Στο φώς νέα στοιχεία της αμερικανικής πολιτικής την
κρίσιμη περίοδο πριν την εισβολή.
Ο Σίσκο είχε στείλει
επιστολή στον Ιωαννίδη, από τον Ιούνιο, και τον προειδοποιούσε να μην κάνει
πραξικόπημα.
Οι «Αδέσμευτοι», δεν θεωρούσαν και πολύ… «αδέσμευτο» τον Μακάριο.
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
Η Κύπρος είναι ένας από τους πνεύμονες του ελληνισμού χωρίς τον οποίο
υποθηκεύεται το μέλλον του και το μέλλον της Ελλάδας.
Η διαχρονική αυτή διαπίστωση δεν αποτελεί, δυστυχώς, σημερινή συνείδηση και
της κοινωνίας και της πολιτικής ηγεσίας στην Ελλάδα. Διαφορετικά, ο Έλληνας
ΥΠΕξ θα επιδεικνύει λιγότερη επιπολαιότητα στον τρόπο που αντιμετώπισε δικαιολογημένη
ερώτηση Κυπρίας ευρωβουλευτού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Την Κυριακή 20 Ιουλίου συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή
στη μεγαλόνησο και η επέτειος αυτή μας δίνει την αφορμή να σκεφτούμε- χωρίς να
την ταυτίζουμε με τη σημερινή του Έλληνα ΥΠΕΞ- τη συμπεριφορά του χουντικού
καθεστώτος απέναντι στον κυπριακό Ελληνισμό και τις προσπάθειές του να
αποκτήσει είτε την Ένωση με την Ελλάδα είτε την ανεξαρτησία του, αλλά και τη
ρήση του τότε αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, Μπονάνου, όπως καταγράφεται στο βιβλίο
του Πέτρου Αραπάκη, αρχηγού, τότε, του ΓΕΝ. Όταν στον κ. Μπονάνο έγινε η
σύσταση να χτυπηθούν στις πρώτες φάσεις της αποβατικής ενέργειας τα τουρκικά
πλοία, απήντησε: «Οι Τούρκοι κτυπούν την
Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς».
Αυτή είναι μια διαχρονική νοοτροπία των Ελλήνων αξιωματούχων οι οποίοι, ενώ
υπηρετούν σε καίριες θέσεις της χώρας, όχι μόνο δεν έχουν συνείδηση ότι η
Κύπρος αποτελεί ένα τμήμα του ευρύτερου ελληνισμού το οποίο για συγκυριακούς
λόγους έμεινε εκτός εθνικού κορμού αλλά, ούτε τη γεωπολιτική ανάλυση γνωρίζουν που
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι χωρίς την Κύπρο ο ελληνισμός, ως εθνότητα, και η
Ελλάδα, ως χώρα, θα συρρικνωθούν.
Δυστυχώς, μια ανάλογη νοοτροπία, επικρατεί και σε μικρό, ελπίζουμε, τμήμα
της ελληνικής κοινής γνώμης για να επιβεβαιωθούν τα διαχρονικά ελληνικά
χαρακτηριστικά.
Η Κύπρος, πρωτίστως, έπεσε θύμα της γεωγραφικής της θέσης και της
γεωπολιτικής της σημασίας.
Όταν το 1878
μεταβιβάστηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία στη Μεγάλη Βρετανία, ως αντάλλαγμα
για τη στήριξη που παρείχαν στους Οθωμανούς οι Βρετανοί στο ρωσοτουρκικό
πόλεμο, ο τότε βρετανός πρωθυπουργός Μπένζαμιν Ντισραέλι είχε δηλώσει: «Βρήκαμε τον κρίκο που μας έλειπε».
Εννοούσε, προφανώς, τη γεωπολιτική θέση της Κύπρου στην αλυσίδα των δρόμων
του αποικιακού εμπορίου, που συνέδεε την Ασία , τη Μεσόγειο, το Σουέζ και το
Γιβραλτάρ με τις Ινδίες.
Η ιστορία, θεωρεί παρίες
της όχι τα μικρά, γεωγραφικά και πληθυσμιακά, έθνη αλλά εκείνα που έχουν τη
νοοτροπία του κακομοίρη και του μίζερου. Και μια τέτοια νοοτροπία δεν ταιριάζει
ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο.
Η Κύπρος, παρά τις τεράστιες
δυσκολίες, αγωνίζεται να πετύχει τους στόχους της και να επιβιώσει. Στην
Ελλάδα, δεν μπορούν να διανοηθούν ότι μια σοβαρή κυπριακή πολιτική της χώρας,
μπορεί να την καταστήσει σπουδαίο γεωπολιτικό παίκτη στην περιοχή.
Αλλά, τα γεωπολιτικά
παίγνια, χρειάζονται και ικανούς παίκτες. Όχι ανθρώπους που από ψυχολογία, ή
εξουσιομανία, επιδιώκουν την εξάρτηση για να νοιώθουν οι ίδιοι, κυρίως,
ασφαλείς.
Δυστυχώς, στο ελλαδικό
πολιτικό προσωπικό, η αίσθηση της εξάρτησης αφθονεί. Από άποψη τακτικής για την
επιτυχία του κυπριακού στόχου, αποτελεί ερώτημα κατά πόσο ωφέλησε την κυπριακή
υπόθεση ο ένοπλος αντιαποικιακός αγώνας που άρχισε η ΕΟΚΑ το 1955. Η Βρετανία
για να αποσείσει το στίγμα από επάνω της και για να υπονομεύσει την κυπριακή
προσπάθεια, μια υπονόμευση που της παρείχε τη δυνατότητα συνέχισης της
κυριαρχίας της στο νησί, έβαλε στο
παιχνίδι και τους τούρκους.
Η αποδοχή της συμμετοχής
στην Τριμερή Ελληνοβρετανική Διάσκεψη του Λονδίνου (1955), αποτέλεσε ολέθριο
σφάλμα της ελληνικής διπλωματίας. Παρείχε τη νομιμοποιητική αφετηρία εμπλοκής
της Τουρκίας ως ισότιμου εταίρου στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης –
Λονδίνου του 1959, εγκαθίδρυσαν ένα πρωτοφανές δικοινοτικό σύστημα
διακυβέρνησης και αποτέλεσαν το προστάδιο της εδαφικής διχοτόμησης που
επιβλήθηκε βίαια το 1974 με την εισβολή του Αττίλα.
Μεσολάβησε μια,
«αποτυχημένη», ανάλογη προσπάθεια το 1964 με την τουρκική ανταρσία και τον
βομβαρδισμό της Κύπρου από την τουρκική πολεμική αεροπορία. Οι τούρκοι, όμως,
τότε δεν ήταν έτοιμοι και οι αμερικανοί δεν είχαν ξακαθαρίσει την πολιτική
τους.
Μιλάμε για περίοδο όπου ο
συσχετισμός ισχύος βάρυνε, μάλλον, υπέρ των Ελλήνων.
Από τότε, από το 1964, τα
πράγματα άλλαξαν άρδην και σήμερα, ο στρατιωτικός συσχετισμός είναι συντριπτικά
υπέρ της Τουρκίας.
Τουρκία, Βρετανία και ΗΠΑ
σχεδίασαν και επέβαλαν τη διχοτόμηση, την οποία, όμως, σήμερα, ενώ απειλούν ότι
θα επιδιώξουν, δεν επιθυμούν.
Η Τουρκία, με την
εισβολή, πέτυχε τον πρώτο της στόχο, να έχει στρατιωτική παρουσία σε ένα
διχοτομημένο, γεωγραφικά νησί, αλλά, πλέον επιδιώκει από τη μια να ελέγχει το
βόρειο μέρος της Κύπρου και από την άλλη να επηρεάζει το σύνολο του νησιού.
Με λογική γεωπολιτική
ανάλυση, εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι απειλές της Τουρκίας για
διχοτόμηση είναι παραπλανητικές. Δεν τη συμφέρει και ίσως δεν συμφέρει και σε
κανέναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν το κυπριακό.
Δυστυχώς, τα τουρκικά,
διχοτομικά στην αρχή, σχέδια τα υπηρέτησαν και ελληνικές κυβερνήσεις.
Είναι, πλέον, βέβαιον,
ότι από το 1956 ο Ευάγγελος Αβέρωφ
αποδέχθηκε και πρότεινε ο ίδιος την ιδέα της διχοτόμησης, ενώ η
στρατιωτική χούντα του Ιωαννίδη, με το πραξικόπημα που πραγματοποίησε λίγες
ημέρες πριν την εισβολή (15 Ιουλίου), έδωσε την αφορμή που αμερικανοί, βρετανοί
και τούρκοι επιζητούσαν.
Το μέλλον της Κύπρου είχε
προδιαγραφεί μετά από τηλεφωνική συνομιλία του Κίσινγκερ- αυτός είναι, μάλλον,
ο συμμαχικός παράγων που υπονοεί ο Αραπάκης στο βιβλίο του «τι τέλος της
σιωπής»- με τον Ετσεβίτ.
Γράφει ο Αραπάκης: «Η ευκαιρία
δημιουργίας τουρκικής βάσης στη βόρεια Κύπρο της παρασχέθηκε απλόχερα όταν στην
Ελλάδα είχε πλέον σχεδιαστεί και αποφασιστεί το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.
Τότε, σύμφωνα με θετικές πληροφορίες από την Τουρκία, ηγετική συμμαχική
προσωπικότητα επικοινώνησε με τον τούρκο πρωθυπουργό , με τον οποίο συζήτησε το
επικείμενο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, επιδεικνύοντας, παράλληλα, κατανόηση
απέναντι στις σκέψεις και τις προθέσεις που πρόβαλε ο συνομιλητής του για τη
δημιουργία τουρκικής βάσης στη βόρεια Κύπρο. Ήταν φανερό ότι οι δυτικές
δυνάμεις δεν είχαν την πρόθεση να αντιδράσουν ουσιαστικά.
»Η συνομιλία αυτή οφείλει να θεωρηθεί ιστορική για το μέλλον της Κύπρου και
των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Το πράσινο φως είχε ανάψει. Η Τουρκία ήταν,
πλέον, ελεύθερη να ενεργήσει κατά της Κύπρου, μετά το πραξικόπημα, χωρίς,
πλέον, να διαγράφεται σοβαρή αντίδραση εκ μέρους της δυτικής συμμαχίας.
Ορισμένες αρνητικές εκδηλώσεις, στο διπλωματικό κυρίως, πεδίο, θα απέβλεπαν,
μέσω της δημιουργίας εντυπώσεων, στη συγκάλυψη των πραγματικών σκοπών».
Το βλακώδες πραξικόπημα έγινε από μια ομάδα επίορκων στρατιωτικών που
νόμισαν ότι μπορούν να κυβερνήσουν τη χώρα. Στην πραγματικότητα, υπηρέτησαν συνειδητά
ξένες επιδιώξεις και εδώ είναι το τραγικό της κυπριακής υπόθεσης. Ο Ιωαννίδης
έκανε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου επειδή νόμιζε ότι έτσι θα εξασφάλιζε την
αμερικανική υποστήριξη προς το καθεστώς του.
Ενθαρρύνθηκε στην απερισκεψία του αυτή από αμερικανούς παράγοντες, κυρίως
από στελέχη της CIA, αν και, παραμένει
ιστορικό ερώτημα κατά πόσο όλες οι εμπλεκόμενες αμερικανικές υπηρεσίες γνώριζαν
τα σχέδια του Κίσιντζερ.
Είναι χαρακτηριστικό, από της πλευράς αυτής το σχετικό απόσπασμα του υπο έκδοσιν
βιβλίου του καλού ιστορικού Σπυρίδωνα Σφέτα με τίτλο: «Κύπρος και
Γιουγκοσλαβία: Έγγραφα από τα Γιουγκοσλαβικά αρχεία 1967-1974».
Γράφει ο κ. Σφέτας:
«O Ιωαννίδης προετοίμαζε το πραξικόπημα
κατά του Μακαρίου. Στα μέσα Μαΐου του 1974 ο Τόμ Μπόγιατ,
υπεύθυνος του Γραφείου Κύπρου του State Department, προειδοποιούσε τους ανωτέρους του για τη διπρόσωπη πολιτική της χούντας: Από τη μια υποστήριξη
των ενισχυμένων διακοινοτικών συνομιλιών, από την άλλη οδηγίες του Ιωαννίδη
προς τους Έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο να συνωμοτούν
με την ΕΟΚΑ Β΄ για να ανατρέψουν τον Μακάριο και να υποστηρίξουν
την υπόθεση της Ένωσης. Ο Μπόγιατ εισηγούνταν την προσωπική παρέμβαση του Τάσκα
στον Ιωαννίδη να εγκαταλείψει τα σχέδιά του.
Ο Τάσκα είτε διότι υποβάθμισε τη
βαρύτητα των πληροφοριών είτε διότι δεν ήθελε να αναμιχθεί στις
εσωτερικές υποθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης δεν επιδίωξε επίμονα να ‘’ανακαλύψει ‘’ τον Ιωαννίδη. Ο Μπόγιατ
παρενέβη πάλι και σε τηλεγράφημα προειδοποιούσε
ότι, αν η Κύπρος εμπλεκόταν σε πόλεμο, δεν θα
ήταν μια εσωτερική, αλλά μια διεθνής υπόθεση, καταστροφική για το ΝΑΤΟ. Στα
μέσα Ιουνίου ο Τάσκα είχε ήδη αποκαταστήσει
μυστικό δίαυλο επικοινωνίας με τον Ιωαννίδη, από τον οποίο πληροφορήθηκε
επίσημα τη στάση του στα
ελληνοτουρκικά, στο Κυπριακό και στο
ζήτημα των αμερικανικών βάσεων στη Σούδα .
Όταν στο State Department επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες για τα σχέδια του Ιωαννίδη μέσω έκθεσης της CIA με την οποία διατηρούσε μυστικές επαφές ο Ιωαννίδης, ο υφυπουργός Εξωτερικών, Τζόζεφ Σίσκο, στις
29 Ιουνίου προέτρεψε τον Τάσκα να συναντήσει τον Ιωαννίδη και να τον αποτρέψει
από την καταφυγή σε βία στην Κύπρο.
Αρχικά ο Ρόμπερτ Ντήλον( Robert Dillon), ο υπεύθυνος των τουρκικών υποθέσεων στο State Department, πρότεινε το
προειδοποιητικό αυτό μήνυμα να απευθυνθεί
άμεσα στον Ιωαννίδη μέσω των
διαύλων της CIA, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από
το Υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής.
Ο Τάσκα, υπό το πρόσχημα ότι ο ακριβοθώρητος
Ιωαννίδης δεν εκπροσωπούσε την κυβέρνηση,
δεν τον αναζήτησε και αναχώρησε για διακοπές. Η πολιτική σύμβουλος της
αμερικανικής πρεσβείας Ελίζαμπεθ Μπράουν (Elizabeth Brown) μετέφερε υποτονικά το μήνυμα στον
Ανδρουτσόπουλο και στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, φίλο του Ιωαννίδη. Στον Ιωαννίδη δεν δόθηκε ένα ηχηρό
μήνυμα από τη CIA για
τους κινδύνους που εγκυμονούσε η
απερισκεψία του. Τίθεται το ερώτημα αν η
αμερικανική πολιτική ήταν ενιαία. Η θέση του Μπόγιατ ήταν τεκμηριωμένη και σαφής,
η στάση του Κίσινγκερ και του Τάσκα αινιγματική. Αν πράγματι τα ζωτικά συμφέροντα της
Αμερικής επέβαλαν να ‘’συνετιστεί’’ ο Ιωαννίδης, υπήρχε η
δυνατότητα να ‘’ανακαλυφθεί ‘’ για να
δεχτεί τις δριμύτατες παραστάσεις της Ουάσιγκτον. Επίσης, δεν
ζητήθηκε από το State Department η μεσολάβηση του
Κωνσταντίνου Παναγιωτάκου, του Έλληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον. Η οριστική απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι
στόχος της παρούσης μελέτης. Ωστόσο, η υπόθεση μπορεί να διαφωτιστεί, αν
συνδεθεί το Κυπριακό με τις εξελίξεις στο Μεσανατολικό το 1974, μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ».
Υπάρχουν,
ακόμη, πολλά σημεία διερεύνησης για την αμερικανική και βρετανική πολιτική στο
κυπριακό αλλά αυτό είναι, πλέον, δουλειά των ιστορικών. Φαίνεται, πάντως, πως η
ομάδα Κίσιντζερ λειτούργησε μυστικά ακόμη και από υψηλούς αξιωματούχους του State Department.
Μετά την
εισβολή η Κύπρος πέρασε και περνά πολλές δύσκολες στιγμές, Το Σχέδιο Ανάν, το
οποίο απέρριψε ο κυπριακός ελληνισμός και προς το οποίο παρότρυνε η εξωνημένη ελλαδική και κυπριακή πολιτική
ηγεσία, ήταν μια από τις στιγμές αυτές.
Αυτές τις
ημέρες, μια ανάλογη δύσκολη περίοδο ξαναπερνά η μεγαλόνησος. Ας ελπίσουμε ότι
τα πολύχρονα παθήματα έγιναν μαθήματα.
Πάντως,
σταθερή επιδίωξη της Άγκυρας παραμένει ο έλεγχος ολόκληρου του νησιού. Η
διχοτόμηση δεν τη συμφέρει.
Αποτελεί
ερώτημα και θέμα προς διερεύνηση, στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, ποια θα
είναι η θέση, κυρίως των ΗΠΑ, αλλά και το μέλλον της Τουρκίας στην ευρύτερη
περιοχή.
Στην εικόνα: Το απόρρητο έγγραφο του
Foreign Office που αποδεικνύει ότι ο Ευ. Αβέρωφ, άρχισε να προωθεί την ιδέα της
διχοτόμησης τον Ιούλιο του 1956, σε συνάντηση που είχε στην Αθήνα με τον
Αμερικανό υπουργό Kohler, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ο Απελευθερωτικός
Αγώνας της ΕΟΚΑ.Το Σεπτέμβριο του 1956, ο Αβέρωφ επανέλαβε την ιδέα της διχοτόμησης της Κύπρου ως τη μόνη λύση του Κυπριακού ζητήματος στον υπουργό Εξωτερικών της Νορβηγίας Halvard Lange. Δύο βδομάδες αργότερα πρότεινε ξανά τη διχοτόμηση στον ίδιο τον Τούρκο πρέσβη σε δύο συναντήσεις που είχε μαζί του στην Αθήνα. Το συγκεκριμένο έγγραφο αποδεσμεύτηκε, μόνο μετά την πάροδο 50 χρόνων αντί 30 χρόνων όπως ισχύει με άλλα απόρρητα βρετανικά έγγραφα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου