Ο διακεκριμένος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ακαδημαϊκός, συγγραφέας και επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρίας, Θεοδόσης Τάσιος, έχει στο ενεργητικό του εκατοντάδες φιλοσοφικές δημοσιεύσεις με ευρύ φάσμα θεμάτων, που τον καθιστούν έναν φιλόσοφο εν δράσει, έναν διανοητή με διαυγή φιλοσοφικό λόγο.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε τον κ. Τάσιο με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου με τίτλο «Ας αναστοχασθούμε εαυτούς και αλλήλους» που γεννήθηκε «προφορικά» όπως γράφει ο ίδιος στο πρόλογο, καθώς περιλαμβάνει τις διαλέξεις του στο Μέγαρο Plus με θέμα: «Κοινωνία και Φιλοσοφία».
Δηλώνει αγωνιστικά απαισιόδοξος, δηλαδή αισιόδοξος, όπως εξηγεί, και με ένα λόγο άμεσο, καθαρό και χωρίς περιττούς ακαδημαϊσμούς, μίλησε για το φαινόμενο της Χ.Α, την ελληνική κρίση, την Ευρώπη, αλλά και την τέχνη και τον πολιτισμό.
«Δεν συμμερίζομαι τον ρόλο της παρθένας που κυριαρχεί «Αχ, τι έπαθα», για τον απλούστατο λόγο ότι η ελληνική κοινωνία είχε πάντοτε ένα σημαντικό ποσοστό από συμπολίτες μας, που είχαν πολιτική επιλογή τον ολοκληρωτισμό και είναι μια πολύ παλιά ιστορία.
Από την εποχή του εμφυλίου πολέμου είχαμε παλιανθρώπους ολοκληρωτικούς, που πίστευαν στην μαγεία της δύναμης και στην απλότητα των λύσεων.
Αυτή είναι η ρίζα του ολοκληρωτισμού, η απλοποίηση στην επίλυση των πολιτικών προβλημάτων, των οποίων καμιά φορά αρνούμαστε και την ύπαρξη και αφετέρου, η μυστική μαγεία που ασκεί η δύναμη.
Στην εποχή του εμφυλίου είχαμε και Χίτες και Ο.Π.Λ.Α. και αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μεγάλωσαν παιδιά.
Ύστερα, τον καιρό της Χούντας, λέγανε «οι αγώνες του ελληνικού λαού κατά της Χούντας», δεν τους έβλεπα. Έβλεπα μειονότητες ηρωικές που έκαναν ό,τι έκαναν.
Από τη άλλη μεριά θα μου πείτε και γιατί δεν φαινόταν αυτά τα φαινόμενα πριν; Μα δεν φαινόταν γιατί ήταν κουκουλωμένα από τα αποτελέσματα της φορολογίας των ευρωπαίων φορολογουμένων, τα οποία μεταφράζονταν εδώ σε δάνεια ευμάρειας και κάτω από την ευμάρεια πολλά πράγματα μπορεί να κρυφτούν", είπε ο Θεοδόσης Τάσιος μιλώντας για τη Χρυσή Αυγή και τα αυξημένα ποσοστά της στις πρόσφατες Ευρωεκλογές και συμπλήρωσε:
«Οι πολίτες δεν πιστεύουν ότι είναι εγκληματική οργάνωση. Αυτό είναι το απίστευτο και είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, όσο επικίνδυνη είναι και η κατάληψη των προπυλαίων, του ναού της επιστήμης που είναι το πανεπιστήμιο, προκειμένου να χορέψουμε ένα ζεϊμπέκικο και να δηλώσουμε ότι από αύριο αρχίζει ο πόλεμος.
Αυτά δεν είναι πολιτική, δεν είναι πάντως δημοκρατία. Είναι φαινόμενα μιας πίστης σε απλοποιημένες αντιλήψεις για τη φύση του πολιτικού γίγνεσθαι και είναι επικίνδυνα.
Όταν φεύγουμε από την συναίνεση, όταν δυναμώνουμε τον τόνο, αρχίζει ήδη η ολίσθηση προς την κατεύθυνση του ολοκληρωτισμού, για να φτάσουμε βεβαίως στα οργανωμένα τάγματα. Βλέπω τη μαγεία της δύναμης, βλέπω την απλοποίηση της επίλυσης των πολιτικών προβλημάτων, εις αμφότερα τα άκρα του απολιτικού φάσματος, διότι άμα είναι άκρο δεν είναι πολιτικό, γιατί το πολιτικό ενέργημα είναι η συναίνεση».
Αναφερόμενος στο μέλλον της Ευρώπης και το ενδεχόμενο διάλυσής της, είπε ότι δεν πιστεύει ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο και τόνισε:
"Θέλω να ελπίζω ότι απλώς υπάρχει μια παλινδρόμηση προς την κατεύθυνση της αναζήτησης μιας συνεπέστερης συμμετοχικότητας των λαών, που δεν την είχαμε. Η ευρωπαϊκή ένωση ήταν ένα όραμα και μια πραγμάτωση μιας έμπνευσης λίγων πολιτικών και λίγων ομάδων και συμφερόντων στην αρχή.
Ο δε Σουμάν είχε πει ότι «δεν πρόκειται να γίνουν αυτά που οραματιζόμαστε γρήγορα, θα περάσουμε από πολλές ενδιάμεσες φάσεις", δηλαδή το μισό-πρόβλεπε αυτό που συμβαίνει σήμερα. Δεν υπήρχε το όραμα στους λαούς, το όραμα ήταν σε μερικούς οδηγούς οι οποίοι όμως διέθεταν μία δύναμη πάνω στους λαούς τους.
Λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος και λόγω της μειωμένης συμμετοχικότητας των λαών, υπήρχε η εμπιστοσύνη προς αυτούς τους ηγέτες, οι οποίο βλέποντας μπροστά κατάφεραν να το φτιάξουν το όραμα.
Οι λαοί δεν συμμετείχαν, οι λαοί όμως ομολογούν, καθώς και όλα αυτά τα μορφώματα των αριστεροδεξιών που λένε «κάτω η Ευρώπη», ότι η Ευρώπη πέτυχε κάποια πράγματα, όπως ότι δεν έχουμε πολέμους μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Όταν παραχωρείς ένα μέρος της λεγόμενης ανεξαρτησίας σου για χάρη κάποιου άλλου κέρδους στο τέλος πρέπει να κάνεις το λογαριασμό, κέρδη και ζημίες έναντι των κερδοζημιών του άλλου σχήματος.
Δεν υπάρχουν απόλυτα πράγματα. Στο βιβλίο μου για την παγκοσμιοποίηση γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι μεταφυσική ούτε η απομόνωση, ούτε η συνένωση, αλλά είναι τελικώς μια ρεαλιστική σύγκριση των συμφερόντων. Ερχόμαστε λοιπόν σε αυτό που λέμε και για την εθνική πολιτική.
Η συμμετοχικότητα του πολίτη τώρα, οφείλει να είναι πολύ μεγαλύτερη. Ξέρετε στις πολιτικές θεωρίες δεν είναι όπως στις άλλες τις επιστημονικές περιοχές όπου έχεις ένα εργαστήριο, μπορείς να κάνεις ένα πείραμα, μπορείς κάτι να αποπειραθείς να επαληθεύσεις ή να διαψεύσεις.
Εκεί σου χρειάζεται η ιστορία δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Το οποίο είναι ένα πολύ βραδύ εργαστήριο το άτιμο. Χρειάστηκαν 60 χρόνια για να περάσει από το μεγάλο εργαστήρι της ιστορίας το πείραμα των Μπολσεβίκων.
Χρειάστηκε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να περάσει το πείραμα των φασιστών, το οποίο κάλυπτε ολόκληρη την Ευρώπη των λαών.
Αλλά μείνετε μετά απολύτου βεβαιότητας ιστορικής, ότι η Ευρωπαϊκή συμπολιτεία είναι ένα γεγονός το οποίο όχι απλώς είναι αναπόφευκτο αλλά είναι πανευκταίον. Η βεβαιότητα είναι απόλυτη, δεν χωράει αντίρρηση αυτό.
Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μεταβούμε από την σημερινή κατάσταση των δήθεν ανεξαρτήτων κρατών -σιγά την ανεξαρτησία, το ένα κράτος χρωστάει στο άλλο είτε σε τέχνη είτε σε αθλητισμό είτε σε τουρισμό είτε σε μετανάστες είτε σε μουσική είτε σε μόρφωση, ποιά ανεξαρτησία έχουμε, προ πολλού γίνει ένα ενιαίο χωριό- στην ενοποίηση».
Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγματικότητα διατύπωσε την άποψη ότι οι Έλληνες δεν έχουν καταλάβει τα αίτια της κρίσης και συμπλήρωσε:
"Εμείς πάντα είχαμε 35% υψηλότερες απολαβές από τον Ισπανό εργαζόμενο, όταν το ισπανικό ΑΕΠ ήταν 50% υψηλότερο από το δικό μας. Και μόνο τώρα, είμαστε περίπου στην ίδια στάθμη, όπου εμείς υποστήκαμε μία τρομερή ύφεση, ενώ οι άλλοι είχαν μια μικρή ύφεση. Είναι φανερά τα πράγματα, ζούσαμε με ξένα λεφτά και σου απαντούν "ναι αλλά τα τρώγανε οι πολιτικοί».
Έχω κάνει έναν λογαριασμό, πόσα έφαγε ο Τσοχατζόπουλος και βάζω και 500 Τσοχατζόπουλους που δεν είναι, αλλά ας το πούμε, δεν βγαίνουν βρε παιδιά τα 300 δις ευρώ. Δεν γίνεται, κάτι άλλο έγινε. Είχαμε μείωση των εξαγωγών μας, είχαμε δημοσιονομικά κενά, είχαμε μειωμένη παραγωγικότητα, η αγροτική παραγωγή πήγαινε κατά διαβόλου, ωστόσο οι απολαβές μας πάντοτε μεγάλωναν.
Αυτό δεν είναι αρκετό για να δείξει ποιά είναι η αιτία της καταστροφής; Και να προσθέσω και τη φράση του Γιαννίτση, κάποτε δούλευαν πέντε άνθρωποι για να θρέφουν τρεις συνταξιούχους και τώρα δουλεύουν τρεις για να θρέφουν πέντε συνταξιούχους. Αυτά είναι φανερά αδιέξοδα τα οποία κουκουλώνονταν με το δημόσιο χρέος.
Φυσικά και κλέβανε, όχι βέβαια μόνο οι πολιτικοί, οι 200.000 απατεώνες του ΙΚΑ τι ήταν; οι 1300 γεωργικοί συνεταιρισμοί, που σήμερα έχουν μείνει 300, οι άλλοι 1000 ή αυτοδιαλύθηκαν ή είναι στα δικαστήρια λόγω «κλεψάνας» τι ήταν; Οι φοροφυγάδες; αυτά τα 20-30 δις το χρόνο, τι ήταν;
Ο ένας Έλληνας έκλεβε τον άλλο, τέτοια πολλαπλότητα ανήθους, τέτοια απολιτικότητα, τέτοια παραμέληση του μέλλοντος, τέτοια προτίμηση για το "εγώ και τώρα" υπήρχε.
Να δανειστούμε και τι θα πει να δανειστούμε; Να δανειστούμε και θα τα πληρώσει ο τσόγλανος ο γιος μου, όχι εγώ. Αυτό θα πει να δανειστούμε.
Το κακό το μεγάλο είναι ότι τα 10 εκατομμύρια μπορούμε να λέμε ότι θέλουμε, αλλά αυτές οι πεντακόσιες χιλιάδες των πολύ φτωχών, αυτοί είναι το δράμα γιατί αυτοί πληρώνουν τα επίχειρα και της μιας και της άλλης πολιτικής.
Αν δεν δανειστώ και δημιουργήσω λιτότητα η οποία θα μπορέσει να κινήσει τη μηχανή της παραγωγικότητας και της καινοτομίας, οι φτωχότεροι θα την πληρώσουν και αν δανειστώ και στο τέλος δεν έχω να πληρώσω πάλι οι φτωχότεροι θα την πληρώσουν. Βλέπετε ότι η κοινωνική αδικία καραδοκεί.
Απαντώντας στην ερώτηση με ποιό κριτήριο θα πρέπει να διαθέσει τα λιγοστά χρήματά της, η ελληνική πολιτεία, αν πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε περικοπές σε νοσοκομεία ή στον πολιτισμό ο διαπρεπής καθηγητής είπε: «Αντικειμενικό κριτήριο δεν υπάρχει. Είναι θέμα πολιτικό. Δηλαδή ηθικό.
Άλλωστε αυτό θα πει ότι άγεται ένα δίλημμα στη στάθμη της πολιτικής απόφασης, μόνον όταν δεν χωρεί αντικειμενικό κριτήριο. Η αξία της χαράς να ανακαλύπτεις με το υποσυνείδητο σου - που γίνεται με την τέχνη- και η αξία της χαράς στο να συμμετέχεις στην αγάπη του άλλου, στη χαρά του άλλου, είναι δύο αξίες που συγκρούονται, για τις οποίες η ατομική συνείδηση μπορεί να δώσει τη λύση αμέσως, συγκινησιακά.
Να πει εγώ έχω τέτοιο πάθος αυτή η στιγμή με το θέατρο που κλείνω τα μάτια μου στο πόσο υποφέρουν οι άλλοι και εγώ υποφέρω σωματικώς, αλλά θέλω το θέατρο, αυτό είναι προσωπική υπόθεση. Όταν όμως είναι δύο άνθρωποι; με διαφορετικές τέτοιες συγκινησιακές αντιλήψεις, τι κάνουμε;
Τότε ισχύει ο κανόνας της δημοκρατίας, που είναι η πλειοψηφία. Ναι αλλά πώς να το οργανώσεις, θα κάνουμε δημοψηφίσματα; Και εκεί αρχίζουν τα προβλήματα, γι΄αυτό και η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία είναι ένα μεταξωτό εσώρουχο, είναι δύσκολο" και συμπλήρωσε: "πιστεύω ότι δεν μπορεί η πολιτεία να αδιαφορήσει, για τα αισθητικά ενδιαφέροντα των πολιτών. Φτάνει να έχει αναγνωρίσει ότι είναι ανθρώπινα ενδιαφέροντα.
Δεν μπορεί να κάνει ό,τι κάνουν οι Αμερικάνοι που λένε όλα οι ιδιώτες, εμείς δεν δίνουμε λεφτά, ή κι αν τα δώσουμε, πρέπει να μη θίγουν την ηθική και τη θρησκεία.
Οπότε δεν υπάρχει καλλιτεχνικό προϊόν που να μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Βεβαίως δεν έχουμε αρκετά λεφτά ώστε το κράτος να είναι η μόνη πηγή χορηγίας, αυτό είναι μία πραγματικότητα.
Και μάλιστα αυτό είναι και επικίνδυνο. Αν είναι το κράτος η μόνη πηγή, τότε στο τέλος μπορεί να καταλήξουμε σε μια μορφή ιδεολογικής τρομοκρατίας από τη μεριά του. Γι' αυτό η γενική τάση και τα δύο να δουλεύουν -η πολιτεία και ο ιδιωτικός χώρος- νομίζω ότι είναι επ΄αγαθώ».
Ανήσυχος για το μέλλον της εκπαίδευσης αλλά και τη μετανάστευση των νέων παιδιών ο κ. Τάσιος είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Όχι μόνο χάνουμε μυαλά αλλά και ενώ η κύρια ελπίδα μας είναι η δημιουργία καινοτομίας, η οποία θα παραχθεί στα πανεπιστήμια και στην ρωμαλέα επαγγελματική εκπαίδευση, τα μεν πανεπιστήμια δεν τα αφήνουμε να αναπτυχθούν διότι ηλιθίως θεωρούμε ότι μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε ως παραρτήματα σεμιναρίων των κομμάτων, τη δε ρωμαλέα επαγγελματική εκπαίδευση την οποία έχουμε καταργήσει.
Στύβουμε το σώμα από χυμούς οι οποίοι θα έδιναν μεγάλη ώθηση στην αναμενόμενη ανάπτυξη και μένουμε με μειωμένη αξία. Αφήστε που μπορεί αυτό να έχει και πολιτικές συνέπειες, αν φεύγουν τα μυαλά εκείνα που μπορούν να συλλάβουν τη σημερινή πραγματικότητα, η οποία είναι περίπλοκη».
Τέλος αναφερόμενος στην περιορισμένη παρουσία του στα ΜΜΕ ο καθηγητής Θεοδόσης Τάσιος είπε:
«Υπάρχει το μηδέν άγαν, υπάρχει όριο, είναι δυνατόν να μιλάει κανείς επ' άπειρον; Υπάρχει και ο κίνδυνος να σου αρέσει η φωνή σου, να θέλεις να την ακούς και άντε να βγεις μετά απ' αυτό το γκεζί. Έχω μεγάλη συμπάθεια προς τον Νάρκισσο, πέρασε το μεγαλύτερο βασανιστήριο.
Ο άνθρωπος έβλεπε το πρόσωπο του στο νερό, δεν μπορούσε να φύγει και στερήθηκε τα πάντα, τη ζωή, τον έρωτα, τον ουρανό, το φαγητό, πως να μην το λυπάσαι; Έχω μεγάλη λύπηση για τους νάρκισσους, είναι μια δραματική υποκατάσταση επιβεβαίωσης του είναι, η οποία είναι μια σπουδαία οντολογική διαδικασία, με χάντρες με μικροαρέσκιες.
Δεν είναι επιβεβαίωση, που είναι, να μπορέσω να καθρεφτιστώ στα μάτια του συνομιλητή μου, μήπως μπορέσω να συμμετάσχω στο πόνο ή την χαρά του, μήπως δηλαδή καταφέρω να μην είμαι ένας, αλλά να είμαστε δύο ή τρεις, να έχω δηλαδή την υποστασιακή ηδονή να διπλασιάσω το είναι μου. Αυτό είναι καραμπινάτη ηδονή, τα άλλα είναι υποκατάστατα».
Πηγή: ΑΜΠΕ, Φωτεινή Γιαννούλη
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε τον κ. Τάσιο με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου με τίτλο «Ας αναστοχασθούμε εαυτούς και αλλήλους» που γεννήθηκε «προφορικά» όπως γράφει ο ίδιος στο πρόλογο, καθώς περιλαμβάνει τις διαλέξεις του στο Μέγαρο Plus με θέμα: «Κοινωνία και Φιλοσοφία».
Δηλώνει αγωνιστικά απαισιόδοξος, δηλαδή αισιόδοξος, όπως εξηγεί, και με ένα λόγο άμεσο, καθαρό και χωρίς περιττούς ακαδημαϊσμούς, μίλησε για το φαινόμενο της Χ.Α, την ελληνική κρίση, την Ευρώπη, αλλά και την τέχνη και τον πολιτισμό.
«Δεν συμμερίζομαι τον ρόλο της παρθένας που κυριαρχεί «Αχ, τι έπαθα», για τον απλούστατο λόγο ότι η ελληνική κοινωνία είχε πάντοτε ένα σημαντικό ποσοστό από συμπολίτες μας, που είχαν πολιτική επιλογή τον ολοκληρωτισμό και είναι μια πολύ παλιά ιστορία.
Από την εποχή του εμφυλίου πολέμου είχαμε παλιανθρώπους ολοκληρωτικούς, που πίστευαν στην μαγεία της δύναμης και στην απλότητα των λύσεων.
Αυτή είναι η ρίζα του ολοκληρωτισμού, η απλοποίηση στην επίλυση των πολιτικών προβλημάτων, των οποίων καμιά φορά αρνούμαστε και την ύπαρξη και αφετέρου, η μυστική μαγεία που ασκεί η δύναμη.
Στην εποχή του εμφυλίου είχαμε και Χίτες και Ο.Π.Λ.Α. και αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μεγάλωσαν παιδιά.
Ύστερα, τον καιρό της Χούντας, λέγανε «οι αγώνες του ελληνικού λαού κατά της Χούντας», δεν τους έβλεπα. Έβλεπα μειονότητες ηρωικές που έκαναν ό,τι έκαναν.
Από τη άλλη μεριά θα μου πείτε και γιατί δεν φαινόταν αυτά τα φαινόμενα πριν; Μα δεν φαινόταν γιατί ήταν κουκουλωμένα από τα αποτελέσματα της φορολογίας των ευρωπαίων φορολογουμένων, τα οποία μεταφράζονταν εδώ σε δάνεια ευμάρειας και κάτω από την ευμάρεια πολλά πράγματα μπορεί να κρυφτούν", είπε ο Θεοδόσης Τάσιος μιλώντας για τη Χρυσή Αυγή και τα αυξημένα ποσοστά της στις πρόσφατες Ευρωεκλογές και συμπλήρωσε:
«Οι πολίτες δεν πιστεύουν ότι είναι εγκληματική οργάνωση. Αυτό είναι το απίστευτο και είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, όσο επικίνδυνη είναι και η κατάληψη των προπυλαίων, του ναού της επιστήμης που είναι το πανεπιστήμιο, προκειμένου να χορέψουμε ένα ζεϊμπέκικο και να δηλώσουμε ότι από αύριο αρχίζει ο πόλεμος.
Αυτά δεν είναι πολιτική, δεν είναι πάντως δημοκρατία. Είναι φαινόμενα μιας πίστης σε απλοποιημένες αντιλήψεις για τη φύση του πολιτικού γίγνεσθαι και είναι επικίνδυνα.
Όταν φεύγουμε από την συναίνεση, όταν δυναμώνουμε τον τόνο, αρχίζει ήδη η ολίσθηση προς την κατεύθυνση του ολοκληρωτισμού, για να φτάσουμε βεβαίως στα οργανωμένα τάγματα. Βλέπω τη μαγεία της δύναμης, βλέπω την απλοποίηση της επίλυσης των πολιτικών προβλημάτων, εις αμφότερα τα άκρα του απολιτικού φάσματος, διότι άμα είναι άκρο δεν είναι πολιτικό, γιατί το πολιτικό ενέργημα είναι η συναίνεση».
Αναφερόμενος στο μέλλον της Ευρώπης και το ενδεχόμενο διάλυσής της, είπε ότι δεν πιστεύει ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο και τόνισε:
"Θέλω να ελπίζω ότι απλώς υπάρχει μια παλινδρόμηση προς την κατεύθυνση της αναζήτησης μιας συνεπέστερης συμμετοχικότητας των λαών, που δεν την είχαμε. Η ευρωπαϊκή ένωση ήταν ένα όραμα και μια πραγμάτωση μιας έμπνευσης λίγων πολιτικών και λίγων ομάδων και συμφερόντων στην αρχή.
Ο δε Σουμάν είχε πει ότι «δεν πρόκειται να γίνουν αυτά που οραματιζόμαστε γρήγορα, θα περάσουμε από πολλές ενδιάμεσες φάσεις", δηλαδή το μισό-πρόβλεπε αυτό που συμβαίνει σήμερα. Δεν υπήρχε το όραμα στους λαούς, το όραμα ήταν σε μερικούς οδηγούς οι οποίοι όμως διέθεταν μία δύναμη πάνω στους λαούς τους.
Λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος και λόγω της μειωμένης συμμετοχικότητας των λαών, υπήρχε η εμπιστοσύνη προς αυτούς τους ηγέτες, οι οποίο βλέποντας μπροστά κατάφεραν να το φτιάξουν το όραμα.
Οι λαοί δεν συμμετείχαν, οι λαοί όμως ομολογούν, καθώς και όλα αυτά τα μορφώματα των αριστεροδεξιών που λένε «κάτω η Ευρώπη», ότι η Ευρώπη πέτυχε κάποια πράγματα, όπως ότι δεν έχουμε πολέμους μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Όταν παραχωρείς ένα μέρος της λεγόμενης ανεξαρτησίας σου για χάρη κάποιου άλλου κέρδους στο τέλος πρέπει να κάνεις το λογαριασμό, κέρδη και ζημίες έναντι των κερδοζημιών του άλλου σχήματος.
Δεν υπάρχουν απόλυτα πράγματα. Στο βιβλίο μου για την παγκοσμιοποίηση γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι μεταφυσική ούτε η απομόνωση, ούτε η συνένωση, αλλά είναι τελικώς μια ρεαλιστική σύγκριση των συμφερόντων. Ερχόμαστε λοιπόν σε αυτό που λέμε και για την εθνική πολιτική.
Η συμμετοχικότητα του πολίτη τώρα, οφείλει να είναι πολύ μεγαλύτερη. Ξέρετε στις πολιτικές θεωρίες δεν είναι όπως στις άλλες τις επιστημονικές περιοχές όπου έχεις ένα εργαστήριο, μπορείς να κάνεις ένα πείραμα, μπορείς κάτι να αποπειραθείς να επαληθεύσεις ή να διαψεύσεις.
Εκεί σου χρειάζεται η ιστορία δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Το οποίο είναι ένα πολύ βραδύ εργαστήριο το άτιμο. Χρειάστηκαν 60 χρόνια για να περάσει από το μεγάλο εργαστήρι της ιστορίας το πείραμα των Μπολσεβίκων.
Χρειάστηκε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να περάσει το πείραμα των φασιστών, το οποίο κάλυπτε ολόκληρη την Ευρώπη των λαών.
Αλλά μείνετε μετά απολύτου βεβαιότητας ιστορικής, ότι η Ευρωπαϊκή συμπολιτεία είναι ένα γεγονός το οποίο όχι απλώς είναι αναπόφευκτο αλλά είναι πανευκταίον. Η βεβαιότητα είναι απόλυτη, δεν χωράει αντίρρηση αυτό.
Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μεταβούμε από την σημερινή κατάσταση των δήθεν ανεξαρτήτων κρατών -σιγά την ανεξαρτησία, το ένα κράτος χρωστάει στο άλλο είτε σε τέχνη είτε σε αθλητισμό είτε σε τουρισμό είτε σε μετανάστες είτε σε μουσική είτε σε μόρφωση, ποιά ανεξαρτησία έχουμε, προ πολλού γίνει ένα ενιαίο χωριό- στην ενοποίηση».
Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγματικότητα διατύπωσε την άποψη ότι οι Έλληνες δεν έχουν καταλάβει τα αίτια της κρίσης και συμπλήρωσε:
"Εμείς πάντα είχαμε 35% υψηλότερες απολαβές από τον Ισπανό εργαζόμενο, όταν το ισπανικό ΑΕΠ ήταν 50% υψηλότερο από το δικό μας. Και μόνο τώρα, είμαστε περίπου στην ίδια στάθμη, όπου εμείς υποστήκαμε μία τρομερή ύφεση, ενώ οι άλλοι είχαν μια μικρή ύφεση. Είναι φανερά τα πράγματα, ζούσαμε με ξένα λεφτά και σου απαντούν "ναι αλλά τα τρώγανε οι πολιτικοί».
Έχω κάνει έναν λογαριασμό, πόσα έφαγε ο Τσοχατζόπουλος και βάζω και 500 Τσοχατζόπουλους που δεν είναι, αλλά ας το πούμε, δεν βγαίνουν βρε παιδιά τα 300 δις ευρώ. Δεν γίνεται, κάτι άλλο έγινε. Είχαμε μείωση των εξαγωγών μας, είχαμε δημοσιονομικά κενά, είχαμε μειωμένη παραγωγικότητα, η αγροτική παραγωγή πήγαινε κατά διαβόλου, ωστόσο οι απολαβές μας πάντοτε μεγάλωναν.
Αυτό δεν είναι αρκετό για να δείξει ποιά είναι η αιτία της καταστροφής; Και να προσθέσω και τη φράση του Γιαννίτση, κάποτε δούλευαν πέντε άνθρωποι για να θρέφουν τρεις συνταξιούχους και τώρα δουλεύουν τρεις για να θρέφουν πέντε συνταξιούχους. Αυτά είναι φανερά αδιέξοδα τα οποία κουκουλώνονταν με το δημόσιο χρέος.
Φυσικά και κλέβανε, όχι βέβαια μόνο οι πολιτικοί, οι 200.000 απατεώνες του ΙΚΑ τι ήταν; οι 1300 γεωργικοί συνεταιρισμοί, που σήμερα έχουν μείνει 300, οι άλλοι 1000 ή αυτοδιαλύθηκαν ή είναι στα δικαστήρια λόγω «κλεψάνας» τι ήταν; Οι φοροφυγάδες; αυτά τα 20-30 δις το χρόνο, τι ήταν;
Ο ένας Έλληνας έκλεβε τον άλλο, τέτοια πολλαπλότητα ανήθους, τέτοια απολιτικότητα, τέτοια παραμέληση του μέλλοντος, τέτοια προτίμηση για το "εγώ και τώρα" υπήρχε.
Να δανειστούμε και τι θα πει να δανειστούμε; Να δανειστούμε και θα τα πληρώσει ο τσόγλανος ο γιος μου, όχι εγώ. Αυτό θα πει να δανειστούμε.
Το κακό το μεγάλο είναι ότι τα 10 εκατομμύρια μπορούμε να λέμε ότι θέλουμε, αλλά αυτές οι πεντακόσιες χιλιάδες των πολύ φτωχών, αυτοί είναι το δράμα γιατί αυτοί πληρώνουν τα επίχειρα και της μιας και της άλλης πολιτικής.
Αν δεν δανειστώ και δημιουργήσω λιτότητα η οποία θα μπορέσει να κινήσει τη μηχανή της παραγωγικότητας και της καινοτομίας, οι φτωχότεροι θα την πληρώσουν και αν δανειστώ και στο τέλος δεν έχω να πληρώσω πάλι οι φτωχότεροι θα την πληρώσουν. Βλέπετε ότι η κοινωνική αδικία καραδοκεί.
Απαντώντας στην ερώτηση με ποιό κριτήριο θα πρέπει να διαθέσει τα λιγοστά χρήματά της, η ελληνική πολιτεία, αν πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε περικοπές σε νοσοκομεία ή στον πολιτισμό ο διαπρεπής καθηγητής είπε: «Αντικειμενικό κριτήριο δεν υπάρχει. Είναι θέμα πολιτικό. Δηλαδή ηθικό.
Άλλωστε αυτό θα πει ότι άγεται ένα δίλημμα στη στάθμη της πολιτικής απόφασης, μόνον όταν δεν χωρεί αντικειμενικό κριτήριο. Η αξία της χαράς να ανακαλύπτεις με το υποσυνείδητο σου - που γίνεται με την τέχνη- και η αξία της χαράς στο να συμμετέχεις στην αγάπη του άλλου, στη χαρά του άλλου, είναι δύο αξίες που συγκρούονται, για τις οποίες η ατομική συνείδηση μπορεί να δώσει τη λύση αμέσως, συγκινησιακά.
Να πει εγώ έχω τέτοιο πάθος αυτή η στιγμή με το θέατρο που κλείνω τα μάτια μου στο πόσο υποφέρουν οι άλλοι και εγώ υποφέρω σωματικώς, αλλά θέλω το θέατρο, αυτό είναι προσωπική υπόθεση. Όταν όμως είναι δύο άνθρωποι; με διαφορετικές τέτοιες συγκινησιακές αντιλήψεις, τι κάνουμε;
Τότε ισχύει ο κανόνας της δημοκρατίας, που είναι η πλειοψηφία. Ναι αλλά πώς να το οργανώσεις, θα κάνουμε δημοψηφίσματα; Και εκεί αρχίζουν τα προβλήματα, γι΄αυτό και η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία είναι ένα μεταξωτό εσώρουχο, είναι δύσκολο" και συμπλήρωσε: "πιστεύω ότι δεν μπορεί η πολιτεία να αδιαφορήσει, για τα αισθητικά ενδιαφέροντα των πολιτών. Φτάνει να έχει αναγνωρίσει ότι είναι ανθρώπινα ενδιαφέροντα.
Δεν μπορεί να κάνει ό,τι κάνουν οι Αμερικάνοι που λένε όλα οι ιδιώτες, εμείς δεν δίνουμε λεφτά, ή κι αν τα δώσουμε, πρέπει να μη θίγουν την ηθική και τη θρησκεία.
Οπότε δεν υπάρχει καλλιτεχνικό προϊόν που να μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Βεβαίως δεν έχουμε αρκετά λεφτά ώστε το κράτος να είναι η μόνη πηγή χορηγίας, αυτό είναι μία πραγματικότητα.
Και μάλιστα αυτό είναι και επικίνδυνο. Αν είναι το κράτος η μόνη πηγή, τότε στο τέλος μπορεί να καταλήξουμε σε μια μορφή ιδεολογικής τρομοκρατίας από τη μεριά του. Γι' αυτό η γενική τάση και τα δύο να δουλεύουν -η πολιτεία και ο ιδιωτικός χώρος- νομίζω ότι είναι επ΄αγαθώ».
Ανήσυχος για το μέλλον της εκπαίδευσης αλλά και τη μετανάστευση των νέων παιδιών ο κ. Τάσιος είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
«Όχι μόνο χάνουμε μυαλά αλλά και ενώ η κύρια ελπίδα μας είναι η δημιουργία καινοτομίας, η οποία θα παραχθεί στα πανεπιστήμια και στην ρωμαλέα επαγγελματική εκπαίδευση, τα μεν πανεπιστήμια δεν τα αφήνουμε να αναπτυχθούν διότι ηλιθίως θεωρούμε ότι μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε ως παραρτήματα σεμιναρίων των κομμάτων, τη δε ρωμαλέα επαγγελματική εκπαίδευση την οποία έχουμε καταργήσει.
Στύβουμε το σώμα από χυμούς οι οποίοι θα έδιναν μεγάλη ώθηση στην αναμενόμενη ανάπτυξη και μένουμε με μειωμένη αξία. Αφήστε που μπορεί αυτό να έχει και πολιτικές συνέπειες, αν φεύγουν τα μυαλά εκείνα που μπορούν να συλλάβουν τη σημερινή πραγματικότητα, η οποία είναι περίπλοκη».
Τέλος αναφερόμενος στην περιορισμένη παρουσία του στα ΜΜΕ ο καθηγητής Θεοδόσης Τάσιος είπε:
«Υπάρχει το μηδέν άγαν, υπάρχει όριο, είναι δυνατόν να μιλάει κανείς επ' άπειρον; Υπάρχει και ο κίνδυνος να σου αρέσει η φωνή σου, να θέλεις να την ακούς και άντε να βγεις μετά απ' αυτό το γκεζί. Έχω μεγάλη συμπάθεια προς τον Νάρκισσο, πέρασε το μεγαλύτερο βασανιστήριο.
Ο άνθρωπος έβλεπε το πρόσωπο του στο νερό, δεν μπορούσε να φύγει και στερήθηκε τα πάντα, τη ζωή, τον έρωτα, τον ουρανό, το φαγητό, πως να μην το λυπάσαι; Έχω μεγάλη λύπηση για τους νάρκισσους, είναι μια δραματική υποκατάσταση επιβεβαίωσης του είναι, η οποία είναι μια σπουδαία οντολογική διαδικασία, με χάντρες με μικροαρέσκιες.
Δεν είναι επιβεβαίωση, που είναι, να μπορέσω να καθρεφτιστώ στα μάτια του συνομιλητή μου, μήπως μπορέσω να συμμετάσχω στο πόνο ή την χαρά του, μήπως δηλαδή καταφέρω να μην είμαι ένας, αλλά να είμαστε δύο ή τρεις, να έχω δηλαδή την υποστασιακή ηδονή να διπλασιάσω το είναι μου. Αυτό είναι καραμπινάτη ηδονή, τα άλλα είναι υποκατάστατα».
Πηγή: ΑΜΠΕ, Φωτεινή Γιαννούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου