Του Φώτη Τερζάκη
Κυκλοφορούσε καιρό στο διαδίκτυο· τώρα, μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά (και σχολιασμένο) από τον Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, δημοσιεύεται στο Πανοπτικόν 19. Πρόκειται για το περίφημο κείμενο του στελέχους τού ΟΟΣΑ Christian Morrisson, γραμμένο το 1996, με τίτλο «Οι δυνατότητες πολιτικής πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών». «Μαθήματα κυριαρχίας από τους επιγόνους του Μακιαβέλι», υποτιτλίζει δηκτικά ο μεταφραστής.
Είναι μια σειρά οδηγίες προς κυβερνήσεις, αποκαλυπτικές μέσα στον κυνισμό τους, για το πώς να επιβάλλουν τις «διαρθρωτικές αλλαγές» που απαιτούσε το Σύμφωνο της Ουάσινγκτον – στις «αναπτυσσόμενες χώρες», τότε· σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Πράγμα που μαρτυρεί εύγλωττα, πέραν των άλλων, ότι η «κρίση» του 2008 είναι η κορύφωση μιας κανονικής διαδικασίας η οποία αναπτύσσεται απρόσκοπτα και βάσει κεντρικού σχεδίου από τη δεκαετία του 1980, από την περιφέρεια προς τα κέντρα του πλανήτη. Η διαδικασία για την οποία πρόκειται είναι «απλώς» η αλλαγή μοντέλου τού καπιταλισμού (με έξοδα, εννοείται, των λαών του κόσμου) που εκδιπλώνεται σταθερά στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
«Οι έρευνές μας έδειξαν ξεκάθαρα πόσο σημαντική είναι η σχέση ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική προκειμένου να πραγματοποιηθεί ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αναπροσαρμογών», λέει ο συγγραφέας (σελ. 39). Εδώ ο όρος «πολιτική» χρησιμοποιείται καταφανώς ως ευφημισμός της διακυβέρνησης: μιας τεχνικής διαχείρισης των μαζών, νοούμενων ως αδρανούς και εύπλαστης ύλης, εκ μέρους μιας συνασπισμένης διοικούσας τάξης, στην οποία περιλαμβάνονται αυτονόητα οι απανταχού εθνικές κυβερνήσεις. Είναι επίσης δηλωτικό του πόσο σοβαρά εννοούν τη (νέο)φιλελεύθερη αρχή της «αυτονομίας του οικονομικού» οι ίδιοι εκείνοι που την διακηρύσσουν. Είπε κανείς ότι δεν υπάρχει παγκόσμιο σχέδιο διακυβέρνησης και σχεδιοποιημένη οικονομία;
Οι οδηγίες είναι πολλές και κατά τόπους αρκετά τεχνικές. Ιδού ωστόσο ένα νευραλγικό σημείο:
Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα σταθερότητας ενάντια στη θέληση ολόκληρης της κοινής γνώμης. Ένα πρόγραμμα που θα έπληττε εξίσου όλες τις κοινωνικές ομάδες αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολο να εφαρμοστεί από ένα πρόγραμμα που κάνει διακρίσεις σε βάρος κάποιων κοινωνικών ομάδων ευνοώντας ορισμένες άλλες. Πρέπει λοιπόν η κυβέρνηση να φροντίσει ώστε να πάρει με το μέρος της ένα μέρος του κόσμου, στην ανάγκη φορτώνοντας δυσανάλογα και με πολύ βαριά μέτρα ορισμένες κοινωνικές ομάδες (σελ. 38).
Με άλλα λόγια, το αποικιοκρατικό διαίρει και βασίλευε. Τα όπλα των κυριάρχων είναι λίγα και δοκιμασμένα – αλλά η εξακολουθητική αποτελεσματικότητά τους βασίζεται στην αδυναμία των κυριαρχημένων να διδαχθούν ιστορικά.
Και τώρα ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο, που μοιάζει να εξαγγέλλει την «απροσδόκητη» ελληνική εμπειρία, 15 χρόνια πριν ανακύψει:
Αν η κυβέρνηση, φοβούμενη την αντιπολίτευση, περιμένει να ξεσπάσει δημοσιοοικονομική κρίση για ν’ αρχίσει να παίρνει μέτρα, τότε θα έχει πολύ μικρότερα περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση πολιτικής κρίσης. Κάτι που μπορεί να κάνει, είναι να καλέσει σε βοήθεια το ΔΝΤ και να επωφεληθεί από αυτό και σε πολιτικό επίπεδο, γιατί θα μπορεί να απαντάει σε όσους αντιδρούν ότι τα μέτρα προβλέπονται από τη συμφωνία που επέβαλε το ΔΝΤ και είναι υποχρεωμένη να τα πάρει θέλοντας και μη (σελ. 40).
Όποιος κοιτούσε τί συνέβαινε έξω από τον Ευρώπη (και τις ΗΠΑ) εδώ και τριάντα χρόνια θα έπρεπε να είναι αρκετά προετοιμασμένος. Η ευμάρεια όμως ως γνωστόν, ιδίως όταν προέρχεται από το αίμα αόρατων άλλων, αποβλακώνει.
Αρκεί όμως ως εδώ. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν αβίαστα είναι πολλά και οδυνηρά, κάποια από τα οποία ήδη υπαινίχθηκα. Πέρα από την –δεδομένη και αυτονόητη για μας– κτηνωδία των κυρίαρχων ελίτ, εκείνο που φωτογραφίζεται μέσ’ από το παραπάνω κείμενο είναι, θεωρώ, μίααντικειμενική ιστορική συνθήκη, απέναντι στην οποία συνεχίζουν να εθελοτυφλούν οι μεσαίες τάξεις που απαρτίζουν τον κορμό των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών (μη εξαιρουμένου μεγάλου κομματιού της κοινοβουλευτικής αριστεράς), νανουριζόμενες ακόμα με φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά όνειρα. Χαρακτηριστικά της είναι: πρώτον, η εξάλειψη οιουδήποτε ίχνους δημοκρατίας υπό τη διττή έννοια της εκπροσώπησης σε κρατικό πολιτειακό επίπεδο (τη συμβατική δηλαδή έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) όσο και της συλλογικής διαβούλευσης περί τα κοινά (την ουσιώδη έννοια της ριζικής δημοκρατίας), γνώρισμα που ιδιάζει ακριβώς στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Δεύτερον, η μετάλλαξη των διεθνών οργανισμώνπου δημιουργήθηκαν μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ με διακηρυγμένο σκοπό την παγκόσμια ειρήνη και συνεργασία, σε εργαλεία ωμής καθυπόταξης των λαών στις βουλήσεις και τα συμφέροντα μιας παγκόσμιας, σχετικά ολιγάριθμης αλλά άκρως ενοποιημένης ολιγαρχίας. Τρίτον, η αλλαγή λειτουργίας του παγκόσμιου καπιταλισμού, από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1970, στο πλαίσιο της οποίας οι καταστροφικές κρίσεις που ισοδυναμούν με θυσία αναρίθμητων ζωών δεν αποτελούν τυχαία δυσάρεστη παρενέργεια αλλά επιθυμητό και προβλεπόμενο συστατικό.
Και γεννάται μοιραία το ερώτημα: ποιο είναι αυτό το νέο μοντέλο καπιταλισμού και τί έρχεται να αντικαταστήσει; Ο όρος «νεοφιλελευθερισμός», που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς για να περιγράψει τις νέες οικονομικές στρατηγικές τής εν λόγω περιόδου, είναι ανεπαρκής ως περιγραφή και παραπλανητικός ως ερμηνεία. Ο όρος «κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση» είναι διπλωματικά αόριστος και δεν αποκαλύπτει την ιδιάζουσα δομή του παγκόσμιου συστήματος που, σε μορφολογικό επίπεδο, μοιάζει να έχει πραγματώσει ιδεοτυπικά το κύριο γνώρισμα ολοκληρωτισμού: την ολοσχερή, αρραγή συγχώνευση πολιτικής χειραγώγησης και οικονομικής εκμετάλλευσης. Αυτό θα προσπαθήσω να συζητήσω στο επόμενο άρθρο.
Οι οδηγίες είναι πολλές και κατά τόπους αρκετά τεχνικές. Ιδού ωστόσο ένα νευραλγικό σημείο:
Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα σταθερότητας ενάντια στη θέληση ολόκληρης της κοινής γνώμης. Ένα πρόγραμμα που θα έπληττε εξίσου όλες τις κοινωνικές ομάδες αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολο να εφαρμοστεί από ένα πρόγραμμα που κάνει διακρίσεις σε βάρος κάποιων κοινωνικών ομάδων ευνοώντας ορισμένες άλλες. Πρέπει λοιπόν η κυβέρνηση να φροντίσει ώστε να πάρει με το μέρος της ένα μέρος του κόσμου, στην ανάγκη φορτώνοντας δυσανάλογα και με πολύ βαριά μέτρα ορισμένες κοινωνικές ομάδες (σελ. 38).
Με άλλα λόγια, το αποικιοκρατικό διαίρει και βασίλευε. Τα όπλα των κυριάρχων είναι λίγα και δοκιμασμένα – αλλά η εξακολουθητική αποτελεσματικότητά τους βασίζεται στην αδυναμία των κυριαρχημένων να διδαχθούν ιστορικά.
Και τώρα ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο, που μοιάζει να εξαγγέλλει την «απροσδόκητη» ελληνική εμπειρία, 15 χρόνια πριν ανακύψει:
Αν η κυβέρνηση, φοβούμενη την αντιπολίτευση, περιμένει να ξεσπάσει δημοσιοοικονομική κρίση για ν’ αρχίσει να παίρνει μέτρα, τότε θα έχει πολύ μικρότερα περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση πολιτικής κρίσης. Κάτι που μπορεί να κάνει, είναι να καλέσει σε βοήθεια το ΔΝΤ και να επωφεληθεί από αυτό και σε πολιτικό επίπεδο, γιατί θα μπορεί να απαντάει σε όσους αντιδρούν ότι τα μέτρα προβλέπονται από τη συμφωνία που επέβαλε το ΔΝΤ και είναι υποχρεωμένη να τα πάρει θέλοντας και μη (σελ. 40).
Όποιος κοιτούσε τί συνέβαινε έξω από τον Ευρώπη (και τις ΗΠΑ) εδώ και τριάντα χρόνια θα έπρεπε να είναι αρκετά προετοιμασμένος. Η ευμάρεια όμως ως γνωστόν, ιδίως όταν προέρχεται από το αίμα αόρατων άλλων, αποβλακώνει.
Αρκεί όμως ως εδώ. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν αβίαστα είναι πολλά και οδυνηρά, κάποια από τα οποία ήδη υπαινίχθηκα. Πέρα από την –δεδομένη και αυτονόητη για μας– κτηνωδία των κυρίαρχων ελίτ, εκείνο που φωτογραφίζεται μέσ’ από το παραπάνω κείμενο είναι, θεωρώ, μίααντικειμενική ιστορική συνθήκη, απέναντι στην οποία συνεχίζουν να εθελοτυφλούν οι μεσαίες τάξεις που απαρτίζουν τον κορμό των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών (μη εξαιρουμένου μεγάλου κομματιού της κοινοβουλευτικής αριστεράς), νανουριζόμενες ακόμα με φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά όνειρα. Χαρακτηριστικά της είναι: πρώτον, η εξάλειψη οιουδήποτε ίχνους δημοκρατίας υπό τη διττή έννοια της εκπροσώπησης σε κρατικό πολιτειακό επίπεδο (τη συμβατική δηλαδή έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) όσο και της συλλογικής διαβούλευσης περί τα κοινά (την ουσιώδη έννοια της ριζικής δημοκρατίας), γνώρισμα που ιδιάζει ακριβώς στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Δεύτερον, η μετάλλαξη των διεθνών οργανισμώνπου δημιουργήθηκαν μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ με διακηρυγμένο σκοπό την παγκόσμια ειρήνη και συνεργασία, σε εργαλεία ωμής καθυπόταξης των λαών στις βουλήσεις και τα συμφέροντα μιας παγκόσμιας, σχετικά ολιγάριθμης αλλά άκρως ενοποιημένης ολιγαρχίας. Τρίτον, η αλλαγή λειτουργίας του παγκόσμιου καπιταλισμού, από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1970, στο πλαίσιο της οποίας οι καταστροφικές κρίσεις που ισοδυναμούν με θυσία αναρίθμητων ζωών δεν αποτελούν τυχαία δυσάρεστη παρενέργεια αλλά επιθυμητό και προβλεπόμενο συστατικό.
Και γεννάται μοιραία το ερώτημα: ποιο είναι αυτό το νέο μοντέλο καπιταλισμού και τί έρχεται να αντικαταστήσει; Ο όρος «νεοφιλελευθερισμός», που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς για να περιγράψει τις νέες οικονομικές στρατηγικές τής εν λόγω περιόδου, είναι ανεπαρκής ως περιγραφή και παραπλανητικός ως ερμηνεία. Ο όρος «κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση» είναι διπλωματικά αόριστος και δεν αποκαλύπτει την ιδιάζουσα δομή του παγκόσμιου συστήματος που, σε μορφολογικό επίπεδο, μοιάζει να έχει πραγματώσει ιδεοτυπικά το κύριο γνώρισμα ολοκληρωτισμού: την ολοσχερή, αρραγή συγχώνευση πολιτικής χειραγώγησης και οικονομικής εκμετάλλευσης. Αυτό θα προσπαθήσω να συζητήσω στο επόμενο άρθρο.
_______________________________________________
Aπό: http://www.e-dromos.gr/manifesto
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου