Ετικέτες

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Ένα κράχ όπως μόνο το κεφάλαιο μπορεί: κρίσεις, φούσκες, κερδοσκόποι το 1929 και σήμερα

 

‘Ηταν 24 Οκτωβρίου του 1929…η Μαύρη Πέμπτη
  • Το φθινόπωρο του 2008 ο κόσμος γνώρισε ένα οικονομικό κραχ, το οποίο έφερε τις χρηματοπιστωτικές αγορές στο χείλος του γκρεμού. Στη συνέχεια η ισορροπία αποκαταστάθηκε (ή ακριβέστερα: οργανώθηκε η εξισορρόπηση), μέχρι που ένα άλλο ζήτημα προκάλεσε νέες αιτίες ανησυχίας. Αυτή τη φορά ήταν τα έθνη – κράτη που θα κάθονταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, καθώς (επίπλαστα ή πραγματικά) «ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους» και δημιούργησαν με αυτόν τον τρόπο το χρέος. Η αγορά αφέθηκε ελεύθερη με αναστολή. Θα μείνει ανεμπόδιστη, καθώς έχει να ασχοληθεί με νέους τομείς κερδοσκοπίας, όπως οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα. Όμως ο λογαριασμός πρέπει και τελικά θα πληρωθεί από άλλους – όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως.
  • Σε αυτό το πρόβλημα τίποτα δεν είναι καινούργιο: Τα τελευταία 400 χρόνια οικονομικές κρίσεις ξεσπούν κάθε δεκαετία.1 Επίσης, τον 20ο αιώνα τέτοιες ταραχές υπήρξαν μέρος της κανονικότητας – με εξαίρεση την περίοδο 1945-1971, φάση κατα την οποία οι αγορές ήταν αυστηρά ρυθμισμένες παγκοσμίως.2 Με αφετηρία τη δεκαετία του 1980, τα αναχώματα άρθηκαν.3
    Το αποτέλεσμα δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη: Σύμφωνα με έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), στην εικοσαετία μετά το 1975 σημειώθηκαν 158 νομισματικές και 54 τραπεζικές κρίσεις (κατά κύριο λόγο στις αναπτυσσόμενες ή αναδυόμενες χώρες), τις οποίες ακολούθησε οικονομική καταστροφή μεγαλύτερη της τάξης του 8% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), και στην περίπτωση των τραπεζικών κρίσεων μεγαλύτερη και από το 11,5%,4 όπως στις ΗΠΑ την Ιαπωνία και αλλού. «Σε παγκόσμιο επίπεδο», γράφει ο γερμανός ιστορικός της οικονομίας Βέρνερ Πλούμπε, «οι νομισματικές αναταραχές έχουν αυξηθεί από τη δεκαετία του 1980. […]. Η εικόνα, γνωστή ήδη από τον 19ο αιώνα, μιας πολύεπίπεδης εμφάνισης της κρίσης – μέσω συγκυριακών κρίσεων, υπερβολικής κερδοσκοπίας όπως επίσης νομισματικών κρίσεων και κρίσεων χρέους…, έχει επιστρέψει».5
    Ομοιότητες με το 1929;
    Συχνά τίθεται το ερώτημα κατά πόσο υπάρχουν ομοιότητες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 με την σημερινή. Οι στατιστικές ενδείξεις μιλούν εναντίον του παραπάνω ισχυρισμού όσο και η έρευνα γύρω από τις αιτίες.
    Μιλώντας για αυτήν την χρονιά οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται το χρηματιστηριακό κραχ στη Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο. Όμως, το σκάσιμο της κερδοσκοπικής φούσκας των μετοχών ήταν μόνο το έναυσμα της παγκόσμιας ύφεσης. Οι αιτίες της θα πρέπει αναζητηθούν στις αναρίθμητες δομικές εξαρθρώσεις της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες σχετίζονται εν μέρει με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόνο στην Αμερική υπήρξε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη πριν το 1929, στην Ευρώπη η δεκαετία του 1920 υπήρξε λιγότερο «χρυσή».
    Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έφερε στο φως τα κρυμμένα προβλήματα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Το αποκορύφωμα ήταν μια οξεία χρηματοπιστωτική κρίση, με σημείο εκκίνησης την κατάρρευση της Österreichische Credit-Anstalt τον Μάιο του 1931, και η οποία εξαπλώθηκε ταχύτατα στη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία επιδεινώνοντας περαιτέρω την κρίση της βιομηχανίας.

  • Σε αντίθεση με το 2008, τα προβλήματα των τραπεζών δεν ήταν η αιτία, αλλά η συνέπεια των προβλημάτων της βιομηχανίας. Η δύναμη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου βασιζόταν στην στενή διασύνδεση με την βιομηχανία, και όχι – όπως συμβαίνει σήμερα – μέσω του επιδιωκόμενου διαχωρισμού των δύο.
    Αυτό που συνέβη το 2008, χρησιμοποιώντας τα λόγια του πλέον διασυρμένου βρετανού πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν, ήταν το αποτέλεσμα τριών δεκαετιών ανάπτυξης, η οποία μπορεί να ταυτιστεί με την κυριαρχία της οικονομικής πολιτικής του νέοφιλελευθερισμού.6 Η εποχή της τυφλής πίστης στην αγορά κάθε άλλο παρά τελείωσε. Αντιθέτως, ο αγώνας για την ηγεμονία στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής μόλις ξεκίνησε, έχει όμως απλώς αλλάξει θεματική. Στο μεταξύ, δεν γίνεται πλέον λόγος για την αποτυχία των χρηματοπιστωτικών αγορών και τα παράτολμα εγκλήματα των τραπεζών και των μάνατζέρ τους, η συζήτηση περιστρέφεται περισσότερο γύρω από τα σφάλματα των πολιτικών και την συσσώρευση χρέους – χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και ίσως σύντομα της Γαλλίας. Όμως δεν μπορούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε τις υπερβολές ενός καπιταλισμού-καζίνο, ο οποίος εφηύρε τίτλους (αξίες) και στη συνέχεια τις μετέφερε μέσω του χρηματοπιστωτικού αιθέρα, δημιουργώντας κινδύνους που δεν ήταν καθόλου κατανοητοί σε κανέναν. Αυτές είναι οι πραγματικές αιτίες του προβλήματος των εθνικών χρεών.
    Μολονότι σήμερα ένα μέρος της αγέλης των κερδοσκόπων ενσκήπτει στις πρώτες ύλες, στα πολύτιμα μέταλλα και στα τρόφιμα, συσσωρεύοντας έτσι τον κίνδυνο δυνητικών νέων φουσκών, το άλλο μέρος ασχολείται με την απομόνωση και την άγρα των οικονομικών «κρατών-παριών», τα οποία καταγγέλλονται ως ανάξια της πίστωσης.
    Οι ίδιοι οίκοι αξιολόγησης που επιπόλαια ή εγκληματικά αξιολόγησαν με ΑΑΑ τα θρυλικά στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, από τα οποία ανέκυψε και η τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, υποβαθμίζουν τώρα τα κρατικά ομόλογα στην κατηγορία «σκουπίδια» και στρώνουν το έδαφος για τους ίδιους κυνηγούς μπόνους (bonus hunters) που προηγουμένως έπεισαν την ελληνική κυβέρνηση να επιδοθεί σε αλόγιστες κινήσεις υψηλού ρίσκου, και σήμερα, μέσω των επιβλαβών συμβουλών τους, επιθυμούν να δουν την χώρα αναδιαρθρωμένη μέχρι θανάτου.
    Η δήθεν «διάσωση» των χωρών είναι ένα άκρως ιδεολογικό σχέδιο, που τελικά υπηρετεί αποκλειστικά την διάσωση των τραπεζών-πιστωτών και συνηθίζεται να ονομάζεται «κοινωνικοποίηση των ζημιών». Αυτή η διαδικασία μπορεί, σε ακραίες περιπτώσεις να είναι συστημικά ορθολογική, διότι οι οξείες χρηματοπιστωτικές κρίσεις έχουν την δική τους δυναμική και στην περίπτωση που αποδεσμευθεί είναι δύσκολο να τεθούν υπό έλεγχο. Παρόλα αυτά, είναι αξιοσημείωτο ότι οι οικονομικοί καρχαρίες έχουν ισχυροποιηθεί τόσο, ώστε εδώ και ένα χρόνο έχουν καταφέρει να ποδηγετήσουν την αναβλητική Ευρωπαϊκή Ένωση.
    Η κρίση έχει φτάσει στο τέλος;
    Η χρηματοπιστωτική κρίση, που μόλις την τελευταία στιγμή τέθηκε υπό έλεγχο από τις συντονισμένες παρεμβάσεις των εκδοτικών τραπεζών και των κυβερνήσεων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, δεν έχει ακόμα τελειώσει. Όπως και το 1929, η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης βρίσκεται δυνητικά σε κίνδυνο από τις υπερβολικές αντιδράσεις των λεγόμενων «αγορών» και των κυβερνήσεων. Μια νέα επιδείνωση της κρίσης, παρ’ όλες τις διαφορές με το 1929, είναι κατά βάση πιθανή. Μόνο η αλληλουχία της κρίσης διαφέρει: Το 1929 η κρίση ξέσπασε στο τομέα της πραγματικής οικονομίας (στη γεωργία και τη βιομηχανία), και εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά, το 1931, στον χρηματοπιστωτικό τομέα από όπου και ανατροφοδότησε την κρίση στην πραγματική οικονομία λόγω των εσφαλμένων οικονομικοπολιτικών αποφάσεων.
    Ουσιαστικά, ένας τέτοιος κίνδυνος υπάρχει και σήμερα από τη στιγμή που όλες οι χώρες πρόωρα και με δογματικό ζήλο μειώνουν ραγδαία τα ελλείμματα (η φράση κλειδί είναι φρένο στα ελλείμματα) που προέκυψαν από την κοινωνικοποίηση των ζημιών. Από την άλλη, υπάρχουν παράγοντες που αναχαιτίζουν κάπως την κρίση, όπως η μέχρι ώρας ανεπηρέαστη δυναμική της ανάπτυξης στις μεγάλες αναδυόμενες χώρες σαν την Κίνα, την Ινδία και την Βραζιλία.7
    Πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μαρξιστές στοχαστές, όπως ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, ανέλυσαν τις απαρχές της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Όμως, είναι μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια που ο χρηματοπιστωτικός τομέας διορίζει εμφατικά από μόνος του τους κυρίαρχους του κόσμου. Οι τράπεζες και οι «σκιώδεις τράπεζες» (τα κεφάλαια) απελευθερωμένες από όλους τους ρυθμιστικούς περιορισμούς έπαιξαν για τον κόσμο μια μελωδία που έκανε στ’ αλήθεια τις χρηματοπιστωτικές αγορές και την παγκόσμια πραγματική οικονομία να χορεύει. Το 1980 το Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν (ΠΑΠ) ήταν 12 δισεκατομμύρια δολάρια και επομένως μεγαλύτερο από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό ενεργητικό (10,1 δισεκατομμύρια δολάρια). Δεκαέξι χρόνια αργότερα το ΠΑΠ ήταν 48,3 δισεκατομμύρια, αλλά το χρηματοπιστωτικό ενεργητικό ανερχόταν σε 167 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων τα 100 δισεκατομμύρια αντιπροσώπευαν ιδιωτικά κεφάλαια.8
    Το 2010 το ΠΑΠ ήταν 63 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο όγκος των παγκόσμιων συναλλαγών μετοχών και ομολόγων ήταν μεγαλύτερος: 87 δισεκατομμύρια δολάρια. Την ίδια χρονιά ο εκτιμώμενος ονομαστικός όγκος των χρηματοπιστωτικών παραγώγων των συναλλαγών εκτός αγοράς ανήλθε σε 601 δισεκατομμύρια, ενώ ο όγκος των νομισματικών συναλλαγών (υπολογίζεται στη βάση του κύκλου εργασιών του Απριλίου) άγγιξε το μυθικό επίπεδο των 955 δισεκατομμυρίων δολαρίων δηλαδή σχεδόν 15 φορές το Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν. Ποσά πολύ μεγάλα για να διατηρούμε αυταπάτες σχετικά με τη δυνητική παρέμβαση των χωρών και των εκδοτικών τραπεζών στην περίπτωση ενός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού πανικού.
    Ο χορός των χρηματοπιστωτικών πρωταγωνιστών δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ωστόσο, μια χίμαιρα υπηρέτησε τουλάχιστον την εποχή της: Η ιδέα ότι η διόγκωση του χρηματοοικονομικού τομέα θα μπορούσε να δημιουργήσει σε βάθος χρόνου κοινωνικό πλούτο, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, χωρίς οι τράπεζες να εκπληρώνουν τις παραδοσιακές τους λειτουργίες, δηλαδή τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η τεράστια ανάπτυξη της προστιθέμενης αξίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα στηρίχθηκε στη συστηματική υποτίμηση των κινδύνων και την συσσώρευση πλασματικών κερδών.9
    Μια τράπεζα δεν είναι μόνο μια τράπεζα
    Κατ’αρχήν ο παραφουσκωμένος χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να μικρύνει. Όμως στον χρηματοπιστωτικό τομέα θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ δύο τύπων τραπεζών: αυτών, των οποίων η κύρια δραστηριότητα τότε και τώρα συνίσταται στην δημιουργία πίστωσης διαθέσιμης στον τομέα της παραγωγής και εκείνων που ασκούν κερδοσκοπικές δραστηριότητες, έως και τις λεγόμενες «σκιώδεις τράπεζες», οι οποίες είναι κατά βάση κερδοσκοπικά κεφάλαια. Οι εμπορικές τράπεζες βίωσαν κυρίως το δευτερεύον κύμα του σοκ του 2008, όταν η κρίση άρχισε να εξαπλώνεται στην πραγματική οικονομία και να διευρύνεται σε μια παγκόσμια κρίση πίστωσης και εμπιστοσύνης, επακόλουθο της οποίας ήταν η απειλή της παύσης της αναχρηματοδότησης.
    Η οικονομία (ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα) είναι σε μεγάλο βαθμό ψυχολογία, και σχετίζεται με την εμπιστοσύνη και τις αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον. Κάθε οικονομική κρίση είναι η μετατροπή της ευφορίας σε μια οξεία νεύρωση πανικού. Στα τέλη του 2008 η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των τραπεζών έφτασε σε τέτοιο βαθμό, που ήταν πολύ κοντά στο να ακρωτηριαστεί η αγορά δανείων. Από τη στιγμή που οι εμπορικές τράπεζες δεν επιθυμούσαν να δανείζουν πια χρήματα η μία στην άλλη, οι εκδοτικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να καλύψουν το κενό. Ο διοικητής της Ισπανικής Κεντρικής Τράπεζας περιέγραψε αυτήν την επικίνδυνη κατάσταση με αυτά τα έντονα λόγια:
    «Οι διατραπεζικές συναλλαγές δεν λειτουργούν και θέτουν σε κίνηση ένα φαύλο κύκλο: Οι καταναλωτές δεν αγοράζουν, οι επιχειρήσεις δεν προσλαμβάνουν, οι επενδυτές δεν επενδύουν και οι τράπεζες δεν δανείζουν. Είμαστε μπροστά σε μια ενδεχόμενη ολοκληρωτική παράλυση…».10
    Αυτό είναι κατ’ ουσίαν το χειρότερο σενάριο, από το οποίο προκύπτει η ύφεση (depression) – δεν είναι τυχαίο που η λέξη (στα αγγλικά Σ.τ.Μ) έρχεται από την ψυχιατρική. Και στην πραγματικότητα οι αγορές και τα χρηματιστήρια ξέρουν μόνον δύο καταστάσεις: τη μανία και την ύφεση. Εάν κάποιος παραδοθεί στην ασθένεια, το αποτέλεσμα είναι αυτό που συμβαίνει τώρα.
    Φυσικά θα μπορούσε κανείς να πιστεύει ότι οι κερδοσκοπικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν μάθει από τα λάθη τους – εάν πράγματι ήταν καζίνο, όπως πολλοί θεωρούν! Όμως, ήταν μια αληθινή χρηματοπιστωτική βιομηχανία, η οποία, οδηγούμενη από το κυνήγι του εύκολου χρήματος, συνεχίζει όπως ακριβώς και πριν το 2008 (ή τουλάχιστον σχεδόν έτσι). Ας πάρουμε για παράδειγμα την UBS, στην οποία οι διευθυντές της τράπεζας άφησαν έναν νεαρό χαρτοπαίχτη να παίζει με τις συναλλαγές για ίδιον όφελος (proprietary trading,) για όσο καιρό τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Εάν η κατάσταση δυσκολέψει, απλώς τον συλλαμβάνουν.
    Όπως στη παγκόσμια κρίση της δεκαετίας του 1930 νέοι αυστηροί κανόνες είναι απαραίτητοι ως ελάχιστο πρόγραμμα – εάν πράγματι η άμεση ή απευθείας κατάργηση του καπιταλισμού στο σύνολό του δεν είναι δυνατή. Εκείνη την εποχή η τραπεζική νομοθεσία μεταρρυθμίστηκε πλήρως σε ολόκληρο τον κόσμο. Στις ΗΠΑ το 1933 ο νόμος Γκλάς-Στίγκαλ δημιούργησε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των επενδυτικών τραπεζικών δραστηριοτήτων και του «κανονικού» εμπορικού τραπεζικού τομέα. Η κατάργηση αυτού του νόμου την περίοδο της διακυβέρνησης του Μπιλ Κλίντον συνέβαλε αποφασιστικά στην σοβαρότητα της κρίσης του 2008.
    Αυτή η γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι εμπεδωμένη σε ένα νέο καπιταλιστικό σύστημα, στο οποίο ο βιομηχανικός τομέας αποφεύγεται, καθώς οι χρηματοπιστωτικές επενδύσεις παράγουν πολύ υψηλότερες αποδόσεις. Για την πραγματική οικονομία έχουν επινοηθεί νέες «θεωρίες», όπως η απόδοση του κέρδους στους μετόχους (shareholder value) που έχει αναδείξει σε υψηλότερη αρχή αυτή του γρήγορου κέρδους με κάθε κόστος. Και πάλι από αυτό επωφελήθηκαν κυρίως οι θεσμικοί επενδυτές (τράπεζες, ταμεία, ασφαλιστικές).
    Στις εκβιομηχανισμένες χώρες, όλα αυτά οδήγησαν στην μείωση του μεριδίου του εθνικού εισοδήματος που αντιστοιχεί στους μισθούς. Όπως γράφει ακόμα και η «Νόιε Τσίρχερ Τσάιτουγκ» το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις ΗΠΑ έχει «εν τω μεταξύ γίνει μεγαλύτερο απ’ ότι στις παραδοσιακές ‘μπανανίες’». 1% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών (από το 2007) κερδίζει σήμερα πάνω από το 18% του εθνικού εισοδήματος. Οι υψηλόμισθοι κερδίζουν 531 φορές παραπάνω από ότι ο μέσος εργαζόμενος. Το 1980 αυτή η αναλογία ήταν 1 προς 41.11 Είναι ενδιαφέρον ότι το 1929 υπήρχε μια αντιστοίχως ακραία αναλογία: Τα εισοδήματα του 1% του πληθυσμού αντιστοιχούσαν στο 18,4% του συνολικού εισοδήματος, το 2007 το ποσοστό αυτό ήταν 18,3%.12 Το κατά πόσο ένας τέτοιος αστερισμός συνεπάγεται μια προαίρεση για σχηματισμό κερδοσκοπικών φουσκών θα ήταν μια ενδιαφέρουσα ερευνητική ερώτηση σχετικά με τα αίτια των χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
    Σε μια κλειστή οικονομία αυτό θα προκαλούσε αναπόφευκτα μια κρίση υποκατανάλωσης. Ο νεοφιλελευθερισμός έλυσε το πρόβλημα «δημιουργικά»: Μεταφέροντας την παραγωγή σε ζώνες χαμηλών ημερομισθίων άνοιξε χώρος για έναν ελιγμό που επέτρεπε τη μείωση των πραγματικών μισθών στις πλούσιες οικονομίες αλλά ταυτόχρονα διασφάλιζε και ενέτεινε την παραδοσιακή καταναλωτική συμπεριφορά. Για παράδειγμα το 2002 στις ΗΠΑ στην βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας τα ωρομίσθια ήταν 15,10 δολάρια, την ώρα που στο Μεξικό ήταν 2,30, στην Ινδία 0,40 και στο Μπαγκλαντές 0,25.13 Είναι λοιπόν για καλό που οι μπλούζες μας δεν κατασκευάζονται στις ΗΠΑ.
    Καινούργιοι – παλιοί κίνδυνοι
    Αυτό που είναι επικίνδυνο με τις κρίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι ότι διαχέονται στον παραγωγικό τομέα και για αυτό θέτουν σε κίνηση μια αλυσιδωτή αντίδραση προς τη βάση. Το κατά πόσο θα συμβεί κάτι τέτοιο εξαρτάται – κυρίως – από τα μέτρα που θα παρθούν από την οικονομική πολιτική. Ο κίνδυνος είναι ότι η πρώτη λογική οιονεί κευσνιανή απάντηση στην κρίση το 2009 θα ακολουθηθεί από μια μακρά περίοδο ορθόδοξων οικονομικών πολιτικών, οι οποίες – όπως και μετά το 1929 – θα επιδεινώσουν την κρίση στην πραγματική οικονομία και τελικά θα πρέπει να διορθωθούν με παρεμβατικό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου σεναρίου είναι οι ΗΠΑ: Μετά το Νιού Ντήλ, υπό την πίεση της λεγόμενης «κοινής γνώμης» η διοίκηση του Ρούζβελτ το 1937 έπεσε στην παγίδα να επιστρέψει σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα οικονομική ύφεση, η οποία ξεπεράστηκε μόνο μέσα από τους πολεμικούς εξοπλισμούς ως αποτέλεσμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
    Σήμερα απαιτείται η μείωση των ελλειμμάτων ανεξαρτήτως κόστους («περιορισμός του χρέους», «φρένο στα χρέη»). Το τι θα γινόταν εάν για παράδειγμα όλες οι χώρες της ευρωζώνης επρόκειτο να ακολουθήσουν μια περιοριστική πορεία δεν χρειάζεται να μπούμε καν στο κόπο να το περιγράψουμε, μπορεί κανείς να το διαβάσει ακόμα και σε μία έκθεση της «Νόιε Τσίρχερ Τσάιτουγκ» για την Ιρλανδία:
    «Σύμφωνα με την Μούντις … λόγω των προγραμμάτων λιτότητας είναι αβέβαιο πόσο γρήγορα θα ανακάμψει η Ιρλανδική οικονομία (…). Η δήλωση υπονοεί ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική αυστηρής λιτότητας δύναται να οδηγήσει σε έναν υφεσιακό φαύλο κύκλο. Με αυτή την έννοια οι περικοπές θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα είναι πιθανό να οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, μείωση της ζήτησης και πτώση των φορολογικών εσόδων, που συνεπαγωγικά θα καταστήσουν απαραίτητες νέες περικοπές στον προϋπολογισμό. Η ελπίδα της ιρλανδικής κυβέρνησης ωστόσο είναι ότι η πολική λιτότητας θα προσφέρει μεσοπρόθεσμα στη χώρα μεγαλύτερη πιστοληπτική ικανότητα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές επιτρέποντας ανάκαμψη των οικονομικών του κράτους και έτσι θα επέλθει συνολική ανάκαμψη της οικονομίας. Σε αυτό το σενάριο είναι ιδιαίτερα κρίσιμος ο ρόλος των εισαγωγών».14
    Η αγοραστική δύναμη εικάζεται πάντοτε ότι θα προκύψει από κάπου αλλού. Αλλά όταν όλοι κάνουν το ίδιο το άθροισμα είναι μηδέν. Ότι το ιρλανδικό έλλειμμα που δημιουργήθηκε από τις αλόγιστες πολιτικές του παρελθόντος θα πρέπει να μειωθεί είναι γεγονός πέραν πάσης αμφιβολίας. Το 2010 ανήλθε στο 12% του ΑΕΠ και εάν συμπεριληφθούν οι κρατικές ενισχύσεις στον υπολογισμό αγγίζει το 32%.15
    Άν βάλουμε την Αυστρία στη θέση της Ιρλανδίας, μεταφερθούμε στη δεκαετία του 1930 και αντί για «λιτότητα» χρησιμοποιήσουμε τον όρο «αντιπληθωριστική πολιτική» έχουμε – τηρουμένων των αναλογιών όσον αφορά την κατανομή των βαρών της κρίσης – μια ανησυχητικά άψογη παραλληλία με την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.16
    Όπως στην Ιρλανδία έτσι και στην Ισπανία: Μία πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ συνιστά μεταξύ άλλων φορολογικές αυξήσεις στην Ισπανία (στην απίθανη περίπτωση που το σχέδιο της κυβέρνησης για μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού από 11,1% το 2009 σε 6% το 2010 πραγματοποιηθεί) μέσω της αύξησης του φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως στην Αυστρία το 1931. Η μελέτη επικρίνει την «υπερβολική προστασία των μόνιμων υπαλλήλων» και προτείνει περικοπές των συντάξεων μέσω της επιμήκυνσης του επανυπολογιζόμενου χρόνου από τα 15 χρόνια που ισχύουν σήμερα στο σύνολο του εργάσιμου βίου.17
    Το τέλος μιας τέτοιας πολιτικής δεν είναι ορατό στον ορίζοντα. Η Ελλάδα είναι η βιτρίνα για το τι μπορεί να σημαίνουν ακραίες περικοπές. Σύμφωνα με τα σχέδια της κυβέρνησης το 2011 το έλλειμμα θα μειωθεί κατά 14 εκατομμύρια ευρώ συγκριτικά με το 2010 και έτσι από 15,4% του ΑΕΠ το 2009 θα αντιστοιχεί στο 7,4% το 2011. Έκτοτε δεν υπήρξε διάλογος επί του θέματος. Το έλλειμμα το 2011 θα είναι 9,5% και το ΑΕΠ θα γνωρίσει επιπλέον μείωση της τάξης του 5,5%, ενώ το 2012 η πτώση υπολογίζεται περισσότερο από 2%. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ανακοινώσεις στο μέλλον οι απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων θα μειωθούν 40%, ενώ περικοπές θα γίνουν και στις συντάξεις. Ήδη ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας η ιδιωτική κατανάλωση έπεσε κατακόρυφα (40%) σε σύγκριση με τα επίπεδα του προηγούμενου έτους. Η ανεργία διπλασιάστηκε. Στην Ισπανία οι δείκτες της ανεργίας δεν ήταν ποτέ σε τόσο υψηλά επίπεδα, 20%. Στην Ανδαλουσία η ανεργία έφτασε σχεδόν το 30% και πάνω από 40% για τους νέους κάτω των 25.20
    Ξέχωρα από τις συνέπειες στην πραγματική οικονομία και η ίδια η χρηματοπιστωτική κρίση δεν έχει ξεδιπλωθεί πλήρως . ούτε στην Αμερική. Εκεί, όταν σκάσει η επόμενη (εμπορική) φούσκα στα ακίνητα, σχεδόν οι μισές τράπεζες θα κινδυνεύσουν με χρεοκοπία.21 Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κινδυνεύουν όχι μόνο από το δημόσιο  χρέος – όπως πολλοί θα ήθελαν να μας πείσουν – αλλά γενικώς από τα επισφαλή δάνεια, την χαμηλή αναλογία ιδίων κεφαλαίων – πρόβλημα που υπήρχε και το 1929 – και την αλόγιστη ανάθεση σε μη αποδοτικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών.
    Εάν κάποιος δεν ήξερε τι διακυβεύεται, θα μπορούσε να φωνάξει: Η μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος είναι απαραίτητη! Η αληθινή διάσταση του προβλήματος που αναδείχθηκε από το κραχ του 2008 έχει περιγραφθεί από τον Αμερικανό οικονομολόγο Κένεθ Ρογκόφ ως εξής: «Αυτοί [οι πολιτικοί] εγγυήθηκαν πρακτικώς οποιαδήποτε πίστωση στον κόσμο και έριξαν ένα δίχτυ πάνω από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Αυτό βεβαίως, εξηγεί ο Ρογκόφ, «σταμάτησε τον πανικό», αλλά την ίδια στιγμή δημιουργήθηκε ένα «τέρας», ένα σύστημα, στο οποίο οι φορολογούμενοι σηκώνουν το ρίσκο. Τώρα, συνεχίζει, είναι απαραίτητο «να χαλιναγωγήσουμε αυτό το τέρας».22
    Όμως καμία προσπάθεια χαλιναγώγησης δεν πραγματοποιείται. Για να το αναγνωρίσει κανείς αυτό δεν χρειάζεται να γνωρίζει το τελευταίο σκάνδαλο με την ελβετική UBS. Γενικά οι τράπεζες και οι «σκιώδεις τράπεζες» – ιδιαίτερα των ΗΠΑ – πραγματοποιούν συναλλαγές τόσο ριψοκίνδυνες όσο και πριν το 2008. Η χαλιναγώγηση εμφανίζεται σχετικώς απλή όπου οι τράπεζες έχουν οδηγήσει ολόκληρες χώρες στο χείλος της καταστροφής και πολιορκούνται στενά, όπως στην Ισλανδία και την Ιρλανδία. Στις ΗΠΑ και την Μ. Βρετανία από την άλλη το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αντιμετωπίζει την προσπάθεια εισαγωγής νέων κανόνων εγείροντας ισχυρές αντιστάσεις. Για να θυμηθούμε μια χρήσιμη παλιά έννοια: Γύρω από τα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής έχει ξεσπάσει αγώνας για την «ηγεμονία».
    Σήμερα το μεγαλύτερο τέχνασμα του μάρκετινγκ του νεοφιλελευθερισμού είναι ο φόβος για τα εθνικά ελλείμματα και την νομισματική σταθερότητα. Στην αξιακά ουδέτερη γλώσσα της «Νοιε Τσίρχερ Τσάιτουνγκ» «για πολλούς από τους συμμετέχοντες στην αγορά … τα μέτρα που πάρθηκαν στην ευρωζώνη έως τώρα δεν αντιπροσωπεύουν βιώσιμες λύσεις». Για πρώτη φορά μετά το τέλος της δεκαετίας του 1940, συνεχίζει το άρθρο, «στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες υπάρχει ο κίνδυνος μεμονωμένα κράτη να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, αλλά σύντομα θα εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων. Όπως συχνά συμβαίνει στα κλειστά συστήματα σκέψης, αυτό αντιστοιχεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αλλά αυτό είναι μόνον η μισή αλήθεια (του κερδοσκόπου): Από την περίοδο που οι τράπεζες γνώρισαν μεγάλες απώλειες, το φθινόπωρο του 2008, τεράστιες μάζες κεφαλαίου, πεινασμένου για κέρδη, περιπλανιόνταν γύρω από όλες τις αγορές ψάχνοντας τον τρόπο να εξοικονόμησης γρήγορου χρήματος μέσω κερδοσκοπικών συμφωνιών, είτε επρόκειτο για μέταλλα, είτε για δημητριακά, είτε για πιστώσεις ακριβώς στις χώρες εκείνες που είχαν δυσφημιστεί και για τις οποίες εγγυητής ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση.
    Και όταν όλοι οι προϋπολογισμοί θα ισοσκελιστούν; Τότε τι θα συμβεί; Η μεγάλη οικονομική άνθιση ή – όπως έγινε και το 1929 –  ο φαύλος κύκλος της ύφεσης; Τι συμβαίνει τρία χρόνια μετά την οικονομική συντριβή: Μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας είχαν «φιλοτεχνηθεί» και το 1930, μέχρι που το 1931 η χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε με μανία σε ολόκληρο τον κόσμο και επιδείνωσε την οικονομική κρίση. Δεν είναι τυχαίο που η χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε από εκείνες τις τράπεζες, – όπως η Österreichische Credit-Anstalt für Handel und Gewerbe – οι οποίες για χρόνια εμπιστευόμενες μια οικονομική άνθιση (που δεν ήρθε ποτέ) εφάρμοζαν μια υπεραισιόδοξη, ιδιαίτερα επεκτατική πιστωτική πολιτική.
    Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι τα βασικά θεσμικά θύματα της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 ήταν οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις που βασιζόμενες στην πίστη τους για μια αδιάκοπη ανοδική πορεία είχαν εκτεθεί περισσότερο. Οι θεσμοί του χρηματοπιστωτικού τομέα, – αλλά επίσης και στο πεδίο των οικονομικών του κράτους – οι οποίοι σε κανονικούς καιρούς τολμούν να φτάσουν ως την άκρη, το πράττουν στη βάση της τυφλής τους εμπιστοσύνης στο παραμύθι της ανάπτυξης. Στη πρώτη δυσκολία που δοκιμάζει την αντοχή τους μπλέκουν σε μπελάδες. Το παραπάνω θέτει το ερώτημα αν οι τράπεζες και οι πολιτικοί μαθαίνουν από την ιστορία. Πριν το 2008 υπήρχαν αρκετά προειδοποιητικά σημάδια – όπως άλλωστε και πριν το 1929 – για τη δημιουργία μιας φούσκας. Ο Τζόν Κένεθ Γκάλμπρεϊθ στο διάσημο βιβλίο του για την Μεγάλη Ύφεση του 1929 γράφει, ότι οι αμερικάνοι εκείνη την εποχή είχαν αναπτύξει μια «αληθινή εμμονή» με το να «γίνουν πλούσιοι γρήγορα και καταβάλλοντας την ελάχιστη προσπάθεια».25 Όπως και σήμερα. Ο Γκάλμπρεϊθ περιγράφει επίσης τον καταστροφικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι λεγόμενες «επενδυτικές εταιρίες», δηλαδή κεφάλαια που διαχειρίζονταν μετοχές. Δεν είναι τυχαίο που σε αυτά τα συμφραζόμενα εμφανίστηκε για πρώτη φορά η έκφραση «μόχλευση»: Χρησιμοποιώντας το ελάχιστο δυνατό κεφάλαιο να εξοικονομήσεις το μεγαλύτερο δυνατό ποσό.26 Όπως και σήμερα.
    Πριν το 1929 η κερδοσκοπία ήταν συγκεντρωμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Εκεί συνέβει στις 24 Οκτωβρίου του 1929 η περιβόητη «Μαύρη Τρίτη». Στο τέλος, οι αμερικανικές μετοχές μεταξύ 1929 και 1932 έχασαν το 85% της αξίας τους. Το 1933 το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν κατά ένα τρίτο χαμηλότερο από ότι το 1929. Σχεδόν 13 εκατομμύρια άνθρωποι εκείνη τη χρονιά έμειναν χωρίς δουλειά, νούμερο που αντιστοιχεί σε ποσοστό ανεργίας 25%. Μόνον τότε άρχισαν να λαμβάνονται μέτρα οικονομικής πολιτικής που παρήγαγαν αποτελέσματα.
    Αυτή τη φορά – από το 2008 και μετά – τα πράγματα πήγαν καλύτερα στο βαθμό που η αντίδραση στην επικείμενη οικονομική κατάρρευση ήταν γρήγορη και αποφασιστική – χάρη στα ανορθόδοξα μέτρα των εκδοτικών τραπεζών και των πολιτικών που, μετά από χρόνια νεοφιλελεύθερων διδαχών «μόλυναν» με κεϋνσιανισμό την οικονομική πολιτική. Ωστόσο, ακόμη και αν οι μεγάλες δυτικές χώρες προς το παρόν διεσώθησαν από τις αναδυόμενες αγορές της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής ο κίνδυνος της ύφεσης δεν έχει απομακρυνθεί. Υπολογίζεται ότι αυτές οι χώρες μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια θα συνεισφέρουν πάνω από το 50% της παγκόσμιας ανάπτυξης. Με άλλα λόγια: Η παγκόσμια αναδιανομή θα συνεχιστεί μακριά από τις «παλιές» οικονομίες.
    Πολιτικοί κίνδυνοι
    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κομμάτια του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης φοβούνται το μέλλον και στρέφονται στα δεξιόστροφα λαϊκιστικά και ριζοσπαστικά κόμματα.28 Όμως, αυτή δεν είναι η μόνη δεξιά στροφή που διαγράφεται. Ταυτόχρονα αναπτύσσεται και μια επικίνδυνη συζήτηση γύρω από τη δημοκρατία, ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά ευαίσθητοι. Τη δεκαετία του 1930 η δημοκρατία στην Αυστρία δεν καταλύθηκε μόνο από τον Ντόλφους και τους συνεργάτες του, αλλά επίσης και από τους οικονομικούς εμπειρογνώμονες της Κοινωνίας των Εθνών, οι οποίοι θεώρησαν τις βαρετές κοινοβουλευτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων εμπόδιο στην ραγδαία αποκατάσταση των οικονομικών του κράτους.
    Υπάρχουν και σήμερα τέτοιες φωνές: «Η δημοκρατία», όπως προειδοποιούσε ενα χρόνο πριν ο φιλόσοφος Ρούντολφ Μπούργκερ, «είναι πάνω απ’ όλα μια ερώτηση της μορφής. Συνίσταται κατ’ αρχήν στην τήρηση των νόμων…. Στις 9 Μαΐου [του 2010] το πακέτο διάσωσης του ευρώ επικυρώθηκε σε μια ειδική ευρωπαϊκή συνάντηση κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αυτό κατ’ ουσίαν σημαίνει πως με ένα μόνον χτύπημα αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα 27 κοινοβουλίων. Χωρίς καμία κατακραυγή. Δεν θέλω να κρίνω την ουσία του πακέτου διάσωσης. Όμως, με εντυπωσίασε στ’ αλήθεια η ομοιότητα με τις 24 Μαρτίου του 1933, ημέρα εξουσιοδότησης των Ναζί και καταστολής του γερμανικού κοινοβουλίου. Ήταν και τότε ζήτημα ‘προστασίας του λαού και του Ρέιχ’.(…) Αναμένω μια κρίση διάβρωσης σε όλη την Ευρώπη. Χωρίς ανατροπή, χωρίς πραξικόπημα, μόνο μια αυξανόμενη διάβρωση της νομιμότητας της πολιτικής εξουσίας και των πολιτικών δομών».
    Στην ιρλανδική περίπτωση, στην συνθήκη («Μνημόνιο») που συνάφθηκε μεταξύ της ιρλανδικής κυβέρνησης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Κομισιόν η αυταρχική λογική των «μέτρων διάσωσης» είναι ακόμη πιο εμφανής. Να πως το σχολιάζει η «Νόιε Τσίρχερ Τσάιτουνγκ»:
    «Η συμφωνία επικυρώνει την σχεδιαζόμενη διόρθωση των 15 δισεκατομμυρίων ευρώ ή το 9% του ΑΕΠ στη δημοσιονομική θέση μέχρι το τέλος του 2013(…). Από αυτά, 6 δισεκατομμύρια είναι περικοπές από την κοινωνική πρόνοια.(…) Η ιρλανδική κυβέρνηση πρέπει να καταθέτει εβδομαδιαίως στους διεθνείς δανειστές αναφορά σχετικά με την κατάσταση του κρατικού προϋπολογισμού.(…) Σε τριμηνιαία βάση το κράτος πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολεί και το κρατικό μισθολόγιο. Είναι δυσοίωνο ότι η έκθεση καθορίζει ότι υπάρχει η δυνατότητα να απαιτηθούν επιπλέον απολύσεις όσο η επιδιωκόμενη αύξηση της αποδοτικότητας δεν επιτυγχάνεται».30
    Το σχόλιο που ακολουθεί είναι από τους «Ιρλανδικούς Τάιμς»: «Έχουμε φτάσει σε ένα εξεφτελιστικό σημείο χωρίς προηγούμενο».31 Εδώ και μήνες σε καθημερινή βάση μπορούμε να διαβάσουμε παρόμοια σχόλια και στις ελληνικές εφημερίδες. Πάντως, τα παραπάνω απλώς παραφράζουν ότι έγραφαν οι αυστριακές εφημερίδες στις αρχές της δεκαετίας του 1930 για τις απαιτήσεις της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία είχε διορισθεί περίπου όπως αυτοί που διευθύνουν σήμερα την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
    Η «Σαλτσμπόυρκερ Ναχρίχτεν» υπογράμμισε το πρόβλημα – στην περίπτωση της Πορτογαλίας – τον Ιούνιο αυτού του έτους ως εξής: «Όπως και να μοιάζει η νέα κυβέρνηση – θα πρέπει να εφαρμόσει ό,τι αποφασίσουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».32
    Το περιοδικό mitbestimmung καταγράφει εν πολλοίς την ίδια ιστορία. Ο πρόεδρος της Κομισιόν, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, γράφει το περιοδικό, σε μια συνάντηση με εκπροσώπους των συνδικάτων τον Ιούνιο του 2010, προειδοποίησε για τις πολιτικές συνέπειες των κοινωνικών διαμαρτυριών στην Νότια Ευρώπη και δεν απέκλεισε το τέλος των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών σε αυτές τις χώρες. Όπως αναφέρει το περιοδικό, είπε ότι «αυτές οι χώρες, με τις δημοκρατικές τους δομές όπως τις ξέρουμε, είναι πιθανόν να εξαφανιστούν». Ο έλληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου φαίνεται να είχε υπολογίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο όταν ισχυρίστηκε δημοσίως, υπαινισσόμενος τη στρατιωτική δικτατορία της περιόδου 1967-1974, ότι οι διαμαρτυρίες ενάντια στο πρόγραμμα λιτότητας θα μπορούσαν να καταστρέψουν την δημοκρατία.34
    Μία de facto στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε κάθε περίπτωση σημαίνει υποταγή στις επιταγές των χρηματοπιστωτικών αγορών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των τεχνοκράτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι ανάγκη να λάβει τόσο άσχημη τροπή όσο στην Αυστρία τη δεκαετία του 1930, όταν με την συναίνεση των συμβούλων της Κοινωνίας των Εθνών η δημοκρατία καταλύθηκε διότι «έκλεινε» το δρόμο για τις «εργασίες της αναδιάρθρωσης» και της αποκατάστασης των οικονομικών του κράτους.
    Το 1929 η συζήτηση και πάλι περιστρεφόταν γύρω από τις κοινωνικές περικοπές, την μείωση των κρατικών υπαλλήλων, τον περιορισμό της εξουσίας των συνδικάτων – κυρίως – γύρω από την εγκαθίδρυση ενός «καθεστώτος» με «διευρυμένες εξουσίες» βασισμένο στο μοντέλο της κυβέρνησης του Μπρούνιγκ στην Γερμανία.
    Σήμερα ένα τέτοιο ενδεχόμενο γίνεται όλο και πιο πιθανό. Ο εκδοτικός οίκος της «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ» πρόσφατα εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο Τολμήστε λιγότερη δημοκρατία, στο οποίο καταγγέλλονται «η απελευθερωτική επιρροή της ‘γνώμης του λαού’ … και το απελευθερωτικό πνεύμα της εποχής που αμφισβητεί τα πάντα» και απαιτείται περιορισμός της δημοκρατικής συμμετοχής. Ήδη από το περασμένο έτος μπορούσε κανείς να διαβάσει σε χωρίο γερμανικού περιοδικού με παρόμοιες απόψεις μια κριτική στην αδεξιότητα των δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων και την «επιθυμία για λίγη δικτατορία», για έναν «εντεταλμένο δικτάτορα», έννοια του νομικού Καρλ Σμιττ που ασπάστηκε το ναζιστικό καθεστώς.38
    Επομένως, δεν έχουμε λάβει ακόμα τον λογαριασμό της οικονομικής ανάκαμψης. Σήμερα ωστόσο δεν τίθεται απλώς ένα ερώτημα για την αναδιανομή του βάρους από την κοινωνικοποίηση των ζημειών, αλλά ένα κάλεσμα – με την μορφή ενός προγραμματικού μίνιμουμ – για την πρόληψη κρίσεων στο μέλλον: αυστηρότεροι κανόνες για τα χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενίσχυση της εποπτείας των τραπεζών και της χρηματαγοράς, φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (φόρος Τόμπιν) κτλ. Μέχρι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – ήδη δώδεκα χρόνια πριν –  πρότεινε σε μια «πεφωτισμένη» στιγμή μια «ορθολογική ρύθμιση ώστε να περιορισθούν οι βραχυπρόθεσμες κεφαλαιακές ροές».39
    Εν τω μεταξύ, η ζωή στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων συνεχίζεται με χαρά. Ο ίδιος ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ντόιτσε Μπάνκ Γιόζεφ Άκερμαν συνέκρινε πρόσφατα την διάθεση των χρηματαγορών με την αντίστοιχη της περιόδου πριν την συντριβή της Λίμαν Μπράδερς. Οι τράπεζες επιδεικνύουν έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους και μόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κρατάει την χρηματαγορά εν ζωή. Οι αγορές είναι – στην νεοφιλελεύθερη αργκό – «εξαιρετικά νευρικές». Η παραμικρή φήμη δημιουργεί καθοδική πορεία στους δείκτες των χρηματιστηρίων. Αυτή τη φορά το παιχνίδι παίζεται γύρω απο τις κρατικές χρεοκοπίες, τα «κουρέματα», την «ασφάλεια των ομολόγων» και τα στοιχήματα σχετικά με τη δυνατότητα είσπραξης ή μη των κρατικών δανείων. Οι «ασφάλειες των ομολόγων» έχουν ήδη επιδεινώσει την κρίση και τον πανικό του επισφαλούς δανεισμού. Ποιο θα είναι το φινάλε είναι άγνωστο, αλλά το ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό – βάση του υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων – είναι ήδη ξεκάθαρο. Εκτός και αν αυτοί που καλούνται να πληρώσουν αρνηθούν να παίξουν το παιχνίδι.

  • Σημειώσεις
    1) Charles P. Kindlberger, Manias, Panics, and Crashes. A History of Financial Crises, 3η έκδοση, Νέα Υόρκη – Chichester – Brisbane – Τορόντο – Σιγκαπούρη 1996, Appendix B, pp. 203ff; βλέπε επίσης Carmen M. Reinhardt/Kenneth S. Rogoff, This Time Is Different. Eight Centuries of Financial Folly, Princeton University Press 2009.
    2) Franklin Allen/Douglas Gale, Understanding Financial Crises, Οξφόρδη 2007.
    3) Michael Bloss et al., Von der Subprime-Krise zur Finanzkrise [From the Subprime Crisis to the Financial Crisis], Μόναχο 2007, σ. 23ff.
    4) Neue Zürcher Zeitung, 17 Απριλίου, 1998.
    5) Στο ίδιο σ. 102.
    6) Financial Times, 11 και 12 Δεκεμβρίου , 2010. Βλέπε επίσης Gordon Brown, Beyond the Crash. Overcoming the First Crisis of Globalisation, Simon & Schuster 2010.
    7) Το ότι η Κίνα αντιμετωπίζει αρκετά δικά της προβλήματα όπως το αυξανόμενο χρέος των επαρχιακών αρχών (και λόγω αυτού μια ενδεχόμενη φούσκα στα ακίνητα) – βλέπε Die Presse, 7 Ιανουαρίου, 2011 – είναι μια άλλη ιστορία.
    8) ISW Report No, 75, σ. 22ff. (ISW – Institute for Socio-ecological Economic Research, Μόναχο, βλέπε  www.isw-muenchen.de/).
    9) Επί του θέματος βλέπε το εξαιρετικά κατατοπιστικό άρθρο: “Mit Vorsicht zu geniessende Expansion des Bankensektors” στη Neue Zürcher Zeitung, 23 Σεπτεμβρίου, 2011.
    10) Παρατίθεται στο World Socialist Web Site, WSWS.org.
    11) Andrea Köhler, “Die glücklose Nation”[The Unfortunate Nation], Neue Zürcher Zeitung, 4 Δεκεμβρίου, 2010; “The Beautiful and the Damned”, The Economist, 22 Ιανουαρίου, 2011.
    12) “The Beautiful and the Damned”, The Economist, 22 Ιανουαρίου, 2011.
    13) “Textile Intelligence”, cited in Salzburger Nachrichten, 8 Ιανουαρίου, 2005.
    14) Neue Zürcher Zeitung, 20 Δεκεμβρίου, 2010.
    15) Die Presse, 7 Ιανουαρίου, 2011.
    16) βλέπε Fritz Weber, “Sonderfall Österreich. Warum die österreichische Wirtschaftspolitik nach 1931 auf entschiedene Maßnahmen zur Bekämpfung der ökonomischen Krise verzichtete und warum dieser restriktive Kurs in eine Diktatur mündete” [Η ιδιαίτερη περίπτωση της Αυστρίας. Γιατί η μετά το 1931 αυστριακή οικονομική πολιτική απέφυγε να λάβει αποφασιστικά μέτρα για την καταπολέμηση της οικονομικής κρίσης και πως αυτή η περιοριστική πολιτική κατέληξε σε μια δικτατορία], στο: Manfred Mugrauer (ed.), Wirtschafts- und Finanzkrisen im Kapitalismus. Historische und aktuelle Aspekte [Economic and Financial Crises in Capitalism. Historical and Contemporary Aspects], Βιέννη 2010, σ. 34-44.
    17) Neue Zürcher Zeitung, 21 Δεκεμβρίου, 2010.
    18) Neue Zürcher Zeitung, 23 Σεπτεμβρίου, 2011.
    19) Salzburger Nachrichten, 21 Δεκεμβρίου, 2010; Neue Zürcher Zeitung, December 24, 2010.
    20) Salzburger Nachrichten, 29 Ιανουρίου, 2011.
    21) Die Presse, 23 Σεπτεμβρίου, 2011.
    22) Süddeutsche Zeitung, 1 Δεκεμβρίου, 2009.
    23) Neue Zürcher Zeitung, 6 Δεκεμβρίου, 2010.
    24) βλέπε Fritz Weber, Vor dem großen Krach. Die Krise des österreichischen Bankwesens in den zwanziger Jahren, Habilschrift, Salzburg 1991 [Πριν το Μεγάλο Κραχ. Η κρίση του αυστριακού τραπεζικού συστήματος τη δεκαετία του 1920, Μεταδιδακτορική διατριβή, Σάλτσμπουργκ, 1991] (Υπό έκδοση εντός του 2012 από τον εκδοτικό Böhlau-Verlag).
    25) John Kenneth Galbraith, The Great Crash 1929, Pelican 1961 (πρώτη έκδοση 1955); German translation: Der große Krach 1929. Die Geschichte einer Illusion, die in den Abgrund führte, Στουτγκάρδη 1963, σ. 25.
    26) Στο ίδιο., σ. 85ff.
    27) Στο ίδιο, σ. 233.
    28) Αυτό αφορά κυρίως την Ανατολική Ευρώπη. Υπό το πρίσμα αυτού του κινδύνου ακόμα και ο διοικητής Raiffeisen Bank International, Χέρμπερτ Στέπικ, αναφέρθηκε στον «κίνδυνο της άνθισης των εθνικισμών» και στην αξιοσημείωτη «δεξιά στροφή, στην οποία γίνεται και πάλι λόγος για φυλετική ανωτερότητα». (Salzburger Nachrichten, 28 Δεκεμβρίου, 2010).
    29) “Die erbärmliche Ästhetik des Staates” [The Pitiful Aesthetic of the State], in: Salzburger Nachrichten, 28 Δεκεμβρίου, 2010.
    30) Neue Zürcher Zeitung, 4 Δεκεμβρίου, 2010.
    31) Παρατίθεται στη Neue Zür
http://www.transform-network.net/el/periodiko/teychos-092011/news/detail/Journal/crash-as-cash-can-crises-bubbles-speculators-1929-and-today.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου