Ἁντὶ νὰ ἀκολουθήσει θρησκευτικὲς καὶ ἐπιστημονικὲς σπουδὲς καὶ νὰ γίνει παπὰς καὶ γιατρός, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ δάσκαλός του, ἀποφάσισε νὰ ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὴν ἀναζήτηση τῶν ἐξηγήσεων στὰ μυστήρια ποὺ ἀφήνουν ἀνεξήγητα ἡ θρησκεία καὶ ἡ ἐπιστήμη: στὴν ἀναζήτηση τῆς Γνώσης μὲ κεφαλαῖο γάμα. Γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς «ἀνώτερης» αὐτῆς Γνώσης ἵδρυσε τὸ 1896 τὴν διεπιστημονικὴ ὁμάδα «Ἁναζητητὲς τῆς Ἁλήθειας», ἀπὸ γιατρούς, ἀρχαιολόγους, γεωγράφους, μουσικοὺς κ.ἄ. Καὶ ἐξαφανίστηκε, γιὰ πολλὰ χρόνια, σὲ εἰδικὲς ἀποστολὲς στὴ Μέση Ἁνατολή, τὴν Αἴγυπτο, τὴν κεντρικὴ Ἁσία, τὴν Ἰνδία, τὸ Θιβέτ, τὴν Ἄπω Ἁνατολή, τὴν Ἰνδονησία, μέχρι καὶ τὴν Αὐστραλία. Τί ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ἀλήθεια καὶ τί μύθος μόνο ὁ ἴδιος τὸ ξέρει.
Τὸ 1912 ἐμφανίζεται ξαφνικὰ στὴ Μόσχα καὶ ἀναγγέλλει τὴν ἵδρυση τοῦ «Ἰνστιτούτου γιὰ τὴν ἁρμονικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἁνθρώπου». Ὑποτίθεται ὅτι εἶχε βρεῖ μιὰ «πανάρχαια» Γνώση, τὴν εἶχε κάνει «Σύστημα» καὶ ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἐφαρμογή της στὸν σύγχρονο κόσμο. Υἱοθετώντας τὸ θεοσοφικὸ λεξιλόγιο, ποὺ ἦταν τοῦ συρμοῦ στοὺς γνωστικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς, προσήλκυσε γύρω του ἕναν ἀριθμὸ σημαντικῶν Ρώσων διανοουμένων. Ἡ προσπάθειά του ἔμεινε, ὡστόσο, στὰ σκαριά. Ἡ Σοβιετικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1917 τὸν ὑποχρέωσε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Ρωσία. Μετέφερε γιὰ λίγο τὴ σχολή του στὸν Καύκασο. Καὶ ἔπειτα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἁλλὰ οὔτε ἐκεῖ ἦταν εὐνοϊκὲς οἱ συνθῆκες. Ἔτσι κατέληξε στὴ Δύση.
Τὸ 1922 ἐγκαθιστᾶ τὸ Ἰνστιτοῦτο του στὴ Γαλλία, στὸ Πριερέ, κοντὰ στὸ Φοντενεμπλώ. Ἐκεῖ, στὴν ἕδρα τῆς σχολῆς, ἔθεσε σὲ δοκιμασία καὶ προσπαθοῦσε νὰ τελειοποιήσει ἕνα εἰδικὸ σύστημα αἰσθησιοκινητικῶν μεθόδων κατανόησης τῆς Γνώσης, τὶς λεγόμενες «Κινήσεις». Παράλληλα, μέσω δημοσίων διαλέξεων, κοινοποιοῦσε πρὸς τὰ ἔξω τὴ βασικὴ ἰδέα- σκοπὸ τῆς σχολῆς του: τὴν ἐπεξεργασία μιᾶς «ἐπιστημονικῆς» μεθόδου γιὰ τὴν «ἁρμονικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου». Ἡ δουλειά του στὸ Πριερὲ θὰ τοῦ δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ἀσκήσει ἐπιρροὴ σὲ ἐπιλεγμένους ἀνθρώπους στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἁμερική.
Ἁπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ὁμάδων τῆς Μόσχας ὁ Γκουρτζίεφ ἀπέφευγε τὴ γραπτὴ διατύπωση τῶν ἰδεῶν του, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ κατανόηση εἶναι συνάρτηση τοῦ «εἶναι» κάθε ἀνθρώπου. Ὅταν μιὰ ἀνώτερη διδασκαλία κοινοποιεῖται, μέσω ἑνὸς βιβλίου, στὸ δεδομένο ὑπανάπτυκτο «εἶναι» τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καταδικασμένη νὰ παρανοηθεῖ καὶ νὰ διαστρεβλωθεῖ. Τὰ Εὐαγγέλια π.χ. εἶναι προσιτὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι μᾶλλον ἀπογοητευτικό. Χωρὶς τὴ βίωση τῆς ἀλήθειας ἡ κατανόησή της εἶναι ἀδύνατη. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ἔλεγε, εἶχε ἐπεξεργαστεῖ τὶς Κινήσεις: ὡς μέσο γιὰ τὴν πρόκληση τοῦ ἀναγκαίου βιώματος. Συνεπὴς στὴν «ἀντισυγγραφικὴ» θέση του δὲν ἐπέτρεπε στοὺς ἀκροατὲς τῶν διαλέξεών του νὰ κρατοῦν σημειώσεις. (Μερικοὶ βέβαια κατέγραφαν ἔπειτα ὅ,τι εἶχαν ἀκούσει.)
Μετὰ ἀπὸ ἕνα αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα καὶ γιὰ λόγους ποὺ ἀγνοοῦμε, ὁ Γκουρτζίεφ ἔκλεισε τὸ Ἰνστιτοῦτο του καὶ ἀφοσιώθηκε σ’ αὐτὸ ποὺ πρὶν θεωροῦσε μάταιο: τὴ γραπτὴ διατύπωση τῆς διδασκαλίας του. Ἔγραψε τρία βιβλία: τὶς Ἱστορίες τοῦ Βεελζεβοὺλ στὸν ἐγγονό του, τὶς Συναντήσεις μὲ ἀξιοσημείωτους ἀνθρώπους καὶ τὸ ἡμιτελὲς Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι πραγματικὴ παρὰ μόνο ὅταν «Εἶμαι». Τὸ 1935 σταμάτησε νὰ γράφει. Γιὰ ἄγνωστους καὶ πάλι λόγους.
Ὡστόσο δεχόταν κόσμο στὸ διαμέρισμά του στὸ Παρίσι, ὅπου καὶ ἔκανε διάσημες προπόσεις «εἰς ὑγείαν τῶν ἠλιθίων». Καὶ ἐργαζόταν, λένε, ἐντατικὰ γιὰ τὴ διαμόρφωση τῶν ἀνθρώπων στοὺς ὁποίους θὰ ἐμπιστευόταν τὸ μέλλον τῆς σχολῆς του. Θὰ πεθάνει τὸ 1949 στὸ Νεϊγύ, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὸ τελευταῖο μεγάλο ταξίδι του στὴν Ἁμερική.
Ὁ πιὸ προικισμένος μαθητὴς τοῦ Γκουρτζίεφ ἦταν ὁ μαθηματικὸς Πέτρος Ντεμιάνοβιτς Οὐσπένσκυ (1878-1947). Εἶχαν συναντηθεῖ τὸ 1915 καὶ συνεργάζονταν μέχρι τὴν ἐγκατάστασή τους στὴ Δύση. Τὸ βιβλίο του Ἁναζητώντας τὸν κόσμο τοῦ θαυμαστοῦ, ἀποσπάσματα μιᾶς ἄγνωστης διδασκαλίας, θεωρεῖται ἡ καλύτερη ἐπιτομὴ τοῦ γκουρτζιεφικοῦ συστήματος. Ἐκδόθηκε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Οὐσπένσκυ καὶ ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ὁ Γκουρτζίεφ, ὁ ὁποῖος τὸ βρῆκε «ἀπολύτως ἱκανοποιητικό». Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο ποὺ θὰ κάνει προσιτὲς τὶς ἰδέες τῆς σχολῆς στὸ εὐρύτερο κοινό.
Ἁξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐγκατάστασής τους στὴν Εὐρώπη οἱ δύο ἄνδρες δὲν εἶχαν καμιὰ ἐπικοινωνία. Ὁ Οὐσπένσκυ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἁγγλία καὶ κρατήθηκε ἐπιμελῶς σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν δάσκαλό του. Ἄνοιξε δική του σχολή, ἔφτιαξε μαθητὲς καὶ ἀπέκτησε αὐτοτελῆ φήμη, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ γίνεται λόγος γιὰ «Σχολὴ Γκουρτζίεφ- Οὐσπένσκυ». Καὶ ὄχι ἀδίκως, ἂν λάβουμε ὑπόψη ὅτι τὰ προηγούμενα ἔργα του, Tertium Organum καὶ Ἕνα νέο πρότυπο τοῦ σύμπαντος (ὅπου βρίσκουμε καὶ τὴ μοναδικὴ ὁλοκληρωμένη θεωρητικὴ διαπραγμάτευση τῆς «αἰώνιας ἐπιστροφῆς»), τὸν εἶχαν καθιερώσει ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1920 ὡς σοβαρὸ καὶ πρωτότυπο γνωστικὸ φιλόσοφο.
Πολὺ πρὶν γνωρίσει τὸν Γκουρτζίεφ, ὁ Οὐσπένσκυ εἶχε μελετήσει τοὺς «δρόμους τοῦ καλόγερου, τοῦ φακίρη καὶ τοῦ γιόγκι». Εἶχε πειστεῖ ὅτι εἶχαν κάποια ἀποτελεσματικότητα, ἀλλὰ μέσα στὸ θρησκευτικό τους οἰκοσύστημα. Τοὺς θεωροῦσε ἐντελῶς ἀκατάλληλους γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁραματιζόταν ἕνα «Σύστημα» βασισμένο στὸν λόγο καὶ στὸ πείραμα – δίχως καθόλου θρησκευτικὰ προαπαιτούμενα. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς πίστεψε ὅτι βρῆκε στὸν «Τέταρτο Δρόμο» τοῦ Γκουρτζίεφ: τὸν «δρόμο» ποὺ «συναιροῦσε» τοὺς τρεῖς παραδοσιακούς, ὑπερβαίνοντάς τους. Μιλᾶ μάλιστα γιὰ «ἀποδείξεις» ποὺ εἶχε λάβει, ἐννοώντας ὅτι ὁ Γκουρτζίεφ κατεῖχε «δυνάμεις» σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἀποδίδονται στοὺς παραδοσιακοὺς δρόμους.
Τὸν προβλημάτιζαν, ὡστόσο, οἱ ἀνεξήγητες πρακτικὲς ἐπιλογὲς τοῦ δασκάλου του στὴν Εὐρώπη. Διέβλεπε σ’ αὐτὲς ἀνομολόγητα θρησκευτικὰ συμφραζόμενα. Εἶχε συνάμα τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Γκουρτζίεφ κοινοποιοῦσε μόνο «ἀποσπάσματα» ἀπὸ τὸ «Σύστημα». Ὅτι ἔκρυβε βασικὰ σημεῖα του… Τελικῶς ἡ διαφορά τους, κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔχει σημασία, ἀφοροῦσε στὸν τρόπο ἐφαρμογῆς τῆς γκουρτζιεφικῆς διδασκαλίας καὶ ὄχι στὴ διδασκαλία καθ’ ἑαυτήν.
Στὶς τελευταῖες στιγμές του, ὁ μᾶλλον εὐθὺς καὶ εἰλικρινὴς αὐτὸς ἄνθρωπος θὰ πεῖ: «δὲν ὑπάρχει Σύστημα». Θὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ κεντρικὸς στόχος τῆς ζωῆς του ἦταν μιὰ χίμαιρα.
Ἂν ὁ δάσκαλος ἑστιαζόταν στὸ αἰσθησιοκινητικὸ σύστημα καὶ ὁ καλύτερος μαθητής του στὸ διανοητικό, ἄλλοι θὰ δώσουν ἔμφαση στὸ συναισθηματικό. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ ἱστορικὸς τῆς ρωσικῆς μοναρχίας Μπόρις Μουραβιώφ, θὰ δώσει τὸ πιὸ συστηματικὸ ἔργο τῆς Σχολῆς μὲ τίτλο: Γνώση, μελέτη καὶ σχόλια στὴν ἐσωτερικὴ παράδοση τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐνῶ στὰ ἔργα τῶν Γκουρτζίεφ καὶ Οὐσπένσκυ γίνονται μόνο νύξεις γιὰ τὶς ὑποτιθέμενες χριστιανικὲς πηγὲς τοῦ συστήματος (ὁ πρῶτος μιλᾶ γιὰ «ἐσωτερικὸ χριστιανισμό», ἐνῶ ὁ δεύτερος παραπέμπει στὴ Φιλοκαλία), στὸ ἔργο τοῦ Μουραβιὼφ τὸ «σύστημα» ἐκτίθεται ρητὰ ὡς «ὀρθόδοξος» χριστιανικὸς γνωστικισμός.

2. Ἡ δική μου ἐπαφὴ μὲ τὸ «σύστημα».
Τὸ 1965-66 εἶχα πάρει τὴ «μεγάλη ἀπόφαση» νὰ ἀφιερωθῶ στὸ ἰδανικὸ τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας. Καὶ καθὼς δὲν γίνεται «ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου» χωρὶς τὸ «ὑποκείμενο τῆς ἀλλαγῆς», εἶχα προσχωρήσει σὲ ὅσους ὑποστήριζαν, ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο νὰ ξαναφτιαχτεῖ τὸ ἐπαναστατικὸ κόμμα τῆς ἐργατικῆς τάξης. Ἐντάχθηκα, λοιπόν, στὴν προσπάθεια οἰκοδόμησης τῆς «σωστῆς Ὀργάνωσης».
2.1. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Ἡ ἐμπειρία μου ὅμως ἀπ’ αὐτὴ τὴν προσπάθεια θὰ ἀποβεῖ ἀποκαρδιωτική. Ἦταν μιὰ κωμικοτραγικὴ ἀποτυχία. Καταλήξαμε νὰ κάνουμε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκαμε. Ἁναπαράγαμε καταφανῶς τὰ ἴδια συμπτώματα ποὺ καταγγέλλαμε: ἀσυνέπεια, ὑποκρισία, φιλαρχία, καιροσκοπισμό, ἀλληλοϋπονόμευση κ.λπ. Οἱ δικοί μας «σταλινίσκοι» δὲν εἶχαν νὰ ζηλέψουν τίποτε ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἴχαμε ἀπορρίψει. Ποῦ νὰ παίρναμε καὶ τὴν ἐξουσία…
Τὸ ἐρώτημα ἀνέκυψε ἀμείλικτο: γιατί ἕνα συλλογικὸ ὑποκείμενο, τὸ ὁποῖο ξεκινᾶ νὰ καταργήσει τὴν ἐκμετάλλευση καὶ τὴν κυριαρχία, εἶναι καταδικασμένο νὰ τὰ ἀναπαράγει καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα;
Μὲ τὸν μακαρίτη τὸν Ἄρη Ζεπάτο κάναμε ἕναν ἀπολογισμὸ τῆς γενικότερης αὐτῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀριστεροῦ κινήματος. Τὸ συμπέρασμά του εἶχε τρία σημεῖα:
1. Δὲν μπορεῖς νὰ «ἀλλάξεις τὸν κόσμο», ἂν δὲν μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις ὁ ἴδιος.
2. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ ἀλλάξεις. 3. Μιὰ θεωρία γιὰ τὴν αὐτο-αλλαγὴ τοῦ ὑποκειμένου εἶναι πρωταρχικὴ ἀπαίτηση. Ἡ θεωρία μας, ὁ μαρξισμός, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πεῖ γιὰ τὸ θέμα.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ψάξουμε ἀλλοῦ.
2.2. Η «ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΗΣ ΕξΕΛΙξΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
Κατευθυνθήκαμε κατ’ ἀρχὰς στὴν ψυχολογία, ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς φροϋδομαρξιστὲς καὶ φτάνοντας στὸν Γιούνγκ. Αὐτὸς ὁ τελευταῖος μιλοῦσε ρητὰ γιὰ τὴν «ἐξατομίκευση» καὶ τὰ προβλήματά της. Διαπιστώσαμε ὅμως ὅτι ἡ μοντέρνα ψυχολογία, καθὼς ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὸν ψυχικὰ ἄρρωστο, δὲν ἔχει ἀπάντηση.
Χρειαζόμασταν μιὰ ψυχολογία ἡ ὁποία νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸν «ὑγιῆ» ἄνθρωπο. Ἁναζητώντας την φτάσαμε στὴ σχολὴ Γκουρτζίεφ, ἡ ὁποία πρόσφερε ἀκριβῶς ἕνα «σύστημα» αὐτο-αλλαγῆς τοῦ συνηθισμένου-ὑγιοῦς ἀνθρώπου. Μιὰ «ψυχολογία τῆς δυνατῆς ἐξέλιξης τοῦ ἀνθρώπου». Ἰδοὺ μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐντυπωσιακὲς ἰδέες της:
1. Ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἡμιτελὲς ὄν, ποὺ πρέπει νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ δικές του συνειδητὲς προσπάθειες.
Ἡ ἰδέα ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει λόγω τῆς μηχανικότητάς του, μιᾶς εἰδικῆς μορφῆς ὕπνου, μέσα στὴν ὁποία ἀναλώνει τὴ ζωή του.
3. Ἡ ἰδέα ὅτι ἔχουμε μέσα μας πολλὰ ἄσχετα μεταξύ τους ἐγώ, ἡ χαοτικὴ κίνηση τῶν ὁποίων μᾶς κάνει ἕρμαια τῆς τύχης καὶ τῆς
ἀ νάγκης.
4. Ἡ διάκριση «οὐσίας» καὶ «προσωπικότητας» μέσα μας, ὅπου ἡ
δεύτερη ἀναπτύσσεται σὲ βάρος τῆς πρώτης.
5. Ἡ διάκριση τριῶν ψυχικῶν κέντρων μέσα μας –νοητικοῦ, συναισθηματικοῦ, κινητικοῦ–, τὰ ὁποῖα λειτουργοῦν μονόπλευρα
καὶ ἄναρχα.
6. Ἡ μεγάλη σημασία τῆς αὐτεπίγνωσης καὶ τῆς πάλης μὲ τὴ δυαδικὴ σκέψη, τὴ φαντασία καὶ τὰ ἀρνητικὰ συναισθήματα, προκειμένου νὰ ἔχουμε μιὰ συνειδητὴ καὶ ἐλεύθερη προσωπικὴ ἐξέλιξη.
Ἡ διαπραγμάτευση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν ἔπειθε ὅτι εἶχαν πίσω τους πλούσια ἐπεξεργασμένη ἐμπειρία καὶ ὄχι ἁπλῶς εὐφυῆ διανοήματα.
Ἡ ψυχολογία τοῦ γκουρτζιεφικοῦ συστήματος κάλυπτε πλήρως τὶς ἀπαιτήσεις μου. Εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ πρόβλημα. Ἡ κοσμολογία του ὅμως μὲ πάγωσε κυριολεκτικά.
Φοβούμενος ὅτι τὴν παρανοῶ, καθὼς εἶναι ἰδιαίτερα πολύπλοκη, τῆς ἀφιέρωσα ἐνδελεχῆ μελέτη. Ἡ μελέτη ἐπιβεβαίωσε τὴν αἴσθησή μου. Ἡ τόσο ἑλκυστικὴ ψυχολογία τοῦ «συστήματος» ἦταν ἐγγεγραμμένη σὲ μιὰ ἀπολύτως ἀναγκαιοκρατικὴ κοσμολογία.
2.3. Η «ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΗΣ ΕξΕΛΙξΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
Τὰ κοινωνικὰ προβλήματα ὑπερκαθορίζονται ἀπόλυτα ἀπὸ ἐξωκοινωνικὲς ἐπιδράσεις («κοσμικές», «πλανητικὲς» κ.τ.τ.). Δὲν μποροῦμε στὸ κοινωνικὸ πεδίο νὰ διαρρήξουμε τὰ δεσμὰ τῆς τύχης καὶ τῆς ἀνάγκης. Προσκρούουμε στὸν «Γενικὸ Νόμο». Συνεπῶς: Τὸ αἴτημα τῆς «ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου» στερεῖται νοήματος.
Μόνο στὸ ἀτομικὸ πεδίο μποροῦν νὰ ὑπάρξουν συνειδητὲς ἀλλαγές, γιατὶ ἰσχύει ἐκεῖ ὁ «Νόμος τῆς Ἐξαίρεσης». Σὲ συνάφεια ὅμως μὲ τὸν «γενικὸ νόμο» τὰ ὅποια θετικὰ ἀποτελέσματα τῆς «ἐργασίας πάνω στὸν ἑαυτὸ» δὲν «κρυσταλλώνονται» στὸ ἐπίπεδο τῶν κοινωνικῶν μας σχέσεων, ἀλλὰ κάπου «ἔξω ἀπ’ αὐτό» (π.χ. στὸν «ἀστρικὸ» χῶρο).
Ἐκεῖ ὅμως εἶναι ἀδύνατη ἡ διϋποκειμενικὴ ἐπαλήθευση τῶν ἐπιτευγμάτων. Ὁ «λιγότερο ἐξελιγμένος» δὲν ἔχει κανένα ἐμπειρικὸ τρόπο νὰ δεῖ τί τὸν κάνει ὑποδεέστερο τοῦ καθοδηγητῆ του. Ἁποτέλεσμα: Ἡ ἀναγκαία ἱεράρχηση στὸ πλαίσιο τῆς συλλογικῆς ἐργασίας (σχολῆς, ὀργάνωσης κ.λπ.), καὶ κατὰ προέκταση στὸ ἐπίπεδο τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ἀπὸ ἀξιοκρατικὴ γίνεται ἀναγκαστικὰ δεσποτική.
Συνεπῶς: Ἁποθέωση τοῦ δεσποτισμοῦ.
3. Τὰ ἑλληνικὰ αὐτονόητα.
Προβληματισμένος ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο αὐτό, ἀποφάσισα νὰ ἀκολουθήσω τὶς παραπομπὲς τοῦ «συστήματος» στὸν χριστιανισμό.
Πῆγα ἔτσι στοὺς Ἕλληνες Πατέρες. Εἶδα νὰ διαπραγματεύονται τὸ ἴδιο θέμα, τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀλλὰ μὲ μεγαλύτερη διαύγεια. Παράδειγμα ἡ θέση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, γιὰ τὴ φιλαυτία ὡς μητέρα ὅλων τῶν παθῶν. Πῶς δηλαδὴ εἶναι ἀνίκητα τὰ πάθη ὅσο παραμένει ἡ φιλαυτία. Πῶς καμιὰ «ἀφύπνιση τῆς συνείδησης» δὲν εἶναι ἀρκετή. Πῶς μόνο ἡ βιωματικὴ σχέση ἀγάπης πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Πλησίον μπορεῖ νὰ περιορίσει τὴ φιλαυτία, ἐπιτρέποντας κάποιο θετικὸ ἀποτέλεσμα στὸ πεδίο τῶν παθῶν. (Μᾶς τὰ θύμισε πρόσφατα ὁ σεβασμιώτατος Περγάμου σὲ μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἔκδοση τῆς Μονῆς Κύκκου μὲ τίτλο Ὀρθοδοξία καὶ σύγχρονος κόσμος.)
Διαπίστωσα ἐπιπλέον ὅτι ἡ ψυχολογία τῶν νηπτικῶν Πατέρων δὲν γνωρίζει κοσμολογικοὺς περιορισμούς. Ὁ «κοινός μας πατέρας» δὲν ἔφτιαξε τὸν κόσμο «ἀπὸ ἀνάγκη», ὅπως λέει τὸ γκουρτζιεφικὸ σύστημα, ἀλλὰ «ἀπὸ ἀγάπη». Θεμέλιο τοῦ κόσμου δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἡ ἀπόλυτη πνευματικὴ ἐλευθερία.
Ἔφτασα ἔτσι νὰ ἀπορρίψω τὸ «σύστημα» στὸ σύνολό του. Ἡ πράξη μου καθορίστηκε κατὰ βάθος ἀπὸ τὰ ἀντιγνωστικιστικὰ αὐτονόητα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας μου. Ἁκριβέστερα: τῶν ψιχίων της ποὺ εἶχα πάρει μικρός.
Ἁναφέρω δύο παραδείγματα γιὰ νὰ ἐξηγήσω τί ἐννοῶ:
α) Ἡ Καλυψώ, αὐτὴ ἡ ἀπείρου κάλλους θεά, ποὺ μὲ ἔχει ἐρωτευθεῖ, εἶναι ἕνα σοῦπερ «σύστημα», μπρὸς στὸ ὁποῖο ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι «ἁπλῶς ὀδοντόκρεμες». Ὑπόσχεται σὲ μένα, τὸν ταλαίπωρο μικρὸ Ὀδυσσέα, νὰ μὲ κάνει ἀθάνατο. Ἁρκεῖ νὰ μείνω στὸ θεσπέσιο νησί της. Μοῦ ὑπόσχεται τὴν τέλεια ἀτομικότητα, γιατὶ δὲν μοῦ ἐξασφαλίζει μόνο τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος, ἐδῶ καὶ τώρα. Ἐγὼ ὅμως κατέχομαι ἀπὸ τὸν «Νόστο τοῦ Προσώπου». Προτιμῶ τὸν γυρισμὸ στὴ θνητότητα: στὰ ἐφήμερα ἀγαπημένα οἰκεῖα μου πρόσωπα.
Σημειῶστε καὶ τοῦτο: Εἶμαι χαμένος, ἂν δὲν πετάξω τελείως ἀπὸ πάνω μου τὰ ροῦχα ποὺ μοῦ χάρισε ἡ θεά. Ὅταν θὰ ἔχω φύγει ἀπ’ τὸ νησί της καὶ θὰ παλεύω μὲ τὰ κύματα.
β) Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, «δι’ ὑπερβολὴν ἐρωτικῆς ἀγαθότητος», κατεβαίνει στὸ δικό μας ἐπίπεδο. Γίνεται ἄνθρωπος καὶ ἀφήνει νὰ τὸν σταυρώσουν, προκειμένου νὰ ξεσκεπάσει τὸν μηχανισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ νὰ μᾶς δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας: τῆς δικῆς μας καὶ τῆς φύσης, ἡ ὁποία στενάζει μαζί μας ἄχρι τοῦ νῦν. Στὴ συνέχεια ἀναρίθμητοι μάρτυρες ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά του.
Ἁπὸ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα προβάλλει μιὰ διαμετρικὰ ἀντίθετη ὑποκειμενοποιητικὴ κατεύθυνση, ἡ ὁποία βασίζεται στὴν ἀγάπη τοῦ ἐφήμερου-θνητοῦ Προσώπου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ τοποθετεῖται πάνω ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἀθανασία. Ἡ ὑπέρτατη δόξα (ἡ «δυνατὴ ἐξέλιξη») τοῦ ἀτόμου εἶναι ἐδῶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὸ καλὸ τοῦ συνόλου. Ἁπ’ αὐτὸν ἀντλεῖ τὸ νόημά της ἡ «καλὴ ἀλλοίωση» – ἡ «ἀλλαγὴ τοῦ ἑαυτοῦ».
4. Κοσμοκεντρικὴ ἢ κοινωνιοκεντρικὴ ἐξατομίκευση;
Ἡ κοσμοκεντρικὴ ὀντολογία τοῦ «συστήματος» ἔρχεται ἀπὸ τὰ δεσποτικά-κολεκτιβιστικὰ περιβάλλοντα τῆς Ἁσίας, ἀπ’ ὅπου ἄντλησε τὶς ἐμπνεύσεις του ὁ Γκουρτζίεφ. Ἡ κοινωνικὴ τάξη τοῦ ἀσιατικοῦ δεσποτισμοῦ εἶναι, ὡς γνωστόν, προέκταση τῆς κοσμικῆς τάξης.
Ἡ αὐτονομία τῆς κοινωνικῆς τάξης ἔναντι τῆς κοσμικῆς εἶναι ἀντίληψη ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλου εἴδους πολιτισμούς: τὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν νεωτερικό. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἀναπτύχθηκε, ἀκριβῶς, ὡς προσπάθεια ἀποκόλλησης τῆς κοινωνικῆς ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τάξη. Γι’ αὐτὸ καὶ φθάνει στὴν κοινωνικὴ ἐξατομίκευση τοῦ ἀνθρώπου, τὴ δημοκρατία καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ τραγικοῦ. Πράγματα ἐντελῶς ξένα στοὺς δεσποτικούς-κολεκτιβιστικοὺς πολιτισμούς: τὸν αἰγυπτιακό, τὸν περσικό, τὸν ἰνδικό, τὸν κινέζικο, τὸν ἰαπωνικό, τῶν Ἁζτέκων, τῶν Ἴνκας, τῶν Κελτῶν, τῶν Ἐτρούσκων.
Στοὺς δεσποτικοὺς πολιτισμοὺς ἡ ἀτομικότητα δὲν μπορεῖ, οὔτε πρέπει, νὰ ἔχει κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ἡ ἐκδήλωσή της στὸ πεδίο τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ὡς διεκδίκηση ἀτομικῆς ἐλευθερίας, θεωρεῖται ἕνα πολὺ ἐπικίνδυνο παθολογικὸ φαινόμενο, γιατὶ ἀποσυνθέτει τὴν δεσποτικὴ συνοχὴ τῆς κολεκτιβιστικῆς τάξης. Ὁ ἄνθρωπος ὑποχρεοῦται ἐκεῖ νὰ καταβάλει σύντονες προσπάθειες νὰ ἐξαλείψει τὸ ἐγὼ μέσα του. Εἰδικοὶ θεσμοί, μοναστήρια καὶ σχολές, εἶναι ἕτοιμα νὰ τοῦ προσφέρουν τὶς κατάλληλες τεχνικὲς γιὰ τὴν «αὐτοκτονία του ἐπὶ μεταφυσικοῦ ἐπιπέδου».
Στοὺς πολιτισμοὺς τῆς κοινωνικῆς ἐξατομίκευσης, ὅπως ὁ ἑλληνικὸς καὶ ὁ νεωτερικός, ἡ θέληση νὰ κατοχυρωθεῖ καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἐλεύθερα ἡ προσωπικότητα εἶναι θεμελιακὴ κινητήρια δύναμη. Εἶναι τὸ λεγόμενο ἀνθρωποκεντρικὸ πρόταγμα. Βεβαίως ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκοῦν στὴν προσωπικότητα τὰ γνωστικιστικὰ συστήματα δὲν εἶναι ἄστοχη. Εἶναι ἀσταθής, ἀντιφατική, μονομερής, ἐγωιστικὴ κ.λπ. Εἶναι ἡ λεγόμενη κρίση τῆς ἐξατομίκευσης, ποὺ τὴν πέρασε ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ τὴν περνάει σήμερα ὁ νεωτερικὸς πολιτισμός, βιώνοντας τὴν τρομερὴ κατολίσθησή του στὸν μεταμοντέρνο μηδενισμό.
Ὁ γκουρτζιεφικὸς γνωστικισμὸς ὑπόσχεται τὴν «πραγματικὴ ἀτομικότητα». Ἁνταποκρίνεται ἔτσι στὸ πρόβλημα τῶν καιρῶν: τὴν ἀποσύνθεση τοῦ ἀτόμου. Ὁ ἐξωκοινωνικὸς ὅμως χαρακτήρας της καὶ τὰ δεσποτικά της συμφραζόμενα τὴν καθιστοῦν λύση χειρότερη ἀπὸ τὸ πρόβλημα.
Τὴν ἀπάντηση στὴν κρίση τῆς ἐξατομίκευσης τὴν ἔχει ἤδη προσφέρει ὁ χριστιανισμός, γιατὶ ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸ διαλυμένο ἄτομο νὰ ἀναγεννηθεῖ «ἄνωθεν» κι ἀπὸ ἄτομο νὰ γίνει Πρόσωπο. Ἁναδεικνύοντας ὡς περιεχόμενο τῆς ἀνακαινισμένης προσωπικότητας τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας, ἐπιτρέπει τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῆς ἀτομικότητας καὶ τῆς καθολικότητας ἀκριβῶς στὸ πεδίο τῶν κοινωνικῶν μας σχέσεων. Ἡ «πραγματικὴ ἀτομικότητα» ἐπιτυγχάνεται στὸ ἐδῶ καὶ τώρα. Ὄχι ὡς «ἀστρικὸ» ἢ ἄλλου εἴδους «κοσμικὸ» σῶμα, ἀλλὰ ὡς κοινωνικὸ σῶμα. Ὁ Ἕνας Θεός του εἶναι Ἁγάπη. Τριάδα Προσώπων. Ἁγάπη, ὄχι ὡς ἐνέργεια «κοσμική», δηλαδὴ ἐξωκοινωνική, ἀλλὰ ὡς πνεῦμα κοινωνίας. Εἶναι ἐνέργεια «ἄκτιστη» καὶ ὄχι «κτιστή». Ὁ Λόγος της εἶναι τὸ ὀντολογικὸ θεμέλιο τοῦ Κόσμου.
Ἁλλὰ γιὰ νὰ πλησιάσω τὴ χριστιανικὴ ὑπέρβαση τοῦ γνωστικισμοῦ ἔπρεπε, τί παράξενο, νὰ μὲ περιλάβει πρῶτα ὁ δαιμόνιος συμπατριώτης μας ἀπὸ τὸν Καύκασο: ὁ Γεώργιος Γεωργιάδης ἢ Γκουρτζίεφ.

περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τ. 108 (Oκτ. Δεκ. 2008)