Το νυχτερινό χθεσινό ραντεβού με μια καλή φίλη δόθηκε μόνο και αυστηρά για ποτό, όχι για φαγητό, καθόσον όπως μου διευκρίνισε, ήταν  σε δίαιτα και δεν ήθελε να χαλάσει το πρόγραμμά της. Έτσι και εγώ περιμένοντας να ολοκληρώσει την καλλωπιστική της τελετουργία, βρήκα το χρόνο να φάω κάτι “στα γρήγορα”, από το κοντινό ταχυφαγείο γνωστής αλυσίδας.
Είχα χρόνια να επισκεφτώ ένα τέτοιο κατάστημα με τα έντονα χρώματα και τους δυνατούς ήχους. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί σε ένα περιβάλλον που προσφέρει τροφή, θα πρέπει  οι άλλες αισθήσεις  εκτός της γεύσης, να βομβαρδίζονται, καταιγιστικά σχεδόν, με τόσο έντονες εντυπώσεις, σε σημείο μάλιστα να μπουκώνουν την αντιληπτική  ικανότητα του πελάτη, ώστε να μπλοκάρεται η κρίση του.
Η απάντηση βέβαια εμπεριέχεται στο ερώτημα. Προφανώς  υπάρχει ένας καλός λόγος, που σχεδόν πάντα είναι η αύξηση των πωλήσεων. Τα αποστειρωμένα και θορυβώδη αυτά μαγαζιά, χρειάζονται καταναλωτές με διασπασμένη προσοχή. Έντονα φώτα, δυνατή μουσική που παραπέμπει σε νυχτερινό club,  φωτογραφίες  με τα εδέσματα της φίρμας μπροστά στο ταμείο(που έλεγες ότι μάλλον τα έχουν περάσει με βερνίκι πριν τα φωτογραφίσουν) και μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης, στην οποία φυσικά κανείς δε μπορούσε να παρακολουθήσει τίποτα, παρά υπήρχε μόνο για να …χαζεύεις.
Ναι αυτό είναι σκέφτηκα, αυτός είναι ο σωστός όρος. Σε αυτά τα λίγα πολύχρωμα τετραγωνικά ενθαρρύνεται η  αποχαύνωση.  Μετά από μία βιαστική επιλογή ακούω την αγχωμένη υπάλληλο να λέει στο μικρόφωνο “Ένα κλαμπ και μια πατάτες παρακαλώ” και να απευθύνεται σε άλλον πελάτη. Γιατί αυτός ο (εκ)βιασμός, αναρωτιέμαι. Μέσα στα άδυτα της κουζίνας οι παραγγελίες ετοιμάζονται με βιομηχανική ακρίβεια και ταχύτητα. Βλέπω τα γεύματα να κυλούν σε μικρές τσουλήθρες έτοιμες να παραδοθούν στους καταναλωτές με τα απλανή βλέμματα. Κανείς δεν κοιτά κανέναν και όλοι ατενίζουν ψηλά, σα να προσπαθούν να κρύψουν μια ακαθόριστη συλλογική αμηχανία ή ενοχή.  Μέσα σε αυτό το σκηνικό της άχρωμης ουδετερότητας, ακούω την υπάλληλο να μου φτύνει ένα “καλή σας όρεξη” και να σπρώχνει απότομα το δίσκο προς το μέρος μου αναγκάζοντας τις ομοιόμορφα κομμένες τηγανητές πατάτες να εξοβελιστούν έξω από το φακελάκι που προσωρινά τις φιλοξενούσε.  Κατευθύνομαι μηχανικά προς ένα από τα άδεια τραπεζάκια και καρέκλες, τα καρφωμένα στο πάτωμα, που μαζί με όλο το σύνολο ενισχύουν εκείνο το αισθητικό αποτέλεσμα του εστιατορίου φυλακής.
Παρατηρώ γύρω μου τους αγχωμένους και ανασφαλείς εφήβους, με τα άτεχνα τατουάζ, τα μεταλλικά στολίδια  και τις αδέξιες μεταμορφώσεις τους να πασχίζουν να υπογραμμίσουν την ταυτότητά τους μέσα στο προκατασκευασμένο και επιτηδευμένα ψευδο μεταμοντέρνο φαστφουντάδικο.
Αντιλαμβάνομαι ότι μέσα σε όλο το καθόλου τυχαία στημένο σκηνικό, αλλοιώνονται ή ξεγελιούνται οι αισθήσεις.  Η γεύση σφυροκοπείται με τόνους από κέτσαπ και μουστάρδα, τα οποία βρίσκονται διαθέσιμα παντού και δωρεάν, για να βιώσουν τα απαραίτητα σοκ η γλώσσα και ο ουρανίσκος. Έτσι ίσως περάσουν απαρατήρητες η χαμηλή ποιότητα και η  πλαστικοποιημένη προτηγανισμένη πατάτα.  Η όραση έχει ήδη δεχθεί τις επιθέσεις της, ώστε να μη γίνονται αντιληπτές η απουσία καλαισθησίας, η προχειρότητα, και η ασχήμια του γεύματος. Η όσφρηση απουσιάζει εντελώς και τα ρυθμικά ντεσιμπέλ απασχολούν την ακοή ενισχύοντας τις προστακτικές “φάε και φύγε” με την απόπειρα να συρρικνωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο αυτών διαδοχικών πράξεων. Έλλειμμα χρόνου για ηρεμία και άμβλυνση των αισθήσεων και μηδενικός χώρος στην ιεροτελεστία της προετοιμασίας και του σερβιρίσματος του φαγητού, προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν το σεβασμό στην ανθρώπινη ιδιότητα.
Οι χώροι αυτοί το μόνο που υπόσχονται είναι η άμεση ικανοποίηση του ενστίκτου της πείνας. Όλα τα υπόλοιπα, απουσιάζουν. Θυμήθηκα τα πορνεία που προσφέρουν μία γρήγορη εκτόνωση στις γενετήσιες ορμές του δίποδου θηλαστικού. “Έτσι στην ψύχρα” όπως το λέμε και στην αγοραία γλώσσα. Χωρίς συναίσθημα, χωρίς τρυφερότητα, χωρίς πρόσωπο και προσωπικότητα, χωρίς συνέχεια.
Σκουπίζεις τα χείλη και τα χέρια σου από τα πολυακόρεστα λιπαρά του γρήγορου γεύματος, και πετάς την τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα πάνω στο τραπέζι.
Όπως πετάς το χρησιμοποιημένο χαρτομάντιλο πάνω στο κρεβάτι της ανοχής.
Κανείς δεν ενοχλείται. Κανείς δεν προσβάλλεται.
πηγή: Αντίφωνο.