Ετικέτες

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Περί «κοινών»




Μ. (αναδημοσίευση από Blaumachen)
Τα «κοινά» ως προγραµµατική µορφή της θεωρίας
Το ζήτηµα της «ανάκτησης», της «αποπερίφραξης», της «επανοικειοποίησης» ή/και της παραγωγής των «κοινών», και της συγκρότησής τους ως µιας µορφής «κοινωνικής δύναµης» απέναντι στο κεφάλαιο, µέσα από την αυτοοργάνωση και την αυτοδιαχείριση, την «άµεση δηµοκρατία» και την «αλληλέγγυα και συνεργατική οικονοµία», τίθεται σήµερα µε επιτακτικό τρόπο από διάφορες σκοπιές, και µε διαφορετικό πολλές φορές σηµαινόµενο[1], µέσα στο κίνηµα. Η παραγωγή και η διαχείριση των «κοινών» παρουσιάζεται όχι µόνο ως η «απάντηση των από κάτω στην κρίση», δηλαδή σαν ένα ζωτικό ζήτηµα που αφορά στην επιβίωση των προλετάριων, αλλά και ως πολιτικό πρόταγµα. Με ιδεολογικούς όρους αυτό σηµαίνει πως δεν παρουσιάζεται πλέον µόνο ως «εναλλακτισµός», δηλαδή ως αυτό που το κίνηµα της αντιπαγκοσµιοποίησης συνόψιζε στο σύνθηµα «ένας άλλος κόσµος είναι εφικτός», αλλά παρουσιάζεται από κάποια κοµµάτια του κινήµατος και ως το περιεχόµενο της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου.
Στο πλαίσιο αυτό αποδίδεται στα «κοινά» µια εγγενής αντικαπιταλιστική δυναµική, καθώς θεωρείται ότι παράγουν, εδώ και τώρα, µια κοινωνική µορφή οργάνωσης πέρα από το κεφάλαιο. Όπως εµφατικά αναφέρει ο υπότιτλος της έκδοσης Commons vs Crisis, «η έξοδος από την κρίση, τον καπιταλισµό και κάθε ετερονοµία περνάει µέσα από τον αγώνα για τα κοινά».[2]

Η ρητορική αυτή, περί εθελούσιας «εξόδου» από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κεφαλαίου, µμετατοπίζει το κέντρο βάρους από την επαναστατική προοπτική στην οικοδόμηση µιας «εναλλακτικής κοινωνίας» εντός του καπιταλισμού, σαν να µμπορεί να συνυπάρξει ο «µη-καπιταλισµός» µε τον καπιταλισμό. Μοιάζει σαν η επανάσταση, νοούμενη ως η κατάργηση των τάξεων και όλων των διαχωρισμών και των µμεσολαβήσεων, να είναι πια µια παρωχημένη ιδέα που πρέπει να την εγκαταλείψουμε ή ένα αδύνατο πλέον ενδεχόμενο. Έτσι η επανάσταση µμπορεί να υποκατασταθεί µε τη διεύρυνση και τη δικτύωση των «ρωγµών» που παράγονται διαρκώς µε τη µμορφή εναλλακτικών εγχειρημάτων αυτοοργάνωσης ως αντίσταση των από κάτω στην καταπίεση και την εκμετάλλευση που επιβάλλει το κεφάλαιο. Σύµφωνα µε αυτή την οπτική, αρκεί οι ρωγµές να πολλαπλασιαστούν για να κλονιστεί και να καταρρεύσει το καπιταλιστικό οικοδόμημα, θάβοντας µια για πάντα «κάθε ετερονομία» στα συντρίμμια του.
Υπάρχει όµως µμεγάλη διαφορά ανάµεσα στην αναζήτηση απαντήσεων στο άµεσο πρακτικό ζήτηµα τού πώς θα επιβιώσουμε ως τάξη[3] µέσα στην κρίση, εντός του καπιταλισμού, και µιας θεωρίας που παρουσιάζεται µε πολιτικούς όρους, σαν ένα «πρόγραµµα» για την «έξοδο» από τον καπιταλισµό και την κοινωνική απελευθέρωση, µιας θεωρίας που επιδιώκει, µε άλλα λόγια, να δώσει µια «άµεση» και «ρεαλιστική» απάντηση στο διαρκώς επίκαιρο ερώτηµα: «τι να κάνουµε;».[4]
Εξίσου µεγάλη διαφορά υπάρχει ανάµεσα στη θεωρία των κοινών ως «προγράµµατος κοινωνικής απελευθέρωσης» και µια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης της κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο, δηλαδή κατάργησης «όλων των σηµερινών κατηγοριών µέσα στις οποίες ορίζονται το κεφάλαιο και οι τάξεις: ανταλλαγή, αξία, κράτος, ύπαρξη των τάξεων ως ιδιαιτεροποίηση της κοινότητας, καταµερισµός της εργασίας, ιδιοκτησία, σύστηµα της µισθωτής εργασίας, συσσώρευση, παραγωγικές δυνάµεις, επιχειρηµατικό πλαίσιο, ύπαρξη και άρα διαχείριση της οικονοµίας».[5] Η κριτική στη θεωρία των «κοινών» γίνεται από αυτή τη σκοπιά, έτσι καθίστανται προφανή τα ιδεολογικά σχήµατα µε τα οποία µια νέα µορφή «εναλλακτικού σχεδίου» εµφανίζεται ως τάση µέσα στο ίδιο το κίνηµα και µετατρέπεται έτσι σε αντικειµενικό όριό του, όριο που, από τη σκοπιά µιας θεωρίας της παραγωγής της επανάστασης, ξεπερνιέται µέσα στους ίδιους τους ταξικούς αγώνες της περιόδου. Η παραγόµενη επανάσταση της τρέχουσας περιόδου είναι το ξεπέρασµα αυτού του ορίου, η κοµµουνιστικοποίηση σε ενεστώτα χρόνο, και όχι η «επιβεβαίωση της τάξης», η αυτοοργάνωση (ως τάξη) και η αυτοδιαχείριση[6] των «κοινών».
Αυτή η σύγχρονη µορφή του «προγραµµατισµού», [7]ως ορίζοντας της επανάστασης, έχει καταστεί το προνοµιακό πεδίο σύγκλισης αριστεριστών και αναρχικών/αυτόνοµων/αντιεξουσιαστών καθώς η εξέλιξη της ταξικής πάλης µοιάζει εγκλωβισµένη στην αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου, στη διευρυµένη αναπαραγωγή του ως κοινωνικής ολότητας. Η «ανασύνθεση» του επαναστατικού Υποκειµένου, που ταλανίζει τη θεωρία µετά την «αποσύνθεση» της παραδοσιακής εργατικής ταυτότητας, την εξαφάνιση κάθε επαναστατικού ορίζοντα ως τάξης δι’ εαυτή, αποκτά τώρα τα χαρακτηριστικά µιας αφηρηµένης υποκειµενικότητας που αυτοσυγκροτείται όχι βάσει δοµικών προσδιορισµών, σε σχέση δηλαδή µε τα µέσα παραγωγής και τον κοινωνικό καταµερισµό της εργασίας, αλλά στη βάση της παραγωγής και αναπαραγωγής των «κοινών».
Αν η «αυτοοργάνωση των εργατών» έχει µετατραπεί σε «αυτοδιαχείριση των κοινών» και η «συνείδηση της τάξης δι’ εαυτήν» σε «κοινή ανθρώπινη συνείδηση», πρέπει να αναρωτηθούµε τι έχει αλλάξει στο µεσοδιάστηµα και γιατί η ήττα του εργατικού κινήµατος και η εξαφάνιση της εργατικής ταυτότητας ως καθοριστικού στοιχείου της ταξικής πάλης µε την επικράτηση του νεοφιλελευθερισµού (αποτέλεσµα της πρώτης φάσης της αναδιάρθρωσης) και του χρηµατοπιστωτικού καπιταλισµού, καθώς και η τρέχουσα κρίση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, καθιστά αναγκαία την επαναδιατύπωση του «προγράµµατος» της χειραφέτησης µε τη µορφή µιας θεωρίας των «κοινών».
Η απάντηση σε αυτό το ερώτηµα µπορεί να δοθεί µόνο όταν αυτό τεθεί σε σχέση µε την ιστορική παραγωγή της επανάστασης της περιόδου. Ακριβώς επειδή στην τρέχουσα περίοδο η επανάσταση δεν παράγεται ως αυτοεπιβεβαίωση της εργατικής τάξης, στη βάση αυτού που είναι η εργατική τάξη, δηλαδή ο ένας πόλος της αντιφατικής σχέσης κεφάλαιο στην αµοιβαία (αν και ασύµµετρη) σχέση συνεπαγωγής τους, αλλά παράγεται από την σύγκλιση πολλαπλών αντιφάσεων όπως αυτές συναρθρώνονται µε την καθοριστική αντίφαση, την εκµετάλλευση, η υπέρβαση του καπιταλισµού µπορεί να τεθεί προγραµµατικά, ως θεωρία, µόνο µε όρους που επανατοποθετούν την αντιφατική σχέση κεφαλαίου-εργασίας ως αντίθεση δύο ξεχωριστών και ανεξάρτητων µεταξύ τους υποκειµένων.[8] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όµως, η αµοιβαία σχέση συνεπαγωγής κεφαλαίου-εργασίας, η οποία καθιστά την ταξική πάλη την εσωτερική δυναµική της αντίφασης εν κινήσει, και άρα την ίδια την προϋπόθεση της κατάργησής της, παρουσιάζεται σαν «οντολογική» σύγκρουση, υποβαθµίζοντας την ιστορική παραγωγή της επανάστασης ως κατάργηση της αντίφασης. Στη θέση της ιστορίας τοποθετείται η υπερ-ιστορική υπόσταση της ανθρώπινης «ουσίας» που εµµένει στο κοινοτικό είναι της, σε έναν διαρκή αγώνα ζωής και θανάτου µε το κεφάλαιο µέχρι την «τελική νίκη».
Παράγεται έτσι, σε εννοιολογικό επίπεδο, µια νέα αντίθεση οι πόλοι της οποίας είναι τα «κοινά» και το κεφάλαιο. Οι άνθρωποι παράγουν «κοινά» ή είναι οµότιµοι χρήστες «κοινών», το κεφάλαιο «περιφράσσει» τα κοινά, τα «αρπάζει», τα µετατρέπει σε ατοµική ιδιοκτησία και τα εµπορευµατοποιεί προκειµένου να συνεχίσει η συσσώρευση. Αυτή η «ληστρική» τάση του κεφαλαίου βρίσκει αντιστάσεις και παράγει αγώνες που ως περιεχόµενό τους έχουν τα «κοινά». Η δυναµική που παράγει αυτή την αντίθεση είναι ηπρωταρχική συσσώρευση, η διαδικασία αποχωρισµού των παραγωγών από τα µέσα παραγωγής που αρχικώς τέθηκε ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά «από τη στιγµή που η κεφαλαιοκρατική παραγωγή στέκει πια στα δικά της τα πόδια, δε διατηρεί µόνο αυτό το χωρισµό, µα και τον αναπαράγει σε ολοένα αυξανόµενη κλίµακα».[9]
Γι’ αυτό και στο πλαίσιο της θεωρίας των «κοινών» η πρωταρχική συσσώρευση είναι µια διαδικασία που διαρκώς επαναλαµβάνεται ως διαρκής (ή συνεχιζόµενη) πρωταρχική συσσώρευση, χωρίς την οποία το κεφάλαιο δεν µπορεί να επεκταθεί και να ξεπεράσει τις κρίσεις του. Σε αυτή την «ερµηνεία» της µαρξικής θεωρίας εντοπίζεται κατά τη γνώµη µας το µεθοδολογικό σφάλµα. Η θεωρία των «κοινών» εκκινεί την ανάλυση από τον άνθρωπο (σε αντίθεση µε τον Μαρξ που τόνιζε ότι «η αναλυτική µέθοδός µου δεν εκκινεί από τονάνθρωπο, αλλά από την οικονοµικά δεδοµένη περίοδο της κοινωνίας»[10]), από την υπεριστορική «κοινοτική ουσία» η οποία «αλλοτριώνεται» στην καπιταλιστική σχέση. Η έννοια της διαρκούς πρωταρχικής συσσώρευσης διατηρεί τη στιγµή του διαχωρισµού των παραγωγών από τα µέσα παραγωγής τους σαν σηµείο έντασης µεταξύ της «αυτονοµίας» και της υποταγής των ανθρώπων στο κεφάλαιο, ως τη θεµελιώδη αντίθεση «κοινών» και κεφαλαίου. Με αυτήν ερµηνεύεται τόσο ο ιµπεριαλισµός, ως καταλήστευση του Τρίτου κόσµου, όσο και η εµβάθυνση της εκµετάλλευσης των εργαζοµένων ως κυριαρχία του κεφαλαίου.[11]
Εκείνο που συσκοτίζει εν τέλει η θεωρία των «κοινών» είναι ότι η «αρπαγή» δεν είναι ποτέ άµεση, γι’ αυτό άλλωστε δεν έχει νόηµα να αποκαλούµε την απόσπαση υπεραξίας «αρπαγή», συγχέοντας τον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παραγωγή υπεραξίας) µε κάθε άλλον τρόπο παραγωγής.
Στον καπιταλισµό η εκµετάλλευση είναι µεσολαβηµένη από τον φετιχισµό του εµπορεύµατος και του κεφαλαίου, και από το κράτος. Το εµπειρικό δεδοµένο ότι όλα ανταλλάσσονται µε το ισοδύναµό τους είναι µεσολαβηµένο από τη φετιχιστική λειτουργία του κεφαλαίου, και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το ιδιόµορφο εµπόρευµα εργασιακή δύναµη αγοράζεται όπως όλα τα εµπορεύµατα ως αξία χρήσης, η κατανάλωση της οποίας παράγει περισσότερη αξία απ’ όσο κοστίζει η αγορά της, παράγει δηλαδή υπεραξία την οποία καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης ως απλήρωτη εργασία, εργασία που δεν του έχει κοστίσει ούτε ένα σεντ. Η εκµετάλλευση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ποτέ δεν εµφανίζεται ως τέτοια λόγω των δοµικής µεσολάβησης µορφών όπως ο µισθός, το κέρδος κ.λπ. Δεν τίθεται, λοιπόν, ζήτηµα «αρπαγής». Η αρπαγή συντελέσθηκε µε τον διαχωρισµό από τα µέσα παραγωγής (την ελευθερία). Στην καπιταλιστική κοινωνία, ο προλετάριος, ως εργασιακή δύναµη, ανήκει εξαρχής στο κεφάλαιο, είναι µέρος του. Άρα λαµβάνει µόνο ό,τι χρειάζεται για να αναπαράγεται (ως εργασιακή δύναµη, καθώς δεν είναι τίποτε άλλο). Δεν του αρπάζουν µέρος του προϊόντος, το προϊόν ανήκει εξαρχής στον καπιταλιστή.
Με άλλα λόγια, οι έννοιες της «λεηλασίας» και της «αρπαγής» δεν έχουν καµία θεωρητική αξία ως εργαλεία ανάλυσης, αφού στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η απόσπαση της υπεραξίας (εκµετάλλευση) µεσολαβείται και φενακίζεται από τη νοµική µορφή του συµβολαίου, την ελεύθερη συµφωνία µεταξύ ελεύθερων προσώπων που καθιστά δυνατή τη µετατροπή της εργασιακής δύναµης σε εµπόρευµα, προσδίδοντας στην εκµετάλλευση την ειδικά καπιταλιστική µορφή της ως απόσπαση υπεραξίας και επικυρώνει τον ρόλο του κράτους ως απαραίτητης µορφής κοινωνικής οργάνωσης που εγγυάται το γενικό συµφέρον (δηλαδή το συµφέρον της άρχουσας τάξης) και τη νοµιµότητα (δηλαδή την οµαλότητα της εκµετάλλευσης).
Ο ορισµός των «κοινών» και η ιστορία
Στην πιο συµβατική εκδοχή, ο ορισµός των «κοινών» περιλαµβάνει την ταξινόµηση σε τρεις γενικές κατηγορίες: «τα φυσικά κοινά (αέρας, θάλασσες, ποτάµια, λίµνες, δάση, φυσικοί πόροι, κτλ.), τα δηµόσια κοινά (υποδοµές, οδικά δίκτυα, δίκτυα µεταφορών, τηλεπικοινωνίες, εκπαίδευση, υγεία, δίκτυα κοινής ωφέλειας κτλ.) και τα πολιτισµικά κοινά (γλώσσες, επιστήµες, τέχνες, πολιτιστική κληρονοµιά, διαδίκτυο, κτλ.). Παραλλαγές και διαφοροποιήσεις στην ταξινόµησή τους υπάρχουν αρκετές, όπως είναι τα περιβαλλοντικά κοινά (ποιότητα του αέρα, πανίδα, χλωρίδα), τα γενετικά κοινά (γονίδια), τα ενεργειακά κοινά (φυσικοί πόροι), τα επικοινωνιακά κοινά (ηλεκτροµαγνητικό φάσµα), τα πληροφοριακά κοινά (διαδίκτυο, ανοικτό και ελεύθερο λογισµικό)».[12]
Αυτός ο περιγραφικός κατά κύριο λόγο ορισµός της έννοιας των «κοινών» δεν µπορεί φυσικά να είναι ικανοποιητικός από θεωρητική άποψη, καθώς παραµένει πολύ γενικός και αφηρηµένος, και λίγο-πολύ πολιτικά ουδέτερος. Αν ακολουθήσουµε τη λογική συνεπαγωγή του, θα µπορούσαµε να συµπεριλάβουµε στα «κοινά» όλα εκείνα που περιλαµβάνονται στις κατηγορίες άνθρωπος-φύση-κοινωνία σε κάθε ιστορική περίοδο[13],παραγνωρίζοντας τις εκάστοτε ιστορικά συγκεκριµένες µορφές οργάνωσης των οικονοµικών, πολιτικών και ιδεολογικών κοινωνικών σχέσεων, που σαν περιεχόµενό τους έχουν τον ανταγωνισµό για την παραγωγή, την κατοχή, τη νοµή και τη διανοµή των «κοινών» (τρόπος παραγωγής).
Από την άλλη, αυτή η «ουδετερότητα» ανάλογων ορισµών, που παρουσιάζεται ως επιστηµονικός λόγος που ταξινοµεί, δεν είναι και τόσο αθώα όσο φαίνεται εν πρώτοις. Στην πραγµατικότητα, συµβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι τρεις γενικές κατηγορίες ταξινόµησης είναι αστικές κατηγορίες (φύση-κοινωνία-πολιτισµός), εµπεριέχουν την έννοια της αξιολόγησης, µε την έννοια ότι διαχωρίζουν αρχικώς, για να εξισώσουν σε δεύτερη κίνηση, διαφορετικής τάξης και ποιότητας πράγµατα, αποδίδοντάς τους ως κοινή «ουσία» που τα καθιστά συγκρίσιµα και δυνάµενα να ταξινοµηθούν τη χρηστική τους αξία, την «ωφελιµότητά τους για τους ανθρώπους». Αυτή η αφαίρεση από τις συγκεκριµένες κοινωνικές σχέσεις που αφορούν στη διαχείριση, τον έλεγχο, και κυρίως την προστασία των «κοινών», αποτελεί θεµελιώδη προϋπόθεση της αστικής ουτοπίας για την «παγκόσµια κοινότητα», το «παγκόσµιο κράτος».[14]
Μια πιο πολιτικά στοχευµένη εκδοχή ορισµού των «κοινών», που εγγράφει την έννοια αυτή µέσα στην ταξική πάλη, είναι η προσέγγιση των αυτόνοµων µαρξιστών, σύµφωνα µε την οποία: «τα κοινά (commons) εµπεριέχουν ταυτόχρονα τρία θεµελιώδη χαρακτηριστικά: τους κοινούς πόρους (pooled resources), τις κοινότητες (community) και τις σχέσεις που δηµιουργούν κοινά (commoning). Τα άτοµα τα οποία µέσα από σχέσεις δηµιουργίας κοινών (commoning) συγκροτούν χειραφετητικές κοινότητες (community) που αυτοδιαχειρίζονται µε µη εµπορικούς τρόπους µοιράσµατος τους κοινούς πόρους (pooled resources) αποκαλούνται “commoners”.
Η αγγλική έννοια των “commoners” προέρχεται από την ονοµασία των χωρικών του ύστερου µεσαίωνα στην Αγγλία, οι οποίοι δεν ήταν δουλοπάροικοι αλλά ελεύθεροι αγρότες που διαχειρίζονταν από κοινού κοινές-κοινοτικές γαίες, οι οποίες τους παρείχαν τις πρώτες ύλες (βοσκοτόπια, ξυλεία, τύρφη, θεραπευτικά βότανα) για τη διαβίωσή τους, και ήταν αυτοί και αυτές που εξεγέρθηκαν ενάντια στις διαδικασίες των περιφράξεων και της πρωταρχικής συσσώρευσης κατά την ανάδυση του καπιταλισµού.[15] Η έννοια των “commoners” επανέρχεται σήµερα στο πολιτικό λεξιλόγιο, κυρίως από τους αυτόνοµους µαρξιστές, ως χαρακτηρισµός των υποκειµένων που µέσα από διαδικασίες αγώνα και χειραφετητικές κοινότητες αποπεριφράσσουν-ανακτούν (reclaim) τον κλεµµένο από το κεφάλαιο κοινωνικό πλούτο (common wealth) και µέσα από κοινοτικές σχέσεις (commoning) συνθέτουν τα κοινά.[16] Ιδιαίτερα επεξηγηµατικός είναι ο ορισµός των κοινών που δίνει ο De Angelis […] αναλύοντας τα τρία συστατικά τους: “Τα κοινά δεν είναι απλώς πόροι τους οποίους µοιραζόµαστε. Για να αντιληφθούµε τα κοινά πρέπει να συµπεριλάβουµε τρία πράγµατα την ίδια στιγµή. Πρώτα από όλα, τα κοινά περιλαµβάνουν κάποιου είδους κοινούς πόρους, οι οποίοι γίνονται αντιληπτοί ως µη εµπορικά µέσα για την εκπλήρωση των αναγκών των ανθρώπων. Δεύτερον, τα κοινά οπωσδήποτε δηµιουργούνται και διατηρούνται από κοινότητες. Επιπρόσθετα σε αυτά τα δύο στοιχεία –τους κοινούς πόρους και τις κοινότητες– το τρίτο και πιο σηµαντικό στοιχείο για να αντιληφθούµε τα κοινά είναι το ρήµα ‘to common’ (σχέσεις που δηµιουργούν κοινά). Πρόκειται για την κοινωνική διαδικασία η οποία δηµιουργεί και αναπαράγει τα κοινά”».[17]
Η υπεριστορικότητα που διαφαίνεται στον παραπάνω ορισµό µε την αναφορά στους «commoners» και τα προκαπιταλιστικά «κοινά» γίνεται σαφέστερη στην ανάπτυξη του ορισµού από τον Caffentzis: «[…] τα κοινά έχουν χρησιµοποιηθεί από αντικαπιταλιστές για να δείξουν ότι οι συλλογικές µη καπιταλιστικές µορφές οργάνωσης της υλικής ζωής είναι ακόµα ζωντανές και αγωνίζονται σε όλο τον κόσµο υπό δυο έννοιες: 1) τα προκαπιταλιστικά κοινά που ακόµα υπάρχουν και η επιβίωση δισεκατοµµυρίων ανθρώπων εξαρτάται από αυτά (π.χ. οι µορφές κοινωνικής συνεργασίας εξαρτώνται από αυτά τα κοινά και κάνουν εφικτή της επιβίωση όλων αυτών που ζουν µε λιγότερο από ένα δολάριο την µέρα – θεωρητικά θα ήταν αδύνατο να ζήσουν), 2) την ανάδυση νέων κοινών, ειδικά στην οικολογική και ενεργειακή σφαίρα και στα πεδία των υπολογιστών και της πληροφορικής. Με άλλα λόγια, τα κοινά φέρνουν κοντά προκαπιταλιστικές και µετακαπιταλιστικές µορφές κοινωνικής συνεργασίας σε ένα είδος χρονικής δίνης που αποφεύγει την ολοκληρωτική λογική του νεοφιλελευθερισµού»[18].
Η «χρονική δίνη» που περιγράφει εδώ ο Caffentzis µοιάζει να καταπίνει και να εξαφανίζει την ιστορία πέντε σχεδόν αιώνων που µεσολαβεί µεταξύ προκαπιταλιστικών και µετακαπιταλιστικών µορφών «κοινωνικής συνεργασίας», δηλαδή το πώς τα «κοινά» παίρνουν σε µια συγκεκριµένη ιστορική περίοδο τη µορφή του κεφαλαίου και του αστικού κράτους και πώς η συνεργασία γίνεται η κινητήρια δύναµη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Πρωτίστως αγνοεί το πιο σηµαντικό: ότι οι µορφές αυτές δεν µπορούν ποτέ να είναι ταυτόσηµες ούτε να έχουν το ίδιο περιεχόµενο, ακριβώς λόγω της περιόδου που µεσολαβεί και που εγγράφει αυτές τις µορφές σε τελείως διαφορετικές ιστορικές φάσεις ανάπτυξης του κεφαλαίου, κυρίως σε σχέση µε την τυπική και την πραγµατική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, άρα σε σχέση µε την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναµης και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ως κινούµενη αντίφαση που παράγεται ιστορικά, ως ταξική πάλη.[19]
Δεν είναι ασφαλώς χωρίς σηµασία η θεµελίωση της θεωρίας των «κοινών» στο παράδειγµα των κοινοτικών γαιών. Οι «περιφράξεις», δηλαδή η απαλλοτρίωση των κοινοτικών γαιών από τους ιδιώτες και το κράτος, αποτελούν κοµβική στιγµή της ιστορικής διαδικασίας που δηµιούργησε τις προϋποθέσεις τόσο για την εµπορευµατοποίηση της γης και της αγροτικής παραγωγής όσο και για την απαραίτητη για την ανάπτυξη του κεφαλαίου προλεταριοποίηση τού µέχρι τότε λίγο-πολύ αυτοσυντηρούµενου, αλλά σε καµία περίπτωση «ελεύθερου» και «αυτόνοµου», όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, αγροτικού πληθυσµού (πρωταρχική συσσώρευση).
Από τη µία, η θεµελίωση αυτή του ορισµού των «κοινών» επιδιώκει να αποφυσικοποιήσει τις κατηγορίες του κεφαλαίου, και άρα να τους προσδώσει ιστορικό περιεχόµενο, από την άλλη, ωστόσο, αναπαράγει µια ουσιοκρατική αντίληψη για την ανθρώπινη κοινωνία, εµφανίζοντας τα «κοινά» σαν την αδιαφοροποίητη «ουσία» της, που εµπεριέχεται τόσο στις κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών-κυνηγών όσο και στη µελλοντική κοµµουνιστική κοινωνία. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη δεν είναι παρά µια ταυτολογία, δεν µας λέει τίποτε άλλο από το προφανές γεγονός ότι, εκ των πραγµάτων και εκ του ίδιου του ορισµού της κοινωνίας, τα «κοινά», όπως και η συνεργασία, δεν µπορούν παρά να είναι το υλικό υπόβαθρο κάθε κοινωνίας. Κυρίως, όµως, δεν εξετάζει κριτικά την ίδια την έννοια της κοινωνίας/κοινότητας.
Μένοντας προσκολληµένη σε µια ανθρωπιστική προοπτική, που ο ίδιος ο Μαρξ είχε διατυπώσει στα Χειρόγραφα του 1844, η θεωρία τον «κοινών» επαναφέρει «µια νατουραλιστική σύλληψη του κοµµουνισµού. Ο κοµµουνισµός νοείται ως επανασυµφιλίωση του ανθρώπου µε την εργασία του και µε τη φύση, συνεπώς µε την “κοινοτική ουσία” του, την οποία είχε καταργήσει η ατοµική ιδιοκτησία, καθιστώντας τον έτσι “ξένο προς τον εαυτό του”»[20].
Μπορούµε να ισχυριστούµε ότι, πράγµατι, µέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα (περίοδος της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο), οι προλετάριοι «ζουν σύµφωνα µε αξίες διαφορετικές από εκείνες της ατοµικής ιδιοκτησίας, του κέρδους, του πατριωτισµού και του αστικού ατοµικισµού»[21],  σχηµατίζοντας µια ανταγωνιστική δηµόσια σφαίρα, µια κοινότητα εργατών που µοιράζονται µια κοινή κουλτούρα και αναγνωρίζουν στην ίδια την υπόστασή τους ως προλετάριων τη δυνατότητα να «πάρουν τον κόσµο στα χέρια τους».
Σήµερα, στην τωρινή φάση της πραγµατικής υπαγωγής ολόκληρης της κοινωνίας στο κεφάλαιο[22] δεν µπορούµε πια να µιλάµε µε αυτούς τους όρους: η συµπεριφορά (οι πρακτικές) του ίδιου του προλεταριάτου, είτε αφορά στον τρόπο ζωής, στις αντιλήψεις και στις προσδοκίες είτε στους αγώνες, διαψεύδει κάθε επιβεβαίωση της εργατικής ταυτότητας, κάθε ενότητα. Οι προλετάριοι τώρα αναγνωρίζουν τη δική τους ύπαρξη µόνο στην αντιφατική σχέση τους µε το κεφάλαιο, σαν έναν εξωτερικό καθορισµό. Αυτό που τους «ενώνει», δηλαδή το ότι είναι προλετάριοι, δεν περιέχει καµία θετικότητα, καµία «ουσία» που πρέπει να απελευθερωθεί. Η µοναδική πραγµατική κοινότητα σήµερα είναι η «κοινότητα του κεφαλαίου» και η επανάσταση είναι η καταστροφή της.
Οι «στρεβλώσεις των κοινών» και η «παραγωγή του υποκειµένου»
Εκτός από µορφές «commoning» µε χειραφετητικό προσανατολισµό, το παράδοξο µε τα «κοινά» είναι ότι αποτελούν ταυτόχρονα στρατηγική επιλογή µιας πολιτικής νέου τύπου από τη σκοπιά της αναπαραγωγής του καπιταλισµού, που αναγνωρίζει τα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισµού και προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση του, την κρίση αναπαραγωγής του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Ενδεικτική της στρατηγικής αυτής του κεφαλαίου είναι η εµπειρία των κινηµάτων των «από κάτω» στην κεντρική και τη λατινική Αµερική, όπου η παραγωγή και αναπαραγωγή των «κοινών» άρχισε να χρηµατοδοτείται και να ενισχύεται από τις αριστερές κυβερνήσεις που έχουν κερδίσει µέσω εκλογών την εξουσία, αφοµοιώνοντας κοµµάτια του κινήµατος στον κρατικό σχεδιασµό, ενσωµατώνοντάς τα ταυτοχρόνως στους ιδεολογικούς µηχανισµούς του κράτους. Οι νέες τεχνικές διακυβέρνησης, ξεπερνούν το νεοφιλελεύθερο µοντέλο αφοµοιώνοντας τα δίκτυα κοινωνικής συνεργασίας και χρησιµοποιώντας τα ως πεδίο διάχυσης και άσκησης της εξουσίας µε έναν «ριζωµατικό» τρόπο. Η «παρασιτική» αυτή µορφή διακυβέρνησης οργανώνεται µέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες του «commoning», εξασφαλίζοντας υπό συγκεκριµένες προϋποθέσεις τις απαιτούµενες υλικές συνθήκες ανάπτυξής τους, προσδίδοντας θεσµική εγκυρότητα στις πρακτικές δηµόσιου διαλόγου και λήψης αποφάσεων. Από τη µία, διασφαλίζεται έτσι η αναπαραγωγή ενός µεγάλου κοµµατιού των κατώτερων τάξεων, χωρίς να θίγεται στον πυρήνα της η αναπαραγωγή της σχέσης κεφάλαιο. Αν και µέχρις ενός σηµείου βελτίωσε αντικειµενικά τις καθηµερινές συνθήκες διαβίωσης εκατοµµυρίων ανθρώπων[23], πράγµα αυτό καθαυτό πολύ σηµαντικό, δεν καταργεί την ταξική σχέση και την εκµετάλλευση που είναι η γενεσιουργός αιτία αυτών των συνθηκών[24]. Από την άλλη, όµως, εντάσσει όλες αυτές τις εναλλακτικές µορφές διακυβέρνησης στον κορµό της εθνικής αφήγησης, της ενότητας του λαού την οποία εγγυάται το κράτος.
Από τη σκοπιά της θεωρίας των «κοινών» αυτός ο κίνδυνος ενσωµάτωσης, που αναγνωρίζεται ως αντίφαση των «κοινών», επιχειρείται να ξεπεραστεί –µε έκδηλη θεωρητική αµηχανία– µε τη χρήση ηθικών όρων[25]. Τα «κοινά» µπορούν πράγµατι να ιδωθούν υπό «καπιταλιστική προοπτική», όπως επισηµαίνει ο Caffentzis[26], γεγονός που προκαλεί αναπόφευκτα σύγχυση. «Ένας από τους λόγους για αυτή τη σύγχυση είναι η έλλειψη αναγνώρισης µεταξύ των αντικαπιταλιστών ακτιβιστών και στοχαστών ότι η συζήτηση για τα κοινά είναι τόσο διπρόσωπη», διαπιστώνει ο ίδιος.
Προς επίρρωση αυτής της σύγχυσης ο Caffentzis καταφεύγει σε µια µάλλον ανορθόδοξη για µαρξιστή µεθοδολογία. Για να περισώσει τα «κοινά» από την «αρπακτική» τάση του καπιταλισµού, αναγκάζεται να διαχωρίσει τα «κοινά» σε «καλά» και «κακά». Με τα δικά του λόγια, υπάρχουν δύο είδη «κοινών»: «1) φιλο-καπιταλιστικά κοινά που είναι συµβατά µε την καπιταλιστική συσσώρευση και την ενισχύουν, και 2) αντι-καπιταλιστικά κοινά τα οποία είναι ανταγωνιστικά µε την καπιταλιστική συσσώρευση και την ανατρέπουν»[27].
Στο ίδιο µήκος κύµατος και ο De Angelis, ο οποίος διαχωρίζει τα «κοινά» από τα «διαστρεβλωµένα κοινά», τα οποία «βασίζονται στην κοινωνική αδικία»[28]. Αντιστοίχως, οι Χαρντ και Νέγκρι µιλούν για «διεφθαρµένη µορφή» του κοινού (το οποίο ορίζουν µε έναν πιο διευρυµένο όσο και γενικόλογο τρόπο, ως εκείνο που «όλοι µοιραζόµαστε και συµµετέχουµε σε αυτό»), η οποία εµφανίζεται µέσα στους τρεις σηµαντικότερους θεσµούς της καπιταλιστικής κοινωνίας: την οικογένεια, την εταιρεία και το έθνος. Όµως «[κ]αι οι τρεις αυτοί θεσµοί κινητοποιούν και προσφέρουν πρόσβαση στο κοινό, αλλά ταυτόχρονα το περιορίζουν, το διαστρέφουν και το παραµορφώνουν»[29].
Το πρόβληµα αυτό ωστόσο παραµένει ανεπίλυτο, αφού, όπως διαπιστώνει ο Caffentzis, «στην πραγµατικότητα, δεν είναι εύκολο να διακρίνουµε τις δυο πλευρές των κοινών. Οδηγούνε σε περισσότερη δύναµη για τους εργάτες ενάντια στο κεφάλαιο ή ενισχύουν την ικανότητα του κεφαλαίου για καλύτερη εκµετάλλευση των εργατών. Αυτή είναι µια λεπτή ερώτηση, µε εξίσου λεπτές απαντήσεις που εξαρτώνται από το πλαίσιο και τις αποδείξεις»[30].
Ό,τι αναγνωρίζεται από τη θεωρία των «κοινών» ως «στρεβλώσεις», «διεφθαρµένη µορφή» κ.λπ. δεν είναι παρά η σχέση αµοιβαίας συνεπαγωγής της µε τον νεοφιλελευθερισµό[31]. Η θεωρία των «κοινών» είναι πρωτίστως µια ερµηνεία του κύκλου αγώνων στην τρέχουσα περίοδο κρίσης του νεοφιλελευθερισµού, και του ορίζοντά του ως νίκης της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης. Ο νεοφιλελευθερισµός παρουσιάζεται ως µια µορφή συσσώρευσης µέσω της αρπαγής, του αποκλεισµού και του εκτοπισµού, τα «κοινά» γι’ αυτόν είναι απαραίτητα για να ξεπεράσει την κρίση του. Έτσι οι αγώνες εναντίον του παίρνουν αναπόφευκτα τη µορφή της υπεράσπισης των «κοινών», εναντιώνονται στις «νέες περιφράξεις»[32], στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στις τεχνικές εξατοµίκευσης και στη διάλυση του κοινωνικού ιστού (ο οποίος δεν πρέπει να ξεχνάµε βέβαια πως έχει υφανθεί στα εργοστάσια του φορντισµού και όχι στον αργαλειό της προκαπιταλιστικής κοινότητας). Δεν είναι όµως µόνο ο αυτοπροσδιορισµός της θεωρίας των «κοινών» ως λόγου ενάντια στον νεοφιλελευθερισµό που την καθιστά τον έναν πόλο της αντίθεσης, σε ιδεολογική αντιστοίχιση µε την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Τα «κοινά» και ο νεοφιλελευθερισµός είναι αντιθετικοί τρόποι παραγωγής και αναπαραγωγής υποκειµένων, και διαχείρισης των κοινωνικών σχέσεων. Είναι, δηλαδή, «πολιτικές παραγωγής υποκειµένων» που σχετίζονται µε την διαχείριση των δηµιουργικών δυνάµεων του ατόµου: τη συνεργασία και τον διάλογο εντός της κοινότητας, την ανάπτυξη της ατοµικής ευθύνης, τη φιλελεύθερη έκφραση, την εµβάθυνση της αυτοαξιοποίησης, την αναγνώριση του άλλου. Οι «στρεβλώσεις», η «διόρθωση» των οποίων εµφανίζεται από τη σκοπιά της θεωρίας των «κοινών» σαν το διακύβευµα της ταξικής πάλης της τρέχουσας περιόδου, είναι αποτέλεσµα της ίδιας της διαδικασίας «παραγωγής υποκειµένων», ως περιεχοµένου της σχέσης αµοιβαίας συνεπαγωγής µεταξύ «κοινών» και νεοφιλελευθερισµού[33]. Το ζήτηµα δεν είναι αν τα «κοινά» «οδηγούνε σε περισσότερη δύναµη για τους εργάτες ενάντια στο κεφάλαιο ή ενισχύουν την ικανότητα του κεφαλαίου για καλύτερη εκµετάλλευση των εργατών», όπως ισχυρίζεται ο Caffentzis, αλλά το ότι χρειάζεται να παίρνουµε υπόψη µας σε κάθε περίπτωση από ποια µεριά γέρνει η πλάστιγγα για να αποφασίσουµε αν πρόκειται για «κοινά» που είναι «φιλο-καπιταλιστικά» ή «αντι-καπιταλιστικά»[34].
Για να λειτουργεί βέβαια αυτό το σχήµα πρέπει να αποδεχτούµε τη µετατόπιση από τη σηµασία της παραγωγικής διαδικασίας καθαυτής, ως της καθοριστικής στιγµής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, στην «παραγωγή υποκειµένων», από τους δοµικούς καθορισµούς, την αντικειµενοποιηµένη δραστηριότητα ανθρώπων (τάξεων) δηλαδή, στη βούληση του (ατοµικού) υποκειµένου.
Η αποσύνθεση των µορφών διαµεσολάβησης µε τις οποίες η εργατική τάξη αναγνώριζε τον εαυτό της ως συλλογικό υποκείµενο (πολιτικές οργανώσεις, εργατικές ενώσεις, συνδικάτα, εργατικό κόµµα), αποτέλεσµα της δραστηριότητας της ίδιας της τάξης, αλλάζει το περιεχόµενο του σηµερινού κύκλου αγώνων. Η κρίση της αντιπροσώπευσης και της πρωτοπορίας προσδίδει στην αυτονοµία των αγώνων έναν µη συστηµατικό χαρακτήρα, που καθιστά ανέφικτο εκ των προτέρων κάθε αίτηµα για ενότητα και «κοινή στρατηγική». Για τη θεωρία των «κοινών», η ανασύνθεση της τάξης, η ενότητα του προλεταριάτου, µπορεί να επιτευχθεί βάσει των «κοινών», µε την προϋπόθεση ότι τα άτοµα αναγνωρίζουν σε αυτά το «κοινό τους συµφέρον» και δρουν κατά τρόπο που αυτοπροσδιορίζονται µέσω της δράσης τους αυτής.
Όπως το θέτει η Federici, πρόκειται για το ζήτηµα της «παραγωγής του εαυτού µας ως ένα κοινό υποκείµενο (µε κοινά συµφέροντα)»[35], πρόκειται δηλαδή για την διαδικασία που παράγει τα «κοινά», τις συνθήκες που διαµορφώνουν ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη νέων σχέσεων ατοµικής και συλλογικής συγκρότησης. Όµως το περιεχόµενο αυτών των σχέσεων δεν µπορεί παρά να αφορά µόνο όσες και όσους «παράγουν τον εαυτό τους» κατ’ αυτόν τον τρόπο, µέσα στις άµεσες σχέσεις που δηµιουργούν µεταξύ τους, αφορά υπ’ αυτή την έννοια τη δική τους «κοινότητα», τα δικά τους «κοινά συµφέροντα», τα οποία δεν µπορεί παρά να είναι συγκεκριµένα, και µερικά, συµφέροντα, που έρχονται σε σύγκρουση µε τα «κοινά συµφέροντα» κάποιων άλλων. Ο ανταγωνισµός αυτός, που παράγεται ταυτόχρονα µε την «παραγωγή του εαυτού ως ένα κοινό υποκείµενο (µε κοινά συµφέροντα)» είναι η φυγόκεντρος δύναµη που διαρρηγνύει εκ προοιµίου την «ενότητα» την οποία επικαλείται, και καθιστά την έννοια των «κοινών» µια εσωτερικά ανταγωνιστική έννοια[36].
Η διαχείριση των «κοινών» είναι µια άλλη µορφή διαχείρισης των κοινωνικών σχέσεων, µια άλλη µορφή σχεδιασµού που απαιτεί νέα υποκείµενα, νέες συµπεριφορές, νέα ήθη, αλλά και νέες µορφές «διακυβέρνησης».[37]
Τα «κοινά» ως µορφή Οικονοµίας
Στη σχετική φιλολογία, που αναπτύσσεται ραγδαία το τελευταίο διάστηµα, τα «κοινά» παρουσιάζονται σαν µια µορφή οικονοµίας πέρα από την καπιταλιστική οικονοµία.
«Η ιδέα των κοινών», γράφει ο Caffentzis, «είναι ελκυστική στα αντικαπιταλιστικά κοµµάτια του κινήµατος της αντιπαγκοσµιοποίησης από τη στιγµή που επιτρέπει στους ακτιβιστές να ισχυρίζονται ότι δεν χρειάζεται να περιµένει κανείς για το µυθικό “ξεκίνηµα της ιστορίας” –µετά από µια µακροχρόνια αιώνια πορεία µέσω πολέµων και στερήσεων– για να επιτευχθεί ο στόχος της συνεργατικής “ελεύθερης ένωσης” των παραγωγών (όπως προβλέπονταν τόσο από τον Μαρξ όσο και από τους αναρχικούς της πρώτης Διεθνούς)… καθώς είναι ήδη εδώ και δουλεύει (αν και συχνά στις αποκαλούµενες αποµακρυσµένες περιοχές της παγκόσµιας οικονοµίας και µε πολλές στρεβλώσεις)».[38]
Τα «κοινά» εµφανίζονται λοιπόν ως η ριζοσπαστική µορφή της συλλογικής ιδιοκτησίας.Παραµένουν ωστόσο µια µορφή ιδιοκτησίας, µε την έννοια που προσδίδεται στην ιδιοκτησία που προκύπτει από τη διαδικασία της ιδιοποίησης. Η έννοια του commoning αναφέρεται διαρκώς στις πρακτικές «µοιράσµατος» (µια συγκαλυµµένη µορφή διανοµής µε άλλα λόγια), ως µια «αυτόνοµη» µορφή διαχείρισης των πόρων και του συλλογικού προϊόντος, εν τέλει µιας «αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονοµίας» που διατηρεί την παραγωγή και την ανταλλαγή προϊόντων ως καταστατικό θεµέλιο της «κοινωνίας».
Τα «κοινά» είναι µια µορφή του κοινωνικού πλούτου που αντιπαρατίθεται στην ατοµική ιδιοκτησία και υποκαθιστούν την οικονοµία του «ελεύθερου ανταγωνισµού» µε τη «σχεδιασµένη οικονοµία» χωρίς να ξεπερνούν πρακτικά την ίδια την οικονοµία ως διαχωρισµένη δραστηριότητα.[39]
«[…] τα κοινά, είναι στην πραγµατικότητα –εφόσον κατανοούνται σωστά– ιδιαίτερα γενεσιουργά στοιχεία. Δηµιουργούν τεράστια αποθέµατα αξίας. Το “πρόβληµα” είναι ότι η αξία αυτή δεν µπορεί να µετατραπεί σε ενιαία κλίµακα ισόµετρης εµπορεύσιµης αξίας (δηλαδή, τιµής) και αυτό συµβαίνει µέσα από διαδικασίες που είναι πάρα πολύ διακριτικές, ποιοτικές και µακροπρόθεσµες, ώστε να µπορέσουν να τις καταµετρήσουν οι “µανδαρίνοι” της αγοράς», γράφουν οι David Bollier και Silke Helfric.[40] Το αληθινό πρόβληµα ωστόσο είναι µάλλον το αντίθετο: επειδή η αξία είναι πάνω απ’ όλα κοινωνική σχέση, και όχι απλώς µια συγκεκριµένη µετρήσιµη ποσότητα που εκφράζεται ισοδύναµα στην τιµή, τοποθετεί το σύνολο των πραγµάτων ως αξία γενικά µε τη µορφή του εµπορεύµατος, τοποθετώντας τα ταυτοχρόνως στην «ενιαία κλίµακα ισόµετρης εµπορεύσιµης αξίας», ως ανταλλακτικές αξίες, χωρίς να ενδιαφέρεται πραγµατικά για τις ιδιαίτερες ποιότητές τους ως αξίες χρήσης. Χάρη σε αυτήν την κοινωνική διαµεσολάβηση της αξίας, ότι δηλαδή οι αξίες χρήσεις είναι και ανταλλακτικές αξίες, συγκεκριµένες επιµέρους αποκρυσταλλώσεις της συνολικής [αφηρηµένης] εργασίας, µετατρέπονται σε εµπορεύµατα που µπορεί να τα «ιδιοποιηθεί» νοµίµως ο οποιοσδήποτε κάτοχος της ισοδύναµης κάθε φορά ποσότητας του γενικού ισοδύναµου, του χρήµατος. Δεν ενδιαφέρει ποια µορφή έχει το χρήµα, αν είναι ένα «εµπόρευµα» όπως τα άλλα, διαχωρισµένο ωστόσο από αυτά, αν είναι ένα κοινωνικά έγκυρο σύµβολο, πιστωτικές µονάδες ή «µονάδες χρόνου εργασίας». Από τη στιγµή που η κυκλοφορία των προϊόντων γίνεται µέσω ανταλλαγής, αυτά µετατρέπονται σε εµπορεύµατα, σε ανταλλακτικές αξίες, και τότε το χρήµα «γεννιέται» δίπλα τους.[41]
Δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι: πρώτον, η µορφή-χρήµα είναι αποτέλεσµα της κυκλοφορίας των εµπορευµάτων (η ανταλλαγή «γεννάει» χρήµα), και δεύτερον, η αξία είναι έκφραση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας. Είναι η ίδια η ανταλλαγή που γεννάει το χρήµα και όχι το αντίστροφο. Για να καταργήσουµε το χρήµα θα πρέπει να καταργήσουµε κάθε είδος ανταλλαγής, και όχι να προσπαθούµε να οικοδοµήσουµε ένα µοντέλο οικονοµίας το οποίο στηρίζεται στην πραγµατικά ισοδύναµη ανταλλαγή, όπως λόγου χάριν κάνουν όσοι µιλούν για «δίκαιο εµπόριο» ή για «εµπόριο χωρίς χρήµα» (συγχέοντας το εκάστοτε κοινωνικά έγκυρο σύµβολο του χρήµατος [το νόµισµα] µε αυτή καθαυτή τη λειτουργία του χρήµατος στο πλαίσιο της ειδικά καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, δηλαδή ως τη µορφή εµφάνισης της αξίας).
Με το να βαφτίζουµε «κοινωνική» την οικονοµία, θέλοντας να περιγράψουµε µια υποτίθεται «µη ανταγωνιστική οικονοµία», που ωστόσο παραµένει οικονοµία της ανταλλαγής, έστω και σε στοιχειώδη µορφή (αντιπραγµατισµός), δεν ξεπερνάµε τα ζητήµατα που εγείρει η αξία. Κάθε κοινωνικά έγκυρη µορφή της αξίας, που λειτουργεί ως χρήµα σε κάθε πιθανή εκδοχή του, ακόµα και ως «χρονοµονάδες», είναι χρήµα.
Όταν όµως αποδεχόµαστε ότι κάθε κοινωνία χρειάζεται «οικονοµία» (οργανωµένη παραγωγή και κυκλοφορία των προϊόντων) βρισκόµαστε αναπόφευκτα στο έδαφος της πολιτικής οικονοµίας, έχοντας αποµακρυνθεί από την κριτική της, και κυρίως από την κατάργησή της, ασχέτως αν νοµίζουµε ότι αλλάζοντας τους όρους µε τους οποίους παράγεται και κυκλοφορεί το κοινωνικό προϊόν οδηγούµαστε στην «έξοδο» από τον καπιταλισµό και οικοδοµούµε εδώ-και-τώρα µια «πιο δίκαιη κοινωνία».
Διότι, «ο κοµµουνισµός δεν είναι τρόπος παραγωγής, δεν είναι ούτε καν κοινωνία, µε την έννοια µιας ολότητας όπου θα ήταν εµβαπτισµένες οι σχέσεις που τα άτοµα ορίζουν αναµεταξύ τους µέσα στη µοναδικότητά τους, επειδή δεν θεωρεί τίποτε από τα όσα υπάρχουν ως κάτι που πρέπει να αναπαραχθεί. Ο κοµµουνισµός είναι αυτό που το προλεταριάτο βρίσκει µέσα του την ικανότητα να παραγάγει, καταργώντας το κεφάλαιο και τον εαυτό του».[42]
Η «αυτοδιαχείριση της φτώχειας» δεν είναι κατάργηση του κεφαλαίου
Οι διάφορες µορφές «κοινών» που παράγονται σήµερα δεν αποτελούν προεικόνιση της «κοµµουνιστικής κοινωνίας», ένα µέλλον που απλώς «πρέπει να πραγµατώσουµε», δεν είναι «µικροκοµµουνισµοί» (από µόνη της µια τέτοια έννοια είναι παράλογη![43]). Αποτελούν εναλλακτικές µορφές διαχείρισης της κοινωνικής αναπαραγωγής του προλεταριάτου µέσα στον καπιταλισµό, και ως τέτοιες εγγράφονται στη δική του λογική, ως θετική ανάπτυξη των δικών του κατηγοριών, ακόµα και όταν ρητώς τον αµφισβητούν και στρέφονται εναντίον του.
Το πρόβληµα είναι ότι η θεωρία των «κοινών» θέτει την ταξική πάλη από τη σκοπιά του «υποκειµένου», και όχι από τη σκοπιά της «σχέσης», η οποία είναι κοινωνική, δηλαδή ταξική. Η σχεσιακή αντίληψη του κεφαλαίου ως τρόπου παραγωγής και ως καπιταλιστικής κοινωνίας αλλάζει τον ορίζοντα της κατάργησης τους. Δεν καταργούνται µόνο οι καπιταλιστές, η εξουσία, το κράτος, αλλά και το προλεταριάτο µαζί µε τα «κοινά» του. Η διαφορά αυτή σηµαίνει ότι µέσα στην ταξική πάλη αναπαράγουµε το κεφάλαιο ακόµα και όταν «παράγουµε τον εαυτό µας σαν ένα κοινό υποκείµενο», εφόσον οι κυρίαρχες παραγωγικές σχέσεις, οι ταξικές σχέσεις εκµετάλλευσης, παραµένουν καπιταλιστικές, και δεν αλλάζουν ακόµα και αν κάποιοι από εµάς αποφασίσουν να τις «ξεπεράσουν» στις άµεσες κοινωνικές σχέσεις τους.
Η τρέχουσα κρίση αναγκάζει κοµµάτια του προλεταριάτου να στραφούν σε µορφές παραγωγής «κοινών» όπως οι συνεταιρισµοί ή οι κολεκτίβες και σε µορφές κυκλοφορίας όπως ο αντιπραγµατισµός, το εναλλακτικό χρήµα, τα χαριστικά παζάρια κ.λπ. Αντιλαµβάνονται έτσι αυτές τις πρακτικές, πρακτικές που για αυτά τα κοµµάτια του προλεταριάτου είναι απολύτως απαραίτητες για την επιβίωσή τους, µέσα στον καπιταλισµό, ως µορφές ατοµικής και κοινωνικής χειραφέτησης, ακόµα και ως τη µόνη εφικτή «επανάσταση», ενώ στην πραγµατικότητα δεν είναι παρά «αυτοδιαχείριση της φτώχειας» που µας επιβάλλει το κεφάλαιο, όσο εµείς παραµένουµε προλετάριοι.
πηγή: Blaumachen
[1] Π.χ.: ως «ένα όχηµα για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του καθενός µε πάνω-κάτω δίκαιο τρόπο» (βλ. D. Bollier και S. Helfric, «Τα κοινά ως ένα όραµα µετασχηµατισµού – Πέρα από την αγορά και το κράτος», εργατική εφηµερίδα Δράση,http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/01/blog-post_4.html), ως «δυναµική υπέρβασης του καπιταλισµού» (βλ. Γ. Λιερός, «Κοινωνική οικονοµία: τόπος συνάντησης των αναγκών της επιβίωσης µε την ανάκτηση της αξιοπρέπειας», εργατική εφηµερίδα Δράση, τ. 9, 2012), ως «τρίτος τοµέας» µεταξύ της ιδιωτικής και της δηµόσιας-κρατικής οικονοµίας (βλ. Τ. Νικολόπουλος – Δ. Καπογιάννης, Εισαγωγή στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονοµία. Το µετέωρο βήµα µιας δυνατότητας, εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2013, σ. 19-20), ως εναλλακτική στον καπιταλισµό και τον σοσιαλισµό (βλ. M. Hardt, «Επαναοικιοποίηση των κοινών στον κοµµουνισµό», http://www.rebelnet.gr/articles/view/Reclaim-the-common-in-communism), ή, ακόµα, ως «αντίσταση στην αλλοτρίωση της εργασίας» (βλ. H. Wainwright, «Από την εργασία ως εµπόρευµα στην εργασία ως µέρος των κοινών», εργατική εφηµερίδα Δράση,http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_6.html).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου