Προκάλεσαν εντύπωση οι πρόσφατες δηλώσεις του Γερμανού προέδρου Γιόαχιμ Γκάουκ,
ο οποίος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung»,
χαρακτήρισε ντροπιαστικό που για χρόνια οι Γερμανοί δεν γνώριζαν την
έκταση των ναζιστικών εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα, αφήνοντας ανοιχτό
το ενδεχόμενο καταβολής επανορθώσεων. Βέβαια, ο κ. Γκάουκ έσπευσε να
προσθέσει ότι ως πρόεδρος της Δημοκρατίας εκπροσωπεί την ίδια νομική
θέση με αυτήν της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία απορρίπτει κάθε σχετικό
αίτημα, αλλά παρακολουθεί, όπως διευκρίνισε, με ενδιαφέρον τη συζήτηση
με διάφορα επιχειρήματα για το πώς θα μπορούσε να ικανοποιηθεί «η ανάγκη
πολλών Ελλήνων για κάποια μορφή επανορθώσεων». Και μάλιστα ο Γερμανός
πρόεδρος εξέφρασε την ευχή να εμφανίζεται η ελληνική κυβέρνηση με πιο
δεσμευτικές θέσεις από ό,τι έκανε μέχρι τώρα.
Το ρήγμα που άνοιξε η τοποθέτηση του κ. Γκάουκ δεν ήταν δυνατόν να κλείσει με τις διορθωτικές επεμβάσεις μελών της γερμανικής κυβέρνησης. Ακόμα και η Ανγκελα Μέρκελ με τις δικές της δηλώσεις δεν το επιχείρησε. Στην πραγματικότητα η υπόθεση αυτή είναι ένα μεγάλο ταμπού της μεταπολεμικής γερμανικής πολιτικής.
Το μεγάλο ταμπού
Αποκαλύπτουμε σήμερα τρία σημαντικά ντοκουμέντα σχετικά με τη μεθόδευση που ακολουθεί η γερμανική διπλωματία προκειμένου να απαλλαγεί από τις ευθύνες που συνεπάγεται η εφαρμογή των διεθνών κανόνων δικαίου στην περίπτωση των πολεμικών επανορθώσεων. Το ενδιαφέρον αυτών των ντοκουμέντων είναι ότι πρόκειται για έγγραφα των επίσημων γερμανικών αρχών και από το περιεχόμενό τους προκύπτει με σαφήνεια ότι η Γερμανία είχε πλήρη συνείδηση των υποχρεώσεών της απέναντι στην Ελλάδα (και άλλες «μικρές» χώρες).
Τα τρία αυτά ντοκουμέντα έφερε στο φως ο Γερμανός ιστορικός Καρλ
Χάιντς Ροτ, ο οποίος με μια μικρή ομάδα ερευνητών έχει επιδοθεί στη
συστηματική ανάγνωση των αρχείων του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών,
με αποτέλεσμα να ανακαλύψει πραγματικό λαβράκι. Γιατί τα έγγραφα αυτά
αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι και η γερμανική πλευρά γνώριζε
και γνωρίζει το νόμιμο των ελληνικών απαιτήσεων και το μόνο που κάνει
είναι να μηχανεύεται τεχνικούς τρόπους προκειμένου να αποκρούσει ή
τουλάχιστον να αναβάλει την αναγνώρισή τους.
Ο κ. Ροτ δεν είναι άγνωστος στη χώρα μας. Αλλωστε έχει πρόσφατα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά μια εξαιρετική δική του μελέτη για την «Ελλάδα και την κρίση».
Με μεγάλη προθυμία ο Καρλ Χάιντς Ροτ έδωσε την άδεια να παρουσιάσουμε τα ντοκουμέντα αυτά από τις στήλες της «Εφ.Συν.», μαζί με ορισμένα δικά του σχόλια.
Ο κ. Ροτ θυμίζει καταρχήν το ιστορικό πλαίσιο της υπόθεσης. Στα τέλη του 1945, αρχές του 1946 συνήλθε στο Παρίσι μια διασυμμαχική Διάσκεψη για τις γερμανικές επανορθώσεις και σ’ αυτήν ορίστηκε το ποσό που θα έπρεπε να πάρει η Ελλάδα ως αποζημίωση για τις τεράστιες ζημίες που της είχε προκαλέσει ο πόλεμος σε 7,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Υποτίθεται ότι αυτό το ποσό θα καλυπτόταν μέσω του Διασυμμαχικού Οργανισμού Γερμανικών Επανορθώσεων (Inter-Allied Reparation Agency, IARA), μέσω αποκατάστασης βλαβών, παροχής εμπορευμάτων, παράδοσης πλοίων του γερμανικού εμπορικού στόλου, κ.λπ. Το ποσό αυτό, αν ληφθούν υπόψη οι ισοτιμίες της εποχής μεταφράζεται σήμερα σε τουλάχιστον 90 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οπως παρατηρεί ο κ. Ροτ, «κατά καιρούς οι ελληνικές κυβερνήσεις θέτουν με κάθε ευκαιρία το ζήτημα των γερμανικών οφειλών, αλλά μέχρι σήμερα χωρίς επιτυχία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Ελλάδα έλαβε από τον IARA μόλις 25 εκατ. δολ. Το 1960 δόθηκαν και άλλα 115 εκατ. γερμανικά μάρκα στο πλαίσιο της λεγόμενης συνολικής αποζημίωσης των θυμάτων και τελικά το 2001 προστέθηκαν 20 εκατ. ευρώ για την αποζημίωση των Ελλήνων που εξαναγκάστηκαν να εργαστούν στη ναζιστική Γερμανία. Αλλά αυτά ήταν ένα μικρό μόνο τμήμα της ανοιχτής γερμανικής οφειλής. Ολες οι προσπάθειες από την ελληνική πλευρά να λυθεί το ζήτημα κατέληξαν σε αποτυχία ή απορρίφθηκαν με εντελώς αντιδιπλωματική σκληρότητα».
Ο κ. Ροτ εξηγεί ότι η αρνητική στάση της Γερμανίας έναντι των
αξιώσεων της Ελλάδας δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Από την αρχή της
δεκαετίας του 1950 μπήκαν σε ενέργεια όλα τα μέσα ώστε να ναυαγήσουν οι
αξιώσεις αυτές κάθε φορά που προβάλλονταν από κάποια χώρα. Και όταν τον
Φεβρουάριο του 1953 κλείστηκε η Συμφωνία για το γερμανικό Χρέος στο
Λονδίνο, με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας,
κατόρθωσε η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση να θέσει εκτός συζήτησης
το ζήτημα των επανορθώσεων και να το αναβάλει για μια μελλοντική Συνθήκη
Ειρήνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Γερμανία πήρε στο πλευρό της τις δυτικές
μεγάλες δυνάμεις και κατόρθωσε να απομονώσει τους «μικρούς συμμάχους»
και βέβαια ανάμεσά τους την Ελλάδα.
Ενα χρόνο αργότερα, το 1954, υπογράφτηκε στο Παρίσι το Πρωτόκολλο περί τερματισμού του Καθεστώτος Κατοχής μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και των τριών δυτικών μεγάλων δυνάμεων (Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ). Μ’ αυτή τη συμφωνία οι τρεις δυνάμεις ανέστειλαν τις όποιες αξιώσεις τους για επανορθώσεις και έτσι εμμέσως έθιξαν τα συμφέροντα των «μικρών συμμάχων», οι οποίοι δεν μετείχαν βέβαια στη σχετική διαπραγμάτευση. Από τότε η Γερμανία επικαλείται αυτές τις συμφωνίες του 1953 και του 1954, προκειμένου να σταματήσει κάθε συζήτηση για επανορθώσεις. Στο μεταξύ διαλύθηκε και ο IARA, εφόσον η Σοβιετική Ενωση και η Πολωνία είχαν ήδη από τον Αύγουστο του 1953 παραιτηθεί από τις δικές τους αξιώσεις έναντι της Ανατολικής Γερμανίας.
Ωστόσο οι αξιώσεις των μικρότερων χωρών (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ολλανδία) δεν αποσύρθηκαν ποτέ και έτσι η Γερμανία υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει μια νέα τακτική. Αρχισε να συνδέει την ικανοποίηση των αξιώσεων αυτών με την υπογραφή κάποιας μελλοντικής Συνθήκης Ειρήνης, η οποία με τη σειρά της εξαρτιόταν από την επανένωση της χώρας. Πράγματι κατά τη δεκαετία του 1960 αυτή η προοπτική φάνταζε πολύ μακρινή και έτσι έμοιαζε το ζήτημα των επανορθώσεων να έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.
Τα τρία ντοκουμέντα
Το ερώτημα ήταν τι θα γινόταν αν κάποια στιγμή έρχονταν σε συμφωνία τα δύο γερμανικά κράτη, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (BRD) με τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR) και έτσι άνοιγε η προοπτική να τεθεί και πάλι σε συζήτηση μια Συνθήκη Ειρήνης. Αυτό το ενδεχόμενο που έμοιαζε απίθανο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, φάνηκε πολύ πιο κοντινό το 1969-1970, όταν από τα κράτη-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας προτάθηκε προς τη Δύση μια συνθήκη Ειρήνης και Ασφάλειας. Η τότε γερμανική κυβέρνηση του καγκελάριου Βίλι Μπραντ απάντησε στην πρόκληση με τη γνωστή νέα πολιτική ανοίγματος προς Ανατολάς, την «Οστπολιτίκ». Αλλά αυτή η σύγκλιση των μέχρι τότε εχθρικών Συνασπισμών θα άφηνε χώρο και στο θέμα των επανορθώσεων να ξανατεθεί στη συζήτηση. Αυτή την αγωνία εκφράζει ο Γερμανός πρέσβης στο Λουξεμβούργο τον Απρίλιο του 1969 με επιστολή του στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Πρόκειται για το έγγραφο υπ. αριθ. 1 που δημοσιεύουμε. Το περιεχόμενό του είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό. Οχι μόνο επειδή περιγράφει με διπλωματικό κυνισμό τη σκοπιμότητα των μέχρι τότε χειρισμών του γερμανικού κράτους, αλλά και επειδή υποδεικνύει την ανάγκη να μην υπογραφεί Συνθήκη Ειρήνης, προκειμένου να μην ενεργοποιηθούν οι αξιώσεις των κρατών που υπέστησαν καταστροφές στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Κανείς δεν πρέπει να ξυπνάει τον σκύλο που κοιμάται», είναι η χαρακτηριστική αποστροφή του πρέσβη.
Σε λίγες βδομάδες έρχεται η απάντηση του Ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών. Πρόκειται για το έγγραφο υπ. αριθ. 2, με το οποίο οι επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας καθησυχάζουν τον πρέσβη, λέγοντας ότι δεν είναι πιθανό στο προβλεπτό μέλλον να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για μια Συνθήκη Ειρήνης. Αλλά και στην απίθανη αυτή περίπτωση, η γερμανική διπλωματία σχεδίαζε να αντεπιτεθεί προβάλλοντας τις δικές της απώλειες κατά τον πόλεμο, πρώτα απ’ όλα την απώλεια ολόκληρων εδαφών από τις ανατολικές περιοχές του Ράιχ. Το δεύτερο επιχείρημά τους θα στηριζόταν στην αναστολή των επανορθώσεων που συνυπέγραψαν οι τέσσερις συμμαχικές μεγάλες δυνάμεις. Και αυτή τη συμφωνία των τεσσάρων μεγάλων (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία, Γαλλία) θα έστρεφε η Γερμανία εις βάρος των μικρότερων κρατών, όπως η Ελλάδα.
Ολοι αυτοί οι σχεδιασμοί ήρθαν στην επικαιρότητα κατά την περίοδο της
κατάρρευσης του Ανατολικού Συνασπισμού, το 1989-1990, όταν διαφάνηκε
για πρώτη φορά η προοπτική της προσάρτησης της Ανατολικής από τη Δυτική
Γερμανία.
«Τώρα είχε φτάσει η στιγμή που περίμεναν επί δεκαετίες οι Ελληνες, οι Γιουγκοσλάβοι, οι Ιταλοί, οι Ολλανδοί, οι Βέλγοι και οι Νορβηγοί», γράφει ο Καρλ Χάιντς Ροτ. «Η Συνθήκη Ειρήνης με τις συμμαχικές δυνάμεις και συνεπώς η διευθέτηση του ζητήματος των επανορθώσεων».
Φτάνουμε έτσι στο ντοκουμέντο υπ. αριθ. 3. Τον Μάρτιο του 1990 ο Χορστ Τέλτσικ, σύμβουλος του καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, με ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό κείμενο συνοψίζει τη γερμανική μεθόδευση για την αποφυγή των επανορθώσεων και την παραπλάνηση των παλιών εχθρών και σημερινών συμμάχων της Γερμανίας. Πρόκειται για μια κυνική απαρίθμηση των επιχειρημάτων της γερμανικής γραφειοκρατίας με σκοπό την παράκαμψη των νόμιμων διεκδικήσεων των μικρότερων κρατών. Σ’ αυτό το ντοκουμέντο γίνεται σαφές ότι η Δυτική Γερμανία μέχρι τότε δεν είχε υπογράψει καμιά συγκεκριμένη σύμβαση και είχε σκόπιμα περιοριστεί σε δηλώσεις μελλοντικών προθέσεων. Το δεύτερο ζήτημα που ξεκαθαρίζεται μ’ αυτό το έγγραφο είναι ότι στις διαπραγματεύσεις εκείνης της περιόδου με τις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις θα έπρεπε να αποφύγουν «πάση θυσία» να καταλήξουν σε Συνθήκη Ειρήνης, διότι αυτό θα συμπεριλάμβανε και μια διαπραγμάτευση για τις επανορθώσεις. Το τρίτο επιχείρημα που επικαλείται ο Τέλτσικ είναι πως το ζήτημα των επανορθώσεων έχει διευθετηθεί «ντε φάκτο», από τη στιγμή που υπήρξαν κάποιες καταβολές αποζημιώσεων και επιπλέον οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αναστείλει τις διεκδικήσεις τους. Μάλιστα στο τέλος αναφέρεται και το χρονικό διάστημα από τον Πόλεμο, με την παρατήρηση ότι τα 45 χρόνια είναι αρκετά για να έχει παραγραφεί κάθε αξίωση.
Οπως παρατηρεί ο Καρλ Χάιντς Ροτ, «είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Γερμανοί εκπρόσωποι στη Σύμβαση Δύο Συν Τέσσερα (σ.σ. πρόκειται για τη διάσκεψη των δύο γερμανικών κρατών με τις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις, που κατέληξε στην επανένωση), ακολούθησαν κατά βήμα τις υποδείξεις του ειδικού εμπειρογνώμονα. Φρόντισαν καταρχάς να κερδίσουν την υποστήριξη του «Aμερικανού φίλου» -του Μπους και του Μπέικερ- και μετά ακόμα και της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, που με τη δική τους συνεργασία μετέτρεψαν σε ζήτημα ταμπού τον όρο «Συνθήκη Ειρήνης». Απέναντι στους Σοβιετικούς και Πολωνούς που μετείχαν στη διαπραγμάτευση οι Γερμανοί έπαιξαν το χαρτί των έως τότε καταβεβλημένων ποσών αποζημίωσης και της «παραγραφής» και εντέλει τους υποχρέωσαν να υποχωρήσουν όταν έθεσαν την απόσυρση του ζητήματος των επανορθώσεων από την ημερήσια διάταξη ως όρο για την οριστική αναγνώριση της γραμμής Οντερ-Νάισε».
Ευκολότερο ήταν το έργο της γερμανικής αντιπροσωπείας απέναντι στους «μικρούς συμμάχους» και ιδιαίτερα τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και την Ιταλία. Τους αφαίρεσαν το δικαίωμα λόγου με τον απλούστερο τρόπο, δηλαδή με τον αποκλεισμό τους από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με την επικύρωση της Σύμβασης Δύο Συν Τέσσερα, μια μέρα πριν από την προσάρτηση της DDR, φαινόταν ότι πράγματι το ζήτημα των επανορθώσεων είχε οριστικά θαφτεί. Μόνο που αυτό δεν ισχύει από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Αυτή η Σύμβαση της 2.10.1990 δεν ήταν περισσότερο δεσμευτική για την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία από ό,τι το Πρωτόκολλο του 1954.
«Οι αξιώσεις τους συνέχιζαν να είναι ισχυρές», τονίζει ο κ. Ροτ. «Η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα φρόντισαν να τις διατηρούν σε ισχύ. Η Γιουγκοσλαβία έως τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας το 1999 και οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Στην επιμονή τους οφείλουμε το γεγονός ότι ο κυνικός χειρισμός του ζητήματος των πολεμικών επανορθώσεων από τις γερμανικές ελίτ εξουσίας τελικά θα καταλήξει σε σκάνδαλο».
Λουξεμβούργο, 9 Απριλίου 1969
Θέμα. Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Διάσκεψη Ειρήνης
Εδώ: Αναβίωση των αποζημιώσεων σύμφωνα με τη Συμφωνία για το γερμανικό Χρέος του Λονδίνου
Μέσω της Συμφωνίας για το γερμανικό Χρέος του Λονδίνου το 1953 και χάρη στην υποστήριξη των Αμερικανών φίλων μας επετεύχθη η αναβολή των τεράστιων απαιτήσεων επανόρθωσης από τα εχθρικά κράτη κατά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη σύναψη Συνθήκης Ειρήνης, έτσι ώστε να μεταθέσουμε τις απαιτήσεις των αντιπάλων μας κατά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο στις Ελληνικές Καλένδες.
Στην πραγματικότητα, είναι προς το δικό μας συμφέρον να διατηρηθεί όσο γίνεται περισσότερο αυτή η ενδιάμεση κατάσταση με την απουσία μιας Συνθήκης Ειρήνης, έτσι ώστε μέσω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος να οδηγηθούμε στην κατάπτωση ή την παραγραφή αυτών των απαιτήσεων που προβάλλουν οι παλιοί μας αντίπαλοι. Με άλλα λόγια, κανείς δεν πρέπει να ξυπνάει τον σκύλο που κοιμάται.
Τον τελευταίο καιρό, όμως, γίνεται λόγος ότι έχει καταστεί μακροπρόθεσμος στόχος της πολιτικής μας για την ύφεση στη Δύση, αλλά επίσης -δείτε τις πιο πρόσφατες αποφάσεις των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Βουδαπέστη το Φεβρουάριο 1969 – και στην Ανατολή, το σχέδιο για μια ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ασφάλειας και Ειρήνης. Κατά καιρούς διατυπώνεται η θέση ότι το αποτέλεσμα αυτής της Διάσκεψης πρέπει να είναι μια ευρωπαϊκή συμφωνία Ασφάλειας και Ειρήνης, η οποία σε κάποιο βαθμό θα αποτελεί το κλείσιμο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των προβλημάτων που προέκυψαν στην Ευρώπη από αυτόν.
Πρέπει κατά τη γνώμη μου στο πλαίσιο αυτό να συνυπολογιστεί η
πιθανότητα ότι οι χώρες που έχουν υπογράψει τη Συμφωνία Χρέους του
Λονδίνου στη δεδομένη στιγμή να θέσουν το ζήτημα ή να υποστηρίξουν τη
θέση ότι με μια παρόμοια συμφωνία Ασφάλειας και Ειρήνης αναβιώνουν οι
απαιτήσεις επανορθώσεων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες έχουν
ανακοπεί από τη Συμφωνία Χρέους του Λονδίνου.
Διότι πότε θα έπρεπε να τεθούν και πάλι υπό διαπραγμάτευση σύμφωνα με τη θέληση των χωρών που υπογράφουν τη Συμφωνία Χρέους του Λονδίνου (στις οποίες δεν περιλαμβάνεται κανένα κομμουνιστικό κράτος με την εξαίρεση της Γιουγκοσλαβίας) οι απαιτήσεις επανορθώσεων των εχθρικών κρατών που υπέστησαν καταστροφές κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν όχι κατά την υπογραφή μιας παρόμοιας ολοκληρωμένης Συνθήκης Ειρήνης.
Λαμβάνοντας υπόψη την εξασφαλισμένη νομισματική μας θέση – ειδικά αν εντωμεταξύ επέλθει μια περαιτέρω χαλάρωση της συμφωνίας του ΝΑΤΟ- η επιθυμία των σημερινών μας εταίρων και παλιών μας εχθρών θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα μέτωπο πιστωτών, το οποίο ενδεχομένως μας έφερνε σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση και μάλιστα με νόμιμο τρόπο.
Θα ήμουν ευγνώμων για μια απάντηση –μόνο για δική μου ενημέρωση- σχετικά με το πώς αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα το υπουργείο Εξωτερικών.
[Υπογραφή]
Πηγή: Politisches Archiv des Ausw. Amts, B 86 / 1271
Ντοκουμέντο υπ’ αρ. 2
Απάντηση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών στη Γερμανική Πρεσβεία στο Λουξεμβούργο, Βόννη, 6 Μαΐου 1969
[…] Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εξακολουθεί να επιμένει σταθερά στη θέση που υποστήριζε εξαρχής, ότι δηλαδή μια συνθήκη ειρήνης, στην οποία θα ρυθμιστούν οι οικονομικές και οι λοιπές συνέπειες του πολέμου, θα μπορούσε να συμφωνηθεί μόνο από μια ενιαία γερμανική κυβέρνηση, κατά συνέπεια η προετοιμασία μιας τέτοιας συνθήκης προϋποθέτει αποφασιστικά βήματα προς την επανένωση της Γερμανίας.
Δεδομένου ότι η επίτευξη μιας τέτοιας απαίτησης δεν έχει καμιά προοπτική υπό τις σημερινές συνθήκες, ακόμα και η συζήτηση για μια Συνθήκη Ειρήνης είναι για μας προς το παρόν ανεπίκαιρη. Οπως και πριν, για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καθοριστικές συνθήκες για τη λήξη του πολέμου είναι οι Συνθήκες του Παρισιού του 1954. Σ’ αυτές τις προσωρινές συνθήκες λήξης του πολέμου ανήκει και η Συνθήκη για το Χρέος στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1953.
Υπό αυτές τις συνθήκες, συμμεριζόμαστε απολύτως την άποψη που εκφράσατε στην αναφορά σας, ότι δηλαδή δεν έχουμε κανένα συμφέρον, μέσα από μια συζήτηση σχετικά με μια Συνθήκη Ειρήνης, να ξυπνήσουμε τις απαιτήσεις επανόρθωσης των πρώην εχθρών μας, οι οποίες αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αδράνεια.
Ωστόσο αν παρ’ ελπίδα καταλήξουμε σε συζητήσεις για την προετοιμασία μιας ενιαίας γερμανικής Συνθήκης Ειρήνης, δεν πρέπει να αγνοηθούν και οι δικές μας αντίθετες απαιτήσεις. Τα πραγματικά δεδομένα της μετατόπισης και της αρπαγής γης στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, καθώς και η απαλλοτρίωση των γερμανικών ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό θα έπρεπε σε μια τέτοια περίπτωση να χρησιμοποιηθούν ως βάση για μια γερμανική αποκατάσταση.
Μπορεί επίσης να υποτεθεί ότι οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ, ιδίως οι εταίροι της Συνθήκης των Παρισίων, αντιμετωπίζουν ως τελειωμένο το ζήτημα των αποζημιώσεων σε σχέση με τη Γερμανία. Η συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου των πιστωτών του τελευταίου Παγκόσμιου Πολέμου μπορεί πιθανώς να αποφευχθεί, δεδομένων των διαφορετικών πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων αυτών των πιστωτών και των νέων πολιτικών αντιθέσεων, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. […]
[Υπογραφή]
Πηγή: Politisches Archiv des Ausw. Amts, B 86 / 1271
Ντοκουμέντο υπ’ αρ. 3
Παρουσίαση του διευθυντή του υπουργείου Horst Teltschik στον Καγκελάριο Κολ, Βόννη, 15 Μαρτίου 1990
Θέμα: Νομιμοποίηση ενδεχόμενων απαιτήσεων επανορθώσεων από τους νικητές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου εναντίον μιας ενωμένης Γερμανίας
Εδώ: Αποτίμηση με βάση το Διεθνές Δίκαιο
Προς ενημέρωση
Οι ακόλουθες αρχές είναι τα συμπεράσματα της συνοδευτικής συνοπτικής έκθεσης του υπουργείου Εξωτερικών.
■ Ο όρος διεκδίκηση επανορθώσεων που ισχύει στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου περιλαμβάνει όλες τις διεθνείς νομικές αξιώσεις αποζημίωσης σε σχέση με τα συμβάντα του πολέμου. Ετσι, περιλαμβάνει επίσης ατομικές απαιτήσεις θιγμένων πολιτών των νικητών κρατών.
■ Επί του παρόντος, κανένας από τους πρώην εχθρούς μας δεν έχει δικαίωμα αποζημιώσεων εναντίον μας.
Δικαίωμα αποζημίωσης προκύπτει ως προς την αιτία και το ύψος από τις συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ νικητών και ηττημένων. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει συμφωνηθεί καμιά συμβατική υποχρέωση γενικής αποζημίωσης για ζημίες σε σχέση με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
– Στο πλαίσιο της συμφωνίας που υπεγράφη από εμάς στη Συμφωνία του Λονδίνου για το Χρέος του 1953, έχουμε συμφωνήσει και σε μια ρύθμιση ότι «ο έλεγχος των απαιτήσεων που προκύπτουν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο […] αναβάλλεται μέχρι την οριστική διευθέτηση του ζητήματος των αποζημιώσεων».
Το πότε θα πραγματοποιηθεί αυτή η «οριστική διευθέτηση του ζητήματος των αποζημιώσεων» δεν καθορίζεται στη Συμφωνία Χρέους του Λονδίνου.
■ Επίσης, από τη σύμβαση που έχει συναφθεί με τους Δυτικούς Συμμάχους προκύπτει ότι «το ζήτημα των αποζημιώσεων μπορεί να ρυθμιστεί μόνο από μία ειρηνευτική συνθήκη της Γερμανίας με τους αντιπάλους της, ή με μια συμφωνία που αναφέρεται σ’ αυτό το ζήτημα».
Και πάλι, αυτό δεν είναι μια συμβατική συμφωνία για κάποια συγκεκριμένη απαίτηση αποζημίωσης.
■ Οι απαιτήσεις πρώην εχθρών μας για αποζημιώσεις θα μπορούσαν να προκύψουν μόνο σε σχέση με δεσμεύσεις, τις οποίες θα αναλάβουμε στο πλαίσιο μιας συνθήκης ειρήνης ή αλλιώς, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που θα ρυθμίζει τις αποζημιώσεις. Την ανάληψη παρόμοιων υποχρεώσεων είναι που θέλουμε πάση θυσία να αποφύγουμε.
■ Λόγω των συγκεκριμένων διατάξεων της συμφωνίας συμφιλίωσης δεν μπορούμε ωστόσο μετά την ολοκλήρωση της επίσημης συνθήκης ειρήνης να αποφύγουμε να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ζήτημα των αποζημιώσεων στο σύνολό του και με τη μορφή συγκεκριμένης συμφωνίας, οπότε θα τεθούμε υπό πίεση ώστε να υποχρεωθούμε να πληρώσουμε επανορθώσεις.
Για τον λόγο αυτό, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση καθώς και η κυβέρνηση της μελλοντικής ενωμένης Γερμανίας έχει θεμελιώδες συμφέρον να αποκρούει κάθε απαίτηση για σύναψη μιας συνθήκης ειρήνης.
■ Χωρίς την υπογραφή μιας επίσημης συμφωνίας ειρήνης, μπορούμε να επισημάνουμε ότι η πραγματοποίηση της επανένωσης δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για τις επανορθώσεις:
– Επειδή αυτό δεν ορίζεται από καμιά συμβατική μας υποχρέωση.
– Επειδή η συζήτηση για τις επανορθώσεις έχει εκ των πραγμάτων διευθετηθεί μέσω της έλλειψης συγκεκριμένων συμβατικών υποχρεώσεών μας, μέσω παραχώρησης πρώην εχθρών μας και μέσω των επιδόσεων της Γερμανίας, 45 χρόνια μετά τον πόλεμο.
[Teltschik]
Πηγή: Deutsche Einheit. Sonderedition aus den Akten des Bundeskanzleramtes 1989/90, Επιμέλεια Hans Jürgen Küsters και Daniel Hofmann, Μόναχο 1998, Dok. Nr. 222, σ. 955-956.
«Ad calendas graecas? Griechenland und die deutsche Wiedergutmachung»
(στο «Grenzen der Wiedergutmachung», επιμ. Hans Günter Hockerts, Claudia Moisel, Tobias Winstel, Wallstein, Γκέτινγκεν 2006, σ. 375-457)
Η γερμανική μεθόδευση για την αποφυγή των πολεμικών επανορθώσεων για την Ελλάδα.
► Karl Heinz Roth
«Η Ελλάδα και η κρίση. Τι έγινε και τι μπορεί να γίνει»
(μτφρ. Δημήτρης Λάμπος, πρόλογος Ζήσης Παπαδημητρίου, Κώστας Λάμπος, εκδ. Νησίδες, Αθήνα 2012)
Η ανάλυση της ελληνικής κρίσης από τον ξεχωριστό Γερμανό ιστορικό, γιατρό, κοινωνικό ερευνητή και ακτιβιστή.
► Karl Heinz Roth
«Griechenland am Abgrund. Die deutsche Reparationsschuld»
(εκδ. VSA, Αμβούργο 2015)
Η ανθρωπιστική κρίση στη σύγχρονη Ελλάδα και η οφειλή της Γερμανίας από τον πόλεμο.
«Die offene Reparationsfrage. Die Profiteure des Raubzugs müssen zahlen!»
(περ. Lunapark 21, τχ. 15, φθινόπωρο 2011)
http://goo.gl/2xPVNp
► Karl Heinz Roth
«Bis zum St. Nimmerleinstag. Der Umgang der bundesdeutschen Machtelite
mit der Reparationsfrage»
(περ. FaktenCheckHellas, τχ. 1, 1.4.2015)
http://goo.gl/WCIPd4
http://www.efsyn.gr/arthro/enoho-mystiko-tis-germanias
Το ρήγμα που άνοιξε η τοποθέτηση του κ. Γκάουκ δεν ήταν δυνατόν να κλείσει με τις διορθωτικές επεμβάσεις μελών της γερμανικής κυβέρνησης. Ακόμα και η Ανγκελα Μέρκελ με τις δικές της δηλώσεις δεν το επιχείρησε. Στην πραγματικότητα η υπόθεση αυτή είναι ένα μεγάλο ταμπού της μεταπολεμικής γερμανικής πολιτικής.
Το μεγάλο ταμπού
Αποκαλύπτουμε σήμερα τρία σημαντικά ντοκουμέντα σχετικά με τη μεθόδευση που ακολουθεί η γερμανική διπλωματία προκειμένου να απαλλαγεί από τις ευθύνες που συνεπάγεται η εφαρμογή των διεθνών κανόνων δικαίου στην περίπτωση των πολεμικών επανορθώσεων. Το ενδιαφέρον αυτών των ντοκουμέντων είναι ότι πρόκειται για έγγραφα των επίσημων γερμανικών αρχών και από το περιεχόμενό τους προκύπτει με σαφήνεια ότι η Γερμανία είχε πλήρη συνείδηση των υποχρεώσεών της απέναντι στην Ελλάδα (και άλλες «μικρές» χώρες).
Ο κ. Ροτ δεν είναι άγνωστος στη χώρα μας. Αλλωστε έχει πρόσφατα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά μια εξαιρετική δική του μελέτη για την «Ελλάδα και την κρίση».
Με μεγάλη προθυμία ο Καρλ Χάιντς Ροτ έδωσε την άδεια να παρουσιάσουμε τα ντοκουμέντα αυτά από τις στήλες της «Εφ.Συν.», μαζί με ορισμένα δικά του σχόλια.
Ο κ. Ροτ θυμίζει καταρχήν το ιστορικό πλαίσιο της υπόθεσης. Στα τέλη του 1945, αρχές του 1946 συνήλθε στο Παρίσι μια διασυμμαχική Διάσκεψη για τις γερμανικές επανορθώσεις και σ’ αυτήν ορίστηκε το ποσό που θα έπρεπε να πάρει η Ελλάδα ως αποζημίωση για τις τεράστιες ζημίες που της είχε προκαλέσει ο πόλεμος σε 7,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Υποτίθεται ότι αυτό το ποσό θα καλυπτόταν μέσω του Διασυμμαχικού Οργανισμού Γερμανικών Επανορθώσεων (Inter-Allied Reparation Agency, IARA), μέσω αποκατάστασης βλαβών, παροχής εμπορευμάτων, παράδοσης πλοίων του γερμανικού εμπορικού στόλου, κ.λπ. Το ποσό αυτό, αν ληφθούν υπόψη οι ισοτιμίες της εποχής μεταφράζεται σήμερα σε τουλάχιστον 90 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οπως παρατηρεί ο κ. Ροτ, «κατά καιρούς οι ελληνικές κυβερνήσεις θέτουν με κάθε ευκαιρία το ζήτημα των γερμανικών οφειλών, αλλά μέχρι σήμερα χωρίς επιτυχία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Ελλάδα έλαβε από τον IARA μόλις 25 εκατ. δολ. Το 1960 δόθηκαν και άλλα 115 εκατ. γερμανικά μάρκα στο πλαίσιο της λεγόμενης συνολικής αποζημίωσης των θυμάτων και τελικά το 2001 προστέθηκαν 20 εκατ. ευρώ για την αποζημίωση των Ελλήνων που εξαναγκάστηκαν να εργαστούν στη ναζιστική Γερμανία. Αλλά αυτά ήταν ένα μικρό μόνο τμήμα της ανοιχτής γερμανικής οφειλής. Ολες οι προσπάθειες από την ελληνική πλευρά να λυθεί το ζήτημα κατέληξαν σε αποτυχία ή απορρίφθηκαν με εντελώς αντιδιπλωματική σκληρότητα».
Ενα χρόνο αργότερα, το 1954, υπογράφτηκε στο Παρίσι το Πρωτόκολλο περί τερματισμού του Καθεστώτος Κατοχής μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και των τριών δυτικών μεγάλων δυνάμεων (Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ). Μ’ αυτή τη συμφωνία οι τρεις δυνάμεις ανέστειλαν τις όποιες αξιώσεις τους για επανορθώσεις και έτσι εμμέσως έθιξαν τα συμφέροντα των «μικρών συμμάχων», οι οποίοι δεν μετείχαν βέβαια στη σχετική διαπραγμάτευση. Από τότε η Γερμανία επικαλείται αυτές τις συμφωνίες του 1953 και του 1954, προκειμένου να σταματήσει κάθε συζήτηση για επανορθώσεις. Στο μεταξύ διαλύθηκε και ο IARA, εφόσον η Σοβιετική Ενωση και η Πολωνία είχαν ήδη από τον Αύγουστο του 1953 παραιτηθεί από τις δικές τους αξιώσεις έναντι της Ανατολικής Γερμανίας.
Ωστόσο οι αξιώσεις των μικρότερων χωρών (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ολλανδία) δεν αποσύρθηκαν ποτέ και έτσι η Γερμανία υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει μια νέα τακτική. Αρχισε να συνδέει την ικανοποίηση των αξιώσεων αυτών με την υπογραφή κάποιας μελλοντικής Συνθήκης Ειρήνης, η οποία με τη σειρά της εξαρτιόταν από την επανένωση της χώρας. Πράγματι κατά τη δεκαετία του 1960 αυτή η προοπτική φάνταζε πολύ μακρινή και έτσι έμοιαζε το ζήτημα των επανορθώσεων να έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.
Τα τρία ντοκουμέντα
Το ερώτημα ήταν τι θα γινόταν αν κάποια στιγμή έρχονταν σε συμφωνία τα δύο γερμανικά κράτη, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (BRD) με τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR) και έτσι άνοιγε η προοπτική να τεθεί και πάλι σε συζήτηση μια Συνθήκη Ειρήνης. Αυτό το ενδεχόμενο που έμοιαζε απίθανο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, φάνηκε πολύ πιο κοντινό το 1969-1970, όταν από τα κράτη-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας προτάθηκε προς τη Δύση μια συνθήκη Ειρήνης και Ασφάλειας. Η τότε γερμανική κυβέρνηση του καγκελάριου Βίλι Μπραντ απάντησε στην πρόκληση με τη γνωστή νέα πολιτική ανοίγματος προς Ανατολάς, την «Οστπολιτίκ». Αλλά αυτή η σύγκλιση των μέχρι τότε εχθρικών Συνασπισμών θα άφηνε χώρο και στο θέμα των επανορθώσεων να ξανατεθεί στη συζήτηση. Αυτή την αγωνία εκφράζει ο Γερμανός πρέσβης στο Λουξεμβούργο τον Απρίλιο του 1969 με επιστολή του στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Πρόκειται για το έγγραφο υπ. αριθ. 1 που δημοσιεύουμε. Το περιεχόμενό του είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό. Οχι μόνο επειδή περιγράφει με διπλωματικό κυνισμό τη σκοπιμότητα των μέχρι τότε χειρισμών του γερμανικού κράτους, αλλά και επειδή υποδεικνύει την ανάγκη να μην υπογραφεί Συνθήκη Ειρήνης, προκειμένου να μην ενεργοποιηθούν οι αξιώσεις των κρατών που υπέστησαν καταστροφές στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Κανείς δεν πρέπει να ξυπνάει τον σκύλο που κοιμάται», είναι η χαρακτηριστική αποστροφή του πρέσβη.
Σε λίγες βδομάδες έρχεται η απάντηση του Ομοσπονδιακού υπουργείου Εξωτερικών. Πρόκειται για το έγγραφο υπ. αριθ. 2, με το οποίο οι επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας καθησυχάζουν τον πρέσβη, λέγοντας ότι δεν είναι πιθανό στο προβλεπτό μέλλον να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για μια Συνθήκη Ειρήνης. Αλλά και στην απίθανη αυτή περίπτωση, η γερμανική διπλωματία σχεδίαζε να αντεπιτεθεί προβάλλοντας τις δικές της απώλειες κατά τον πόλεμο, πρώτα απ’ όλα την απώλεια ολόκληρων εδαφών από τις ανατολικές περιοχές του Ράιχ. Το δεύτερο επιχείρημά τους θα στηριζόταν στην αναστολή των επανορθώσεων που συνυπέγραψαν οι τέσσερις συμμαχικές μεγάλες δυνάμεις. Και αυτή τη συμφωνία των τεσσάρων μεγάλων (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία, Γαλλία) θα έστρεφε η Γερμανία εις βάρος των μικρότερων κρατών, όπως η Ελλάδα.
«Τώρα είχε φτάσει η στιγμή που περίμεναν επί δεκαετίες οι Ελληνες, οι Γιουγκοσλάβοι, οι Ιταλοί, οι Ολλανδοί, οι Βέλγοι και οι Νορβηγοί», γράφει ο Καρλ Χάιντς Ροτ. «Η Συνθήκη Ειρήνης με τις συμμαχικές δυνάμεις και συνεπώς η διευθέτηση του ζητήματος των επανορθώσεων».
Φτάνουμε έτσι στο ντοκουμέντο υπ. αριθ. 3. Τον Μάρτιο του 1990 ο Χορστ Τέλτσικ, σύμβουλος του καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, με ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό κείμενο συνοψίζει τη γερμανική μεθόδευση για την αποφυγή των επανορθώσεων και την παραπλάνηση των παλιών εχθρών και σημερινών συμμάχων της Γερμανίας. Πρόκειται για μια κυνική απαρίθμηση των επιχειρημάτων της γερμανικής γραφειοκρατίας με σκοπό την παράκαμψη των νόμιμων διεκδικήσεων των μικρότερων κρατών. Σ’ αυτό το ντοκουμέντο γίνεται σαφές ότι η Δυτική Γερμανία μέχρι τότε δεν είχε υπογράψει καμιά συγκεκριμένη σύμβαση και είχε σκόπιμα περιοριστεί σε δηλώσεις μελλοντικών προθέσεων. Το δεύτερο ζήτημα που ξεκαθαρίζεται μ’ αυτό το έγγραφο είναι ότι στις διαπραγματεύσεις εκείνης της περιόδου με τις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις θα έπρεπε να αποφύγουν «πάση θυσία» να καταλήξουν σε Συνθήκη Ειρήνης, διότι αυτό θα συμπεριλάμβανε και μια διαπραγμάτευση για τις επανορθώσεις. Το τρίτο επιχείρημα που επικαλείται ο Τέλτσικ είναι πως το ζήτημα των επανορθώσεων έχει διευθετηθεί «ντε φάκτο», από τη στιγμή που υπήρξαν κάποιες καταβολές αποζημιώσεων και επιπλέον οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αναστείλει τις διεκδικήσεις τους. Μάλιστα στο τέλος αναφέρεται και το χρονικό διάστημα από τον Πόλεμο, με την παρατήρηση ότι τα 45 χρόνια είναι αρκετά για να έχει παραγραφεί κάθε αξίωση.
Οπως παρατηρεί ο Καρλ Χάιντς Ροτ, «είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Γερμανοί εκπρόσωποι στη Σύμβαση Δύο Συν Τέσσερα (σ.σ. πρόκειται για τη διάσκεψη των δύο γερμανικών κρατών με τις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις, που κατέληξε στην επανένωση), ακολούθησαν κατά βήμα τις υποδείξεις του ειδικού εμπειρογνώμονα. Φρόντισαν καταρχάς να κερδίσουν την υποστήριξη του «Aμερικανού φίλου» -του Μπους και του Μπέικερ- και μετά ακόμα και της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, που με τη δική τους συνεργασία μετέτρεψαν σε ζήτημα ταμπού τον όρο «Συνθήκη Ειρήνης». Απέναντι στους Σοβιετικούς και Πολωνούς που μετείχαν στη διαπραγμάτευση οι Γερμανοί έπαιξαν το χαρτί των έως τότε καταβεβλημένων ποσών αποζημίωσης και της «παραγραφής» και εντέλει τους υποχρέωσαν να υποχωρήσουν όταν έθεσαν την απόσυρση του ζητήματος των επανορθώσεων από την ημερήσια διάταξη ως όρο για την οριστική αναγνώριση της γραμμής Οντερ-Νάισε».
Ευκολότερο ήταν το έργο της γερμανικής αντιπροσωπείας απέναντι στους «μικρούς συμμάχους» και ιδιαίτερα τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και την Ιταλία. Τους αφαίρεσαν το δικαίωμα λόγου με τον απλούστερο τρόπο, δηλαδή με τον αποκλεισμό τους από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με την επικύρωση της Σύμβασης Δύο Συν Τέσσερα, μια μέρα πριν από την προσάρτηση της DDR, φαινόταν ότι πράγματι το ζήτημα των επανορθώσεων είχε οριστικά θαφτεί. Μόνο που αυτό δεν ισχύει από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου. Αυτή η Σύμβαση της 2.10.1990 δεν ήταν περισσότερο δεσμευτική για την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία από ό,τι το Πρωτόκολλο του 1954.
«Οι αξιώσεις τους συνέχιζαν να είναι ισχυρές», τονίζει ο κ. Ροτ. «Η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα φρόντισαν να τις διατηρούν σε ισχύ. Η Γιουγκοσλαβία έως τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας το 1999 και οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Στην επιμονή τους οφείλουμε το γεγονός ότι ο κυνικός χειρισμός του ζητήματος των πολεμικών επανορθώσεων από τις γερμανικές ελίτ εξουσίας τελικά θα καταλήξει σε σκάνδαλο».
Ντοκουμέντο υπ’ αριθ. 1
Επιστολή από τη Γερμανική Πρεσβεία στο Λουξεμβούργο, στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εξωτερικών στη ΒόννηΛουξεμβούργο, 9 Απριλίου 1969
Θέμα. Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Διάσκεψη Ειρήνης
Εδώ: Αναβίωση των αποζημιώσεων σύμφωνα με τη Συμφωνία για το γερμανικό Χρέος του Λονδίνου
Μέσω της Συμφωνίας για το γερμανικό Χρέος του Λονδίνου το 1953 και χάρη στην υποστήριξη των Αμερικανών φίλων μας επετεύχθη η αναβολή των τεράστιων απαιτήσεων επανόρθωσης από τα εχθρικά κράτη κατά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη σύναψη Συνθήκης Ειρήνης, έτσι ώστε να μεταθέσουμε τις απαιτήσεις των αντιπάλων μας κατά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο στις Ελληνικές Καλένδες.
Στην πραγματικότητα, είναι προς το δικό μας συμφέρον να διατηρηθεί όσο γίνεται περισσότερο αυτή η ενδιάμεση κατάσταση με την απουσία μιας Συνθήκης Ειρήνης, έτσι ώστε μέσω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος να οδηγηθούμε στην κατάπτωση ή την παραγραφή αυτών των απαιτήσεων που προβάλλουν οι παλιοί μας αντίπαλοι. Με άλλα λόγια, κανείς δεν πρέπει να ξυπνάει τον σκύλο που κοιμάται.
Τον τελευταίο καιρό, όμως, γίνεται λόγος ότι έχει καταστεί μακροπρόθεσμος στόχος της πολιτικής μας για την ύφεση στη Δύση, αλλά επίσης -δείτε τις πιο πρόσφατες αποφάσεις των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Βουδαπέστη το Φεβρουάριο 1969 – και στην Ανατολή, το σχέδιο για μια ευρωπαϊκή Διάσκεψη Ασφάλειας και Ειρήνης. Κατά καιρούς διατυπώνεται η θέση ότι το αποτέλεσμα αυτής της Διάσκεψης πρέπει να είναι μια ευρωπαϊκή συμφωνία Ασφάλειας και Ειρήνης, η οποία σε κάποιο βαθμό θα αποτελεί το κλείσιμο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των προβλημάτων που προέκυψαν στην Ευρώπη από αυτόν.
Διότι πότε θα έπρεπε να τεθούν και πάλι υπό διαπραγμάτευση σύμφωνα με τη θέληση των χωρών που υπογράφουν τη Συμφωνία Χρέους του Λονδίνου (στις οποίες δεν περιλαμβάνεται κανένα κομμουνιστικό κράτος με την εξαίρεση της Γιουγκοσλαβίας) οι απαιτήσεις επανορθώσεων των εχθρικών κρατών που υπέστησαν καταστροφές κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν όχι κατά την υπογραφή μιας παρόμοιας ολοκληρωμένης Συνθήκης Ειρήνης.
Λαμβάνοντας υπόψη την εξασφαλισμένη νομισματική μας θέση – ειδικά αν εντωμεταξύ επέλθει μια περαιτέρω χαλάρωση της συμφωνίας του ΝΑΤΟ- η επιθυμία των σημερινών μας εταίρων και παλιών μας εχθρών θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα μέτωπο πιστωτών, το οποίο ενδεχομένως μας έφερνε σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση και μάλιστα με νόμιμο τρόπο.
Θα ήμουν ευγνώμων για μια απάντηση –μόνο για δική μου ενημέρωση- σχετικά με το πώς αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα το υπουργείο Εξωτερικών.
[Υπογραφή]
Πηγή: Politisches Archiv des Ausw. Amts, B 86 / 1271
Ντοκουμέντο υπ’ αρ. 2
Απάντηση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών στη Γερμανική Πρεσβεία στο Λουξεμβούργο, Βόννη, 6 Μαΐου 1969
[…] Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εξακολουθεί να επιμένει σταθερά στη θέση που υποστήριζε εξαρχής, ότι δηλαδή μια συνθήκη ειρήνης, στην οποία θα ρυθμιστούν οι οικονομικές και οι λοιπές συνέπειες του πολέμου, θα μπορούσε να συμφωνηθεί μόνο από μια ενιαία γερμανική κυβέρνηση, κατά συνέπεια η προετοιμασία μιας τέτοιας συνθήκης προϋποθέτει αποφασιστικά βήματα προς την επανένωση της Γερμανίας.
Δεδομένου ότι η επίτευξη μιας τέτοιας απαίτησης δεν έχει καμιά προοπτική υπό τις σημερινές συνθήκες, ακόμα και η συζήτηση για μια Συνθήκη Ειρήνης είναι για μας προς το παρόν ανεπίκαιρη. Οπως και πριν, για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καθοριστικές συνθήκες για τη λήξη του πολέμου είναι οι Συνθήκες του Παρισιού του 1954. Σ’ αυτές τις προσωρινές συνθήκες λήξης του πολέμου ανήκει και η Συνθήκη για το Χρέος στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1953.
Υπό αυτές τις συνθήκες, συμμεριζόμαστε απολύτως την άποψη που εκφράσατε στην αναφορά σας, ότι δηλαδή δεν έχουμε κανένα συμφέρον, μέσα από μια συζήτηση σχετικά με μια Συνθήκη Ειρήνης, να ξυπνήσουμε τις απαιτήσεις επανόρθωσης των πρώην εχθρών μας, οι οποίες αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αδράνεια.
Ωστόσο αν παρ’ ελπίδα καταλήξουμε σε συζητήσεις για την προετοιμασία μιας ενιαίας γερμανικής Συνθήκης Ειρήνης, δεν πρέπει να αγνοηθούν και οι δικές μας αντίθετες απαιτήσεις. Τα πραγματικά δεδομένα της μετατόπισης και της αρπαγής γης στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, καθώς και η απαλλοτρίωση των γερμανικών ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό θα έπρεπε σε μια τέτοια περίπτωση να χρησιμοποιηθούν ως βάση για μια γερμανική αποκατάσταση.
Μπορεί επίσης να υποτεθεί ότι οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ, ιδίως οι εταίροι της Συνθήκης των Παρισίων, αντιμετωπίζουν ως τελειωμένο το ζήτημα των αποζημιώσεων σε σχέση με τη Γερμανία. Η συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου των πιστωτών του τελευταίου Παγκόσμιου Πολέμου μπορεί πιθανώς να αποφευχθεί, δεδομένων των διαφορετικών πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων αυτών των πιστωτών και των νέων πολιτικών αντιθέσεων, οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. […]
[Υπογραφή]
Πηγή: Politisches Archiv des Ausw. Amts, B 86 / 1271
Ντοκουμέντο υπ’ αρ. 3
Παρουσίαση του διευθυντή του υπουργείου Horst Teltschik στον Καγκελάριο Κολ, Βόννη, 15 Μαρτίου 1990
Θέμα: Νομιμοποίηση ενδεχόμενων απαιτήσεων επανορθώσεων από τους νικητές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου εναντίον μιας ενωμένης Γερμανίας
Εδώ: Αποτίμηση με βάση το Διεθνές Δίκαιο
Προς ενημέρωση
Οι ακόλουθες αρχές είναι τα συμπεράσματα της συνοδευτικής συνοπτικής έκθεσης του υπουργείου Εξωτερικών.
■ Ο όρος διεκδίκηση επανορθώσεων που ισχύει στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου περιλαμβάνει όλες τις διεθνείς νομικές αξιώσεις αποζημίωσης σε σχέση με τα συμβάντα του πολέμου. Ετσι, περιλαμβάνει επίσης ατομικές απαιτήσεις θιγμένων πολιτών των νικητών κρατών.
■ Επί του παρόντος, κανένας από τους πρώην εχθρούς μας δεν έχει δικαίωμα αποζημιώσεων εναντίον μας.
Δικαίωμα αποζημίωσης προκύπτει ως προς την αιτία και το ύψος από τις συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ νικητών και ηττημένων. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει συμφωνηθεί καμιά συμβατική υποχρέωση γενικής αποζημίωσης για ζημίες σε σχέση με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
– Στο πλαίσιο της συμφωνίας που υπεγράφη από εμάς στη Συμφωνία του Λονδίνου για το Χρέος του 1953, έχουμε συμφωνήσει και σε μια ρύθμιση ότι «ο έλεγχος των απαιτήσεων που προκύπτουν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο […] αναβάλλεται μέχρι την οριστική διευθέτηση του ζητήματος των αποζημιώσεων».
Το πότε θα πραγματοποιηθεί αυτή η «οριστική διευθέτηση του ζητήματος των αποζημιώσεων» δεν καθορίζεται στη Συμφωνία Χρέους του Λονδίνου.
■ Επίσης, από τη σύμβαση που έχει συναφθεί με τους Δυτικούς Συμμάχους προκύπτει ότι «το ζήτημα των αποζημιώσεων μπορεί να ρυθμιστεί μόνο από μία ειρηνευτική συνθήκη της Γερμανίας με τους αντιπάλους της, ή με μια συμφωνία που αναφέρεται σ’ αυτό το ζήτημα».
Και πάλι, αυτό δεν είναι μια συμβατική συμφωνία για κάποια συγκεκριμένη απαίτηση αποζημίωσης.
■ Οι απαιτήσεις πρώην εχθρών μας για αποζημιώσεις θα μπορούσαν να προκύψουν μόνο σε σχέση με δεσμεύσεις, τις οποίες θα αναλάβουμε στο πλαίσιο μιας συνθήκης ειρήνης ή αλλιώς, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που θα ρυθμίζει τις αποζημιώσεις. Την ανάληψη παρόμοιων υποχρεώσεων είναι που θέλουμε πάση θυσία να αποφύγουμε.
■ Λόγω των συγκεκριμένων διατάξεων της συμφωνίας συμφιλίωσης δεν μπορούμε ωστόσο μετά την ολοκλήρωση της επίσημης συνθήκης ειρήνης να αποφύγουμε να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ζήτημα των αποζημιώσεων στο σύνολό του και με τη μορφή συγκεκριμένης συμφωνίας, οπότε θα τεθούμε υπό πίεση ώστε να υποχρεωθούμε να πληρώσουμε επανορθώσεις.
Για τον λόγο αυτό, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση καθώς και η κυβέρνηση της μελλοντικής ενωμένης Γερμανίας έχει θεμελιώδες συμφέρον να αποκρούει κάθε απαίτηση για σύναψη μιας συνθήκης ειρήνης.
■ Χωρίς την υπογραφή μιας επίσημης συμφωνίας ειρήνης, μπορούμε να επισημάνουμε ότι η πραγματοποίηση της επανένωσης δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για τις επανορθώσεις:
– Επειδή αυτό δεν ορίζεται από καμιά συμβατική μας υποχρέωση.
– Επειδή η συζήτηση για τις επανορθώσεις έχει εκ των πραγμάτων διευθετηθεί μέσω της έλλειψης συγκεκριμένων συμβατικών υποχρεώσεών μας, μέσω παραχώρησης πρώην εχθρών μας και μέσω των επιδόσεων της Γερμανίας, 45 χρόνια μετά τον πόλεμο.
[Teltschik]
Πηγή: Deutsche Einheit. Sonderedition aus den Akten des Bundeskanzleramtes 1989/90, Επιμέλεια Hans Jürgen Küsters και Daniel Hofmann, Μόναχο 1998, Dok. Nr. 222, σ. 955-956.
Διαβάστε
► Hagen Fleischer – Despina Konstantinakou«Ad calendas graecas? Griechenland und die deutsche Wiedergutmachung»
(στο «Grenzen der Wiedergutmachung», επιμ. Hans Günter Hockerts, Claudia Moisel, Tobias Winstel, Wallstein, Γκέτινγκεν 2006, σ. 375-457)
Η γερμανική μεθόδευση για την αποφυγή των πολεμικών επανορθώσεων για την Ελλάδα.
► Karl Heinz Roth
«Η Ελλάδα και η κρίση. Τι έγινε και τι μπορεί να γίνει»
(μτφρ. Δημήτρης Λάμπος, πρόλογος Ζήσης Παπαδημητρίου, Κώστας Λάμπος, εκδ. Νησίδες, Αθήνα 2012)
Η ανάλυση της ελληνικής κρίσης από τον ξεχωριστό Γερμανό ιστορικό, γιατρό, κοινωνικό ερευνητή και ακτιβιστή.
► Karl Heinz Roth
«Griechenland am Abgrund. Die deutsche Reparationsschuld»
(εκδ. VSA, Αμβούργο 2015)
Η ανθρωπιστική κρίση στη σύγχρονη Ελλάδα και η οφειλή της Γερμανίας από τον πόλεμο.
Επισκεφθείτε
► Karl Heinz Roth«Die offene Reparationsfrage. Die Profiteure des Raubzugs müssen zahlen!»
(περ. Lunapark 21, τχ. 15, φθινόπωρο 2011)
http://goo.gl/2xPVNp
► Karl Heinz Roth
«Bis zum St. Nimmerleinstag. Der Umgang der bundesdeutschen Machtelite
mit der Reparationsfrage»
(περ. FaktenCheckHellas, τχ. 1, 1.4.2015)
http://goo.gl/WCIPd4
http://www.efsyn.gr/arthro/enoho-mystiko-tis-germanias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου