Πίνδος 1940 – Η πρώτη ελληνική αντεπίθεση
Τα ξημερώματα της 1η Νοεμβρίου ο υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός, διοικητής της περίφημης Ι Μεραρχίας Πεζικού και του Τομέα Πίνδου, έχοντας πραγματοποιήσει ήδη την προηγούμενη αναγνώριση της περιοχής, διέταξε όσα τμήματα είχε στη διάθεσή του να επιτεθούν. Οι μικρές ελληνικές δυνάμεις είχαν χωριστεί σε τρία τακτικά συγκροτήματα. Το βόρειο διέθετε 2 λόχους πεζικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Μισύρη, την 1η Ίλη Ιππικού, υπό τον ίλαρχο Γεωργιάδη, και 2 πυροβόλα. Το συγκρότημα αυτό όφειλε να επιτεθεί στην περιοχή της Κάτω Αρένας, με αντικειμενικό σκοπό το χωριό Λυκορράχη.

Το κεντρικό συγκρότημα, υπό τον συνταγματάρχη Δαβάκη – 2 λόχοι πεζικού, 4 πολυβόλα, 2 πυροβόλα – θα επιτίθονταν προς το χωριό Φούρκα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του υψώματος Προφήτης Ηλίας. Το νότιο, τέλος, συγκρότημα – 2 λόχοι πεζικού, 8 πολυβόλα, 4 πυροβόλα, ουλαμός ιππικού – υπό τον ταγματάρχη Καραβία, θα επιτίθονταν βόρεια της Φούρκας, με σκοπό να υποβοηθήσει την ενέργεια του κεντρικού συγκροτήματος. Συνολικά, σε όλο το μήκος του μετώπου ο Βραχνός θα επιτίθονταν κατά της επίλεκτης Ιταλικής Μεραρχίας Αλπινιστών«Τζούλια» με 6 λόχους πεζικού και 12 πυροβόλα.
Aera!
Οι Ιταλοί πίεζαν με το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών τα ελληνικά τμήματα στη διάβαση Ρωμιού, με σκοπό να καταλάβουν τη Σαμαρίνα και κατόπιν το Μέτσοβο. Ο Βραχνός λοιπόν, μια και δεν διέθετε τις απαραίτητες δυνάμεις να σταματήσει τους Ιταλούς στον Ρωμιό, αποφάσισε να επιτεθεί στις πλαγιοφυλακές τους. Αν τις διασπούσε ολόκληρο το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών θα κινδύνευε να περικυκλωθεί.
Πολύ νωρίς το πρωί τα τμήματα κίνησαν. Στο βόρειο συγκρότημα ως εμπροσθοφυλακή τέθηκε η ίλη του ιππικού. Το ελληνικό ιππικό, παρά τις εδαφικές δυσχέρειες κινήθηκε ταχύτατα. Γύρω στις 07.30 οι ανιχνευτές ανέφεραν στον ίλαρχο Γεωργιάδη ότι εντόπισαν εχθρικό τμήμα, 300 περίπου ανδρών, με τα μεταγωγικά τους, να κινούνται ανατολικά της Λυκορράχης. Αμέσως ο Γεωργιάδης ανέπτυξε την ίλη. Οι Έλληνες ιππείς, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, σχεδόν κύκλωσαν το ιταλικό τμήμα. Με τον ουλαμό των όλμων από τη μια και των πολυβόλων από την άλλη, οι ουλαμοί των ιππέων όρμησαν επί των Ιταλών. Την ίδια στιγμή τα 2 ελληνικά πολυβόλα και οι 2 όλμοι άνοιξαν πυρ.
Οι Ιταλοί δεχόμενοι πυρά από τρεις κατευθύνσεις αιφνιδιάστηκαν τελείως.
Αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν την ελληνική πίεση, υποχώρησαν στο χωριό Λυκορράχη. Εκεί βρισκόταν και άλλο ιταλικό τμήμα. Όλοι μαζί οι Ιταλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια του χωριού και άρχισαν καταιγιστικά πυρά. Οι ιππείς απάντησαν στα πυρά και η μάχη φούντωσε στο χωριό. Οι ιππείς, αν και οι Ιταλοί ήταν διπλάσιοι, συνέχισαν μόνοι τον αγώνα εναντίον τους. Πολέμησαν έτσι πάνω από 3 ώρες.
Στο μεταξύ έφτασε, γύρω στις 11.00 στο χωριό και η διλοχία του Μισύρη και επιτέθηκε με τη σειρά της. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν γενναία και παραδόθηκαν μόλις στις 17.00 το απόγευμα. Η νίκη όμως, η πρώτη των Ελλήνων στην Πίνδο, ήταν πλέον γεγονός, παρά τον ηρωισμό των Ιταλών. Μόνο οι Ιταλοί αιχμάλωτοι έφτασαν του 210. Οι νεκροί ήταν επίσης πολλοί. Αιχμαλωτίστηκαν και 120 μουλάρια, φορτωμένα με εφόδια, δώρο πολύτιμο για τα ελληνικά τμήματα. Η μάχη στοίχισε στην ίλη έναν νεκρό και έναν τραυματία. Το δε πεζικό είχε 30 νεκρούς και τραυματίες.
Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και αντισυνταγματάρχης Μισύρης, ο οποίος παρέμεινε, τραυματισμένος, επί 6 ώρες στο πεδίο της μάχης, εμψυχώνοντας τους άνδρες του και μόνο μετά την παράδοση των Ιταλών δέχτηκε να μεταφερθεί πίσω για να περιποιηθούν τα τραύματά του.
Νοτιότερα το συγκρότημα Δαβάκη επέτυχε επίσης να καταλάβει μέρος των εχθρικών θέσεων, χάρη στον ηρωισμό του 2ου Λόχου του 2/51 ΣΠ.
Ο διοικητής του, ανθυπολοχαγός Σπυρόπουλος, οδήγησε προσωπικά τους άνδρες του και με τη λόγχη και τις χειροβομβίδες ανέτρεψαν τους επίλεκτους Ιταλούς. Ο ίδιος ο Σπυρόπουλος εξουδετέρωσε μόνος τα ιταλικά πολυβόλα που είχαν καθηλώσει τους άνδρες του. Ο μεγάλος ήρωας της ημέρας όμως ήταν ο έφεδρος ανθυπασπιστής Κουμπουρλής. Και αυτός τέθηκε επικεφαλής της διμοιρίας του, εξουδετέρωσε τα εχθρικά πολυβολεία με χειροβομβίδες, αλλά τραυματίστηκε. Παρόλα αυτά αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους άνδρες του και συνέχισε μέχρι που τραυματίστηκε για δεύτερη φορά. Και πάλι όμως δεν εγκατέλειψε, αν και δεν μπορούσε πλέον να κινηθεί. Παρέμεινε στη θέση και με φωνές και ιαχές παρότρυνε τους άνδρες του να συνεχίσουν την επίθεση.
Το μεγαλύτερο όμως δράμα εκτυλίχθηκε λίγο νοτιότερα, στο ύψωμα της Τσούκας. Το ύψωμα το κρατούσαν οι Ιταλοί με ισχυρές δυνάμεις. Εναντίον του κίνησε ο 2ος Λόχος του 1/4 Τάγματος Πεζικού, με επικεφαλής έναν υπολοχαγό, από τη σκλαβωμένη τότε Χάλκη των Δωδεκανήσων, τον Αλέξανδρο Διάκο. Ο λόχος, με τον Διάκο, κυριολεκτικά επικεφαλής, όρμησε καταπάνω των Ιταλών. Η ιαχή «Αέρα» ακούστηκε στα παγωμένα βουνά. Οι Ιταλοί όμως αντέταξαν λυσσαλέα αντίσταση.
Ωστόσο η ελληνική λόγχη έκανε θαύματα και η Τσούκα καταλήφθηκε. Ο εχθρός όμως δεν παραιτείται. Αντεπιτίθεται και πετά τους Έλληνες πίσω. Τότε ο Διάκος αντεπιτίθεται με τη σειρά του, αλλά αποκρούεται. Επαναλαμβάνει την προσπάθεια, αλλά ένα ιταλικό πολυβόλο των θερίζει. Δίπλα του πέφτει και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ντάσκας και 4 στρατιώτες. Ήταν οι πρώτοι νεκροί Έλληνες αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού που σκοτώθηκαν στην Αλβανία. Την θλιβερή, μα και τόσο ένδοξη «πρωτιά», είχε προλάβει να τους την κλέψει η Πολεμική Αεροπορία, μια μέρα πριν, με τον Ανθυποσμηναγό Ευάγγελο Γιάνναρη.
Η αντεπίθεση του Βραχνού μόνο στο βόρειο σκέλος της είχε επιτύχει πλήρως. Παρόλα αυτά σηματοδότησε την μεγάλη αλλαγή. Όπως έγραψε ο αείμνηστος Τερζάκης, «Ο βράχος είχε σταματήσει να κυλά. Τώρα έπρεπε να τον γυρίσουν πίσω»!