Νίκος Κασφίκης
Απόσπασμα από το 7o τεύχος του Περιοδικού Πρόταγμα
Η αστοχία των μαρξιστικών προσεγγίσεων σχετικά με τη γέννηση του φασισμού έγκειται στην απλουστευτική και χιλιοειπωμένη προσπάθεια να αναχθούν όλα, γενικώς και αορίστως, στην καπιταλιστική οικονομία: ο φασισμός είναι το μακρύ χέρι του συστήματος· το οπλοστάσιό του απέναντι στην ανερχόμενη απειλή· η επινόησή του μπροστά στον κίνδυνο της ταξικής αντεπίθεσης[1].
Παρότι θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε την προβληματική συλλογιστική που εν γένει παρουσιάζει η μαρξιστική αντίληψη περί φασισμού[2] στον παρόν κείμενο θα καταπιαστούμε με δύο διαφορετικά ζητήματα. Στο πρώτο σκέλος του κειμένου θα προβούμε σε μια ιστορική καταγραφή των βασικών νεωτερικών ριζών[3] του φασισμού, δηλαδή θα σκιαγραφήσουμε την ποικιλία των στοιχείων και των σημασιών που ο τελευταίος ενσωμάτωσε από θεσμούς του νεώτερου δυτικού πολιτισμού. Παράλληλα όμως θα εστιάσουμε και στο διάστημα μεταξύ Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου λαμβάνει χώρα αυτό που ορισμένοι ιστορικοί αποκαλούν «ευρωπαϊκό Εμφύλιο Πόλεμο». Στη μικρή αυτή χρονική περίοδο θα συσσωρευτούν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάδυση ενός ιδιαίτερου φαντασιακού, καταλυτικού για την ανάπτυξη μιας φασιστικής κοσμοθεωρίας. Το να επισημάνουμε λοιπόν μια μικρή χρονική περιοχή που κατά την εκτίμησή μας δημιουργεί τον φασισμό έχει ιδιαίτερη φιλοσοφική αξία. Αυτή η επιλογή συνιστά απόρροια της θέση μας που θέλει την ανθρώπινη ιστορία ως χώρο δημιουργίας και αλλοίωσης, χώρο τομών, πισωγυρισμάτων αλλά και στασιμότητας· κι όχι ως μια καλοστημένη αλυσίδα ντόμινο όπου τα πλακίδια αλληλοπαρασύρονται με προκαθορισμένα αποτελέσματα και συνέπειες.
O ισχυρισμός ότι η ιστορία δε διέπεται από απαράβατους κανόνες και νόμους, κατά συνέπεια πως ο φασισμός είναι αδύνατον να συναχθεί λογικά και αιτιοκρατικά από πρότερες ιστορικές φάσεις, δε θα πρέπει να μας αποτρέψει από την αναζήτηση των φασιστικών ριζωμάτων κι έξω από την χρονική περίοδο εμφάνισής του. Ένα ιστορικό σχεδιάγραμμα δεν είναι σε καμία περίπτωση περιττό όπως θα φανεί στην συνέχεια. Ο ναζισμός χωρίς τους θεσμούς και τις παραστάσεις του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Πολύ περισσότερο δε θα μπορούσε να υπάρξει έξω από την ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού. Για να κατανοήσουμε λοιπόν το σύνθετο φαινόμενο του φασισμού, που δε θέλησε ποτέ να δώσει μια συνοχή στο δαιδαλώδες θεωρητικό του υποπροϊόν, θα χρησιμοποιήσουμε κατά κύριο λόγο της αναλύσεις του Ένζο Τραβέρσο· κυρίως μέσα από δύο πρόσφατα μεταφρασμένα βιβλία του: Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: μια ευρωπαϊκή γενεαλογία[4 (συντομογραφία: ΡΝ) και Δια πυρός και σιδήρου: περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945[5] (συντομογραφία: ΔΠ). Το κομμάτι αυτό του κειμένου, που θα εμπλουτίζεται και από άλλες πηγές και αναλύσεις, μπορεί να θεωρηθεί κι ως ένα είδος παρουσίασης των βασικών πλευρών της σκέψης του ιταλού θεωρητικού.
Στο δεύτερο σκέλος του κειμένου θα εστιάσουμε στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου προκειμένου να σκιαγραφήσουμε ένα κοινωνικοϊστορικό περιβάλλον που κατά την γνώμη μας δεν ευνόησε την εμφάνιση μιας ριζοσπαστικής και «επαναστατικής» Δεξιάς. Τα ερωτήματα που κατευθύνουν την μελέτη μας είναι τα ακόλουθα: η Ελλάδα συγκεντρώνει τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν στα ευρωπαϊκά κράτη της ίδιας περιόδου; Κι αν όχι, πού διαφέρει; Ποιά είναι η κοιτίδα της ελληνικής Ακροδεξιάς και που διαφέρει από τη δυτική ριζοσπαστική Δεξιά; Ποιός ο χαρακτήρας διάφορων οργανώσεων όπως η Εθνική Ένωσις Ελλάδος (ΕΕΕ); Το μεταξικό καθεστώς είναι μια ελληνική εκδοχή του φασισμού; Τα θέματα αυτά μπορεί να δείχνουν αποκλειστικά ιστορικού ενδιαφέροντος όμως μια ψύχραιμη προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου σε αντιδιαστολή με μια περιγραφή του φασισμού μέσα στη Δυτική Ευρώπη μπορεί να βοηθήσει να αντιληφθούμε τι συνιστά πραγματικά άνοδο του φασισμού μέσα σε μια κοινωνία· ζήτημα που σε μια εποχή ανόδου της Χ.Α. και της συνεπακόλουθης φιλολογίας περί «φασιστικοποίησης» της ελληνικής κοινωνίας έχει ιδιαίτερη σημασία να μελετηθεί και να αναλυθεί.
Φασισμός και δυτικός πολιτισμός
Όπως αναφέρει ο Τραβέρσο, ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Ερνστ Νόλτε, θεωρούν ότι ο τρόμος που προκάλεσε η Οκτωβριανή επανάσταση ήταν αρκετός για να εξηγήσει την ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς στην Ευρώπη της εποχής εκείνης. Από μια άλλη σκοπιά, αυτή του Φρανσουά Φυρέ, ο ναζισμός είναι μια αντίδραση στον φιλελευθερισμό, μια στιγμιαία παρένθεση στην νικηφόρα πορεία της Δύσης προς την Πρόοδο. Τέλος, ο Ντάνιελ Τζόνα Γκολντχάγκεν θεωρεί ότι η λύση στον γρίφο του Άουσβιτς, του γεγονότος αυτού που προκάλεσε μια τόσο τεράστια ρήξη της εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων, πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στην παράδοση του γερμανικού αντισημιτισμού. Όλες οι παραπάνω ερμηνείες[6], παρότι η καθεμία ξεχωριστά φωτίζει ουσιαστικές πλευρές του φασιστικού φαινομένου, υποκύπτουν σε δύο βασικά λάθη: πρώτον, καταλήγουν να παρουσιάζουν μια μονοαιτιακή ερμηνεία του ναζισμού, παραβλέποντας άλλες παραμέτρους και δεύτερον, διαπνέονται από μια απολογητική στάση προς την φιλελεύθερη παράδοση της Δύσης.
Όπως θα δούμε και αργότερα η σχέση μεταξύ φασισμού και νεωτερικής Δύσης δεν είναι τόσο αντιφατική. Η μάχη που ξεκινά το φασιστικό κίνημα κατά του Διαφωτισμού, του υλισμού και των «ψυχρών» ιδεολογιών που γεννά η Δύση -πρόκειται εδώ για τον εγγενή αντιδυτικισμό του φασισμού- δε γίνεται με προνεωτερικά μέσα -όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη συντηρητική Δεξιά για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω- και σε καμία περίπτωση δε διεκδικεί την επιστροφή σε κάποιο ειδυλλιακό παρελθόν -ασχέτως αν εμπνεύστηκε από σύμβολα του παρελθόντος. Ο φασισμός ενσωματώνει τα πλέον σύγχρονα δημιουργήματα του νεωτερικού κόσμου, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν αλλοιώνει το περιεχόμενο και τους αρχικούς σκοπούς τους. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι το γεγονός πως ο αντιδυτικισμός, δηλαδή η τάση δαιμονοποίησης της Δύσης εκ μέρους των εχθρών της και ουσιαστικά η οντολογική της ταύτιση με το Κακό, έχει το χαρακτηριστικό να υιοθετεί τα ίδια μέσα πάλης με τον μεγάλο του αντίπαλο, δηλαδή την ίδια τη Δύση. Τρανό παράδειγμα τέτοιου αντιδυτικισμού αποτελεί η Ιαπωνία κατά την διάρκεια του Β’Π.Π. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια μη δυτική χώρα στην οποία διάφορες τοπικές παραδόσεις συναντιούνται με αντιδραστικές ευρωπαϊκές ιδέες φτιάχνοντας ένα περίεργο μείγμα λατρείας του θανάτου. Για παράδειγμα στις επιχειρήσεις των tokkotai (Ειδικές Δυνάμεις Καταδρομών) -για να μην αναφέρουμε τους πιλότους καμικάζι- ένα άτομο τοποθετούνταν μέσα σε ένα ατσάλινο σωλήνα και εκτοξεύονταν από υποβρύχιο. «Στην Ιαπωνία, λοιπόν, η λατρευτική πίστη στον θάνατο ευδοκιμούσε εν μέσω τεχνολογικής, πολιτιστικής και βιομηχανικής εκζήτησης»[7]. Αναφέρουμε τα παραπάνω για να τονίσουμε, αφενός, ότι ο αντιδυτικισμός γεννιέται αποκλειστικά μέσα στην Δύση και όχι έξω απ’ αυτήν και αφετέρου, ότι ο δυτικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τάσεις, σχίσματα και ρεύματα που αντιφάσκουν μεταξύ τους. «Η Δύση υπήρξε κοιτίδα για τον Διαφωτισμό και τα φιλελεύθερα παρακλάδια του, αλλά και για τα δηλητηριώδη αντίδοτά τους»[8].
Όπως εύστοχα αναφέρει και ο Τραβέρσο: «Η Δύση δεν είναι εξολοκλήρου ενταγμένη στις γενναιόδωρες αρχές της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παρουσιάζει και άλλες όψεις, μεταφέρει και άλλες έννοιες για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, άλλες έννοιες του χώρου, άλλες χρήσεις της ορθολογικότητας και άλλες εφαρμογές της τεχνολογίας» (ΡΝ, σσ. 28-29). Ο συγγραφέας, όπως θα δούμε, καταφέρνει να αποφύγει τις δύο εσφαλμένες οπτικές για τον φασισμό: από την μια μεριά τη θεώρηση του Άουσβιτς ως αναπόφευκτη κατάληξη του νεωτερικού πολιτισμού και από την άλλη την ανάγνωσή του ως μια λοξοδρόμηση από την πορεία προς την Πρόοδο και την Ελευθερία.
Μέσα στη γενικότερη φιλολογία περί φασισμού έχουμε να αντιμετωπίσουμε κι ένα ακόμα ζήτημα περισσότερο φιλοσοφικό το οποίο αφορά τον δυτικό πολιτισμό ως τέτοιο. Τόσο αυτοί που βλέπουν τον φασισμό ως απλό παράγωγο του καπιταλισμού όσο και αυτοί που, μέσα από πιο σύνθετες θεωρήσεις και αναλύσεις, δεν εντοπίζουν μια αιτιοκρατική σχέση μεταξύ των δύο αλλά περισσότερο μια ενσωμάτωση και εκτροπή σκοπών και νοημάτων του καπιταλισμού από τον φασισμό, αμφότεροι, τείνουν να παραβλέπουν ένα καίριο χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού. Ειδικότερα, στην δεύτερη «σχολή» ερμηνείας του φασισμού που σαφώς παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, φαίνεται να απουσιάζει μια ερμηνεία των τεράστιων αντιφάσεων που γεννά η Δύση κατά την ιστορική της ανάδυση και πορεία. Ακόμη και ο Τραβέρσο, που, όπως θα δούμε, προτείνει ένα πολύ ενδιαφέρον και πειστικό σχήμα για την ερμηνεία του φασισμού αλλά και για την φύση της νεωτερικότητας ως εγγενώς αντιφατικής και πλουραλιστικής από άποψη νοημάτων και θεσμών, δεν φαίνεται να εντοπίζει τους βαθύτερους λόγους αυτής της πανσπερμίας νοημάτων, τους λόγους για τους οποίους η Δύση θα γίνει το θέατρο διαρκών συγκρούσεων και υπερβάσεων. Αυτό που με άλλα λόγια λείπει είναι μια βαθύτερη φιλοσοφική θέση που να φωτίζει την εμφάνιση του φασισμού υπό το πρίσμα της ανάλυσης του φαντασιακού του δυτικού πολιτισμού.
Θα μπορούσαμε να πούμε κάπως σχηματικά (καθώς δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε ορισμένες απλουστεύσεις) ότι αυτό που ονομάζουμε Δύση και δυτικό πολιτισμό γεννιέται κατά την Αναγέννηση, καθότι τότε αναβιώνει το ενδιαφέρον για την λατινική και αρχαιοελληνική γραμματεία[9]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η σκέψη (φιλοσοφική και επιστημονική) καταφέρνει να αυτονομηθεί από τα θρησκευτικά δεσμά και να ακολουθήσει την δική της πορεία. Έκτοτε ένα από τα βασικά ρεύματα μέσα στην Δύση, που θα μπλέκεται, θα αλληλεπιδρά και θα συγκρούεται με άλλες ήδη υπάρχουσες τάσεις, θα είναι το πρόταγμα της αυτονομίας. Εν συντομία στην Δύση συντελείται μια διάρρηξη της ετερονομίας μέσω της ανάδυσης της αυτονομίας στο επίπεδο της σκέψης. Αυτή η ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού επιτρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα κυρίαρχα νοήματα της εποχής, οι επίσημες αλήθειες τίθενται υπό διαπραγμάτευση, τα παραδεδομένα όρια ξεπερνιούνται και νέοι θεσμοί και νοήματα -που πολλές φορές θα έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους- αρχίζουν να αναδύονται. Το πρόταγμα της αυτονομίας θα λάβει ιστορικά έναν διφυή και αντιφατικό χαρακτήρα. Στην μία τάση του ο άνθρωπος «θέτει τον άνθρωπο στην θέση του θεού, τον καθιστά το μοναδικό υποκείμενο του σύμπαντος και του αναθέτει την αποστολή να κατακτήσει τον κόσμο»[10]. Σε αυτή την τάση εντοπίζουμε το καπιταλιστικό φαντασιακό της κυριαρχίας και του ελέγχου πάνω στον άνθρωπο και τη φύση. Το έτερο σκέλος του προτάγματος της αυτονομίας θα αντιπαλεύει τις παραπάνω τάσεις, θα χαρακτηρίζεται από αυτοκριτική ικανότητα, από το ξεπέρασμα της κυριαρχίας και την παράλληλη εμφάνιση της αυτονομίας. Θα γεννήσει την πολιτική (ως ικανότητα αμφισβήτησης των θεσμών), την φιλοσοφία (ως ικανότητα αμφισβήτησης των κυρίαρχων παραστάσεων), την ψυχανάλυση (ως ικανότητα αυτονομίας σε ατομικό επίπεδο). «Ο αστικός πολιτισμός, ως κομμάτι της νεότερης Δύσης, είναι όλα αυτά μαζί, είναι αυτό το αντιφατικό μείγμα αυτονομίας και τάσης προς την κυριαρχία που [...] παρήγαγε μια διαρκή κοινωνική ένταση και σύγκρουση»[11]. Κοντολογίς η Δύση θα γίνει η κοιτίδα τόσο μορφών κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης όσο και χειραφετικών ιδεών.
Ας το δούμε μέσα από ένα ιστορικό παράδειγμα: τις ιδέες αυτού που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως παγκοσμιοποίηση, μέσα από τις οποίες πληθώρα εξερευνητικών αποστολών των δυτικών μαζί με «ουτοπιστές» θαλασσοπόρους θα αρχίζουν να κατακτούν μακρινές θάλασσες, ανακαλύπτοντας νέους θαλάσσιους δρόμους και αναπτύσσοντας το εμπόριο, κυριαρχώντας σε ξένους πολιτισμούς και προσφεύγοντας σε μαζικό δουλεμπόριο (όπως συνέβη με την ανακάλυψη της Αμερικής) κ. ο. κ. Όλες αυτές οι τάσεις θα αναπτύσσονται παράλληλα με τις διαμετρικά αντίθετές τους. Ο Μισέλ ντε Μονταίν, για παράδειγμα, θα κατακρίνει τόσο την εκμεταλλευτική δράση των δυτικών όσο και τις προκαταλήψεις τους για τη δήθεν κατωτερότητα ενός διαφορετικού λαού (όπως ήταν οι ιθαγενείς της Αμερικής). Ο Γάλλος ουμανιστής σημειώνει: «βρίσκω λοιπόν […] πως τίποτα βάρβαρο και άγριο δεν υπάρχει σε αυτό το έθνος, σύμφωνα με όσα μου αναφέρθηκαν, εκτός του ότι ο καθένας αποκαλεί βαρβαρότητα εκείνο που δεν είναι στις συνήθειές του· πράγματι, φαίνεται πως δεν έχουμε άλλο κριτήριο για την αλήθεια και τη λογική από το παράδειγμα και το πρότυπο των γνωμών και των συνηθειών της χώρας όπου ζούμε»[12].
Με την παραπάνω παρένθεση προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε σε γενικές γραμμές την ιδιαιτερότητα του προτάγματος της αυτονομίας που εμφανίζεται στη Δύση όπως και τον διφυή χαρακτήρα του. Στο ένα σκέλος του προτάγματος της αυτονομίας μπορούμε να αποδώσουμε διάφορες κοινωνικο-ιστορικές δημιουργίες όπως είναι η αστική τάξη, η πουριτανική ηθική, το καπιταλιστικό φαντασιακό της ορθολογικής κυριαρχίας πάνω σε άνθρωπο και φύση ή ο τεϊλορισμός. Όμως, παρότι υπάρχουν διαφορές ως προς τους σκοπούς, και ο ολοκληρωτισμός (ναζιστικός ή σταλινικός) διαθέτει αντίστοιχες επιδιώξεις. Ο ολοκληρωτισμός είναι μια μορφή εξουσίας κατά την οποία τα πάντα υποτάσσονται στη διαρκή ριζοσπαστικότητα του κόμματος-κινήματος (κράτος, πολιτική, κοινωνία, κουλτούρα, οικονομία, εκπαίδευση, νεολαία, στρατός, αστυνομία -όλα υποτάσσονται στο κόμμα). Στην ουσία θέλει μετατρέψει την κοινωνία σε ένα τεράστιο τεϊλορικό εργοστάσιο όπου τα πάντα ελέγχονται, ακόμη και η ζωή και ο θάνατος. Ο ολοκληρωτισμός λοιπόν εκφράζει το δυτικό φαντασιακό της απόλυτης κυριαρχίας πάνω στην κοινωνία, ασκώντας μια εξουσία δίχως εξωτερικούς περιορισμούς και όρια. Ο φασισμός λοιπόν μπορεί να εμφανιστεί μόνο στην Δύση όχι γιατί εκεί υπάρχει καπιταλισμός αλλά διότι εκεί γεννήθηκε το πρόταγμα της αυτονομίας και ο φασισμός -όπως κι ο καπιταλισμός απ’ την μεριά του- εκφράζει πλευρές αυτού του προτάγματος.
[ ... ] Η συνέχεια στην έντυπη έκδοση…
[1] Το ντοκιμαντέρ του Άρη Χατζηστεφάνου Φασισμός Α.Ε. αποτυπώνει με ακρίβεια όλο αυτό το ρεύμα που θέλει τον φασισμό όργανο της αστικής τάξης. Πολύ εύστοχα ο Α. Γαβριηλίδης θα σχολιάσει: «ωραία, οι μεγαλοβιομήχανοι κινούν τα νήματα. Αυτοί που είναι στην άλλη άκρη του νήματος, γιατί κινούνται; Σε κανένα απολύτως σημείο της η ταινία δεν ασχολείται με το ερώτημα γιατί οι μάζες γοητεύονται από το φασισμό». Και λίγο παρακάτω: «Τελικά, μήπως και η ίδια η αρχική εμφάνιση και ανάπτυξη των ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογιών οφείλονται σε πιο πολύπλοκα και ενδεχομενικά αίτια, και όχι στη μονοδιάστατη, παντοδύναμη και πάντοτε προβλέψιμη δράση του “καπιταλισμού” ή της “οικονομίας”;» Άκης Γαβριηλίδης, «Οικονομισμός Α.Ε., στο μπλογκ Nomadic universality, 12/4/2014.[2] Οι αναρχικές προσεγγίσεις ως προς την σχέση καπιταλισμού-φασισμού δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις μαρξιστικές, μόνο που οι πρώτες διανθίζονται από αφηγήσεις ιδεολογικού τύπου σχετικά με την δήθεν φασιστική/ρατσιστική ουσία που εν γένει χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία (όλοι οι μικροαστοί είναι φασίστες κ.λπ.). Για μια κριτική στις κυρίαρχες αντιλήψεις περί Χρυσής Αυγής, τόσο από την αριστερά όσο και από τον αναρχικό χώρο, βλ. το συλλογικό κείμενο της ομάδας μας: «Η άνοδος της φασιστικής ακροδεξιάς και ο δημοκρατικός αντιφασισμός», Πρόταγμα, τ. 5. Δεκέμβρης 2012.[3] Η επιλογή της λέξης «ρίζα» και όχι «αιτία» δεν είναι τυχαία. Κατά τον Ένζο Τραβέρσο δεν υπήρχαν αιτίες που οδήγησαν αναπόφευκτα στον εθνικοσοσιαλισμό. Ως εκ τούτου δανείζεται τον όρο «ρίζα» από την Χάνα Άρεντ προκειμένου να ξεπεράσει τις ντετερμινιστικές συνδηλώσεις της λέξεις «αιτία». Η ρίζες, λοιπόν, είναι «στοιχεία που γίνονται ουσιώδη συστατικά ενός ιστορικού φαινομένου μόνο αφού έχουν συμπυκνωθεί και αποκρυσταλλωθεί εντός του». Ένζο Τραβέρσο, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2013, σ. 30.[4] Ένζο Τραβέρσο, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2013.[5] Ένζο Τραβέρσο, Δια πυρός και σιδήρου: περί του Ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μτφρ. Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2013.[6] Βλ. σχετικά, ΡΝ, σσ. 19-24. Για περισσότερες πληροφορίες πάνω στις προσεγγίσεις του Νόλτε: ΔΠ, σσ. 40-42.[7] Ian Buruma, Avishai Margalit, Δυτικισμός: Η Δύση στα μάτια των άλλων, μτφρ. Ξενοφών Γιαταγάνας, Κριτική, Αθήνα 2007, σσ. 67-70.[8] Ian Buruma, Avishai Margalit, Ό.π., σ. 14.[9] Εντγκάρ Μορέν, Ευρώπη, πολιτισμός και βαρβαρότητα, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2006, σ. 45.[10] Εντγκάρ Μορέν, Ό.π., σ. 48.[11] Στη βιβλιοκριτική: Νίκος Ν. Μάλλιαρης, «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας», Πρόταγμα, τ. 4 Ιούνιος 2012, σ. 165.[12] Βλ. σχετικά του κεφάλαιο «Περί των κανιβάλων», Δοκίμια, τ. 1, σ. 275.
Στο δεύτερο σκέλος του κειμένου θα εστιάσουμε στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου προκειμένου να σκιαγραφήσουμε ένα κοινωνικοϊστορικό περιβάλλον που κατά την γνώμη μας δεν ευνόησε την εμφάνιση μιας ριζοσπαστικής και «επαναστατικής» Δεξιάς. Τα ερωτήματα που κατευθύνουν την μελέτη μας είναι τα ακόλουθα: η Ελλάδα συγκεντρώνει τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν στα ευρωπαϊκά κράτη της ίδιας περιόδου; Κι αν όχι, πού διαφέρει; Ποιά είναι η κοιτίδα της ελληνικής Ακροδεξιάς και που διαφέρει από τη δυτική ριζοσπαστική Δεξιά; Ποιός ο χαρακτήρας διάφορων οργανώσεων όπως η Εθνική Ένωσις Ελλάδος (ΕΕΕ); Το μεταξικό καθεστώς είναι μια ελληνική εκδοχή του φασισμού; Τα θέματα αυτά μπορεί να δείχνουν αποκλειστικά ιστορικού ενδιαφέροντος όμως μια ψύχραιμη προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου σε αντιδιαστολή με μια περιγραφή του φασισμού μέσα στη Δυτική Ευρώπη μπορεί να βοηθήσει να αντιληφθούμε τι συνιστά πραγματικά άνοδο του φασισμού μέσα σε μια κοινωνία· ζήτημα που σε μια εποχή ανόδου της Χ.Α. και της συνεπακόλουθης φιλολογίας περί «φασιστικοποίησης» της ελληνικής κοινωνίας έχει ιδιαίτερη σημασία να μελετηθεί και να αναλυθεί.
Φασισμός και δυτικός πολιτισμός
Όπως αναφέρει ο Τραβέρσο, ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Ερνστ Νόλτε, θεωρούν ότι ο τρόμος που προκάλεσε η Οκτωβριανή επανάσταση ήταν αρκετός για να εξηγήσει την ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς στην Ευρώπη της εποχής εκείνης. Από μια άλλη σκοπιά, αυτή του Φρανσουά Φυρέ, ο ναζισμός είναι μια αντίδραση στον φιλελευθερισμό, μια στιγμιαία παρένθεση στην νικηφόρα πορεία της Δύσης προς την Πρόοδο. Τέλος, ο Ντάνιελ Τζόνα Γκολντχάγκεν θεωρεί ότι η λύση στον γρίφο του Άουσβιτς, του γεγονότος αυτού που προκάλεσε μια τόσο τεράστια ρήξη της εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων, πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στην παράδοση του γερμανικού αντισημιτισμού. Όλες οι παραπάνω ερμηνείες[6], παρότι η καθεμία ξεχωριστά φωτίζει ουσιαστικές πλευρές του φασιστικού φαινομένου, υποκύπτουν σε δύο βασικά λάθη: πρώτον, καταλήγουν να παρουσιάζουν μια μονοαιτιακή ερμηνεία του ναζισμού, παραβλέποντας άλλες παραμέτρους και δεύτερον, διαπνέονται από μια απολογητική στάση προς την φιλελεύθερη παράδοση της Δύσης.
Όπως θα δούμε και αργότερα η σχέση μεταξύ φασισμού και νεωτερικής Δύσης δεν είναι τόσο αντιφατική. Η μάχη που ξεκινά το φασιστικό κίνημα κατά του Διαφωτισμού, του υλισμού και των «ψυχρών» ιδεολογιών που γεννά η Δύση -πρόκειται εδώ για τον εγγενή αντιδυτικισμό του φασισμού- δε γίνεται με προνεωτερικά μέσα -όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη συντηρητική Δεξιά για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω- και σε καμία περίπτωση δε διεκδικεί την επιστροφή σε κάποιο ειδυλλιακό παρελθόν -ασχέτως αν εμπνεύστηκε από σύμβολα του παρελθόντος. Ο φασισμός ενσωματώνει τα πλέον σύγχρονα δημιουργήματα του νεωτερικού κόσμου, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν αλλοιώνει το περιεχόμενο και τους αρχικούς σκοπούς τους. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι το γεγονός πως ο αντιδυτικισμός, δηλαδή η τάση δαιμονοποίησης της Δύσης εκ μέρους των εχθρών της και ουσιαστικά η οντολογική της ταύτιση με το Κακό, έχει το χαρακτηριστικό να υιοθετεί τα ίδια μέσα πάλης με τον μεγάλο του αντίπαλο, δηλαδή την ίδια τη Δύση. Τρανό παράδειγμα τέτοιου αντιδυτικισμού αποτελεί η Ιαπωνία κατά την διάρκεια του Β’Π.Π. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια μη δυτική χώρα στην οποία διάφορες τοπικές παραδόσεις συναντιούνται με αντιδραστικές ευρωπαϊκές ιδέες φτιάχνοντας ένα περίεργο μείγμα λατρείας του θανάτου. Για παράδειγμα στις επιχειρήσεις των tokkotai (Ειδικές Δυνάμεις Καταδρομών) -για να μην αναφέρουμε τους πιλότους καμικάζι- ένα άτομο τοποθετούνταν μέσα σε ένα ατσάλινο σωλήνα και εκτοξεύονταν από υποβρύχιο. «Στην Ιαπωνία, λοιπόν, η λατρευτική πίστη στον θάνατο ευδοκιμούσε εν μέσω τεχνολογικής, πολιτιστικής και βιομηχανικής εκζήτησης»[7]. Αναφέρουμε τα παραπάνω για να τονίσουμε, αφενός, ότι ο αντιδυτικισμός γεννιέται αποκλειστικά μέσα στην Δύση και όχι έξω απ’ αυτήν και αφετέρου, ότι ο δυτικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τάσεις, σχίσματα και ρεύματα που αντιφάσκουν μεταξύ τους. «Η Δύση υπήρξε κοιτίδα για τον Διαφωτισμό και τα φιλελεύθερα παρακλάδια του, αλλά και για τα δηλητηριώδη αντίδοτά τους»[8].
Όπως εύστοχα αναφέρει και ο Τραβέρσο: «Η Δύση δεν είναι εξολοκλήρου ενταγμένη στις γενναιόδωρες αρχές της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παρουσιάζει και άλλες όψεις, μεταφέρει και άλλες έννοιες για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, άλλες έννοιες του χώρου, άλλες χρήσεις της ορθολογικότητας και άλλες εφαρμογές της τεχνολογίας» (ΡΝ, σσ. 28-29). Ο συγγραφέας, όπως θα δούμε, καταφέρνει να αποφύγει τις δύο εσφαλμένες οπτικές για τον φασισμό: από την μια μεριά τη θεώρηση του Άουσβιτς ως αναπόφευκτη κατάληξη του νεωτερικού πολιτισμού και από την άλλη την ανάγνωσή του ως μια λοξοδρόμηση από την πορεία προς την Πρόοδο και την Ελευθερία.
Μέσα στη γενικότερη φιλολογία περί φασισμού έχουμε να αντιμετωπίσουμε κι ένα ακόμα ζήτημα περισσότερο φιλοσοφικό το οποίο αφορά τον δυτικό πολιτισμό ως τέτοιο. Τόσο αυτοί που βλέπουν τον φασισμό ως απλό παράγωγο του καπιταλισμού όσο και αυτοί που, μέσα από πιο σύνθετες θεωρήσεις και αναλύσεις, δεν εντοπίζουν μια αιτιοκρατική σχέση μεταξύ των δύο αλλά περισσότερο μια ενσωμάτωση και εκτροπή σκοπών και νοημάτων του καπιταλισμού από τον φασισμό, αμφότεροι, τείνουν να παραβλέπουν ένα καίριο χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού. Ειδικότερα, στην δεύτερη «σχολή» ερμηνείας του φασισμού που σαφώς παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, φαίνεται να απουσιάζει μια ερμηνεία των τεράστιων αντιφάσεων που γεννά η Δύση κατά την ιστορική της ανάδυση και πορεία. Ακόμη και ο Τραβέρσο, που, όπως θα δούμε, προτείνει ένα πολύ ενδιαφέρον και πειστικό σχήμα για την ερμηνεία του φασισμού αλλά και για την φύση της νεωτερικότητας ως εγγενώς αντιφατικής και πλουραλιστικής από άποψη νοημάτων και θεσμών, δεν φαίνεται να εντοπίζει τους βαθύτερους λόγους αυτής της πανσπερμίας νοημάτων, τους λόγους για τους οποίους η Δύση θα γίνει το θέατρο διαρκών συγκρούσεων και υπερβάσεων. Αυτό που με άλλα λόγια λείπει είναι μια βαθύτερη φιλοσοφική θέση που να φωτίζει την εμφάνιση του φασισμού υπό το πρίσμα της ανάλυσης του φαντασιακού του δυτικού πολιτισμού.
Θα μπορούσαμε να πούμε κάπως σχηματικά (καθώς δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε ορισμένες απλουστεύσεις) ότι αυτό που ονομάζουμε Δύση και δυτικό πολιτισμό γεννιέται κατά την Αναγέννηση, καθότι τότε αναβιώνει το ενδιαφέρον για την λατινική και αρχαιοελληνική γραμματεία[9]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η σκέψη (φιλοσοφική και επιστημονική) καταφέρνει να αυτονομηθεί από τα θρησκευτικά δεσμά και να ακολουθήσει την δική της πορεία. Έκτοτε ένα από τα βασικά ρεύματα μέσα στην Δύση, που θα μπλέκεται, θα αλληλεπιδρά και θα συγκρούεται με άλλες ήδη υπάρχουσες τάσεις, θα είναι το πρόταγμα της αυτονομίας. Εν συντομία στην Δύση συντελείται μια διάρρηξη της ετερονομίας μέσω της ανάδυσης της αυτονομίας στο επίπεδο της σκέψης. Αυτή η ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού επιτρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα κυρίαρχα νοήματα της εποχής, οι επίσημες αλήθειες τίθενται υπό διαπραγμάτευση, τα παραδεδομένα όρια ξεπερνιούνται και νέοι θεσμοί και νοήματα -που πολλές φορές θα έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους- αρχίζουν να αναδύονται. Το πρόταγμα της αυτονομίας θα λάβει ιστορικά έναν διφυή και αντιφατικό χαρακτήρα. Στην μία τάση του ο άνθρωπος «θέτει τον άνθρωπο στην θέση του θεού, τον καθιστά το μοναδικό υποκείμενο του σύμπαντος και του αναθέτει την αποστολή να κατακτήσει τον κόσμο»[10]. Σε αυτή την τάση εντοπίζουμε το καπιταλιστικό φαντασιακό της κυριαρχίας και του ελέγχου πάνω στον άνθρωπο και τη φύση. Το έτερο σκέλος του προτάγματος της αυτονομίας θα αντιπαλεύει τις παραπάνω τάσεις, θα χαρακτηρίζεται από αυτοκριτική ικανότητα, από το ξεπέρασμα της κυριαρχίας και την παράλληλη εμφάνιση της αυτονομίας. Θα γεννήσει την πολιτική (ως ικανότητα αμφισβήτησης των θεσμών), την φιλοσοφία (ως ικανότητα αμφισβήτησης των κυρίαρχων παραστάσεων), την ψυχανάλυση (ως ικανότητα αυτονομίας σε ατομικό επίπεδο). «Ο αστικός πολιτισμός, ως κομμάτι της νεότερης Δύσης, είναι όλα αυτά μαζί, είναι αυτό το αντιφατικό μείγμα αυτονομίας και τάσης προς την κυριαρχία που [...] παρήγαγε μια διαρκή κοινωνική ένταση και σύγκρουση»[11]. Κοντολογίς η Δύση θα γίνει η κοιτίδα τόσο μορφών κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης όσο και χειραφετικών ιδεών.
Ας το δούμε μέσα από ένα ιστορικό παράδειγμα: τις ιδέες αυτού που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως παγκοσμιοποίηση, μέσα από τις οποίες πληθώρα εξερευνητικών αποστολών των δυτικών μαζί με «ουτοπιστές» θαλασσοπόρους θα αρχίζουν να κατακτούν μακρινές θάλασσες, ανακαλύπτοντας νέους θαλάσσιους δρόμους και αναπτύσσοντας το εμπόριο, κυριαρχώντας σε ξένους πολιτισμούς και προσφεύγοντας σε μαζικό δουλεμπόριο (όπως συνέβη με την ανακάλυψη της Αμερικής) κ. ο. κ. Όλες αυτές οι τάσεις θα αναπτύσσονται παράλληλα με τις διαμετρικά αντίθετές τους. Ο Μισέλ ντε Μονταίν, για παράδειγμα, θα κατακρίνει τόσο την εκμεταλλευτική δράση των δυτικών όσο και τις προκαταλήψεις τους για τη δήθεν κατωτερότητα ενός διαφορετικού λαού (όπως ήταν οι ιθαγενείς της Αμερικής). Ο Γάλλος ουμανιστής σημειώνει: «βρίσκω λοιπόν […] πως τίποτα βάρβαρο και άγριο δεν υπάρχει σε αυτό το έθνος, σύμφωνα με όσα μου αναφέρθηκαν, εκτός του ότι ο καθένας αποκαλεί βαρβαρότητα εκείνο που δεν είναι στις συνήθειές του· πράγματι, φαίνεται πως δεν έχουμε άλλο κριτήριο για την αλήθεια και τη λογική από το παράδειγμα και το πρότυπο των γνωμών και των συνηθειών της χώρας όπου ζούμε»[12].
Με την παραπάνω παρένθεση προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε σε γενικές γραμμές την ιδιαιτερότητα του προτάγματος της αυτονομίας που εμφανίζεται στη Δύση όπως και τον διφυή χαρακτήρα του. Στο ένα σκέλος του προτάγματος της αυτονομίας μπορούμε να αποδώσουμε διάφορες κοινωνικο-ιστορικές δημιουργίες όπως είναι η αστική τάξη, η πουριτανική ηθική, το καπιταλιστικό φαντασιακό της ορθολογικής κυριαρχίας πάνω σε άνθρωπο και φύση ή ο τεϊλορισμός. Όμως, παρότι υπάρχουν διαφορές ως προς τους σκοπούς, και ο ολοκληρωτισμός (ναζιστικός ή σταλινικός) διαθέτει αντίστοιχες επιδιώξεις. Ο ολοκληρωτισμός είναι μια μορφή εξουσίας κατά την οποία τα πάντα υποτάσσονται στη διαρκή ριζοσπαστικότητα του κόμματος-κινήματος (κράτος, πολιτική, κοινωνία, κουλτούρα, οικονομία, εκπαίδευση, νεολαία, στρατός, αστυνομία -όλα υποτάσσονται στο κόμμα). Στην ουσία θέλει μετατρέψει την κοινωνία σε ένα τεράστιο τεϊλορικό εργοστάσιο όπου τα πάντα ελέγχονται, ακόμη και η ζωή και ο θάνατος. Ο ολοκληρωτισμός λοιπόν εκφράζει το δυτικό φαντασιακό της απόλυτης κυριαρχίας πάνω στην κοινωνία, ασκώντας μια εξουσία δίχως εξωτερικούς περιορισμούς και όρια. Ο φασισμός λοιπόν μπορεί να εμφανιστεί μόνο στην Δύση όχι γιατί εκεί υπάρχει καπιταλισμός αλλά διότι εκεί γεννήθηκε το πρόταγμα της αυτονομίας και ο φασισμός -όπως κι ο καπιταλισμός απ’ την μεριά του- εκφράζει πλευρές αυτού του προτάγματος.
[ ... ] Η συνέχεια στην έντυπη έκδοση…
[1] Το ντοκιμαντέρ του Άρη Χατζηστεφάνου Φασισμός Α.Ε. αποτυπώνει με ακρίβεια όλο αυτό το ρεύμα που θέλει τον φασισμό όργανο της αστικής τάξης. Πολύ εύστοχα ο Α. Γαβριηλίδης θα σχολιάσει: «ωραία, οι μεγαλοβιομήχανοι κινούν τα νήματα. Αυτοί που είναι στην άλλη άκρη του νήματος, γιατί κινούνται; Σε κανένα απολύτως σημείο της η ταινία δεν ασχολείται με το ερώτημα γιατί οι μάζες γοητεύονται από το φασισμό». Και λίγο παρακάτω: «Τελικά, μήπως και η ίδια η αρχική εμφάνιση και ανάπτυξη των ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογιών οφείλονται σε πιο πολύπλοκα και ενδεχομενικά αίτια, και όχι στη μονοδιάστατη, παντοδύναμη και πάντοτε προβλέψιμη δράση του “καπιταλισμού” ή της “οικονομίας”;» Άκης Γαβριηλίδης, «Οικονομισμός Α.Ε., στο μπλογκ Nomadic universality, 12/4/2014.[2] Οι αναρχικές προσεγγίσεις ως προς την σχέση καπιταλισμού-φασισμού δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις μαρξιστικές, μόνο που οι πρώτες διανθίζονται από αφηγήσεις ιδεολογικού τύπου σχετικά με την δήθεν φασιστική/ρατσιστική ουσία που εν γένει χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία (όλοι οι μικροαστοί είναι φασίστες κ.λπ.). Για μια κριτική στις κυρίαρχες αντιλήψεις περί Χρυσής Αυγής, τόσο από την αριστερά όσο και από τον αναρχικό χώρο, βλ. το συλλογικό κείμενο της ομάδας μας: «Η άνοδος της φασιστικής ακροδεξιάς και ο δημοκρατικός αντιφασισμός», Πρόταγμα, τ. 5. Δεκέμβρης 2012.[3] Η επιλογή της λέξης «ρίζα» και όχι «αιτία» δεν είναι τυχαία. Κατά τον Ένζο Τραβέρσο δεν υπήρχαν αιτίες που οδήγησαν αναπόφευκτα στον εθνικοσοσιαλισμό. Ως εκ τούτου δανείζεται τον όρο «ρίζα» από την Χάνα Άρεντ προκειμένου να ξεπεράσει τις ντετερμινιστικές συνδηλώσεις της λέξεις «αιτία». Η ρίζες, λοιπόν, είναι «στοιχεία που γίνονται ουσιώδη συστατικά ενός ιστορικού φαινομένου μόνο αφού έχουν συμπυκνωθεί και αποκρυσταλλωθεί εντός του». Ένζο Τραβέρσο, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2013, σ. 30.[4] Ένζο Τραβέρσο, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας: μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2013.[5] Ένζο Τραβέρσο, Δια πυρός και σιδήρου: περί του Ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μτφρ. Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2013.[6] Βλ. σχετικά, ΡΝ, σσ. 19-24. Για περισσότερες πληροφορίες πάνω στις προσεγγίσεις του Νόλτε: ΔΠ, σσ. 40-42.[7] Ian Buruma, Avishai Margalit, Δυτικισμός: Η Δύση στα μάτια των άλλων, μτφρ. Ξενοφών Γιαταγάνας, Κριτική, Αθήνα 2007, σσ. 67-70.[8] Ian Buruma, Avishai Margalit, Ό.π., σ. 14.[9] Εντγκάρ Μορέν, Ευρώπη, πολιτισμός και βαρβαρότητα, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2006, σ. 45.[10] Εντγκάρ Μορέν, Ό.π., σ. 48.[11] Στη βιβλιοκριτική: Νίκος Ν. Μάλλιαρης, «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας», Πρόταγμα, τ. 4 Ιούνιος 2012, σ. 165.[12] Βλ. σχετικά του κεφάλαιο «Περί των κανιβάλων», Δοκίμια, τ. 1, σ. 275.
—————————————————————
Από: http://eagainst.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου