Ο Ελληνικός Στρατός
του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να
διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν
δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις.
Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού
το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.
Στην Ήπειρο διατέθηκε
αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη
Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της
μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την
Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων
περίπου.
Παρ’ όλα αυτά, με την
έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν
τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα
υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία
απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.
Μετά τις παραπάνω
επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το
Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το
μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική
σε επιθετική.
Επακολούθησαν σκληροί
αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου
την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των
Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα,
άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας,
απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.
Στο μεταξύ όμως οι
συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών
συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την
περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι
αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.
Tο τελευταίο δεκαήμερο
του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση
της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός
Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από
τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.
Μετά όμως από
αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις
προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν.
Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού
Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας,
αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της
Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της
απελευθερώσεως της Ηπείρου.
Νέα επίθεση που έγινε
από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού
Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες
για τις ελληνικές δυνάμεις.
Τελικά σφοδρή επίθεση,
που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον
αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό
πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των
Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ
Πασά.
Η νίκη είχε βραβεύσει
τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την
ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την
εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση
σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο ελληνικό γόητρο,
το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με
τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των ελληνικών
στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι
πρωτοφανής.
Μετά την απελευθέρωση
των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη
Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913
απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους
Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί
από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.
Ο ακραιφνής ελληνικός
πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα ελληνικά
στρατεύματα. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού
Στρατού δεν είχαν τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα
των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια
Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο
Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.
Πηγή: Επίτομη Ιστορία
των Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 1913, Τόμος Β΄
Γενικό Επιτελείο
Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
.
Ι.Ν.ΑΓ.ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΑΤΡΩΝ
Πηγή:http://averoph.wordpress.com/2014/02/21/21-%CF%86%CE%B5%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85-1913-%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%AD/
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Όπως
την περιέγραψε ο πολεμιστής της εποχής εκείνης, Αθανάσιος Καζανάς
Αντ/ρχης ε.α., τότε Διοικητής Λόχου του Τάγματος Βελισσαρίου.
Ο λαβών μέρος στην απελευθέρωση των
Ιωαννίνων σαν Δ/της Λόχου αντ/ρχης ε.α. Αθανάσιος Καζανάς, περιέγραψε
λεπτομερώς τις δύσκολες εκείνες μέρες και ώρες που επίκειτο η
απελευθέρωση της πόλεως, με ρεαλισμό και με γλαφυρότητα αλλά και με
συγγραφική δεινότητα, τα τελευταία γεγονότα λίγο πριν την απελευθέρωση
της πόλεως από τον τουρκικό ζυγό. Μεταφέρουμε στο παρών κείμενο
αποσπάσματα των απομνημονευμάτων του ήρωα αυτού πολεμιστού της πρώτης
γραμμής, χρησιμοποιούντες την καθομιλουμένη σήμερα γλώσσα, για να γίνει
αντιληπτό το περιεχόμενο στον μέσο αναγνώστη.
Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων στο οποίο υπηρετούσε ο ανωτέρω, διατάχθηκε να
αποσπαστεί στην VΙ Μεραρχία και να κατέλθει στο Εμίν – Αγά για να
αποτελέσει ιδία φάλαγγα μαζί με άλλα τμήματα του στρατεύματος. Για να
μην γίνει αντιληπτή η κίνηση από τον εχθρό, μεταφέρθηκαν νύκτα τα
τμήματα από τις προφυλακές Λοζετσίου προς Εμίν – Αγά, την νύκτα της 18ης
Φεβρουαρίου. Το ψύχος ήταν τόσο δριμύ, ώστε οι οφθαλμοί των στρατιωτών είχαν κοκκινίσει, οι ρώθωνες έτρεχαν και οι μύστακες εκρυσταλλούντο.
Αφού κατήλθαν στα Πεστά διανυκτέρευσαν και την πρωΐαν της επομένης,
19ης του μηνός, έφθασαν στο Εμίν – Αγά. Την ώρα εκείνη παρουσιάστηκε ο
ποιητής Ματσούκας, ο οποίος ήθελε να μοιράσει στους οπλίτες σταφίδες και
κονιάκ. Αυτό προξένησε κακή εντύπωση στον Διοικητή του Τάγματος
Βελισσαρίου, ο οποίος εμπόδισε την διανομή λέγοντας ότι με τον τρόπο
αυτόν διασπείρεται η αταξία στο στράτευμα και ότι τα είδη αυτά
προσφέρονται από το Σύνταγμα σε ώρες αναπαύσεως και όχι σε ώρες μάχης.
Μετά από ανάπαυση λίγων ωρών, γράφει ο Καζανάς, προχωρήσαμε στο στενό
της Μανωλιάσας όπου και διανυκτερεύσαμε.
Την διοίκηση της φάλαγγος ανέλαβε ο
Συν/ρχης Γιανακίτσας Την 20ή Φεβρουαρίου εγένετο προέλαση για κατάληψη
των οχυρών Αγίου Νικολάου. Στην μάχη που επηκολούθησε και μετά την
κατάληψη της Τσούκας, έπεσε και το οχυρό του Αγ. Νικολάου. Μετά από την
νικηφόρο εκείνη μάχη το Σύνταγμα με αναπεπταμένη τη σημαία προήλασε στο
χωριό Ραψίστα ( σημερινή Πεδινή). Προ των υψωμάτων της Ραψίστας ο
ταγματάρχης Βελισσαρίου έκαμψε δεξιά της οδού έφιππος και μετ’ ολίγον
διέταξε εμέ, να τον ακολουθήσω με τον λόχο μου. Μετά από αρκετή
προχώρηση, είδαμε τμήματα εχθρικά διεσπαρμένα και υποχωρούντα εν αταξία
στην πεδιάδα των Ιωαννίνων. Τότε ο ταγματάρχης με διέταξε να επιτεθούμε
με τον λόχο μου αφού έδωσε σημείο κατευθύνσεως το κωδωνοστάσιο της
Ραψίστας. Αμέσως άρχισε η εκτέλεση της διαταγής ενώ ο ταγματάρχης
μετέβαινε για παραλαβή των άλλων δύο λόχων του Τάγματος. Μετά από λίγο
και αφού κατελήφθη το υποδειχθέν σημείο κατέφθασε και ο Βελλισαρίου με
ένα Λόχο καθ’ ότι οι άλλοι διετέθησαν στο Σύνταγμα και μας διέταξε να
βαδίσουμε επί των υψωμάτων των Ιωαννίνων. Η προέλασή μας διευκολύνετο
καθ’ ότι τα πολυβόλα του Συντάγματος έβαλαν κατά των υποχωρούντων
Τούρκων. Την διοίκηση των πολυβόλων είχε ο Λοχαγός Στημοναράς.
Κατά την προέλασή μας μαζί με τον έτερο
λόχο του Τάγματος βαλλόμεθα συνεχώς από το εχθρικό πυροβολικό εκ των
πυροβολείων της νησίδος της λίμνης και των στρατώνων. Προχωρούντες
πλησιάσαμε την αμαξιτή οδό ένθα αποκόψαμε την τηλεφωνική επικοινωνία.
Την στιγμή εκείνη ο λοχίας Κούρτης αντελήφθη εχθρικό πυροβολικό ερχόμενο
από Κατσικά προς τα υψώματα του Αγίου Ιωάννη. Αυτό παρατήρησα και εγώ.
Επειδή το πυροβολικό τούτο έμελε να καταλάβει επίκαιρη θέση διέταξα τον
Λόχο να επιτεθεί ολοταχώς. Τούτο και εγένετο παρά την διαταγή του
ταγματάρχου, ο οποίος δεν αντελήφθη τον από του σημείου εκείνου κίνδυνο
και με διέταξε να κάμψω προς τα αριστερά πλησίον των υψωμάτων της
αμαξιτής οδού και των εκεί ευρισκομένων εχθρικών χαρακωμάτων παρά των
οποίων βαλλόμεθα υπό του πεζικού. Αφού ενήργησα εύστοχη βολή κατά του
πυροβολικού στράφηκα κατά των εχθρικών χαρακωμάτων οι Τούρκοι υπεχώρησαν
και ο Λόχος μου εξηκολούθησε προελαύνων παραλλήλως και δεξιά της
αμαξιτής οδού, ο δε έτερος Λόχος του Τάγματος υπό τον Υπολοχαγόν
Τυπάλδον προήλασε αριστερά της οδού μέχρι των υψωμάτων του Αγίου
Ιωάννου, όπου απεκόψαμε όλες τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές
μεταξύ Ιωαννίνων και Μπιζανίου και βαδίσαμε προς την πόλη. Κατά την
προέλασή μας προς την πόλη ο Λόχος κατέλαβε την προ της εισόδου της
πόλεως θέση ο δε έτερος Λόχος τα υψώματα προ των στρατώνων συγχρόνως δε
επήρχετο το σκότος της νύκτας.
Υποδεικνύοντας την σπουδαιότητα των κατεχομένων θέσεων ο
ταγματάρχης Βελισσαρίου είπε προς τους στρατιώτες: «Παιδιά πόσα
φυσίγγια παίρνουν τα όπλα σας;» Αποκρίθηκαν «Έξη» ! «Ε λοιπόν απόψε να
βάλετε επτά». Κατόπι τοποθέτησε πλησίον μου τα πολυβόλα και μου
παρέδωσε τη διοίκηση των πολυβόλων. Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες μας
είχαν αιχμαλωτίσει 27 Τούρκους στρατιώτες και εγνωστοποίησα στον
ταγματάρχη το συμβάν, ο οποίος με διέταξε να τους αποστείλω όπισθεν στον
Άγιο Ιωάννη. Μετά την εγκατάστασή μου στην προ της πόλεως θέση
συνελάμβανα με τους στρατιώτες μου όσες άμαξες τουρκικές διερχόταν, είτε
για παραλαβή ασθενών, είτε για ύδρευση, είτε περιπολούντες.
Περί την 10ην νυκτερινήν παρατήρησα φώτα κινούμενα εντός της πόλεως τα οποία μετά έλαβαν κατεύθυνση προς τα δικά μας τμήματα και θέσεις. Διέταξα τον ανθυπασπιστή Δαλιανούδα να τεθεί επί κεφαλής περιπόλου και να εξέλθει εμπρός από την γραμμή και αν αντιληφθεί ότι πρόκειται περί εχθρικής δυνάμεως ισχυράς να επανέλθει στον Λόχο, εάν η εχθρική δύναμη ήταν ανίσχυρη να την αφήσει να έλθει μεταξύ αυτού και του Λόχου και τότε να την σταματήσει. Μετά από λίγο αφού επλησίασαν τα φώτα, στη θέση στην οποία ευρίσκετο ο ανθυπασπιστής, διέκρινε μια άμαξα που κατευθυνόταν προς αυτόν. Η άμαξα εσύρετο από τρείς ίππους και επί των ίππων επέβαινον στρατιώτες κρατούντες ο καθένας από ένα φανάρι. Άλλοι στρατιώτες βρισκόταν πίσω από την άμαξα έφιπποι και κρατούσαν και αυτοί φανούς. Αλλά και γύρω από την άμαξα ήσαν φανοί αναμμένοι. Όταν η άμαξα έφθασε στον ανθυπασπιστή σταμάτησε αμέσως και οι επιβαίνοντες θέλησαν να κατέβουν. Ο ανθυπασπιστής κρατών περίστροφο στα χέρια διέταξε να μην κινηθούν πριν δηλώσουν την ταυτότητά τους, και τον σκοπό για τον οποίο ήλθαν. Τότε αυτοί εδήλωσαν την ταυτότητά τους και είπαν ότι φέρνουν μαζί τους τον φάκελο της παραδόσεως της πόλεως. Για να βεβαιωθεί περισσότερο ο αξιωματικός είπε στον Πρωτοσύγκελο που βρισκόταν στην άμαξα: «Τι Ευαγγέλιον έχομεν σήμερον;» Εκείνος δε απάντησε το ωρισμένο Ευαγγέλιο της ημέρας, το οποίον εγνώριζε ο ανθυπασπιστής και ο οποίος πείστηκε και επέτρεψε στην επιτροπή να κατέλθει της αμάξης. Τον διάλογο αυτόν αντελήφθηκα γιατί βρισκόμουν σε κοντινή απόσταση και έσπευσα επί τόπου. Αφού επλησίασα και μετά την ανταλλαγή των χαιρετισμών ο ένας τούρκος αξιωματικός μου είπε: «Κύριε Λοχαγέ έχομεν διαταγήν παρά του αρχηγού μας να παρουσιασθώμεν ενώπιον του Γενικού Αρχηγού σας και να αναφέρωμεν ότι τα φρούρια Μπιζάνι, Καστρίτσης και Ιωαννίνων παραδίνονται άνευ όρων μετά του στρατού ανερχομένου εις 33 χιλιάδας περίπου ανδρών. Τον φάκελλον εγχειρίσαμε εις τον αξιωματικό σας».
Περί την 10ην νυκτερινήν παρατήρησα φώτα κινούμενα εντός της πόλεως τα οποία μετά έλαβαν κατεύθυνση προς τα δικά μας τμήματα και θέσεις. Διέταξα τον ανθυπασπιστή Δαλιανούδα να τεθεί επί κεφαλής περιπόλου και να εξέλθει εμπρός από την γραμμή και αν αντιληφθεί ότι πρόκειται περί εχθρικής δυνάμεως ισχυράς να επανέλθει στον Λόχο, εάν η εχθρική δύναμη ήταν ανίσχυρη να την αφήσει να έλθει μεταξύ αυτού και του Λόχου και τότε να την σταματήσει. Μετά από λίγο αφού επλησίασαν τα φώτα, στη θέση στην οποία ευρίσκετο ο ανθυπασπιστής, διέκρινε μια άμαξα που κατευθυνόταν προς αυτόν. Η άμαξα εσύρετο από τρείς ίππους και επί των ίππων επέβαινον στρατιώτες κρατούντες ο καθένας από ένα φανάρι. Άλλοι στρατιώτες βρισκόταν πίσω από την άμαξα έφιπποι και κρατούσαν και αυτοί φανούς. Αλλά και γύρω από την άμαξα ήσαν φανοί αναμμένοι. Όταν η άμαξα έφθασε στον ανθυπασπιστή σταμάτησε αμέσως και οι επιβαίνοντες θέλησαν να κατέβουν. Ο ανθυπασπιστής κρατών περίστροφο στα χέρια διέταξε να μην κινηθούν πριν δηλώσουν την ταυτότητά τους, και τον σκοπό για τον οποίο ήλθαν. Τότε αυτοί εδήλωσαν την ταυτότητά τους και είπαν ότι φέρνουν μαζί τους τον φάκελο της παραδόσεως της πόλεως. Για να βεβαιωθεί περισσότερο ο αξιωματικός είπε στον Πρωτοσύγκελο που βρισκόταν στην άμαξα: «Τι Ευαγγέλιον έχομεν σήμερον;» Εκείνος δε απάντησε το ωρισμένο Ευαγγέλιο της ημέρας, το οποίον εγνώριζε ο ανθυπασπιστής και ο οποίος πείστηκε και επέτρεψε στην επιτροπή να κατέλθει της αμάξης. Τον διάλογο αυτόν αντελήφθηκα γιατί βρισκόμουν σε κοντινή απόσταση και έσπευσα επί τόπου. Αφού επλησίασα και μετά την ανταλλαγή των χαιρετισμών ο ένας τούρκος αξιωματικός μου είπε: «Κύριε Λοχαγέ έχομεν διαταγήν παρά του αρχηγού μας να παρουσιασθώμεν ενώπιον του Γενικού Αρχηγού σας και να αναφέρωμεν ότι τα φρούρια Μπιζάνι, Καστρίτσης και Ιωαννίνων παραδίνονται άνευ όρων μετά του στρατού ανερχομένου εις 33 χιλιάδας περίπου ανδρών. Τον φάκελλον εγχειρίσαμε εις τον αξιωματικό σας».
Επί της αμάξης επέβαινον δύο αξιωματικοί
του Στρατηγείου του Εσάτ εκ των οποίων ο ένας, αν δεν απατώμαι, ήτο
ανεψιός του και ο Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως. Η άμαξα έφερεν λευκήν
σημαίαν. Αμέσως μετά μαζί με την επιτροπή επέστρεψα στον Λόχο. Την
στιγμή εκείνη έφθασε και ο Δ/της του άλλου Λόχου Β. Τυπάλδος. Μόλις
πλησιάσαμε στον Λόχο ο ένας από τους Τούρκους αξιωματικούς με ερώτησε
απορώντας, πως έφθασαν εδώ οι εύζωνοι. Και αφού του εξήγησα συνέχιζε να
ρωτά με ποιο τρόπο ανεβάσαμε βαρύ πυροβολικό στο ύψωμα του Λοζετσίου.
Αυτό κατά την γνώμη του ήταν ακατόρθωτο. Μετά από αυτό διέταξα τον
ανθυπασπιστή να παρουσιάσει την επιτροπή στον Δ/τη του Τάγματος
ταγματάρχη Βελισσαρίου που βρισκόταν στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου.
Έτσι και έγινε! Ο ανθυπασπιστής παρουσίασε την επιτροπή στον ταγματάρχη ο
οποίος τον συνεχάρη και διέταξε να αποστείλουμε την άμαξα μαζί με τους
συνοδούς ενώπιον του.
Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου για να δείξει στους Τούρκους αξιωματικούς πως
ήδη ο ελληνικός στρατός έφθασε προ των πυλών των Ιωαννίνων διέταξε τον
Λοχαγόν Κωστούλην: «Κύριε Λοχαγέ να διατάξεις να ανοίξει στην πεδιάδα η
γραμμή μας ίνα διέλθωμε μετά της επιτροπής της παραδόσεως των
Ιωαννίνων». Ο Λοχαγός, οξυδερκής, αντελήφθη τον υπαινιγμό του Δ/του του
Τάγματος και ετοιμόλογα απάντησε: «Διέταξα ήδη κύριες Διοικητά να
ανοίξωσιν όλα αι γραμμαί»! Έδωσε την απάντηση αυτή μολονότι εγνώριζε πως
ουδείς Έλληνας στρατιώτης ευρίσκετο στην πεδιάδα των Ιωαννίνων.
Μετά τον διάλογο αυτόν ο ταγματάρχης Βελισσαρίου ανεχώρησε για Εμίν – Αγά, προς συνάντηση του Γενικού Αρχηγού, του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Μόλις έφθασε εκεί παρουσιάστηκε στον Αρχιστράτηγο Διάδοχο και ανέφερε τα συμβάντα παρουσιάσας την επιτροπήν παραδόσεως.
Ο Κωνσταντίνος χαιρετίζοντας τον Βελισσαρίου είπε: «Καλώς τον Γιάννη». Και κατόπιν χαμηλοφώνως πρόσθεσε: «Θέλεις φίλημα, αλλά θέλεις και δέσιμο». Υπαινίσσετο με την φράση αυτή την επιτυχία αφ’ ενός και το παράτολμο του εγχειρήματος του Βελισσαρίου.
Όλα αυτά έλαβαν χώραν κατά την νύκτα της 20ης προς την 21η Φεβρουαρίου 1913. Εμείς είχαμε παραμείνει στις προφυλακές, στις θέσεις που ανωτέρω αναφέραμε. Πρίν ακόμη ανατείλει ο ήλιος μετακινηθήκαμε εκ των θεσεών μας διότι μετά από αυτά που συνέβησαν δεν έπρεπε να θεωρήσουμε εντελώς εκλιπόντα τον κίνδυνο. Λόγο της θέσεως στην οποία βρισκόμαστε καθώς και της ελαχίστης δυνάμεως που διαθέταμε. Αφού επήλθε το φως της ημέρας παρατηρήσαμε κίνηση στην πόλη και την 8η πρωινή είδαμε τμήμα του Ελληνικού στρατού να προχωρεί με κατεύθυνση την λίμνη, άλλο δε τμήμα να βαδίζει ΒΔ, των υψωμάτων της πόλεως των Ιωαννίνων και το ιππικό μας να έρχεται στην πεδιάδα κατευθυνόμενο και αυτό στην πόλη.
Μετά τον διάλογο αυτόν ο ταγματάρχης Βελισσαρίου ανεχώρησε για Εμίν – Αγά, προς συνάντηση του Γενικού Αρχηγού, του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Μόλις έφθασε εκεί παρουσιάστηκε στον Αρχιστράτηγο Διάδοχο και ανέφερε τα συμβάντα παρουσιάσας την επιτροπήν παραδόσεως.
Ο Κωνσταντίνος χαιρετίζοντας τον Βελισσαρίου είπε: «Καλώς τον Γιάννη». Και κατόπιν χαμηλοφώνως πρόσθεσε: «Θέλεις φίλημα, αλλά θέλεις και δέσιμο». Υπαινίσσετο με την φράση αυτή την επιτυχία αφ’ ενός και το παράτολμο του εγχειρήματος του Βελισσαρίου.
Όλα αυτά έλαβαν χώραν κατά την νύκτα της 20ης προς την 21η Φεβρουαρίου 1913. Εμείς είχαμε παραμείνει στις προφυλακές, στις θέσεις που ανωτέρω αναφέραμε. Πρίν ακόμη ανατείλει ο ήλιος μετακινηθήκαμε εκ των θεσεών μας διότι μετά από αυτά που συνέβησαν δεν έπρεπε να θεωρήσουμε εντελώς εκλιπόντα τον κίνδυνο. Λόγο της θέσεως στην οποία βρισκόμαστε καθώς και της ελαχίστης δυνάμεως που διαθέταμε. Αφού επήλθε το φως της ημέρας παρατηρήσαμε κίνηση στην πόλη και την 8η πρωινή είδαμε τμήμα του Ελληνικού στρατού να προχωρεί με κατεύθυνση την λίμνη, άλλο δε τμήμα να βαδίζει ΒΔ, των υψωμάτων της πόλεως των Ιωαννίνων και το ιππικό μας να έρχεται στην πεδιάδα κατευθυνόμενο και αυτό στην πόλη.
Όλα αυτά μας γέμισαν χαρά και θάρρος και σηκωθήκαμε όρθιοι. Φαίνεται πως
και στην πόλη μεταδόθηκε η είδηση ότι έξω αυτής βρίσκονται ελληνικά
στρατεύματα. Και αμέσως οι Ιωαννίτες Έλληνες άνδρες και γυναίκες
έσπευσαν να μας χαιρετίσουν. Καταφθάνοντες δε στις προφυλακές ασπαζόταν
τους στρατιώτες και χάιδευαν τους χαλινούς των ίππων λέγοντες «Χριστός Ανέστη αδέλφια» !
Έτσι κατά την ακριβέστατη αφήγηση εξετυλίχθησαν τα γεγονότα της ενδόξου ιστορικής εκείνης νύκτας. Σημειώνω πως κατά την επίθεση για την άλωση των Ιωαννίνων, ουδείς εκ των στρατιωτών μου υστέρησε, αλλά πάντες ενθουσιώντες ακολούθησαν αψηφούντες τον κίνδυνο……
Βασίλης Π. ΚονιτσιώτηςΈτσι κατά την ακριβέστατη αφήγηση εξετυλίχθησαν τα γεγονότα της ενδόξου ιστορικής εκείνης νύκτας. Σημειώνω πως κατά την επίθεση για την άλωση των Ιωαννίνων, ουδείς εκ των στρατιωτών μου υστέρησε, αλλά πάντες ενθουσιώντες ακολούθησαν αψηφούντες τον κίνδυνο……
δημοσιογράφος, μέλος του ΔΣ του Συλλόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου