεκουπάζ και προτείνοντας πρωτοποριακές για την τότε εποχή γωνίες λήψης και κινήσεις της μηχανής. Με τη χρήση του δραματικού φωτισμού και της μουσικής, ενέτεινε το δραματικό στοιχείο για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Διόλου παράξενο που ο γάλλος σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου Φρανσουά Τριφό (1932-1984) είπε κάποτε ότι ο «Πολίτης Κέιν» είναι ίσως η ταινία, χάρη στην οποία οι περισσότεροι κινηματογραφιστές αποφάσισαν να ξεκινήσουν την καριέρα τους.
Ο «Πολίτης Κέιν» είναι διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μπουθ Τάρκινγκτον και απεικονίζει τη ζωή ενός μεγιστάνα του Τύπου, που σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς δεν ήταν άλλος από τον Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ (1863-1951) ή Χιρστ, όπως είναι γνωστός στην Ελλάδα. Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ σεναρίου το 1941, αλλά άργησε να αναγνωριστεί. Παραπάνω από μία εξηκονταετία μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI) ανακήρυξε τον «Πολίτη Κέιν» καλύτερη ταινία όλων των εποχών.
Όμως, η μεγαλομανία και η αστείρευτη φαντασία του Γουέλς δεν μπορούσαν να αντέξουν ένα καταπιεστικό σύστημα, όπως αυτό του Χόλιγουντ. Μετά τη δεύτερη ταινία του, «Οι υπέροχοι Άμπερσον» (The Magnificent Ambersons (1942), που ξεπέρασε τον προϋπολογισμό παραγωγής της και τελικά σφαγιάστηκε από το στούντιο RKO στην αίθουσα του μοντάζ, ο Γουέλς εκδιώχθηκε. Η καριέρα του δεν ανέκαμψε ποτέ, αλλά εκείνος ποτέ δεν σταμάτησε να επιμένει. Έπαιζε παντού για να συγκεντρώνει τα απαραίτητα χρήματα για την παραγωγή των προσωπικών δημιουργιών του, παραμένοντας πάντα μια γοητευτική προσωπικότητα μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας.
Το 1947 σκηνοθέτησε τις ταινίες «Η κυρία απ’ τη Σαγκάη» («The Lady from Shanghai») και «Μάκβεθ» («Macbeth»), στις οποίες ήταν και πρωταγωνιστής. Στη συνέχεια έζησε για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη, όπου ήταν παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής στις ταινίες «Οθέλος» («Othello», 1952) και «Ο κ. Αρκάντιν («Mr. Arkadin, 1955»).
Επέστρεψε στο Χόλιγουντ για να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ο άρχων του κακού» («Touch of Evil», 1958) κι ύστερα γύρισε στην Ευρώπη για τη «Δίκη» («The Trial», 1962) και τις «Καμπάνες του Μεσονυκτίου» («Chimes at Midnight», 1966). To 1975 έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία «Αλήθειες και ψέματα» (F for Fake), όπου έπαιζε κι ο ίδιος.
Ο Γουέλς εμφανίστηκε ως ηθοποιός και σε πολλές άλλες ταινίες, ανάμεσά τους στις «Τζέιν Έιρ» (Jane Eyre, 1944), «Ο τρίτος άνθρωπος» (The Third Man, 1949), «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (The Long Hot Summer, 1958), «Σύντροφοι του κακού» («Compulsion», 1959), «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές» («A Man for all Seasons», 1966) και «Κατς 22» (Catch-22, 1970). Στην κατοπινή δουλειά του στο θέατρο συμπεριλαμβάνονται και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι του στον «Οθέλο» (Λονδίνο, 1951) και τον « Βασιλιά Ληρ» (Νέα Υόρκη, 1956).
Στην προσωπική του ζωή, νυμφεύθηκε τρεις φορές και τις τρεις με ηθοποιούς: Βιρτζίνια Νίκολσον (1934-1940), Ρίτα Χέιγουορθ (1943-1947) και Πάολα Μόρι (1955-1985) και απέκτησε τρία κορίτσια, ένα με κάθε του σύζυγο. Από τη σχέση του με την ηθοποιό Τζεραλντίν Φιτζέραλντ απέκτησε ένα γιο, ενώ τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του διατηρούσε δεσμό με την Κροάτισσα ηθοποιό Όγια Κόνταρ.
Ο Όρσον Γουέλς πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1985 στο Λος Άντζελες από καρδιακή προσβολή. Ήταν υπέρβαρος, πάνω από 170 κιλά, είχε υψηλή πίεση, διαβήτη και η καρδιά του ήταν καταπονημένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου