Η άλωση της Πόλης κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΝΝΑΔΙΟ ΣΧΟΛΑΡΙΟ
1. Ο διπλός κίνδυνος· Τούρκοι και Φράγκοι
Η παρουσίαση των θέσεων του πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου για την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453 έχει μέγιστο ιστορικό, εθνικό και πνευματικό ενδιαφέρον, για πολλούς και σημαντικούς λόγους. Εν πρώτοις διότι η ζωή του συνεκτυλίσσεται μαζί με τις τελευταίες δραματικές δεκαετίες της βασιλεύουσας και τις πρώτες της άδοξης δουλείας και υποταγής της στον βάρβαρο και αλλόθρησκο κατακτητή. Και το σημαντικότερο, διότι δεν είναι απλός θεατής των δρωμένων, ένας από τους πολλούς που απλώς υφίστανται παθητικά τις τροπές των καιρών και των χρόνων, αλλά ένας από τους ολίγους που ενεργητικά έλαβαν μέρος και συνδιαμόρφωσαν τις ιστορικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες πορεύθηκε η Ρωμιοσύνη κατά τα κρίσιμα έτη πριν από την άλωση και μετά από αυτήν. Κατηύθυνε ο ίδιος και προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις τύχες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Η αποφασιστική μάλιστα αυτή συμμετοχή του στην χάραξη της ιστορικής πορείας του Γένους, με την οποία ακύρωσε τα καταστροφικά σχέδια άλλων ισχυρών δυνάμεων, προκάλεσε, όπως συμβαίνει συνήθως, την ισχυρή τους αντίδραση, η οποία, εν όσω ζούσε ακόμη, εκδηλώθηκε ως προσπάθεια δυσφημήσεως και απομονώσεως, μετά δε τον θάνατό του ως προσπάθεια κακοποιήσεως και συγχύσεως των ιστορικών πληροφοριών, που έφθασε μέχρι και την νόθευση των συγγραμμάτων του, ώστε να πληγεί η υστεροφημία του και να παύσει να αποτελεί αξιόπιστο μάρτυρα και εκφραστή της ιστορικής συνειδήσεως της Ρωμιοσύνης.
Ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος μαζί με ολίγους άλλους εκκλησιαστικούς ηγέτας του 15ου αιώνος με προφητική δύναμη και ενόραση, διείδαν, ότι κίνδυνος για την αυτοκρατορία δεν ήσαν μόνον από την Ανατολή οι Τούρκοι, αλλά και από την Δύση οι Φράγκοι υπό τον πάπα, και ότι εν μέσω των δύο αυτών κινδύνων έπρεπε το Γένος να πορευθεί με πολλή προσοχή.
Ο κίνδυνος των Τούρκων ήταν καθημερινή αγωνία, ante portas, προ των θυρών, αλλά και ο κίνδυνος από την Δύση δεν ήταν υποθετικός, αλλά βιωθείσα και βιουμένη πραγματικότης. Όσοι συνιστούσαν επαγρύπνηση και απέναντι των Δυτικών δεν εκινούντο από θρησκευτική μισαλλοδοξία, αλλά από εκτίμηση των ιστορικών δεδομένων του παρελθόντος και από την θλιβερή εμπειρία του παρόντος. Η αποδυνάμωση και η εξασθένηση της αυτοκρατορίας, ώστε να αποτελεί εύκολη λεία για τους Τούρκους, σύμφωνα με κοινή εκτίμηση των ιστορικών, οφείλεται στις περίφημες σταυροφορίες, τις οποίες υπό την έμπνευση και καθοδήγηση των παπών διεξήγαγαν οι ηγεμόνες της Δύσεως. Υπό το πρόσχημα θρησκευτικών στόχων οργανώθηκαν κατακτητικές εκστρατείες, οι οποίες από το σώμα της Ρωμιοσύνης δημιούργησαν φραγκικά κρατίδια στον νησιωτικό και ηπειρωτικό χώρο και τεράστια οικονομικά και εμπορικά οφέλη, με αποκορύφωμα την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204. Απαλλάχθηκε βέβαια η βασιλεύουσα από την σκληρή ξενική κατοχή των Λατινο-φράγκων μετά από εξήντα έτη (1261), κολοβωμένη όμως τώρα και κουτσουρεμένη, χωρίς επαρκή ενδοχώρα, αφού εξακολούθησαν οι Φράγκοι να κατέχουν τις άλλες περιοχές- έμοιαζε ως κεφαλή χωρίς σώμα. Επί πλέον διαπιστώθηκαν τώρα και οι προθέσεις των αδελφών Χριστιανών της Δύσεως. Τα μέτρα των νέων λατινικών αρχών δεν περιορίσθηκαν στην οργάνωση της διοικήσεως μόνο, αλλά και στην πολιτιστική και θρησκευτική αφομοίωση των Ορθοδόξων, σε πλήρη δηλαδή εκλατινισμό, ο οποίος μάλιστα επιβαλλόταν διά της βίας. Ακόμη και σήμερα πολλοί Έλληνες «καθολικοί», των Κυκλάδων κυρίως, είναι καρποί αυτής της φραγκικής κατακτήσεως.
Έχουν γραφή πολλά για τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην Ανατολή κατά τον 15ο αιώνα, πριν από την άλωση, και για τα πρόσωπα που ετέθησαν επί κεφαλής των αντιπάλων παρατάξεων. Βασικώς διαμορφώθηκαν δύο ομάδες· η ομάδα με ηγέτη τον Βησσαρίωνα, ο οποίος τελικώς ενσωματώθηκε πλήρως στον Παπισμό και έγινε καρδινάλιος, πρότεινε την συμμαχία με την Δύση προς απόκρουση του τουρκικού κινδύνου· επηρέασε αποφασιστικά τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο, που αγωνιούσε για την τύχη της αυτοκρατορίας, και τον παρέσυρε στην ταπεινωτική υπογραφή του ενωτικού όρου της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), δεκατέσσερα μόλις χρόνια πριν από την άλωση. Η άλλη ομάδα, με ηγέτη τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αγωνιζόταν να αποτρέψει την ένωση με τον Παπισμό και επηρέαζε το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου και του λαού· ήθελε το Έθνος να διασώσει προ παντός την πολιτιστική του οντότητα και αυτοσυνειδησία, γιατί εγνώριζε την αναμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, ότι τα έθνη χάνονται, όχι όταν χάσουν την κρατική τους οντότητα, αλλά όταν χάσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα, την ψυχή τους. Εφ’ όσον η οποιαδήποτε βοήθεια της Δύσεως στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις προϋπέθετε τον εκλατινισμό των Ορθοδόξων, έπρεπε το Έθνος να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις. Και μολονότι προέβλεπαν ως αναπότρεπτη την υποταγή στους αλλοθρήσκους, πίστευαν ότι θα εδημιουργούντο οι συνθήκες της αναβιώσεως, της παλιγγενεσίας.
Υπό το πρόσχημα της βοηθείας οι Δυτικοί ουσιαστικώς θα κατακτούσαν και πάλι την Κωνσταντινούπολη. Κατάκτηση και η μία κατάκτηση και η άλλη· στην υπό τους Τούρκους όμως κατάκτηση θα παρέμενε το πλεονέκτημα της εθνικής αξιοπρεπείας, το ότι δηλαδή το Έθνος δεν επρόδιδε οικειοθελώς τις παραδόσεις του, δεν θυσίαζε την Ορθοδοξία, η οποία αποτελούσε το ουσιαστικώτερο στοιχείο της εθνικής του ταυτότητος. Και επί πλέον η μεγάλη πολιτιστική υπεροχή έναντι των Τούρκων και το παντελώς ανόμοιο του θρησκεύματος αποτελούσαν δυσμενείς παράγοντες για τον πλήρη εξισλαμισμό, ενώ αντίθετα με τους ομοπίστους Φράγκους ο εκλατινισμός ήταν ευκολώτερος. Αυτό εξέφρασε με απλό αλλά απόλυτα πειστικό τρόπο, μετά από τρεις αιώνες, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αγωνιζόμενος να διασώσει την πολιτιστική αυτοσυνειδησία και το αίσθημα υπεροχής των υποδούλων έναντι των αλλοθρήσκων κατακτητών: «Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους Χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε διά εδικόν μας καλόν… Και τι; Άξιος ήτον ο Τούρκος να έχη βασίλειον; Αλλά ο Θεός του το έδωκε διά το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, όπου ήτον τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισε; Διατί ήξευρεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα μάς βλάπτουν εις την πίστιν, και ο Τούρκος δεν μάς βλάπτει, άσπρα δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και διά να μην κολασθούμεν το έδωκε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλλον να μάς φυλάη»[1].
Κατά τις εκτιμήσεις άλλωστε αυτής της ομάδος, οι οποίες κρίνονται ιστορικώς ως ορθές, ακόμη και αν θυσιαζόταν η Ορθοδοξία και αποφάσιζε η ηγεσία ότι ήταν προτιμώτερος ο εκλατινισμός από τον εξισλαμισμό, και τότε ακόμη θα επρόκειτο περί ανωφελούς θυσίας· οι Δυτικοί δεν ημπορούσαν να αντιπαραταχθούν προς τους Τούρκους αποτελεσματικά και να τους νικήσουν, λόγω των μεταξύ τους διαφορών και διενέξεων. Αυτό φάνηκε και στη μάχη της Νικοπόλεως του 1396 και στη μάχη της Βάρνας το 1444, επτά μόλις χρόνια πριν από την άλωση. Στην πρώτη ήττα της Νικοπόλεως αναφερόμενος ο Ιωσήφ Βρυέννιος προβαίνει σε θλιβερές διαπιστώσεις για το αξιόμαχο των Δυτικών, το οποίο ευρίσκει πολύ κατώτερο από τις δυνατότητες της εξασθενημένης και κατακερματισμένης ανατολικής αυτοκρατορίας:«Ημείς, γράφει, τόσα έτη πολιορκούμενοι στέργομεν έτι· υμείς δε μετά πάσης υμών της παρατάξεως και μεθ’ όσης των όπλων παρασκευής άπαξ τοις Αγαρηνοίς επιόντες κατά κράτος ηττήθητε»[2]. Η θέση αυτή επιβεβαιώνει την αναντίρρητη επίσης ιστορική αλήθεια και εκτίμηση ότι το Βυζάντιο, εκτός από την άλλη πολύτιμη και πολύπλευρη προσφορά του, στάθηκε για περισσότερα από χίλια χρόνια ο προμαχώνας, το κάστρο, πάνω στο οποίο αναχαιτίζονταν όλες οι από Ανατολής επιθέσεις των ασιατικών λαών. Αν αυτός ο προμαχώνας απουσίαζε, και τους βαρβάρους του Βορρά διαδέχονταν στην Δύση οι βάρβαροι της Ανατολής, η εικόνα του δυτικού κόσμου, η εικόνα της ανθρωπότητος θα ήταν σήμερα τελείως διαφορετική.
Στην ομάδα λοιπόν του Αγίου Μάρκου Ευγενικού ανήκει ο Γεννάδιος Σχολάριος, όχι ως ένας απλός οπαδός ή σημαντικό μέλος. Είναι η ενσάρκωση του ιδίου του Ευγενικού, η απαράλλακτη εικόνα του· γι’ αυτό και τον επέλεξε επισήμως λίγο πριν αποθάνει ως συνεχιστή των αγώνων του. Πίστευε μάλιστα, και δικαιώθηκε, ότι ο Γεννάδιος θα διεξήγαγε επιτυχέστερα τον αγώνα, λόγω των πολλών και αναμφισβητήτων προσόντων του, της μεγάλης πολιτικής και διοικητικής εμπειρίας, και της δυνατότητος να επηρεάζει τον αυτοκράτορα, ως ανώτατος κρατικός αξιωματούχος και σύμβουλος.
Υπήρξεν ευτυχώς κατ’ αυτήν την κρίσιμη περίοδο τριάδα σπουδαίων προσώπων, που συνδέονται κατά σειρά μεταξύ τους με σχέση μαθητού και δασκάλου· ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Μάρκος Ευγενικός και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Και οι τρεις συνεχίζουν την έναντι της Δύσεως στάση του Μεγάλου Φωτίου και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, την διδασκαλία του οποίου ερμήνευσαν και ανέπτυξαν. Αποτελούν τους τρεις νέους διδασκάλους και υπερμάχους της Ορθοδοξίας στους έσχατους της αυτοκρατορίας καιρούς. Ο «διδάσκαλος Ιωσήφ», όπως τον αποκαλούσαν, κατενόησε τον κίνδυνο από τον Παπισμό και με πολλή δύναμη τον εξέφρασε· ο Άγιος Μάρκος, μόνος και αβοήθητος, αντιπαρατάχθηκε κατά την διάρκεια της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας προς την «επηρμένην οφρύν των Δυτικών», κατά την έκφραση του Μ. Βασιλείου, ο οποίος πολύ ενωρίς διεπίστωσε τις αυταρχικές και αντισυνοδικές διαθέσεις στο πρόσωπο του πάπα Δαμάσου. Και ο Γεννάδιος Σχολάριος με τους σθεναρούς και επίμονους αγώνες του κατέστησε στην πράξη ανεφάρμοστο τον ενωτικό όρο της συνόδου, επηρεάζοντας τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο και εκφράζοντας την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.
Η «ένωση» επεβλήθη εκ των άνω και είχε κίνητρα πολιτικά, τελείως ξένα προς τον πνευματικό στόχο της αληθινής ειρήνης και της αληθινής ενώσεως. Γι’ αυτό και ανετράπη εκ των κάτω και είναι πλέον, όπως παρατηρεί ο Κ. Heussi, ένα άπλό χαρτί[3]. Οι Ορθόδοξοι, λόγω της κατεπείγουσας και αγωνιώδους ανάγκης να λάβουν βοήθεια, σύρθηκαν σε μία σύνοδο ασυνήθους διαδικασίας και διαρκείας, υποχώρησαν σε όλες τις απαιτήσεις των Παπικών, και προσέφεραν στον Παπισμό ανεκτίμητη βοήθεια και αναγνώριση, χωρίς να λάβουν τα συμφωνηθέντα ανταλλάγματα. Ενίσχυσαν εν πρώτοις με την συμμετοχή τους το κύρος του πάπα Ευγενίου του Δ’, τον οποίο η μεταρρυθμιστική σύνοδος της Βασιλείας είχε καθαιρέσει, και συνετέλεσαν έτσι στη διάλυση αυτής της συνόδου, αλλά και στη διάλυση των ελπίδων για εκδημοκρατισμό της απολυταρχικής μοναρχίας του πάπα. Νομιμοποίησαν κατόπιν με απόφαση «οικουμενικής» συνόδου τις επιδιώξεις των παπών, περί πρωτείου και κυριαρχίας επί της καθόλου Εκκλησίας. Κυρίως όμως πρόσφεραν στον Παπισμό την βάση, πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι σύνοδοι του Τριδέντου (1545-1563) και η Α’ Βατικανή (1870) για την δογματοποίηση του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα. Αυτό που επί αιώνες επεδίωκε να επιτύχει ο Παπισμός με συστηματική νόθευση κειμένων, το προσέφεραν οι Ορθόδοξοι στην ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας.
Αυτήν λοιπόν την μεγάλη προσφορά προς τον Παπισμό αγωνίσθηκαν και επέτυχαν να ακυρώσουν ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Είναι γνωστή η φράση του πάπα Ευγενίου Δ’, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Εφέσου δεν υπέγραψε την ένωση· «λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν». Την ευθύνη στη συνέχεια για την μη εφαρμογή του όρου ανέλαβε ο Γεννάδιος Σχολάριος, αντιπαραταχθείς επί έτη με την παπική θεολογία. Μετά τον Μέγα Φώτιο, τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τον Άγιο Μάρκο Εφέσου δεν υπάρχει στην Ανατολή άλλος θεολόγος που να αποδυνάμωσε την παπική θεολογία και να εζημίωσε τον Παπισμό τόσο όσο ο Σχολάριος. Γι’ αυτό και επλήρωσε πολύ ακριβά αυτήν την προσφορά προς την Ορθοδοξία· έγινε στόχος σχεδιασμένης και αποτελεσματικής κακοποίησης και συκοφάντησης εκ μέρους της παπικής και φιλοπαπικής ιστοριογραφίας και γραμματείας, ώστε να ακυρωθούν στο διηνεκές οι εναντίον του Παπισμού αγώνες του. Θα αφήσουμε τα όσα μυθώδη και ανιστόρητα σχεδιάσθηκαν και γράφτηκαν για τον δήθεν αρχικό λατινισμό και φιλενωτισμό του και την δήθεν σύγκρουση και αντίθεσή του με τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, που δυστυχώς περνούν και μέχρι σήμερα στη δική μας θεολογική και ιστορική γραμματεία, ακόμη και στα σχολικά εγχειρίδια, και θα περιορισθούμε στην κακοποίηση της ιστορικής αλήθειας, σχετικά με τα όσα έπραξε ή παρέλειψε να πράξει κατά την περίοδο προ της αλώσεως, αλλά και κατά την άλωση.
2. Προκατειλημμένη η ιστορική έρευνα
Οι ιστορικοί της αλώσεως σχεδόν στο σύνολό τους δεν μας δίνουν πληροφορίες για τον Γεννάδιο Σχολάριο. Μοναδική εξαίρεση ο λατινόφρων Δούκας, ο οποίος επί αρκετά έτη λείπει από την Κωνσταντινούπολη· παρακολουθεί από μακρυά την αγωνία της και εν ασφαλεία, ως γραμματεύς ή πολιτικός σύμβουλος του Γενουάτη Giovanni Adurno, της οικογενείας των Γατελούζων, οι οποίοι είχαν υπό την κατοχή τους την Λέσβο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Εκφράζει λοιπόν τις θέσεις του φραγκολατινικού περιβάλλοντος, οι οποίες ήσαν εναντίον των αγώνων του Σχολαρίου για την αποτροπή της ενώσεως. Δεν γνωρίζει εκ του σύνεγγυς τις απόψεις αλλά και τις ενέργειες του Σχολαρίου για την σωτηρία της Πόλεως και τον κατηγορεί για παθητική αντίσταση έναντι των Τούρκων και για επηρεασμό του «χυδαίου και αγοραίου» όχλου, όπως λέγει, ώστε να μην αγωνισθεί εναντίον των Τούρκων αλλά να περιμένει μόνον από τον Θεό και την Θεοτόκο την σωτηρία τους. Αυτό όμως από πουθενά δεν προκύπτει, ούτε από το γραπτό κείμενο που εθυροκόλλησε ο Γεννάδιος στην πόρτα του κελλιού του, στο οποίο αναφέρεται ο Δούκας· αντίθετα ήταν από τους λίγους που συνεβούλευε και έπραττε το παν, όπως θα δούμε, για να σωθεί η Πόλη και να αποφευχθούν η αιχμαλωσία και η καταστροφή.
Αυτή λοιπόν η μοναδική και όχι αξιόπιστη πληροφορία του λατινόφρονος Δούκα έγινε σημαία στα χέρια δυτικών ιστοριογράφων, ευτυχώς όχι όλων, και υιοθετήθηκε από μαρξιστές ιστορικούς, όπως ο Γιάννης Κορδάτος, με στόχο να δυσφημισθούν οι φανατικοί καλόγεροι και η Εκκλησία, και να τους επιρριφθεί η ευθύνη για την άλωση. Δυστυχώς υιοθετήθηκε και από απρόσεκτους νεώτερους Έλληνες ερευνητές, οι οποίοι δεν βασάνισαν τις πηγές και τις πληροφορίες, ούτε έψαξαν να βρουν και να διασταυρώσουν άλλες, με συνέπεια αυτή η εικόνα του προδότη και τουρκόφιλου Γενναδίου Σχολαρίου, όπως τόλμησε να τον αποκαλέσει ο κατά τα άλλα αείμνηστος καθηγητής Κωνσταντίνος Μπόνης, ο οποίος μάλιστα εκπλήσσεται και απορεί πώς δεν ενεκλήθη εισέτι ο Γεννάδιος επί δοσιλογισμώ, αυτή λοιπόν η εικόνα σχεδόν κυριαρχεί στην νεώτερη ελληνική βιβλιογραφία, και εκ του γεγονότος ότι η μελέτη αυτή του Μπόνη, ειδικού γραμματολόγου, πανεπιστημιακού δασκάλου και ακαδημαϊκού, δημοσιευμένη και στην γνωστή «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» αποτελεί το πρώτο χρηστικό και έγκυρο βοήθημα για οποιονδήποτε θελήσει να αντλήσει πληροφορίες για τον Γεννάδιο Σχολάριο[4]. Ακόμη και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο ιστορικό του μυθιστόρημα «Γεννήθηκα στο 1402» αποδέχθηκε τις αφελείς αυτές μυθοπλασίες και γράφει ότι ο Γεννάδιος κατά την άλωση σωπαίνει ή ησυχάζει σε κάποιο μοναστήρι ή τον προστατεύει κάποιος Τούρκος έξω από τα τείχη της Πόλεως και ότι ο ρόλος του κατά την άλωση ήταν σκοτεινός[5].
Ευτυχώς δεν παρασύρθηκε το σύνολο της νεώτερης ελληνικής ιστοριογραφίας από τις προκατειλημμένες και ομολογιακές θέσεις των δυτικών ιστοριογράφων. Έτσι τις ιστορικά αθεμελίωτες και ιδεολογικά ή ομολογιακά κατευθυνόμενες θέσεις ανήρεσε με ιδιαίτερη ιστορική πραγματεία ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος που είναι καταχωρισμένη στην πολύτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους[6]. Ο επιφανής επίσης βυζαντινολόγος γραμματολόγος αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης σε ειδική μελέτη του για τις πολιτικές αντιλήψεις του Γενναδίου[7] αναφέρεται σε δύο άρθρα-μελέτες που γράφτηκαν το 1954, με αφορμή τη συμπλήρωση 500 ετών από την άλωση της Πόλης. Λέγει ότι δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς με τον Γιάννη Κορδάτο γιατί διαστρέφει την ιστορία, ώστε να συμφωνεί με την ιδεολογική γραμμή του. Επαινεί το άρθρο του Θεοδοσίου Νικολάου που δημοσιεύθηκε στην «Κιβωτό»[8] των Κόντογλου και Μουστάκη γιατί αποπνέει το άρωμα της οφειλομένης ευλάβειας προς μία προσωπικότητα, όπως αυτή του Γενναδίου, και επικρίνει την μνημονευθείσα μελέτη του Κ. Μπόνη για την οποία λέγει ότι αδικεί τον Γεννάδιον αποτελεί την πρώτη προσπάθεια από ορθοδόξου πλευράς να καταβιβασθεί από τον θρόνο της φήμης και της δόξης, εκτιμών ότι αυτό είναι ακατόρθωτο, γιατί ο Γεννάδιος είναι «μέγα και ανεκτίμητον εθνικόν κεφάλαιον μη τόσον ευκόλως αναλώσιμον».
Αξίζει πάντως κανείς να παρατηρήσει ότι στο θέμα αυτό, για την στάση, τις ενέργειες ή τις παραλείψεις του Γενναδίου Σχολαρίου κατά την άλωση, γίνεται επίκληση μιας μαρτυρίας ιστορικού, που ήταν μάλιστα απών και εσχημάτισε γνώμη από ακούσματα ή παρακούσματα ή ομολογιακά πλάσματα τρίτων, και αγνοούνται μαρτυρίες του ιδίου του Γενναδίου που ευρίσκονται σε αφθονία στα ιστορικά του έργα ή είναι κατεσπαρμένες στο σύνολο των συγγραμμάτων του. Έχομε την γνώμη ότι το θαυμάσιο έργο του Ν. Τωμαδάκη «Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453). Συναγωγή κειμένων μετά προλόγου και βιογραφικών μελετημάτων περί των τεσσάρων ιστοριογράφων, Δούκα-Κριτοβούλου-Σφραντζή-Χαλκοκονδύλη»[9], πρέπει να συμπληρωθεί με την δημοσίευση και των σχετικών ιστορικών κειμένων του Γενναδίου Σχολαρίου. Και μόνον δύο του κείμενα, ο «Θρήνος επί τη αλώσει της Πόλεως», ως και η «Εγκύκλιος επί τη αλώσει της Πόλεως και τη παραιτήσει εκ της πατριαρχείας», αρκετά εκτενή και πλούσια σε πληροφορίες, προερχόμενες μάλιστα από ανώτατο κρατικό και εκκλησιαστικό αξιωματούχο που έζησε και προσδιόρισε τις ιστορικές εξελίξεις, δίνουν διαφορετική εικόνα από την κατασκευασμένη και προκατειλημμένη των δυτικών γραμματολόγων και ιστορικών και δικαιολογούν την υψηλή θέση που πάντοτε είχε ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, θεολόγος και ηγέτης των ύστατων χρόνων του Βυζαντίου στην διαχρονική συνείδηση του Γένους. Η απουσία αυτών των κειμένων από την εκτίμηση των γεγονότων της αλώσεως, τα οποία και αυτός ο Τωμαδάκης αγνοεί, γράφων ότι «είναι δυστύχημα ότι ο Γεώργιος Σχολάριος δεν έγραψε ο ίδιος διά του καλάμου του ιστορίαν»[10], οφείλεται μάλλον στην έλλειψη παλαιών εκδόσεων, και στην ανεπαρκή χρήση και εκμετάλλευση της οκτάτομης έκδοσης των Απάντων του (1928-1936)[11], από την νεώτερη ιστορική και θεολογική έρευνα.
Εμείς είχαμε την σπουδαία ευκαιρία και ευλογία στα μέσα της δεκαετίας του 1970 να ασχοληθούμε με τον Γεννάδιο Σχολάριο και όλη την ορθόδοξη γραμματεία πάνω στην οποία στηρίζεται η θεολογική του σκέψη από τον Μέγα Φώτιο μέχρι τον δάσκαλό του Άγιο Μάρκο Εφέσου Ευγενικό. Η ενασχόλησή μας αυτή κατέληξε στην σύνταξη μεγάλης μονογραφίας με τίτλο «Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία»[12], στην οποία τον παρουσιάσαμε ως τον τελευταίο μεγάλο διδάσκαλο και συγγραφέα της ελληνικής ανατολικής αυτοκρατορίας και τον πρώτο μεγάλο προφήτη, παιδαγωγό και εθνάρχη του νεωτέρου Ελληνισμού και αποκαλύψαμε τις σκόπιμες συγχύσεις της δυτικής και της ιδικής μας ιστοριογραφίας, ιδιαίτερα ως προς τον δήθεν φιλολατινισμό του και την δήθεν σύγκρουσή του με τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ως και για τον δήθεν σκοτεινό και ύποπτο ρόλο του κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Η ενασχόληση μας αυτή προ της ενάρξεως του επισήμου θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών μάς εφοδίασε με τη γνώση των κριτηρίων, βάσει των οποίων εκινούντο οι Άγιοι Πατέρες στην αντιμετώπιση του Παπισμού, ώστε, όταν ορισθήκαμε μέλος της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου, για να εκπροσωπήσουμε την Εκκλησία της Ελλάδος, κινηθήκαμε πάνω στην μακραίωνα αυτή παράδοση «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι». Η Ρώμη όμως προφανώς ενοχλημένη από την συνέχιση αυτής της Ορθοδόξου γραμμής και παραδόσεως των μεγάλων μορφών της Ορθοδοξίας και συσκευάζουσα πάλι μετά των ημετέρων νέα Φερράρα-Φλωρεντία, αξίωσε την αποπομπή μας από τον διάλογο και στη συνέχεια μέσω των ενταύθα φίλων και υπηρετών της την δυσφήμησή μας ως ακραίων και φονταμενταλιστών, ωσάν να μην είναι ο Παπισμός ο μεγαλύτερος επί αιώνες και αποτελεσματικότερος κοσμικός οργανισμός καταπιέσεως και ασκήσεως βίας και εξουσίας στη ζωή ασθενών και αδυνάτων, προσώπων και λαών. Αυτή λοιπόν η μοναδική και όχι αξιόπιστη πληροφορία του λατινόφρονος Δούκα έγινε σημαία στα χέρια δυτικών ιστοριογράφων, ευτυχώς όχι όλων, και υιοθετήθηκε από μαρξιστές ιστορικούς, όπως ο Γιάννης Κορδάτος, με στόχο να δυσφημισθούν οι φανατικοί καλόγεροι και η Εκκλησία, και να τους επιρριφθεί η ευθύνη για την άλωση. Δυστυχώς υιοθετήθηκε και από απρόσεκτους νεώτερους Έλληνες ερευνητές, οι οποίοι δεν βασάνισαν τις πηγές και τις πληροφορίες, ούτε έψαξαν να βρουν και να διασταυρώσουν άλλες, με συνέπεια αυτή η εικόνα του προδότη και τουρκόφιλου Γενναδίου Σχολαρίου, όπως τόλμησε να τον αποκαλέσει ο κατά τα άλλα αείμνηστος καθηγητής Κωνσταντίνος Μπόνης, ο οποίος μάλιστα εκπλήσσεται και απορεί πώς δεν ενεκλήθη εισέτι ο Γεννάδιος επί δοσιλογισμώ, αυτή λοιπόν η εικόνα σχεδόν κυριαρχεί στην νεώτερη ελληνική βιβλιογραφία, και εκ του γεγονότος ότι η μελέτη αυτή του Μπόνη, ειδικού γραμματολόγου, πανεπιστημιακού δασκάλου και ακαδημαϊκού, δημοσιευμένη και στην γνωστή «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» αποτελεί το πρώτο χρηστικό και έγκυρο βοήθημα για οποιονδήποτε θελήσει να αντλήσει πληροφορίες για τον Γεννάδιο Σχολάριο[4]. Ακόμη και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο ιστορικό του μυθιστόρημα «Γεννήθηκα στο 1402» αποδέχθηκε τις αφελείς αυτές μυθοπλασίες και γράφει ότι ο Γεννάδιος κατά την άλωση σωπαίνει ή ησυχάζει σε κάποιο μοναστήρι ή τον προστατεύει κάποιος Τούρκος έξω από τα τείχη της Πόλεως και ότι ο ρόλος του κατά την άλωση ήταν σκοτεινός[5].
Ευτυχώς δεν παρασύρθηκε το σύνολο της νεώτερης ελληνικής ιστοριογραφίας από τις προκατειλημμένες και ομολογιακές θέσεις των δυτικών ιστοριογράφων. Έτσι τις ιστορικά αθεμελίωτες και ιδεολογικά ή ομολογιακά κατευθυνόμενες θέσεις ανήρεσε με ιδιαίτερη ιστορική πραγματεία ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος που είναι καταχωρισμένη στην πολύτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους[6]. Ο επιφανής επίσης βυζαντινολόγος γραμματολόγος αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης σε ειδική μελέτη του για τις πολιτικές αντιλήψεις του Γενναδίου[7] αναφέρεται σε δύο άρθρα-μελέτες που γράφτηκαν το 1954, με αφορμή τη συμπλήρωση 500 ετών από την άλωση της Πόλης. Λέγει ότι δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς με τον Γιάννη Κορδάτο γιατί διαστρέφει την ιστορία, ώστε να συμφωνεί με την ιδεολογική γραμμή του. Επαινεί το άρθρο του Θεοδοσίου Νικολάου που δημοσιεύθηκε στην «Κιβωτό»[8] των Κόντογλου και Μουστάκη γιατί αποπνέει το άρωμα της οφειλομένης ευλάβειας προς μία προσωπικότητα, όπως αυτή του Γενναδίου, και επικρίνει την μνημονευθείσα μελέτη του Κ. Μπόνη για την οποία λέγει ότι αδικεί τον Γεννάδιον αποτελεί την πρώτη προσπάθεια από ορθοδόξου πλευράς να καταβιβασθεί από τον θρόνο της φήμης και της δόξης, εκτιμών ότι αυτό είναι ακατόρθωτο, γιατί ο Γεννάδιος είναι «μέγα και ανεκτίμητον εθνικόν κεφάλαιον μη τόσον ευκόλως αναλώσιμον».
Αξίζει πάντως κανείς να παρατηρήσει ότι στο θέμα αυτό, για την στάση, τις ενέργειες ή τις παραλείψεις του Γενναδίου Σχολαρίου κατά την άλωση, γίνεται επίκληση μιας μαρτυρίας ιστορικού, που ήταν μάλιστα απών και εσχημάτισε γνώμη από ακούσματα ή παρακούσματα ή ομολογιακά πλάσματα τρίτων, και αγνοούνται μαρτυρίες του ιδίου του Γενναδίου που ευρίσκονται σε αφθονία στα ιστορικά του έργα ή είναι κατεσπαρμένες στο σύνολο των συγγραμμάτων του. Έχομε την γνώμη ότι το θαυμάσιο έργο του Ν. Τωμαδάκη «Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453). Συναγωγή κειμένων μετά προλόγου και βιογραφικών μελετημάτων περί των τεσσάρων ιστοριογράφων, Δούκα-Κριτοβούλου-Σφραντζή-Χαλκοκονδύλη»[9], πρέπει να συμπληρωθεί με την δημοσίευση και των σχετικών ιστορικών κειμένων του Γενναδίου Σχολαρίου. Και μόνον δύο του κείμενα, ο «Θρήνος επί τη αλώσει της Πόλεως», ως και η «Εγκύκλιος επί τη αλώσει της Πόλεως και τη παραιτήσει εκ της πατριαρχείας», αρκετά εκτενή και πλούσια σε πληροφορίες, προερχόμενες μάλιστα από ανώτατο κρατικό και εκκλησιαστικό αξιωματούχο που έζησε και προσδιόρισε τις ιστορικές εξελίξεις, δίνουν διαφορετική εικόνα από την κατασκευασμένη και προκατειλημμένη των δυτικών γραμματολόγων και ιστορικών και δικαιολογούν την υψηλή θέση που πάντοτε είχε ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, θεολόγος και ηγέτης των ύστατων χρόνων του Βυζαντίου στην διαχρονική συνείδηση του Γένους. Η απουσία αυτών των κειμένων από την εκτίμηση των γεγονότων της αλώσεως, τα οποία και αυτός ο Τωμαδάκης αγνοεί, γράφων ότι «είναι δυστύχημα ότι ο Γεώργιος Σχολάριος δεν έγραψε ο ίδιος διά του καλάμου του ιστορίαν»[10], οφείλεται μάλλον στην έλλειψη παλαιών εκδόσεων, και στην ανεπαρκή χρήση και εκμετάλλευση της οκτάτομης έκδοσης των Απάντων του (1928-1936)[11], από την νεώτερη ιστορική και θεολογική έρευνα.
3. Η δράση του Σχολαρίου πριν και κατά την άλωση. Πολύτιμες πληροφορίες
Ας δούμε όμως τώρα σύντομα πώς παρουσιάζει ο Γεννάδιος τα της δράσεώς του την περίοδο της αλώσεως. Σημειώνουμε ότι έκτος από τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό, που άντεξε στους εξευτελισμούς και στις πιέσεις και δεν υπέγραψε τον ενωτικό όρο, τρία ακόμη πρόσωπα έφυγαν κρυφά λίγο πριν από την υπογραφή για να μη δεχθούν πιέσεις· ο αδελφός του αυτοκράτορος δεσπότης Δημήτριος Παλαιολόγος, ο γνωστός φιλόσοφος του Μυστρά Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Θα περίμενε κανείς ότι μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη ο Γεννάδιος θα έπιπτε στη δυσμένεια του βασιλέως και θα έχανε τα υψηλά διοικητικά αξιώματα που κατείχε, ως καθολικός σεκρετάριος του βασιλέως, γενικός γραμματεύς δηλαδή των ανακτορικών υπηρεσιών, και καθολικός κριτής των Ρωμαίων, γενικός δικαστής, δηλαδή, κάτι σαν πρόεδρος του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου Επικρατείας. Συνέβη όμως το αντίθετο· εκράτησε ακόμη και την θέση του ως επισήμου ομιλητού κάθε Παρασκευή σε αίθουσα των ανακτόρων, επί θεολογικών και ηθικών θεμάτων, με την παρουσία του βασιλέως και της συγκλήτου.
Η ευμενής αυτή στάση του βασιλέως και η διατήρηση του Γενναδίου στις υψηλές του θέσεις, ακόμη και όταν μετά τον θάνατο του Αγίου Μάρκου Ευγενικού (1444) ανέλαβε επισήμως ως διάδοχός του τον αγώνα για την μη εφαρμογή του ενωτικού όρου και την αποτροπή της ενώσεως, δείχνει ότι ο βασιλεύς εσωτερικώς ουδέποτε δέχθηκε τα όσα ταπεινωτικά έγιναν στην Φλωρεντία, απλώς ως υπεύθυνος πολιτικά για την τύχη του απειλουμένου από τους Τούρκους έθνους βρέθηκε στριμωγμένος και σε αδιέξοδο. Η εσωτερική του αυτή αντίδραση ενισχύθηκε μετά την διαπίστωση της γενικής κατακραυγής εναντίον της ενώσεως, όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Προκύπτει μάλιστα από τις πηγές, ακόμη και από τα λατινίζοντα «Πρακτικά» της συνόδου, ότι μπροστά στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις των Λατίνων ο βασιλεύς ήταν ανυποχώρητος και είχε αποφασίσει να αναχωρήσει διασώζοντας την υπερηφάνεια της αυτοκρατορίας, αντί να υποταγεί δουλικά στον πάπα. Για κάποια από τις πολλές περιπτώσεις διαπραγματεύσεων και αδιεξόδων γράφουν τα «Πρακτικά»: «Απεκρίθη ο βασιλεύς· ημείς άλλο ουδέν γράφομεν ουδέ λέγομεν, ει μη ότι, εάν δέχησθε όσον εδώκαμεν, ενωθησόμεθα· ει δε μη, απελευσόμεθα»[13]. Και όταν ο πάπας τον επίεζε να εκβιάσει, να υποχρεώσει τους συνοδικούς να υπογράψουν, ο βασιλεύς έδωσε την εξής ενδιαφέρουσα απάντηση, που δείχνει και την διαφορά του απολυταρχικού παπικού πρωτείου απέναντι στην συνοδική ελευθερία των Ορθοδόξων: «Εγώ γαρ ουκ ειμί αυθέντης της συνόδου, άλλ’ ουδέ τυραννικώς βούλομαι ποιήσαι την σύνοδόν μου ειπείν τι. Λοιπόν ου δύναμαι βοηθήσαι εις τα ρήματα, α ώρισεν η αγιότης σου»[14]. Ό,τι όμως δεν έκανε ο αυτοκράτωρ, το έκαναν οι περί τον λατινίσαντα Βησσαρίωνα αρχιερείς, oι οποίοι εξεβίασαν τον αυτοκράτορα λέγοντας ότι θα διασπάσουν την ενότητα των Ορθοδόξων, θα προκαλέσουν σχίσμα και θα ενωθούν με τον πάπα: «Εάν η βασιλεία σου ου θέλει ενωθήναι, ημείς ενούμεθα· ταύτα ακούσας ο βασιλεύς, εδειλίασε την στάσιν ημών και δη ήρξατο την ορμήν της ενώσεως και ώρισεν εις την αύριον συναχθήναι»[15].
Όταν απέθανεν ο βασιλεύς Ιωάννης Η’ (1448) και ανέλαβεν ο αδελφός του, ο τελευταίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, ο ήρωας της αλώσεως, ο Γεννάδιος διετήρησε επί ένα περίπου έτος τις θέσεις του και συνεργαζόταν αρμονικά με τον νέο αυτοκράτορα, ο οποίος συνέχιζε την τακτική του αδελφού του Ιωάννου στο εκκλησιαστικό πρόβλημα, την μη εφαρμογή δηλαδή της ενώσεως. Αυτήν όμως την περίοδο και συγκεκριμένα το 1450, ικανοποιώντας νεανική του επιθυμία ο Γεννάδιος, αποφασίζει να εγκαταλείψει τα κοσμικά αξιώματα και τις πολιτικές ενασχολήσεις και να γίνει μοναχός σε ηλικία πενήντα ετών, θέλοντας ειλικρινά να ησυχάσει και να επιδοθεί στην πνευματική άσκηση και τελείωση. Προσέρχεται στον μοναχισμό σε περίοδο γενικής εύνοιας και αποδοχής, πλην των λατινοφρόνων, οι οποίοι, όπως γράφει, μέμφονται την καλή μας παρρησία, ουσιαστικώς όμως μέμφονται τους προγόνους μας, ότι επί τόσα χρόνια εκείνοι έκαναν λάθος, ενώ τώρα αυτοί είναι ανώτεροι από εκείνους: «Ο βασιλεύς ευμενής ημίν· η σύγκλητος εύνους· η πόλις ημίν εάλωκεν άπασα, πλην των μεμφομένων την καλήν ημών παρρησίαν, μάλλον δε τους προγόνους αιτιωμένων, ότι τοσούτοις έτεσιν ελήρονν τε και ημάρτανον, ως αυτοί αμείνους όντες εκείνων»[16].
Δυστυχώς μετά την παραίτηση του Γενναδίου από την αυλή και την εγκαταβίωσή του σε μοναστήρι, ο νέος αυτοκράτωρ εν όψει και του διαρκώς εγγίζοντος την βασιλεύουσα κινδύνου άλλαξε τακτική στο εκκλησιαστικοπολιτικό πρόβλημα και θέλησε να προχωρήσει σε νέες διαπραγματεύσεις με τον πάπα, πιστεύοντας ότι ο πάπας θα δεχόταν να επανεξετάσουν τα συμφωνηθέντα στη Φλωρεντία με σύνοδο που θα γινόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η κυνική απάντηση του πάπα ήταν ότι πρέπει να αναγνωρίσει άνευ όρων τις αποφάσεις της Φλωρεντίας, αν θέλει να βοηθηθεί από την Δύση. Η απάντηση αυτή, που χαρακτηρίσθηκε προσφυώς από τον Σπ. Λάμπρο[17] ως «τελεσίγραφον της Δύσεως προς το Βυζάντιον», προκλητικά ερμήνευε και την δεινή θέση των Ελλήνων, λέγοντας ότι τους τιμωρεί ο Θεός, γιατί εμμένουν στο σχίσμα και δεν ενώνονται με τον πάπα.
Ο μοναχός πλέον Γεννάδιος μπροστά στις ιταμές παπικές απαιτήσεις, και για να προλάβει νέα αποστασία στην πίστη, αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα. Απευθύνεται με επιστολές στον βασιλέα, στον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά και προς τον λαό, για να τους εξηγήσει ότι η Πόλη μπορεί να σωθεί, χωρίς την προδοσία της πίστεως, οπότε θα πρόκειται για διπλή σωτηρία, από τους Τούρκους και από τους Λατίνους. Απαιτείται τόνωση του φρονήματος του λαού και όχι μοιρολατρική εγκαρτέρηση και ηττοπάθεια· εάν χρειασθεί, πρέπει να είναι έτοιμοι και την ζωή τους ακόμη να θυσιάσουν. Όσες φορές η Πόλη εναπέθεται τις ελπίδες στο Θεό και όχι σε δυσσεβείς συμμαχίες ανθρώπων έσώζετο. Ο Θεός θα βοηθήσει, εάν και οι πολίτες συνεργήσουν στην άμυνα της Πόλεως, αν προσφέρουν χρήματα, αν αδειάσουν τα βαλάντιά τους, αν προσφέρουν προσωπική εργασία στην ενίσχυση των τειχών. Προδότης δεν είναι εκείνος που αποκρούει την αμφίβολη και με επαχθή ανταλλάγματα βοήθεια των ξένων, αλλά αυτός που δεν πράττει ό,τι μπορεί για να σώσει την πατρίδα. Κανένα έθνος δεν θέλησε ποτέ να προδώσει την θρησκεία του, για να ευημερεί· αντίθετα πολλά έθνη εγκατέλειψαν τις παλαιές θρησκευτικές δοξασίες, μέσα σε διωγμούς και βασανιστήρια, για να ασπασθούν την αληθινή θρησκεία. Όχι μόνον δεν αποθαρρύνει τον λαό και δεν συνιστά μοιρολατρική αντιμετώπιση του κινδύνου, αλλά γράφει προς τον Λουκά Νοταρά, ότι οι ηγέτες πρέπει να ξυπνήσουν την Πόλη που φαίνεται ότι κοιμάται, ότι δεν καταλαβαίνει τον κίνδυνο, τον οποίο μπορούν να αποφύγουν με θυσίες υλικές, ακόμη και της ζωης τους· οι περισσότεροι όμως νομίζουν ότι θα σωθούν χωρίς θυσίες, γιατί πιστεύουν στην σκιά και στο παραμύθι της παπικής βοήθειας, αφού προηγηθεί η προδοσία της πίστεως. Και μόνον αυτό το χωρίο, ανάμεσα σε πολλά άλλα, συντρίβει τα μυθεύματα περί μοιρολατρικής αντιμετωπίσεως του κινδύνου και αποθαρρύνσεως του λαού: «Εξυπνίσαι την πόλιν άπασαν δεινώς υπνώτουσαν και το δεινόν επιόν ουκ αισθανομένην, ου την απαλλαγήν και σώμασι και χρήμασι και πάσι τρόποις εξωνησάμενοι αν, ως οι απανταχού σωφρονούντες, τοις μεν εντρυφώσιν ως απόνως σφίσι σωθησομένοις, σκιαίς δέ τισι και μύθοις υπερορίοις την σωτηρίαν πιστεύουσιν, ων το μάλιστα προύργου η μετά την προδοσίαν της αληθείας εκ των παπικών χρημάτων ελπίς εστιν»[18].
Οι προτροπές αυτές του Σχολαρίου και οι προτεινόμενες λύσεις, για την διάδοση των οποίων ομιλούσε διαρκώς από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, είχαν μεγάλη απήχηση στο λαό, στην εκκλησιαστική και σε μέρος της πολιτικής ηγεσίας. Όλη η Πόλη ήταν έτοιμη να αποθάνει, αν η ηγεσία στεκόταν στο ύψος της και κρατούσε ενωμένο το λαό. Για την επίδραση πάντως που είχαν οι θέσεις του Σχολαρίου επί της πολιτικής ηγεσίας και για να φανεί ο πατριωτισμός της μερίδος που ακολουθούσε τον Σχολάριο, αρκεί να λεχθεί ότι ο στενότατα προς αυτόν συνδεόμενος και κατά πάντα ομόφρων Λουκάς Νοταράς διέθεσε το σύνολο σχεδόν της μεγάλης περιουσίας του για την άμυνα της Πόλεως και διακρίθηκε για την ευψυχία και γενναιότητά του κατά τις τραγικές στιγμές της αλώσεως· εσφάγη δε αγρίως από τον κατακτητή μαζί με τα παιδιά του, την επομένη της αλώσεως.
Αν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες, οι λόγιοι, οι πλούσιοι άρχοντες ανελάμβαναν τις ευθύνες τους, τις τύχες της πόλεως στα χέρια τους, και δεν την εγκατέλειπαν αβοήθητη, φυγάδες οι περισσότεροι στις αυλές της Δύσεως με τις περιουσίες τους και τις ανέσεις τους, απ’ όπου δήθεν φρόντιζαν να στείλουν βοήθεια, η Πόλη θα είχε σωθή. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την αποθάρρυνση του λαού, και όχι αυτοί που έμειναν κοντά στο λαό και στην Πόλη, αγωνίσθηκαν και συμμερίσθηκαν ηρωικά τις τελευταίες στιγμές της. Πώς να κρατήσει το θάρρος του ο λαός και να πιστεύσει στην σωτηρία της Πόλεως, όταν έβλεπε τους δυνατούς και μορφωμένους να φεύγουν στη Δύση και στις αυλές των Φράγκων ηγεμόνων, όπως ο ιστορικός Δούκας, που ασκεί εκ του ασφαλούς την κακόβουλη κριτική του για τον Γεννάδιο. Αυτό ακριβώς επισημαίνει ο ίδιος ο Γεννάδιος γράφοντας προς τον Βησσαρίωνα, που δικαιολογούσε την φυγή του στην παπική αυλή λέγοντας ότι φροντίζει να συγκεντρώσει χρήματα για να βοηθήσει την Πόλη. Του γράφει ότι η προσωπική του παρουσία στην Κωνσταντινούπολη θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη από τα χρήματα που υποσχέθηκε να στείλει από την Δύση· με τα προσόντα του και το κύρος του θα καθοδηγούσε τον λαό και θα επηρέαζε τους άρχοντες· η άξια ηγετικής προσωπικότητας δεν ισοσταθμίζεται με χρήματα: «ανδρός γαρ αρετήν ουκ έστιν όσον τις αν ευ φρονών τιμήσαιτο χρήματος»[19]. Ευτυχώς βρέθηκε ο Σχολάριος, ο οποίος, ενώ θα μπορούσε εύκολα να ακολουθήσει τον δρόμο της ανέσεως εκλατινιζόμενος ή λατινίζων, προτίμησε να επωμισθεί το βάρος της συντηρήσεως της Ορθοδοξίας μέσα σε σκληρές και αντίξοες συνθήκες.
Αν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες, οι λόγιοι, οι πλούσιοι άρχοντες ανελάμβαναν τις ευθύνες τους, τις τύχες της πόλεως στα χέρια τους, και δεν την εγκατέλειπαν αβοήθητη, φυγάδες οι περισσότεροι στις αυλές της Δύσεως με τις περιουσίες τους και τις ανέσεις τους, απ’ όπου δήθεν φρόντιζαν να στείλουν βοήθεια, η Πόλη θα είχε σωθή. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την αποθάρρυνση του λαού, και όχι αυτοί που έμειναν κοντά στο λαό και στην Πόλη, αγωνίσθηκαν και συμμερίσθηκαν ηρωικά τις τελευταίες στιγμές της. Πώς να κρατήσει το θάρρος του ο λαός και να πιστεύσει στην σωτηρία της Πόλεως, όταν έβλεπε τους δυνατούς και μορφωμένους να φεύγουν στη Δύση και στις αυλές των Φράγκων ηγεμόνων, όπως ο ιστορικός Δούκας, που ασκεί εκ του ασφαλούς την κακόβουλη κριτική του για τον Γεννάδιο. Αυτό ακριβώς επισημαίνει ο ίδιος ο Γεννάδιος γράφοντας προς τον Βησσαρίωνα, που δικαιολογούσε την φυγή του στην παπική αυλή λέγοντας ότι φροντίζει να συγκεντρώσει χρήματα για να βοηθήσει την Πόλη. Του γράφει ότι η προσωπική του παρουσία στην Κωνσταντινούπολη θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη από τα χρήματα που υποσχέθηκε να στείλει από την Δύση· με τα προσόντα του και το κύρος του θα καθοδηγούσε τον λαό και θα επηρέαζε τους άρχοντες· η άξια ηγετικής προσωπικότητας δεν ισοσταθμίζεται με χρήματα: «ανδρός γαρ αρετήν ουκ έστιν όσον τις αν ευ φρονών τιμήσαιτο χρήματος»[19]. Ευτυχώς βρέθηκε ο Σχολάριος, ο οποίος, ενώ θα μπορούσε εύκολα να ακολουθήσει τον δρόμο της ανέσεως εκλατινιζόμενος ή λατινίζων, προτίμησε να επωμισθεί το βάρος της συντηρήσεως της Ορθοδοξίας μέσα σε σκληρές και αντίξοες συνθήκες.
Δικαιολογημένα γι’ αυτό ο Κ. Παπαρρηγόπουλος κρίνει με αυστηρότητα τους φυγάδες λογίους, γιατί δεν μπορούσε το έθνος να τους αναπληρώσει εύκολα. Επαινετή είναι επίσης και η ευαισθησία του Τωμαδάκη, ο οποίος με δύο δημόσιες διαλέξεις τάχθηκε υπέρ αυτών που παρέμειναν για να συμπαρασταθούν το έθνος, των αληθών αυτών μαρτύρων, με κορυφαίο τον Σχολάριο, ενώ ο Τ. Γριτσόπουλος λέγει ότι μόνος σχεδόν ο Σχολάριος έφερε το βάρος και την ευθύνη της διατηρήσεως και τονώσεως των λειψάνων του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, ενώ οι περισσότεροι των άλλων λογίων άφηναν στο σκότος και στην αμάθεια την πατρίδα τους και πήγαιναν στην Δύση, όπου κατά το πλείστον εξελατινίζοντο[20].
Οι συμβουλές και οι προτροπές του Γενναδίου για αφύπνιση του λαού και προσφορά των πάντων, ακόμη και της ζωης των, για την σωτηρία της πατρίδος και την ταυτόχρονη σωτηρία από τον εκλατινισμό δυστυχώς δεν εισακούσθηκαν. Μετά την άφιξη του παπικού λεγάτου, του αποστατήσαντος δηλαδή από την Ορθοδοξία Ισιδώρου Ρωσίας και τώρα καρδιναλίου, και τις μυστικές διαβουλεύσεις των παρασκηνίων, όπου κυριαρχούσαν οι λατινόφρονες, άρχισε να μεταβάλλεται η κατάσταση. Παρουσιάσθηκε στον λαό, που ζούσε μέσα στον φόβο και στην αγωνία, ότι ο μόνος τρόπος για την σωτηρία της Πόλεως ήταν η βοήθεια εκ μέρους του πάπα, και ότι το θέμα της πίστεως δεν θα συνεζητείτο τώρα αλλά αργότερα. Κατορθώθηκε έτσι η αλλαγή των φρονημάτων του λαού που τον έστρεψαν εναντίον του Γενναδίου, μέχρι σημείου να απειλείται ακόμη και η ζωή του, γιατί αντιδρούσε στην σωτηρία της Πόλεως. Διέκοψε γι’ αυτό τις δημόσιες εμφανίσεις, ανήρτησε την 1η Νοεμβρίου του 1452 στην πόρτα του κελλιού του ελεγκτικό λίβελλο εν είδει διαμαρτυρίας και απολογίας και στις 27 Νοεμβρίου το έστειλε σε τριάντα αντίγραφα στα ανάκτορα, στην αγορά και στα μιοναστήρια της Πόλεως. Είναι φοβερό κείμενο ορθοδόξου παρρησίας και ομολογίας, αντάξιο μεγάλων πατερικών μορφών, που το διέστρεψε ο λατινόφρων Δούκας για να τον διαβάλει. Προκύπτει από το κείμενο ότι όχι μόνο δεν επηρέαζε τον λαό τους τελευταίους μήνες προ της αλώσεως, αλλά εκινδύνευε ο ίδιος από τον λαό.
Γράφει στο κείμενο: «Ω πτωχοί πολίται, όλα εχάσατε· και νυν παραιτείσθε και την ευσέβειαν; Αισχρώς και ασυνειδήτως, αντί του να καταφύγητε εις τον Θεόν εν τη περιστάσει, καθώς υμίν ο Θεός δι’ εμού του αναξίου Γενναδίου συνεβούλευσεν, χωρίζεσθε του Θεού; Εγώ αθώος· έχω τον Θεόν μάρτυρα και τους αγίους, και υμάς πάντας, ότι ουδέ τίποτε ημέλησα. Και νυν μαρτύρομαι τον Θεόν, κακήν ένωσιν ποιείτε· απόλλυσθε. Βλασφημείτε κατ’ εμού και απειλείτε; Αλλά καν φονεύσητέ με, ως απειλείτε, εγώ και εις θάνατον έτοιμος. Τι μοι όφελος του ζην, ίνα ίδω την καθ’ υμών εγκατάλειψιν; Κύριε, μη αφής τους ανθρώπους τούτους το πτώμα τούτο πεσείν μη δικαιωθήτω η ορθόδοξος πίστις, και εν τη ανατολή και εν τη δύσει, και εν ταις νήσοις, εκ της ημετέρας απωλείας· διότι ημείς αθετήσαντες αυτήν και σε απολούμεθα· δικαίωσον μάλλον αυτήν, χωρίς του απολέσθαι ημάς· δος αυτοίς ακοάς, ίνα ακούσωσιν· επειδή εστιν ο λαλήσας και λαλών το σόν θέλημα. Ειδέ μη, Κύριε, άρπασόν με από της παρούσης ζωής συντόμως, πριν ίδω τρυγώντας τους καρπούς της τοσαύτης αναισχυντίας. Ουκ αρνήσομαί σε, φίλη ορθοδοξία· ου ψεύσομαί σε πατροπαράδοτον σέβας, έως αν το εμόν πνεύμα εν τώδε μένη τω σώματι. Μηδέν με πειράζετε πλέον, άνθρωποι· ότι εγώ τοιαύτης ενώσεως ου κοινωνήσω ποτέ· ούτε γαρ μετά των Λατίνων ενωθήσεσθε ούτως, και του Θεού χωρισθήσεσθε και της αυτού επισκέψεως, και αδοξίαν αΐδιον υποστήσεσθε»[21].
Η μοναδική αυτή προφητική φωνή δυστυχώς και πάλι δεν εισακούσθηκε· στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, στον ναό της Αγίας Σοφίας επικυρώθηκε η ένωση με το συλλείτουργο Ορθοδόξων και Παπικών, στο οποίο μνημονεύθηκαν ο πάπας Νικόλαος και ο εξόριστος στην Ρώμη λατινόφρων πατριάρχης Γρηγόριος. Έτσι δεκατρία έτη μετά την υπογραφή του ενωτικού όρου της Φλωρεντίας εφαρμοζόταν στην πράξη η ένωση σε λατρευτική εκδήλωση των Ορθοδόξων. Πικραμένος από την εξέλιξη αυτή γράφει ο Γεννάδιος επιστολή στον Δημήτριο Παλαιολόγο στις 25 Δεκεμβρίου του 1452, όπου εκθέτει τα γενόμενα, και τον Ιανουάριο του 1453 θρηνεί σε σωζόμενο έργο του «επί τη δι’ εγκατάλειψιν του Θεού ματαία και αλόγω και ασυνειδήτω καινοτομία της πίστεως». Έκτοτε σιωπά παντελώς όπως προκύπτει από τα κείμενα αυτά. Παρέμεινε στο κελλί του «μηδένα ορώντες μηδενί συγγινόμενοι πλην ολίγων, ους ίσμεν καθαρώς φρονούντας και τηρούντας τα πρότερα»[22]. Προσευχόταν μόνον για τη σωτηρία του Γένους, χωρίς καθόλου να αναμιγνύεται. Είναι γι’ αυτό κακόβουλη η άποψη του Δούκα, που την υιοθέτησαν άκριτα και μερικοί μεταγενέστεροι, ότι δήθεν μέχρι και την παραμονή της αλώσεως ο Σχολάριος εφανάτιζε τα πλήθη και με το να παρουσιάζει αναπότρεπτη την άλωση αποθάρρυνε τον λαό.
Πρόκειται για έντεχνη μετάθεση και επίρριψη ευθυνών στους ώμους ανευθύνων. Έπρεπε μετά την ανανέωση της ενώσεως και το ενωτικό συλλείτουργο στην Αγία Σοφία να αποστείλει ο πάπας βοήθεια επαρκή για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Τα γεγονότα όμως εδικαίωσαν δυστυχώς τον Σχολάριο, ο οποίος ήταν πεπεισμένος, όπως και οι διδάσκαλοί του Ιωσήφ Βρυέννιος και Μάρκος Ευγενικός, ότι η ελπιζόμενη βοήθεια ήταν σκιά και όνειρο, διότι ο πάπας και να ήθελε δεν μπορούσε να βοηθήσει· αυτό που έμενε στους Ορθοδόξους από την ένωση ήταν η προδοσία της πίστεως και η ταπεινωτική αποδοχή δογμάτων και αιρέσεων, τα οποία επί αιώνες κατεδίκαζαν οι Άγιοι Πατέρες. Γράφει προσφυώς για την ελπιζόμενη βοήθεια ο Παπαρρηγόπουλος: «Άκουσμα ελεεινόν· πάσα η άμεσος αμοιβή ην έλαβε το ελληνικόν έθνος διά την θυσίαν εκείνην των πατροπαράδοτων δογμάτων περιωρίσθη εις την επικουρίαν τριακοσίων ανδρών και δύο γαλερών[23].
Κατά την νύκτα της αλώσεως ο Γεννάδιος, όπως διηγείται με συγκίνηση στον επιτάφιο που εξεφώνησε στη Μονή Βατοπαιδίου στον ανεψιό του Θεόδωρο Σοφιανό, περίμενε με αγωνία την έκβαση του αγώνος. Ο ανεψιός του μαχόταν με γενναιότητα εναντίον αυτών που από τη θάλασσα του Κερατίου επιχειρούσαν να ανέλθουν στο τείχος. Όταν όμως από το μέρος της ξηράς βρέθηκε σε κάποιο μέρος αφρούρητο το τείχος, ώρμησαν οι Τούρκοι σκυλεύοντες τα πάντα. Ο Γεννάδιος ομιλεί για προδοτική φυγή αυτών που ανέλαβαν να φρουρούν το τμήμα εκείνο του τείχους. Και οι ξένοι στους οποίους ανετέθη η φύλαξη του πιο ευπαθούς τμήματος των τειχών, αλλά και οι δικοί μας, τράπηκαν αδικαιολόγητα σε φυγή[24]. Καταδεικνύεται έτσι και πάλι το μυθώδες και σκόπιμο του διηγήματος, ότι ανθενωτικοί καλόγηροι άνοιξαν κρυφά κάποια θύρα για να εισέλθουν οι Τούρκοι. Πληγωμένος στα χέρια και στο πρόσωπο ο ανεψιός του Σχολαρίου βρήκε τον θείο του και την επομένη της αλώσεως στην προσπάθειά τους να διαφύγουν συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν στην Αδριανούπολη για να υπηρετήσουν εκεί ως δούλοι Τούρκο αξιωματούχο. Εκεί τον ενετόπισε ο πορθητής, μετά από ολίγους μήνες, και του ανέθεσε την ευθύνη της ανασυστάσεως και αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας και του Γένους, καθιστώντας τον πρώτο μετά την άλωση πατριάρχη και εθνάρχη.
Επίλογος
Η υπερχιλιετής ένδοξη χριστιανική αυτοκρατορία, την οποία εθεμελίωσε ο Μ. Κωνσταντίνος, εξέπνευσε μαζί με την τελευταία πνοή ενός άλλου Κωνσταντίνου, του Παλαιολόγου, που την υπερασπίσθηκε γενναία σε παντελώς άνισο αγώνα. Ήταν συγκλονιστική η προκληθείσα στον τότε γνωστό κόσμο εντύπωση και απερίγραπτη η οδύνη των Ελληνορθοδόξων, όχι μόνο γιατί θα εδούλευαν σε σκληρό κατακτητή, αλλά και διότι θα εστερούντο την ξακουσμένη και μοναδική πολιτεία τους· πλήθος από θρήνους, λαϊκούς και λογίους, διαζωγραφούν αυτήν την οδύνη. Η Ορθοδοξία διέτρεξε θανάσιμο κίνδυνο. Θα επεβίωνε άραγε αυτή η πίστη που αποτελούσε την ψυχή, το πνεύμα του Βυζαντίου, έστω και αν ο κρατικός φορεύς έπαυσε πλέον να υπάρχει;
Η υπερχιλιετής ένδοξη χριστιανική αυτοκρατορία, την οποία εθεμελίωσε ο Μ. Κωνσταντίνος, εξέπνευσε μαζί με την τελευταία πνοή ενός άλλου Κωνσταντίνου, του Παλαιολόγου, που την υπερασπίσθηκε γενναία σε παντελώς άνισο αγώνα. Ήταν συγκλονιστική η προκληθείσα στον τότε γνωστό κόσμο εντύπωση και απερίγραπτη η οδύνη των Ελληνορθοδόξων, όχι μόνο γιατί θα εδούλευαν σε σκληρό κατακτητή, αλλά και διότι θα εστερούντο την ξακουσμένη και μοναδική πολιτεία τους· πλήθος από θρήνους, λαϊκούς και λογίους, διαζωγραφούν αυτήν την οδύνη. Η Ορθοδοξία διέτρεξε θανάσιμο κίνδυνο. Θα επεβίωνε άραγε αυτή η πίστη που αποτελούσε την ψυχή, το πνεύμα του Βυζαντίου, έστω και αν ο κρατικός φορεύς έπαυσε πλέον να υπάρχει;
Είναι συγκλονιστικό και θαυμαστό να διαπιστώνει κανείς ότι την επί αιώνες συγκεντρωμένη δύναμη και εμπειρία αυτού του πολιτισμού έκλεινε μέσα του ο Σχολάριος. Η ψυχή ενός ολοκλήρου πολιτισμού είχε εγκαταβιώσει σε ένα ηγέτη. Έπρεπε να συντηρήσει και να θρέψει την ασθενήσασα φύση της, να μην αφήσει την συνείδηση του Γένους να ταφεί κάτω από την συμφορά και την δουλεία. Όταν παραλύσει από τα εξωτερικά κτυπήματα το σώμα, είναι δύσκολο να παραμείνει όρθια και ανεπηρέαστη η ψυχή. Την υψηλή αυτή και υπεύθυνη αποστολή στη νέα κρίσιμη για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία περίοδο της δουλείας έφερε με επιτυχία σε πέρας ο Σχολάριος. Θα χρειαζόταν μία άλλη διάλεξη για να παρουσιασθεί το έργο του ως πατριάρχη και εθνάρχη. Συνοπτικά αποδίδει με εικόνα την συμβολή του ο Θεόδωρος Αγαλλιανός· ήταν, λέγει, η μεγάλη προφητική φυσιογνωμία, άλλος Μωυσής, που ανέλαβε να οδηγήσει το Γένος στην έξοδο από την πικρή δουλεία στον νέο Φαραώ[25]. Ο ίδιος ο Γεννάδιος έβλεπε και έκρινε οτι το Γένος παρήκμασε, γιατί οι ηγέτες του δεν θέλησαν στο τέλος να τηρήσουν τους νόμους της «θείας κυβερνητικής», ότι πριν από την πτώση των τειχών της βασιλεύουσας, είχε πέσει η εμπιστοσύνη, η πίστη στον Θεό, με συνέπεια την θεία εγκατάλειψη· «Προ της καθαιρέσεως των τειχών την άγρυπνόν σου φνλακήν απωλέσαμεν, η και αντί πάσης ασφαλείας τοιαύτης ημίν ην τον έμπροσθεν χρόνον»[26]. Τα τείχη της πίστεως, της ευσεβείας έπρεπε τώρα με υπομονή και ταπείνωση να ενισχυθούν. Ο κεκρυμμένος ανδριάντας της πίστεως έπρεπε να αναστηλωθεί. Με προφητική όντως ενόραση ο μέγας πατριάρχης διείδε ότι οι κληρικοί και οι μοναχοί επωμίζονταν το βάρος της συντηρήσεως και αναζωογονήσεως του Γένους, όπως πράγματι και συνέβη: «Όθεν, ει μέλλει ποτέ το δείλαιον ημών γένος, τον ήλιον ευτυχέστερον οράν αυτοίς επιλάμποντα, εξ ημών αύθις των ιερωμένων και μοναχών ανατείλαι δει την της πνευματικής υγείας αρχήν, ερρωμένως και μετά σπουδής την τοιαύτην αναλαβομένων προαίρεσιν, και πολλή ελπίς εστιν επί τη θεία φιλανθρωπία το γένος ημών άπαν παντοίως αναρρωσθήσεσθαι»[27].
Η παλλιγγενεσία του 1821 αποτελεί εκπλήρωση αυτής της προφητείας. Το Γένος θεραπεύθηκε, βρήκε την υγειά του. Η ιστορική άλωση δεν κατέληξε σε αληθινή άλωση. Φοβούμαι ότι αυτήν την αληθινή άλωση, ζούμε τώρα επί πολλές δεκαετίες. Τα συμπτώματα είναι προφανή και ευδιάκριτα. Ξεπουλήσαμε και ξεπουλάμε τα πάντα αντί πινακίου φακής, για τα λαμπυρίζοντα ευρωαργύρια· βλασφημούμε και προσβάλλουμε τα ιερά και τα όσια, στη λογοτεχνία, στην τέχνη, στον κινηματογράφο· νομιμοποιούμε τις ηθικές παρεκτροπές και προβάλλουμε τους αναίσχυντους και τους πόρνους ως πνευματικά πρότυπα. Οι πολιτικοί μας καυχώνται, γιατί τον οικουμενικό Ελληνισμό του Μ. Αλεξάνδρου και του Μ. Κωνσταντίνου τον κατήντησαν φτωχή επαρχία της Ευρώπης, φραγκικό κρατίδιο και ρηγάτο, χωρίς και πάλι βοήθεια ουσιαστική απέναντι στους Τούρκους. Πολλοί από τους εκκλησιαστικούς ηγέτες αποδέχονται πως η Ορθοδοξία δεν είναι πλέον η Μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, αλλά εκκλησίες, και μάλιστα αδελφές και ισότιμες, είναι τα σχίσματα και οι αιρέσεις. Ποιος επαναλαμβάνει σήμερα, εκτός του πιστού λαού, τον όρκο-ομολογία των μεγάλων ανδρών εκείνης της εποχής, του Ιωσήφ Βρυεννίου, του Μάρκου Εύγενικού και του Γενναδίου Σχολαρίου «ουκ αρνησόμεθά σε φίλη Ορθοδοξία, ου ψενσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας», αλλά αν χρειασθεί θα πεθάνουμε χίλιες φορές για σένα;
Ας ελπίσουμε ότι το Γένος αντί των ασεβών νόμων και της ασεβούς παιδείας θα επανέλθει στους νόμους της «θείας κυβερνητικής», για να αποφύγουμε την θεία εγκατάλειψη, για να μη υποστούμε αυτή τη φορά εκουσίως την αληθινή, την οριστική άλωση.
[1] Ιωαννου Μενουνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και βιογραφία), εκδ. Τήνος Αθήνα 1979, Διδαχή Ε’ 105-106, σελ. 269-270.Ας ελπίσουμε ότι το Γένος αντί των ασεβών νόμων και της ασεβούς παιδείας θα επανέλθει στους νόμους της «θείας κυβερνητικής», για να αποφύγουμε την θεία εγκατάλειψη, για να μη υποστούμε αυτή τη φορά εκουσίως την αληθινή, την οριστική άλωση.
[2] Ιωσήφ μοναχού του Βρυεννιου, Τα ευρεθέντα, εκδ. Ευγενίου Βουλγάρεως, Λειψία 1768, τόμ. Α’, σελ. 447.
[3] K. Heussi, Kompendium der Kirchengeschicte, Tübingen 1909, σελ 280.
[4] Κ. Μπονη, «Γεννάδιος ο Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», ΘΗΕ 4, 274-289.
[5] Π. Κανελλοπούλου, Γεννήθηκα στο 1402, ΆΟήνα 1957, σελ. 559, 648ε.
[6] Κ. Παπαρρηγοπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ε’, σελ. 351ε.
[7] Ν. Τωμαδακη, «Γεώργιος ο Σχολάριος και αι πολιτικαί του αντιλήψεις», Εκκλησία 31 (1954) 257-261,292-295.
[8] Θεοδ. Νικολαου, «Γεννάδιος Σχολάριος ο σοφώτατος», Κιβωτός 2 (1953) 214-216.
[9] Αθήναι 1953.
[10] Αυτόθι, σελ. 17.
[11] Σχολαριου Γεωργιου-Γενναδιου, Άπαντα τα ευρισκόμενα, έκδ. L. Petit-X.Siderides-M. Jugie, Oeuvre Complètes de Georges Scholarios, τόμοι I-VIII, Paris 1928-1936.
[12] Θ. Ζηςη, Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1988 (Ανάλεκτα Βλατάδων 30).
[13] Concilium Florentinum, Series B Vol. Vi, I, έκδ. J. Gill, σελ. 407 και 420.
[14] Αυτόθι 421.
[15] Αυτόθι 425.
[16] Γεννάδιου Σχολαριου, Άπαντα IV, 472.
[17] Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Β’, σ. ι’.
[18] Άπαντα IV, 499.
[19] Άπαντα ΙΙΙ, 112.
[20] Κ. Παπαρρηγοπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ε’, μέρος β’, Αθήναι 1925, σελ. 27. Ν. Τωμαδακη, «Ετούρκευσεν ο Γεώργιος Αμιρούτζης;»,Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 18 (1948) 100. Τ. Γριτςοπουλου, Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, τόμ. Α’, Αθήναι 1966, σελ. 37, 43-44, 57ε.
[21] Άπαντα III, 165-166.
[22] Άπαντα ΙΙΙ, 178.
[23] Ένθ. ανωτ., σελ. 276.
[24] Άπαντα Ι, 279-280 και IV, 216.
[25] Βλ. Χρ. Πατρινελη, Ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ταυτιζόμενος προς τον Θεοφάνη Μηδείας και οι ανέκδοτοι λόγοι του. Μία νέα ιστορική πηγή περί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τους πρώτους μετά την άλωσιν χρόνους, Αθήναι 1966, σελ. 98.
[26] Άπαντα IV, 221.
[27] Άπαντα Ι, 182.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου