του Νίκου Σαραντάκου
Το 1896 η Αθήνα
ήταν μικρή πόλη και οι ξένοι έβρισκαν ότι δεν είχε προάστια, όπως οι
μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες -και έτσι ήταν πράγματι, αφού π.χ. τα
Πατήσια ήταν εξοχή για πικνίκ, το Παγκράτι μακρινός αραιοκατοικημένος
οικισμός και στα Σεπόλια υπήρχαν περβόλια που έβγαζαν τα καλύτερα
μανταρίνια. Ο Ροΐδης περιγράφει δηκτικά, αλλά με κάπως ευρωπαϊκό σήκωμα
της μύτης, τη βρομιά που επικρατούσε όχι στις μακρινές λαϊκές συνοικίες
αλλά 147 βήματα από την πλατεία Συντάγματος, όπου και τα Ανάκτορα: στην
οδό Βουλής!
Διατηρώ την ορθογραφία όπως τη βρίσκω στα Άπαντα του Ροΐδη (τόμος 5, σελ. 147) -που έχει ήδη εκσυγχρονιστεί σε κάποιο βαθμό σε σχέση με την αρχική δημοσίευση- αλλά μονοτονίζω. Βάζω και σχόλια, με αριθμούς μέσα σε αγκύλες [x].
Διατηρώ την ορθογραφία όπως τη βρίσκω στα Άπαντα του Ροΐδη (τόμος 5, σελ. 147) -που έχει ήδη εκσυγχρονιστεί σε κάποιο βαθμό σε σχέση με την αρχική δημοσίευση- αλλά μονοτονίζω. Βάζω και σχόλια, με αριθμούς μέσα σε αγκύλες [x].
ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ Β’
Ο διευθυντής των «Καιρών»[1] του Λονδίνου, όταν ήτο πρό τινων ετών εδώ, εμακάριζε πρό πάντων τους Αθηναίους ότι το άστυ τους δεν έχει προάστια και δύνανται δι’ ενός πηδήματος να μεταβώσιν από την πόλιν εις την εξοχήν, από την πλατείαν του Συντάγματος, όπου είναι τα Ανάκτορα και τα μεγάλα ξενοδοχεία, εις τα πεύκα του Λυκαβητού ή τους υπό την Ακρόπολιν αγρούς. Ο ευγενής Άγγλος, είτε εξ απροσεξίας είτε εκ φιλελληνισμού, ελησμόνησεν ευτυχώς να προσθέση ότι ακόμη συντομωτέρα είναι η από την αριστοκρατικήν ταύτην πλατείαν μετάβασις, όχι εις αγρούς, αλλ’ εις είδος τι τζιφουτοχωρίου ενθυμίζοντος τα της ρωσικής Πολωνίας[2]. Εκ φόβου μη κατηγορηθώ ως υπερβολικός δεν θεωρώ περιττόν να λεπτολογήσω, ορίζων ότι εκατόν σαράντα επτά μόνον βήματα, όχι μάλιστα μεγάλα, αλλ’ αναλογώτερα προς τα σκέλη του καθηγητού κ. Μαργαρίτου Ευαγγελίδου παρά τα του κ. Φιλιποίμενος Παρασκευαΐδου, [3] χωρίζουν την πλατεία του Συντάγματος από την «οδόν Βουλής». Ο δρόμος ούτος έκαμεν εις ολίγον καιρόν μεγάλας προοδους. Πολλάς δηλ. καλύβας, μάνδρας και μπαράκας [4] αντικατέστησαν νεόκτιστοι οικίαι, περιορίζουσαι καθ’ ημέραν την έκτασιν του χωρίου. Η πρόοδος όμως αύτη απόμεινε αποκλειστικώς οικοδομητική, υπό δε την έποψιν της απολυμάνσεως και της ευπρεπείας δεν έγινε απολύτως καμμία. Κατά την διασταύρωσιν της οδού Μητροπόλεως εξακολουθεί να χαίνει λάκκος πλήρης ακαθάρτου υγρού, το οποίον ουδέποτε κατώρθωσαν αι ηλιακαί ακτίνες ν’ απορροφήσουν εντελώς. Η βροχή τον μεταβάλλει εις κίτρινον ποταμόν και εις πράσινον έλος η ανομβρία. Προς αποξήρανσιν του έλους τούτου θα ήρκει εν κάρρον σκίρρων [5], ώστε πιθανώτατον φαίνεται ότι απέχει αυτής η αστυνομία, ουχί εκ φειδωλίας, αλλά διά να μη στερήση τα παιδία των παροικούντων της διασκεδάσεως ν’ απολύωσιν επί του μικροσκοπικού τούτου πελάγους στολίσκους πλοιαρίων, ναυπηγουμένων εκ κελύφους καρυδίου ή κοίλου κολοκυθίου.
Ευθύς μετά την υπέρβασιν τού τέλματος αναγκάζεται ο διαβάτης, όχι μόνον να καταβή του πεζοδρομίου, αλλά και να προχωρήση προς ανεύρεσιν στενής διόδου εις το μέσον ακριβώς τού δρόμου, δια τον λόγον ότι ο λαχανοπώλης, υπό την πρόφασιν ότι είναι το πεζοδρόμιον στενόν, έκρινε πρέπον να καταλάβη και ικανόν μέρος τού πλάτους της οδού με στάμνας, κοφίνια απορριμμάτων, σταμνία και πρό πάντων με τραπέζιον, επί τού οποίου έχει τα κατάστιχά του και συντάσσει την ανταπόκρισιν και τους λογαριασμούς του. Την κατοχήν συνεχίζει ο κρεοπώλης, του οποίου τα υπαίθρια άγκιστρα απειλούσι τους οφθαλμούς τού διαβάτου, όταν δεν κρέμανται εξ αυτών νεόσφακτα πρόβατα με την κεφαλήν προς τα κάτω, σκεπασμένην υπό της αναστρόφου και συρομένης επί του εδάφους αιμοσταγούς προβειάς. Άλλα πρόβατα εκδέρονται εντός τού σφαγείου ή αναμένουν οικτρώς βελάζοντα να έλθη η σειρά των. Κατά γης έντερα και κοιλίαι και περί αυτάς ημερωμένοι κόρακες και τρία βδελυρά χασαπόσκυλα του είδους των βουλδόγων [6], βάφοντα εις τενάγη αίματος την μαύρην των μύτην. Τα έντερα και τας κοιλίας διαδέχονται τα καζάνια και οι τεντζερέδες ανωνύμου γανωματή, φωλιάζοντος εις μαύρον άντρον ενθυμίζον την κουφάλαν όπου εμόναζεν ο γύφτος τού μακαρίτου Βαλαωρίτου [7]. Παρέκει υπαίθριος ράπτης, μετά τούτον υπαίθριος υποδηματάς και ευθύς έπειτα περιάγουσι τον διαβάτην εις το απροχώρητον αι επί τού πεζοδρομίου διαρκώς βιοτεχνικαί εκθέσεις λουτρών, πυραύνων [8], υδραντλιών, σωλήνων και άλλων ειδών των αξιότιμων τενεκετζήδων, κ.κ. Κοτούρου και Παπασπύρου.
Τα δε αντικρυνά παραπήγματα είναι προ πάντων αξιοσημείωτα διά το άδηλον και μυστηριώδες τής εντός αυτών ασκούμενης βιομηχανίας. Δύο εκ τούτων δεν έχουν παράθυρα και η θύρα των είναι σχεδόν πάντοτε κλειστή, ώστε εκ μόνης της αναδιδομένης οσμής δύναταί τις να εικάση τίνος είδους εμπορεύματα αποθηκεύονται εκεί. Πρό τινων μηνών, ενώ διέβαινα έμπροσθεν αυτών μ’ εφάνη ότι η αποφορά, την οποίαν καθίστανεν έτι πνιγηροτέραν ο μουσκευμένος νότος υγράς φθινοπωρινής εσπέρας, πολύ ωμοίαζε την τού αμερικανικού λιπάσματος τού γνωστού υπό το όνομα Γκουάνο [9]. Παρατηρήσας αμυδράν ακτίνα φωτός διερχομένην διά ρωγμής τής σαθράς θύρας, προσήρμοσα εις αυτήν εκ περιέργειας τον οφθαλμόν. Ουδέν όμως κατώρθωσα να διακρίνω παρά μαύρους τοίχους και αμόρφους τινάς ουχί εντελώς ακινήτους σωρούς εις τας σκοτεινάς γωνίας, μέχρι των οποίων δεν έφθανε το ελλιπές φως τού μικρού κατά γης φαναρίου. Το μόνον εις τον ζόφον εκείνον λευκάζον και ευδιάκριτον αντικείμενον ήτο το γυμνό στήθος χονδρής μεσόκοπου γυναικός, ήτις καθημένη επί χαμηλού σκαμνίου εθήλαζε το μωρό της. Ο όγκος τού στήθους εκείνου ήτο αληθώς αξιοθέατος. Τούτον έπρεπε να ίδωσιν οι αυτοσχέδιοι τεχνοκρίται, οι κατά τα αποκαλυπτήρια τού αδριάντος τού Βύρωνος επικρίναντες τους μαστούς τής συμβολικής Ελλάδος ως παρά φύσιν μεγάλους [10]. Οπωσδήποτε όσα έβλεπα διά τής οπής τής θύρας δεν ήρκουν να εξηγήσωσιν όσα ωσφραινόμην. Δύσκολον τω όντι ήτο να υποθέσω ότι η καλή εκείνη βυζάστρα, όσον και αν ήτο χονδρή και άνιπτος, ήρκει μόνη προς διάχυσιν τοιούτου ποσού αρώματος. Η απορία μου ελύθη την επιούσαν, ότε ηδυνήθην διά τής ανοικτής θύρας να θαυμάσω σμήνη περιστερών, όρνιθας, γάλους, χήνας και κουνέλια, των οποίων η κόπρος συλλεγομένη διά ξύστρου και πτύου εστοιβάζετο εντός κοφίνων. Ολίγας ημέρας μετά το Πάσχα, την οσμήν ορνιθώνος διεδέχθη άλλου είδους αποφορά, βαρεία, λοιμώδης, αυτόχρημα πτωματική, προερχομένη εκ τής αποθηκεύσεως εις το χάρβαλον εκείνον ολοκλήρου φορτίου δερμάτων κακογδαρμένων, ως φαίνεται, αρνίων. Το μόνον και κάπως αμφίβολον τής νέας ταύτης οσμής πλεονέκτημα ήτο ότι απέπνιξε επί τινα καιρόν πάσας τάς άλλας, και αυτάς ακόμη τού γειτονικού μαγείρου τα τσιγαριστά και τα τηγανίσματα συκοτίων.
Περιττόν νομίζω μετά τα ανωτέρω περιγραφέντα να προσθέσω το οίκοθεν υπονοούμενον, ότι καθ’ όλην την διάρκειαν τού θέρους μεταβάλλεται η οδός Βουλής εις καλοκαιρινόν υπνωτήριον. Εις τον κ. Λύτραν, τον απαράμιλλον τούτον εικονιστήν λαϊκών σκηνών, συνιστώμεν να μεταβή εκεί πρωΐαν τινά, κατά προτίμησιν Κυριακής, περί τα χαράγματα προς αντιγραφήν εκ του φυσικού ζωντανής εικόνος πρωτοτυπωτέρας ίσως και των «Καλάνδων» και τού «Ξεπουλήματος» [11]. Ταύτην θα ηδύνατο να ονομάση το «Ξύπνημα», και πρωταγωνισταί αυτής θα ήσαν Πλακιώται υπεγειρόμενοι επί της ρακοστρωμνής των, αποσείοντες τον ύπνον εκ των βλεφάρων και παρδαλά μαντήλια εκ της κεφαλής των, τανύοντες τους βραχίονας και χαιρετώντες ως Μέμνονες τον ανατέλλοντα ήλιον [12] δια βαρυήχων χασμημάτων, ενώ άλλοι πρωϊνώτεροι νίπτουν ανά τρεις και τέσσερες τας χείρας και το πρόσωπον εις το αυτό μαστέλλον[13], λαδώνουν τας αφέλιάς των ή καμαρώνουν τα “νιώτα των” [14] εντός μικρού δεκαλέπτου κατόπτρου.
Τοιαύτας σκηνάς έτυχε να θαυμάσω και εις άλλους τόπους, εις την Νεάπολιν, την Σικελίαν και την Ενετίαν, εις προάστεια όμως και αποκέντρους λαϊκάς συνοικίας. Το διακρίνον την ημετέραν από πάσαν άλλην πολιτισμένου έθνους πρωτεύουσαν, το πρωτοφανές και ανήκουστον είναι ότι, δια να ίδη τις και να μυρισθή όσα ανωτέρω επεριγράψαμεν, δεν έχει ανάγκην να μεταβή ούτε εις τα Πιθαράδικα, ούτε εις το Γκάζ, ούτε εις το Βαθρακονήσι [15], αλλά τα ευρίσκει όλα συνηνωμένα, σφαγεία, γύφτικα, κοτέτσια, ζωοστάσια και υπαίθρια υπνωτήρια εις εκατόν σαρανταεπτά βημάτων απόστασιν από την κεντρικωτέραν των Αθηνών πλατείαν.
Αλλ’ ήρχισα να φοβούμαι μη κατηγορηθώ ως κακής πίστεως εκλέξας προς περιγραφήν την «οδόν Βουλής», όπου φυσικόν και επόμενον είναι να επικρατή πολύ περισσότερον παρά εις πάσαν άλλην η βουλευτική επιρροή, η κατάλυσις δηλαδή πάσης αστυνομικής διατάξεως, η ρυπαρότης, το ρουσφέτι, η δυσωδία και ακοσμία. Η μομφή όμως θα ήτο άδικος. Ήρχισα από την «οδόν Βουλής», όχι εκ κακοβουλίας, αλλά μόνον διότι με κατεδίκασεν η κακή μου τύχη να κατοικώ εκεί πλησίον. Αλλ’ άν μίαν έχωμεν Βουλήν, οδούς «Βουλής» έχομεν κατά δυστυχίαν πολλάς, ως ελπίζω να πεισθώσιν οι αναγνώσται των επομένων περιπάτων.
Θεοτούμπης [το συχνότερο και πασίγνωστο ψευδώνυμο του Ροΐδη]
Σχόλια
[1] Φυσικά, η Τάιμς (Times).
[2] Καθόλου πολιτικά ορθό, εννοεί τα εβραϊκά χωριά, τα στετλ της Ανατολικής Ευρώπης. Κατά τη σύμβαση της εποχής, το τζ μπορεί να αποδίδει και το τσ.
[3] Ο Μαργαρίτης Ευαγγελίδης (1850-1932) ήταν καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, και βραχύσωμος, ενώ ο Φιλοπ. Παρασκευαΐδης ήταν φίλαθλος, ψηλός και αθλητικός. Ο Ροϊδης θέλει να πει τα 147 βήματα δεν είναι υπερβολική εκτίμηση, αφού είναι βήματα βραχύσωμου ανθρώπου.
[4] Μπαράκα, η παράγκα. Αυτός ήταν ο παλαιότερος τύπος της λέξης (δάνειο από τα βενετικά).
[5] Σκίρρα, τα χαλίκια. Σήμερα θα γράφαμε “σκύρα”.
[6] Τα μπουλντόγκ!
[7] Εννοεί τον Γύφτο που τόσο υποβλητικά περιγράφει ο Βαλαωρίτης στο τέταρτο άσμα του Αθανάση Διάκου:
Στην μαύρη την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος,
γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.
[8] πύραυνο, το μαγκάλι.
[9] Γκουάνο, σήμερα συχνότερα γκουανό, λίπασμα από αποσυνθεμένα περιττώματα πουλιών, ιδίως σε νησιά του ωκεανού.
[10] Το άγαλμα του Βύρωνα που τον στέφει η Ελλάδα, ύστερα από αρκετές περιπέτειες (βλ. εδώ μερικά στοιχεία) είχε στηθεί λίγους μήνες νωρίτερα στη θέση που βρίσκεται και σήμερα. Είχαν εκφραστεί πράγματι επικρίσεις ότι οι μαστοί της γυναικείας μορφής ήταν πολύ μεγάλοι ή κρεμασμένοι.
[11] Δυο γνωστοί πίνακες του Νικηφόρου Λύτρα. Το “Ξεπούλημα” είναι γνωστότερο ως “Ο γαλατάς”.
[12] Νομίζω ότι ο Ροΐδης έχει κατά νου αυτό το χαρακτικό.
[13] μαστέλο, μεγάλος κουβάς
[14] Τα νιάτα τους.
[15] Πιθαράδικα: η γειτονιά μεταξύ Στρέφη και Αλεξάνδρας, περί την οδό Ασημ. Φωτήλα και Σπ. Τρικούπη. Γκαζ, το Γκάζι. Βαθρακονήσι ή Βατραχονήσι, η γειτονιά αμέσως μετά το Στάδιο, όπου στο σημείο εκείνο ο ακάλυπτος τότε Ιλισσός διχαζόταν και έφτιαχνε ένα χαμηλό νησί. Λαϊκές γειτονιές στις παρυφές της τότε Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου