του Μάνου Σαββάκη
Από την αποφράδα εκείνην ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός Παπανδρέου ο Γ΄ ανακοίνωσε «και καλά» θλιμμένος από το όμορφο Καστελόριζο την υπαγωγή της χώρας των απατεώνων -σύμφωνα με τα δικά του λόγια, της οποίας παρεμπιπτόντως υπήρξε εκλεγμένος με υψηλότατο ποσοστό πρωθυπουργός- σε διάφορους μηχανισμούς «τεχνητής» στήριξης, πέρασαν πέντε χρόνια. Μεσολάβησαν πέντε χρόνια μέσα στα οποία οι περισσότερες υποσχέσεις των κυβερνητικών σχημάτων, με τις ποικίλες μορφές και με τους ανά δυο ή ανά τρεις συνδυασμούς τους που εναλλάχτηκαν στην εξουσία αποδείχτηκαν έωλες, κίβδηλες και εντελώς απατηλές.
Μια ματιά στους αριθμούς θα έπειθε και τον πλέον καλόπιστο αναγνώστη ότι σχεδόν καμία «θετική» υπόσχεση δεν τηρήθηκε στο εσωτερικό (π.χ. πάταξη της ακρίβειας, δικαιότερο φοροεισπρακτικό σύστημα, ανόρθωση της οικονομίας μέσα από την υποτίμηση της εργασίας και της κατανάλωσης, κτλ) και πολλές άλλες –ακόμα και αυτές που παρουσιάστηκαν ως «ελληνικές δεσμεύσεις» (μείωση της γραφειοκρατίας, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, κτλ)- αθετήθηκαν στο εξωτερικό. Με άλλα λόγια, η μόνη υπόσχεση η οποία πραγματικά τηρήθηκε ήταν η «μικρή» Ελλάδα να μη δημιουργήσει δυσανάλογα «μεγάλο» πρόβλημα στην υπόλοιπη ευρωζώνη, ανεξάρτητα από την οικονομική κατρακύλα της πλειοψηφίας των πολιτών της και ανεξάρτητα από την πτώση όλων των βασικών δεικτών της παραγωγικής της οικονομίας.
Αν κάποιος, επιμένω καλοπροαίρετος στα όρια της ιλαρότητας αναγνώστης, ρίξει μια προσεκτική ματιά στους αριθμούς, στους δείκτες και στα ποσοστά θα διαπιστώσει ότι στην ουσία το δημόσιο χρέος, η φορολογία, η ανεργία, το κόστος υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, οι τιμές των βασικών αγαθών, οι υπηρεσίες τουρισμού, οι μεταφορές, η βενζίνη, το πετρέλαιο, κτλ, είναι σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα την ίδια στιγμή που οι μισθοί παρουσιάζουν υψηλές μειώσεις και τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα θεωρούνται «μπαναλιτέ και ρετρό υποσημειώσεις της λίθινης εποχής».
Αυτή η συνθήκη είναι σχετικά γνωστή και τουλάχιστον κάποιοι αναλυτές συμφωνούν ότι «κάπως έτσι» έχουν αδρομερώς τα πράγματα. Αν όμως είναι κάπως έτσι, τότε τι έχει συμβεί πέρα από το οικονομικό και το πολιτικό επίπεδο στον ατομικό και στο συλλογικό μας ψυχισμό, αν το δεύτερο, ο συλλογικός ψυχισμός δηλαδή, ενέχει μια εμπειρικά αποτυπώσιμη διάσταση; Γιατί αυτή η καθυπόταξη – στο κατώφλι εθνικών εκλογών – σε μια κοινωνία που έχει γίνει θρύψαλα από τους σωτήρες της, ενώ την ίδια στιγμή η fast track πώληση των τελευταίων προνομιακών ευκαιριών προς ανάκαμψη (π.χ. αεροδρόμια,, αιγιαλοί, πλουτοπαραγωγικές πηγές, πολιτισμικό κεφάλαιο, κτλ) ονομάζονται κατ’ ευφημισμόν success story? Γιατί αυτή η τόσο καλά εγκατεστημένη, αλλά συνάμα, φοβική εξουσία αποπειράται για άλλη μια φορά να τρομοκρατήσει τους πολίτες επικαλούμενη ξανά βιβλικές εικόνες καταστροφής και ιστορίες για το τέλος του κόσμου μέσα από το «ένδοξο Grexit»;
Μια απόπειρα κατανόησης της ανωτέρω κατάστασης, αποσπασματική και μερική εκ των πραγμάτων επιχειρείται αμέσως παρακάτω, με αφορμή κάποιες σκέψεις από το βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ, Η Ψυχική Ζωή της Εξουσίας, (Αθήνα, Πλέθρον, 2009). Στα κείμενα που φιλοξενούνται στο συγκεκριμένο βιβλίο, η Butler επιχειρεί να προσδιορίσει τους παράγοντες που σφυρηλατούν τις σχέσεις εξουσίας και επιτυγχάνουν την ατομική καθυπόταξη, αλλά και τη συλλογική αδιαφορία. Η συγγραφέας αντλεί τα επιχειρήματα της από την παράδοση της κοινωνικής φιλοσοφίας (Χέγκελ, Νίτσε, Αλτουσέρ), της ψυχανάλυσης (Φρόυντ, Λακάν) και της ιστορίας των ιδεών (Φουκώ). Μέσα από ένα πλέγμα αρκετά περίπλοκων συνδυασμών που φέρνει κοντά επιστημολογικές παραδόσεις που δε συνομιλούν ιδιαίτερα συχνά μεταξύ τους, η Butler αναλύει τη σχέση αμφιθυμίας και σχάσης που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές ρίζες της εξουσίας και στις ψυχικές δομές της προσωπικότητας.
Η μελαγχολία που προκαλεί η εξουσία, στα υποκείμενα διαμέσου των οποίων ασκείται, δημιουργεί μια παραγωγική αντίσταση απέναντι σε αυτήν την εξουσία. Αυτό συντελείται κυρίως μέσα από την άρνηση της ισχύος της (π.χ. διαμαρτυρίες, κινητοποιήσεις, αντιστάσεις σε καθημερινό μικρο-επίπεδο, κτλ) και μέσα από την προβληματοποίησης της έγκλησης και της δεσμευτικότητας που προκαλεί στα υποκείμενα που την ασκούν. Από την άλλη μεριά, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο η κοινωνική διάσταση της εξουσίας να «καταπιεί» εντελώς τα υποκείμενα, τόσο τους «κυρίαρχους» όσο και τους «κυριαρχούμενους», καθυποτάσσοντας τα πλήρως σε μια συνθήκη ολοσχερούς υποταγής. Η καθυπόταξη είναι εξίσου παραγωγική με τη μελαγχολία, στο βαθμό που συγκροτούν τύπους ψυχικής προσωπικότητας. Η διαφορά έγκειται στο ότι διαμορφώνουν εντελώς διαφορετικούς τύπους υποκειμενικότητας, οι οποίοι και εδώ είναι το παράδοξο της συν-διασταύρωσης ανάμεσα σε κοινωνία και σε ψυχή, δύναται να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται η «δουλοπρεπής» και «εθελόδουλη» συμπεριφορά κάποιων προς τους «προϊστάμενους» τους και η «σκληρή» και ανελαστική συμπεριφορά προς τους «υφιστάμενους» τους ή η «ανθρωποφαγική» και «σαρκοφάγα» διάθεση προς τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες.
Όπως σημειώνει η συγγραφέας, η μορφή που παίρνει η εξουσία σφραγίζεται αμείλικτα από ένα σχήμα στροφής, στροφής προς τον εαυτό (Φουκώ), ή ακόμα στροφής εναντίον του εαυτού (Φρόυντ, Λακάν). Η πεισματική προσκόλληση σε μια αρχή, σε ένα πρόσωπο, σε μια ιδέα, σε έναν αποτυχημένο έρωτα, σε μια αξία, σε μια συγκεκριμένη αντίληψη περί εξουσίας και σωτηρίας (π.χ η σωτηρία της χώρας ως εθνική υπόθεση), δημιουργεί σωματική και πνευματική καθυπόταξη και τελικά φυλακίζει τη συνείδηση, μετατρέποντας της σε «δυστυχισμένη» -για να δανειστούμε τον Χέγκελ- με την έννοια ότι δεν αναγνωρίζονται πλέον τα όρια ανάμεσα σε αντίσταση και σε καθυπόταξη. Την ίδια στιγμή αυτή η συνειδητοποίηση, δηλαδή η ερμηνευτική αναστοχαστικότητα, μιας «κακής» συνείδησης μας καθιστά υποκείμενα, στο βαθμό που μας επιβάλλει να κατανοήσουμε ότι λειτουργούμε με ένα αμφίθυμο, νευρωτικό, συχνά οργισμένο, ειρωνικό, δηκτικό και απόλυτο τρόπο (π.χ. η επίκληση της πολιτικής σταθερότητας και της κοινωνικής ευταξίας ή η εκ νέου πρόταξη του διλήμματος Νομιμότητα ή Χάος).
Κατά την ακτιβίστρια Butler, ακολουθώντας την ψυχαναλυτική οπτική, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή ενός ειδώλου εντός του κόσμου (για παράδειγμα η απώλεια της εικόνας μιας εύρωστης Ελλάδας με ευμάρεια και ευημερία που ξέραμε και αγαπήσαμε) απώλεια που δεν μπορεί να αναπληρωθεί ή να ανακτηθεί ποτέ ολοσχερώς, εξοργίζει παράγει αμφιθυμία και δυνητικά μετασχηματίζεται σε απώλεια «μέσα» στο εγώ. Αυτή η απώλεια διαχέεται, παράγει στρεβλωτικές εικόνες του κόσμου, οδηγώντας σε δημόσια τελετουργικά απολογίας και αυτοεπίπληξης (π.χ. οι δημόσιες τοποθετήσεις περί των λαθών των προηγούμενων δεκαετιών, ανεξάρτητα από τα εάν αυτά πράγματι υπήρξαν).
Αυτές οι σημαίνουσες δημόσιες εκφορές του πολιτικού εαυτού (π.χ. πρωθυπουργικά διαγγέλματα και δημόσιες εμφανίσεις) αυξάνουν τις καταστάσεις πένθους και οδύνης για την υπόλοιπη κοινωνία -που έτσι και αλλιώς παρακολουθεί από απόσταση- και υποχρεώνουν, τις περισσότερες φορές, το (συλλογικό) υποκείμενο να παραιτηθεί από το αντικείμενο του πόθου-λατρείας-εξουσίας του (την Ελλάδα) κηρύσσοντας το νεκρό. Με αυτόν τον τρόπο, από τη μια μεριά η συλλογικότητα (κοινωνία) αρνείται να εκτεθεί ολοσχερώς στη δύναμη της εξουσίας ή της αυθεντίας. Από την άλλη μεριά, η επαναλαμβανόμενη ατομικότητα (π.χ. Σαμαράς/Βενιζέλος), και ότι αυτή συμπυκνώνει σε φαντασιακό επίπεδο, δια-κοινωνείται μέσα από την επίμονη και φορτική εκδήλωση της πένθιμης αυτοεπίπληξης για το αντικείμενο που απωλέστηκε, δηλαδή για την εξουσία που αν και δεν χάθηκε ακόμα οριστικά, είναι εντούτοις ορατός ο κίνδυνος απώλειας της και υπαρκτή η κρίση νομιμοποίησης της.
Αν λοιπόν το υποκείμενο οιονεί παράγεται µέσω ενός αποκλεισμού, ενός διαχωρισμού και μιας απώλειας (π.χ η έξοδος της χώρας από τη ζώνη του ευρώ), συνθήκες που ευνοούν την ψυχική ζωή της εξουσίας, τότε διαμορφώνεται μέσα σε µια συνθήκη από την οποία είναι ήδη καταστατικά διαχωρισμένο (η Ευρώπη ως «ξένο σώμα»). Προκειμένου το υποκείμενο να επιβιώσει, δηλαδή να διατηρηθεί εντός της ζώνης του ευρώ, οφείλει να ματαιώσει την ίδια του την επιθυμία, δηλαδή να μετασχηματιστεί ριζικά. Για να το θέσουμε διαφορετικά, για να θριαμβεύει η επιθυμία, η επιθυμία για εξουσία, πρέπει το υποκείμενο (π.χ. η κοινωνία) να απειληθεί µε διάλυση. Το «εγώ»/»εμείς» λοιπόν διαμορφώνεται ακριβώς στην αμφίθυμη συνθήκη άρνησης του γεγονότος ότι συγκροτήθηκε τελικά μέσα από αυτήν την εξάρτηση, μέσα από αυτήν την καθυπόταξη, δηλαδή τελικά μέσα από την άρνηση της ίδιας της δυνατότητάς του να υπάρξει.
Πρακτικά αυτό συνεπάγεται ότι ο κοινωνικός εαυτός θεμελιώνεται πολύ συχνά όλη αυτήν την περίοδο πάνω σε αυτό που αρνείται κι έτσι διαχωρίζεται από το «εγώ» του, επιτρέποντας στην κοινωνική δυναμική της εξουσίας να αλώσει και να διαπεράσει τον ψυχικό του κόσμο.
Προκειμένου λοιπόν να προστατευτεί το υποκείμενο από αυτήν την επιθετικότητα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, κάτι σαν ένα αυτοάνοσο νόσημα, η ενοχή εισβάλλει στην ψυχική σκηνή ως αναγκαιότητα. Η επιθετικότητα που πάντα συνοδεύει τη δίψα για εξουσία ή για τη διατήρηση της λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο. Η μετρίαση και ο έλεγχος της επιθετικότητας µέσω της ενοχής σημαίνει επίσης την απομείωση της εξουσίας, ειδικότερα όταν ευθέως αυτή βάλλεται και προβληματοποιείται. Έτσι η ενοχή λειτουργεί για να επιβιώσει η εξουσία ως αποτέλεσμα ενός αποκλεισμού. Αυτή η αντίδραση δύναται να καταργήσει το αντικείμενο ως πηγή εξουσίας και να θριαμβεύσει πάνω του αφού κάποια αντικείμενα (π.χ. εργασιακά δικαιώματα), μπορεί επίσης να είναι απειλητικά.
Καταληκτικά, ας θυμηθούμε τον μύθο του Κρόνου που έτρωγε τα παιδιά του και τι συνέβη όταν ο Δίας γλίτωσε από αυτήν την παιδοκτονία……
Αν κάποιος, επιμένω καλοπροαίρετος στα όρια της ιλαρότητας αναγνώστης, ρίξει μια προσεκτική ματιά στους αριθμούς, στους δείκτες και στα ποσοστά θα διαπιστώσει ότι στην ουσία το δημόσιο χρέος, η φορολογία, η ανεργία, το κόστος υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, οι τιμές των βασικών αγαθών, οι υπηρεσίες τουρισμού, οι μεταφορές, η βενζίνη, το πετρέλαιο, κτλ, είναι σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα την ίδια στιγμή που οι μισθοί παρουσιάζουν υψηλές μειώσεις και τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα θεωρούνται «μπαναλιτέ και ρετρό υποσημειώσεις της λίθινης εποχής».
Αυτή η συνθήκη είναι σχετικά γνωστή και τουλάχιστον κάποιοι αναλυτές συμφωνούν ότι «κάπως έτσι» έχουν αδρομερώς τα πράγματα. Αν όμως είναι κάπως έτσι, τότε τι έχει συμβεί πέρα από το οικονομικό και το πολιτικό επίπεδο στον ατομικό και στο συλλογικό μας ψυχισμό, αν το δεύτερο, ο συλλογικός ψυχισμός δηλαδή, ενέχει μια εμπειρικά αποτυπώσιμη διάσταση; Γιατί αυτή η καθυπόταξη – στο κατώφλι εθνικών εκλογών – σε μια κοινωνία που έχει γίνει θρύψαλα από τους σωτήρες της, ενώ την ίδια στιγμή η fast track πώληση των τελευταίων προνομιακών ευκαιριών προς ανάκαμψη (π.χ. αεροδρόμια,, αιγιαλοί, πλουτοπαραγωγικές πηγές, πολιτισμικό κεφάλαιο, κτλ) ονομάζονται κατ’ ευφημισμόν success story? Γιατί αυτή η τόσο καλά εγκατεστημένη, αλλά συνάμα, φοβική εξουσία αποπειράται για άλλη μια φορά να τρομοκρατήσει τους πολίτες επικαλούμενη ξανά βιβλικές εικόνες καταστροφής και ιστορίες για το τέλος του κόσμου μέσα από το «ένδοξο Grexit»;
Μια απόπειρα κατανόησης της ανωτέρω κατάστασης, αποσπασματική και μερική εκ των πραγμάτων επιχειρείται αμέσως παρακάτω, με αφορμή κάποιες σκέψεις από το βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ, Η Ψυχική Ζωή της Εξουσίας, (Αθήνα, Πλέθρον, 2009). Στα κείμενα που φιλοξενούνται στο συγκεκριμένο βιβλίο, η Butler επιχειρεί να προσδιορίσει τους παράγοντες που σφυρηλατούν τις σχέσεις εξουσίας και επιτυγχάνουν την ατομική καθυπόταξη, αλλά και τη συλλογική αδιαφορία. Η συγγραφέας αντλεί τα επιχειρήματα της από την παράδοση της κοινωνικής φιλοσοφίας (Χέγκελ, Νίτσε, Αλτουσέρ), της ψυχανάλυσης (Φρόυντ, Λακάν) και της ιστορίας των ιδεών (Φουκώ). Μέσα από ένα πλέγμα αρκετά περίπλοκων συνδυασμών που φέρνει κοντά επιστημολογικές παραδόσεις που δε συνομιλούν ιδιαίτερα συχνά μεταξύ τους, η Butler αναλύει τη σχέση αμφιθυμίας και σχάσης που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές ρίζες της εξουσίας και στις ψυχικές δομές της προσωπικότητας.
Η μελαγχολία που προκαλεί η εξουσία, στα υποκείμενα διαμέσου των οποίων ασκείται, δημιουργεί μια παραγωγική αντίσταση απέναντι σε αυτήν την εξουσία. Αυτό συντελείται κυρίως μέσα από την άρνηση της ισχύος της (π.χ. διαμαρτυρίες, κινητοποιήσεις, αντιστάσεις σε καθημερινό μικρο-επίπεδο, κτλ) και μέσα από την προβληματοποίησης της έγκλησης και της δεσμευτικότητας που προκαλεί στα υποκείμενα που την ασκούν. Από την άλλη μεριά, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο η κοινωνική διάσταση της εξουσίας να «καταπιεί» εντελώς τα υποκείμενα, τόσο τους «κυρίαρχους» όσο και τους «κυριαρχούμενους», καθυποτάσσοντας τα πλήρως σε μια συνθήκη ολοσχερούς υποταγής. Η καθυπόταξη είναι εξίσου παραγωγική με τη μελαγχολία, στο βαθμό που συγκροτούν τύπους ψυχικής προσωπικότητας. Η διαφορά έγκειται στο ότι διαμορφώνουν εντελώς διαφορετικούς τύπους υποκειμενικότητας, οι οποίοι και εδώ είναι το παράδοξο της συν-διασταύρωσης ανάμεσα σε κοινωνία και σε ψυχή, δύναται να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται η «δουλοπρεπής» και «εθελόδουλη» συμπεριφορά κάποιων προς τους «προϊστάμενους» τους και η «σκληρή» και ανελαστική συμπεριφορά προς τους «υφιστάμενους» τους ή η «ανθρωποφαγική» και «σαρκοφάγα» διάθεση προς τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες.
Όπως σημειώνει η συγγραφέας, η μορφή που παίρνει η εξουσία σφραγίζεται αμείλικτα από ένα σχήμα στροφής, στροφής προς τον εαυτό (Φουκώ), ή ακόμα στροφής εναντίον του εαυτού (Φρόυντ, Λακάν). Η πεισματική προσκόλληση σε μια αρχή, σε ένα πρόσωπο, σε μια ιδέα, σε έναν αποτυχημένο έρωτα, σε μια αξία, σε μια συγκεκριμένη αντίληψη περί εξουσίας και σωτηρίας (π.χ η σωτηρία της χώρας ως εθνική υπόθεση), δημιουργεί σωματική και πνευματική καθυπόταξη και τελικά φυλακίζει τη συνείδηση, μετατρέποντας της σε «δυστυχισμένη» -για να δανειστούμε τον Χέγκελ- με την έννοια ότι δεν αναγνωρίζονται πλέον τα όρια ανάμεσα σε αντίσταση και σε καθυπόταξη. Την ίδια στιγμή αυτή η συνειδητοποίηση, δηλαδή η ερμηνευτική αναστοχαστικότητα, μιας «κακής» συνείδησης μας καθιστά υποκείμενα, στο βαθμό που μας επιβάλλει να κατανοήσουμε ότι λειτουργούμε με ένα αμφίθυμο, νευρωτικό, συχνά οργισμένο, ειρωνικό, δηκτικό και απόλυτο τρόπο (π.χ. η επίκληση της πολιτικής σταθερότητας και της κοινωνικής ευταξίας ή η εκ νέου πρόταξη του διλήμματος Νομιμότητα ή Χάος).
Κατά την ακτιβίστρια Butler, ακολουθώντας την ψυχαναλυτική οπτική, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή ενός ειδώλου εντός του κόσμου (για παράδειγμα η απώλεια της εικόνας μιας εύρωστης Ελλάδας με ευμάρεια και ευημερία που ξέραμε και αγαπήσαμε) απώλεια που δεν μπορεί να αναπληρωθεί ή να ανακτηθεί ποτέ ολοσχερώς, εξοργίζει παράγει αμφιθυμία και δυνητικά μετασχηματίζεται σε απώλεια «μέσα» στο εγώ. Αυτή η απώλεια διαχέεται, παράγει στρεβλωτικές εικόνες του κόσμου, οδηγώντας σε δημόσια τελετουργικά απολογίας και αυτοεπίπληξης (π.χ. οι δημόσιες τοποθετήσεις περί των λαθών των προηγούμενων δεκαετιών, ανεξάρτητα από τα εάν αυτά πράγματι υπήρξαν).
Αυτές οι σημαίνουσες δημόσιες εκφορές του πολιτικού εαυτού (π.χ. πρωθυπουργικά διαγγέλματα και δημόσιες εμφανίσεις) αυξάνουν τις καταστάσεις πένθους και οδύνης για την υπόλοιπη κοινωνία -που έτσι και αλλιώς παρακολουθεί από απόσταση- και υποχρεώνουν, τις περισσότερες φορές, το (συλλογικό) υποκείμενο να παραιτηθεί από το αντικείμενο του πόθου-λατρείας-εξουσίας του (την Ελλάδα) κηρύσσοντας το νεκρό. Με αυτόν τον τρόπο, από τη μια μεριά η συλλογικότητα (κοινωνία) αρνείται να εκτεθεί ολοσχερώς στη δύναμη της εξουσίας ή της αυθεντίας. Από την άλλη μεριά, η επαναλαμβανόμενη ατομικότητα (π.χ. Σαμαράς/Βενιζέλος), και ότι αυτή συμπυκνώνει σε φαντασιακό επίπεδο, δια-κοινωνείται μέσα από την επίμονη και φορτική εκδήλωση της πένθιμης αυτοεπίπληξης για το αντικείμενο που απωλέστηκε, δηλαδή για την εξουσία που αν και δεν χάθηκε ακόμα οριστικά, είναι εντούτοις ορατός ο κίνδυνος απώλειας της και υπαρκτή η κρίση νομιμοποίησης της.
Αν λοιπόν το υποκείμενο οιονεί παράγεται µέσω ενός αποκλεισμού, ενός διαχωρισμού και μιας απώλειας (π.χ η έξοδος της χώρας από τη ζώνη του ευρώ), συνθήκες που ευνοούν την ψυχική ζωή της εξουσίας, τότε διαμορφώνεται μέσα σε µια συνθήκη από την οποία είναι ήδη καταστατικά διαχωρισμένο (η Ευρώπη ως «ξένο σώμα»). Προκειμένου το υποκείμενο να επιβιώσει, δηλαδή να διατηρηθεί εντός της ζώνης του ευρώ, οφείλει να ματαιώσει την ίδια του την επιθυμία, δηλαδή να μετασχηματιστεί ριζικά. Για να το θέσουμε διαφορετικά, για να θριαμβεύει η επιθυμία, η επιθυμία για εξουσία, πρέπει το υποκείμενο (π.χ. η κοινωνία) να απειληθεί µε διάλυση. Το «εγώ»/»εμείς» λοιπόν διαμορφώνεται ακριβώς στην αμφίθυμη συνθήκη άρνησης του γεγονότος ότι συγκροτήθηκε τελικά μέσα από αυτήν την εξάρτηση, μέσα από αυτήν την καθυπόταξη, δηλαδή τελικά μέσα από την άρνηση της ίδιας της δυνατότητάς του να υπάρξει.
Πρακτικά αυτό συνεπάγεται ότι ο κοινωνικός εαυτός θεμελιώνεται πολύ συχνά όλη αυτήν την περίοδο πάνω σε αυτό που αρνείται κι έτσι διαχωρίζεται από το «εγώ» του, επιτρέποντας στην κοινωνική δυναμική της εξουσίας να αλώσει και να διαπεράσει τον ψυχικό του κόσμο.
Προκειμένου λοιπόν να προστατευτεί το υποκείμενο από αυτήν την επιθετικότητα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, κάτι σαν ένα αυτοάνοσο νόσημα, η ενοχή εισβάλλει στην ψυχική σκηνή ως αναγκαιότητα. Η επιθετικότητα που πάντα συνοδεύει τη δίψα για εξουσία ή για τη διατήρηση της λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο. Η μετρίαση και ο έλεγχος της επιθετικότητας µέσω της ενοχής σημαίνει επίσης την απομείωση της εξουσίας, ειδικότερα όταν ευθέως αυτή βάλλεται και προβληματοποιείται. Έτσι η ενοχή λειτουργεί για να επιβιώσει η εξουσία ως αποτέλεσμα ενός αποκλεισμού. Αυτή η αντίδραση δύναται να καταργήσει το αντικείμενο ως πηγή εξουσίας και να θριαμβεύσει πάνω του αφού κάποια αντικείμενα (π.χ. εργασιακά δικαιώματα), μπορεί επίσης να είναι απειλητικά.
Καταληκτικά, ας θυμηθούμε τον μύθο του Κρόνου που έτρωγε τα παιδιά του και τι συνέβη όταν ο Δίας γλίτωσε από αυτήν την παιδοκτονία……
Aπό: http://rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου